2. Βιογραφικό Σημείωμα
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΓΚΛΗΣ (1909 - 2006)
Γεννήθηκε στην Κάλυμνο. Εκεί τέλειωσε το Γυμνάσιο και
εργάστηκε αρχικά στα σφουγγαράδικα. Το 1926 εργάστηκε σε
αποθήκη επεξεργασίας σφουγγαριών, όπου διακρίθηκε και
στάλθηκε από την εργοδότρια εταιρεία σε λύκειο της Χάβρης της
Γαλλίας για να συμπληρώσει τις γνώσεις του. Μετά την
ολοκλήρωση των σπουδών του προάχθηκε σε υποδιευθυντή του
παρισινού υποκαταστήματος. Κατά τα χρόνια της παραμονής του
στη γαλλική πρωτεύουσα στράφηκε στη μελέτη Ιστορίας,
Φιλοσοφίας και Λογοτεχνίας. Το 1933 πήρε μετάθεση στη
γενέτειρά του και λόγω των σκληρών συνθηκών εργασίας
προσβλήθηκε από φυματίωση. Το 1937, κατά τη διάρκεια
μετάθεσής του στην Αίγινα γνωρίστηκε με το Νίκο Καζαντζάκη, ο
οποίος στάθηκε πνευματικός οδηγός και συμπαραστάτης του. Κατά
τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής εντάχθηκε στο Ε.Α.Μ..
Μετά την ανακωχή επέστρεψε στην Κάλυμνο, ξαναρχίζοντας να
δουλεύει στα σφουγγαράδικα. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε
το 1940 από την Αίγινα, με τη δημοσίευση της συλλογής
διηγημάτων Οι κολασμένοι της θάλασσας.
3. Ο Γιάννης Μαγκλής υπήρξε ένας από τους
πολυγραφότερους και πιο δημοφιλείς Έλληνες συγγραφείς
της μεταπολεμικής περιόδου. Το έργο του εντάσσεται
στην παράδοση της ελληνικής ρεαλιστικής ηθογραφίας,
ενώ επιρροές δέχτηκε επίσης από το έργο και τον
ιδεολογικό προσανατολισμό του Νίκου Καζαντζάκη. Τη
γραφή του χαρακτηρίζουν το απλό ύφος, η αμεσότητα
στην έκφραση των συναισθημάτων, η αξιοσημείωτη
αφηγηματική δεινότητα και η διαρκής φροντίδα για τη
δημιουργία ηρώων που αποτελούν ολοκληρωμένες
προσωπικότητες, καθώς επίσης ο έμμεσος διδακτισμός
και το αγωνιστικό πνεύμα.
.
Σφουγγαράδες,Αίγινα, 1950-55 Φωτογραφία: Βούλα Παπαϊωάννου
Φωτογραφικά Αρχεία Μουσείου Μπενάκη
4. • Οι κολασμένοι της θάλασσας · Διηγήματα. Αθήνα, Ζαχαράκης, 1940.
• Οι βάρβαροι. Αθήνα, 1944.
• Πορεία στο βούρκο. Αθήνα, 1948.
• Κοντραμπατζήδες του Αιγαίου · Μυθιστόρημα. Αθήνα, Βιβλιοδετική, 1953.
• Δεν υπάρχουν αμαρτωλοί. Αθήνα, 1956.
• Τ’ αδέρφια μου οι άνθρωποι. Αθήνα, Δίφρος,1953.
• Το ανθρώπινο πάθος. Αθήνα, 1961.
• Ο ήλιος δε βασίλεψε ακόμα. Αθήνα, Φέξης, 1962.
• Τα παιδιά του ήλιου και της θάλασσας. Αθήνα, Δωρικός, 1963.
• Ο αγέρας χτύπαγε την πόρτα μας· Διηγήματα. Αθήνα, Alvin Redman Hellas, 1966.
• Ο άρχοντας. Αθήνα, Δωρικός, 1971.
• Ο κύριος κόμης. Αθήνα, 1974.
• Οι σημαδεμένοι. Αθήνα, Κολλάρος, 1973.
• Ερωτικά. Αθήνα, Κολλάρος, 1973.
• Ματωμένη πορεία. Αθήνα, 1976.
• Κριματισμένοι και ακριμάτιστοι. Αθήνα, 1978.
• Στην κολόνα της Αφροδίτης. Αθήνα, Δωρικός, 1978.
• Τα παιδιά του άρχοντα · Μυθιστόρημα. Αθήνα, Δωρικός, 1979.
• Σταυραδέρφια· Μυθιστόρημα. Αθήνα, Δωρικός, 1981.
• Το στοίχημα· Νουβέλες. Αθήνα, Δωρικός, 1982.
• Το τραγούδι της ζωής και του θανάτου· Νουβέλες. Αθήνα, Δωρικός, 1983.
• Η ανάσα της γης μου. Αθήνα, Δωρικός, 1986.
