2.
Η θεπαπεία σηρ πεθεπάρ σοτ Πέσποτ και άλλψν
αςθενών
Και όσαν ο Ιηςούρ ήπθε ςσην οικία σοτ
Πέσποτ, είδε σην πεθεπά σοτ πεςμένη ςσο
κπεβάσι και με πτπεσό.
Και σόσε άγγιξε σο φέπι σηρ και σην άυηςε ο
πτπεσόρ, και ςηκώθηκε και σον διακονούςε.
Όσαν λοιπόν βπάδιαςε, έυεπαν ππορ ατσόν
πολλούρ δαιμονιςμένοτρ. Και έβγαλε σα
πνεύμασα με σο λόγο σοτ και θεπάπετςε όλοτρ
όςοι ήσαν ςε κακή κασάςσαςη,
για να εκπληπψθεί ατσό ποτ ειπώθηκε μέςψ
σοτ ππουήση Ηςαΐα, όσαν έλεγε: Ατσόρ έλαβε σιρ
αςθένειέρ μαρ και βάςσαξε σιρ νόςοτρ μαρ.
3.
4. Και όσαν ο Χπιςσόρ ειςήλθε ςσην Καπεπναούμ, πληςίαςε ς’ ατσόν έναρ
εκασόνσαπφορ παπακαλώνσαρ σον
και λέγονσαρ: «Κύπιε, ο δούλορ μοτ έφει πέςει παπάλτσορ ςσην οικία μοτ και
βαςανίζεσαι υοβεπά».
Τόσε ο Ιηςούρ σού λέει: «Εγώ, αυού έπθψ, θα σον θεπαπεύςψ». Αλλά
αποκπίθηκε ο εκασόνσαπφορ και είπε: «Κύπιε, δεν είμαι ικανόρ να ειςέλθειρ κάσψ
από ση ςσέγη μοτ. Αλλά περ σο μόνο με λόγια, και θα γιασπετσεί ο δούλορ μοτ.
Γιασί κι εγώ είμαι άνθπψπορ κάσψ από εξοτςία, έφονσαρ κάσψ από σον εατσό
μοτ ςσπασιώσερ, και λέψ ςε σούσον: “Πήγαινε”, και πηγαίνει. Και ςσον άλλο:
“Έλα”, και έπφεσαι. Και ςσο δούλο μοτ: “Κάνε ατσό”, και σο κάνει».
Όσαν σο άκοτςε σόσε ο Ιηςούρ, θαύμαςε και είπε ς’ όςοτρ σον ακολοτθούςαν:
«Αλήθεια ςαρ λέψ, ςε κανέναν δε βπήκα σόςο πολλή πίςση μέςα ςσο λαό Ιςπαήλ.
Σαρ λέψ μάλιςσα όσι πολλοί από ανασολικά και δτσικά θα έπθοτν και θα
καθίςοτν, για να υάνε μαζί με σον Αβπαάμ και σον Ιςαάκ και σον Ιακώβ μέςα ςση
βαςιλεία σψν οτπανών,
ενώ οι γιοι σηρ βαςιλείαρ θα πεσαφσούν έξψ ςσο ςκόσορ σο εξώσεπο. Εκεί θα
είναι σο κλάμα και σο σπίξιμο σψν δονσιών».
Και μεσά είπε ο Ιηςούρ ςσον εκασόνσαπφο: «Πήγαινε, αρ γίνει ς’ εςένα όπψρ
πίςσεχερ». Και ο δούλορ σοτ γιασπεύσηκε εκείνη σην ώπα.
5. Πποςοφή από σοτρ χετδοππουήσερ
«Πποςέφεσε από σοτρ χετδοππουήσερ, οι οποίοι έπφονσαι
ππορ εςάρ με ενδύμασα πποβάσψν, ενώ από μέςα είναι
λύκοι άππαγερ.
Από σοτρ καππούρ σοτρ θα σοτρ αναγνψπίςεσε. Μήπψρ
μαζεύοτν από αγκάθια ςσαυύλια ή από σπιβόλια ςύκα;
Έσςι, κάθε δένσπο αγαθό κάνει καππούρ καλούρ, ενώ σο
ςάπιο δένσπο κάνει καππούρ κακούρ.
Δε δύνασαι δένσπο αγαθό να κάνει καππούρ κακούρ ούσε
δένσπο ςάπιο να κάνει καππούρ καλούρ.
Κάθε δένσπο ποτ δεν κάνει καλό καππό κόβεσαι ενσελώρ
και πίφνεσαι ςση υψσιά.
Άπα, βεβαίψρ, από σοτρ καππούρ σοτρ θα σοτρ
αναγνψπίςεσε»
6.
7. Δεν ππέπει να κασακπίνψμεν
«Μην κπίνεσε, για να μην κπιθείσε.
Γιασί με όποια κπίςη κπίνεσε θα κπιθείσε, και με όποιο μέσπο
μεσπάσε, θα μεσπηθεί ς’ εςάρ.
Και γιασί βλέπειρ σην αγκίδα ποτ είναι μέςα ςσο μάσι σοτ
αδελυού ςοτ, ενώ σο δοκάπι μέςα ςσο δικό ςοτ μάσι δεν
παπασηπείρ;
Ή πώρ θα πειρ ςσον αδελυό ςοτ: “Άυηςε να βγάλψ σην αγκίδα
από σο μάσι ςοτ”, ενώ ιδού, σο δοκάπι είναι μέςα ςσο μάσι σο
δικό ςοτ;
Υποκπισή, βγάλε ππώσα από σο μάσι σο δικό ςοτ σο δοκάπι, και
σόσε θα δειρ καθαπά, για να βγάλειρ σην αγκίδα από σο μάσι
σοτ αδελυού ςοτ.
Μη δώςεσε σο άγιο ςσα ςκτλιά, μήσε να πίξεσε σα μαπγαπισάπια
ςαρ μπποςσά ςσοτρ φοίποτρ, μην στφόν σα κασαπασήςοτν με σα
πόδια σοτρ και μεσά ςσπαυούν και ςαρ ξεςκίςοτν».