1. Verb conjugation in ancient and modern GreekActive Voiceλύω / λύνω Dimitris, Fotis, Vagelis, Vasso/2nd Grade/Πειραματικό Λύκειο Αγίων Αναργύρων
2. PRESENT TENSE (in ancient and modern Greek ) ΟΡΙΣΤΙΚΗ λύω λύεις λύει λύομεν λύετε λύουσι(ν) INDICATIVE λύνω* λύνεις λύνει λύνουμε λύνετε λύνουν(ε) *But: καταλύω, διαλύω, παραλύω
3. Ενεργητικός Ενεστώτας(Αρχαία και Νέα Ελληνικά) ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ λύω λύῃς λύῃ λύωμεν λύητε λύωσι(ν) SUBJUNCTIVE να λύνω να λύνεις να λύνει να λύνουμε να λύνετε να λύνουν(ε)
6. Ενεργητικός Ενεστώτας ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ λύειν ΜΕΤΟΧΗ λύων λύουσα λῦον INFINITIVE PARTICIPLE λύνοντας In formal modern Greek the ancient present participle can also be used e.g. ο ενάγων, ο γράφων
7. ΟΡΙΣΤΙΚΗ ἔλυον ἔλυες ἔλυε ἐλύομεν ἐλύετε ἔλυον INDICATIVE έλυνα έλυνες έλυνε λύναμε λύνατε λύνανε/έλυναν PAST CONTINUOUS (in ancient and modern Greek )
8. FUTURE TENSE (in ancient and modern Greek ) ΟΡΙΣΤΙΚΗ λύσω λύσεις λύσει λύσομεν λύσετε λύσουσι(ν) INDICATIVE θα λύνω*/θα λύσω** θα λύνεις/θα λύσεις θα λύνει/θα λύσει θα λύνουμε/θα λύσουμε θα λύνετε/θα λύσετε θα λύνουν(ε)/θα λύσουν(ε) *Simple Future **Future Continuous
12. SIMPLE PAST (ACTIVE VOICE) SUBJANCTIVE λύσω λύσῃς λύσῃ λύσωμεν λύσητε λύσωσι(ν) ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ να λύσω να λύσεις να λύσει να λύσουμε να λύσετε να λύσουν(ε)
16. PRESENT PERFECT (In ancient and modern Greek) ΟΡΙΣΤΙΚΗ λέλυκα λέλυκας λέλυκε λελύκαμεν λελύκατε λελύκασι INDICATIVE έχωλύσει* έχεις λύσει έχει λύσει έχουμε λύσει έχετε λύσει έχουν(ε) λύσει OR: έχωλυμένο, έχεις λυμένο …
17. ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ SUBJUNCTIVE λελύκω λελυκῃς λελύκῃ λελύκωμεν λελύκητε λελύκωσι(ν) OR:λελυκώς/υῖα/όςὦ, ᾖς, ᾖ, λελυκότες/υῖαι/όταὦμεν, ἦτε, ὦσι να έχω λύσει* να έχεις λύσει να έχει λύσει να έχουμε λύσει να έχετε λύσει να έχουν(ε)λύσει OR: να έχωλυμένο, να έχεις λυμένο…
20. ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ λελυκέναι ΜΕΤΟΧΗ λελυκώς λελυκυῖα λελυκός INFINITIVE - PARTICIPLE In formal modern Greek we use some perfect participles e.g. η καθεστηκυία τάξη