• Ταξιδιώτες της ζωής. Αθήνα, 1989.
http://www.ekebi.gr/frontoffice/portal.asp?cpage=NODE&cnode=461&t=257
Πεζογραφήματα
5. Το διήγημα προέρχεται από τη συλλογή
διηγημάτων
και αποτυπώνει χαρακτηριστικά το ανθρωπιστικό
πνεύμα της πεζογραφίας του Γ. Μαγκλή.
Σελ. 170
Γ. Μαγκλής, Δεν υπάρχουν αμαρτωλοί, Δωρικός
Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν λογοτεχνικά κείμενα που παρουσιάζουν τον
πόλεμο χωρίς εξιδανικεύσεις , ρεαλιστικά, με απορριπτικό τρόπο. Προβάλλουν
τα δεινά που προκαλεί με στόχο να τονίσουν τη σημασία της ειρηνικής
συνύπαρξης των λαών και την αγάπη ως κύρια ανθρωπιστική αξία.
6. Σουρούπωνε και η μάχη που είχε αρχίσει
σύναυγα* κόπασε πια. Λίγη ώρα πριν
έπεφτε ακόμη αραιό λιανοντούφεκο.
Κάποιος θερμόαιμος χτυπούσε στο πείσμα
του οχτρού.
Όμως τώρα ήταν πλέρια ησυχία. Ο
μεγάλος ήλιος που ολημερίς τσουρουφλούσε
φίλους κι οχτρούς είχε γυρίσει πια να
ξεκουραστεί. Σιχάθηκε να βλέπει τους
ανθρώπους να σκοτώνονται συναμεταξύ
τους κι έκλεισε τα μάτια να ξεχάσει.
Σελ. 170
7. Ο νέος στρατιώτης ακούμπησε απάνω στο
βράχο το ντουφέκι και το κράνος, άνοιξε τα
χέρια πλατιά να ξεμουδιάσει το απανωκόρμι,
ανάσανε βαθιά κάνα δυο φορές και
βιαστικός βάλθηκε να κατηφορίζει την
πλαγιά, να φτάξει πιο γρήγορα στη ρεματιά
που από χτες είχε σημάνει* μια φλεβίτσα
γάργαρο, πεντακάθαρο νερό. Ήτανε δροσιά
κάτω εκεί και το βρεμένο χορτάρι μύριζε
όμορφα. Ο νέος στρατιώτης έσκυψε πάνω
από την ξεχειλισμένη γουρνίτσα* κι ήπιε
άφθονο το κρύο νεράκι. Η φλόγα έσβησε
από τα σωθικά του.
Σελ. 170
8. «Αχ, τι δροσιά...», είπε. Έσκυψε πάλι,
χούφτιασε το νερό και το 'χυσε στο
πρόσωπο κι απάνω στο κεφάλι.
Δροσίστηκε, καθαρίστηκε, μέρεψε.*
Έγινε άλλος άνθρωπος. Σήκωσε ψηλά
το κεφάλι κοίταξε τον ουρανό και μίλησε
χαρούμενα.
- Θε μου, όμορφη 'ναι η ζωή του
ανθρώπου. Κάνε με το καλό να τελέψει*
γρήγορα ο πόλεμος, να γυρίσω πίσω στο
σπίτι κοντά στη γριά μανούλα που με
καρτερά και κοντά στ' αδέρφια μου.
Σελ. 170
9. Τέλεψε το λόγο, χάιδεψε ακόμα με το χέρι, με το μάτι το δροσερό νεράκι.
Σηκώθηκε να φύγει. Αξάφνου άκουσε πλάι του περπατηξιά, εκεί, από
την άλλη μεριά της ανηφόρας, κι έστριψε απότομα το κεφάλι να δει.
α΄ ενότητα «Σουρούπωνε...το κεφάλι να δει»
Το τέλος μιας ημέρας του πολέμου. Ο πρώτος στρατιώτης δροσίζεται στο νερό της ρεματιάς.
Πρωταγωνιστής
της α΄
ενότητας:
•Ένας νέος στρατιώτης κουρασμένος από τη μάχη κατευθύνεται προς
μια πηγή για να πιει νερό και να δροσιστεί.
•Η περιγραφή της ομορφιάς του τοπίου και η επαφή του στρατιώτη με το
δροσερό νερό δημιουργούν μια ατμόσφαιρα γαλήνης και ψυχικής
ευφορίας.
•Μοιάζει να ξεχνά τη στρατιωτική ιδιότητα και να γίνεται ξανά
άνθρωπος. Ημερεύει, νιώθει τις ομορφιές της ζωής, γεμίζει η ψυχή
του με αγάπη. Απευθύνεται στο θεό και τον παρακαλεί να τελειώσει ο
πόλεμος για να γυρίσει στη μάνα του και στα αδέρφια του.
•Ο νέος στρατιώτης προκαλεί τη συμπάθεια του αναγνώστη, αφού
παρουσιάζεται ως θύμα ενός πολέμου που τον κρατά μακριά από
αγαπημένα πρόσωπα και δεν τον αφήνει να απολαύσει την «όμορφη …
ζωή του ανθρώπου»
Ποιες σκέψεις και
συναισθήματα
κατακλύζουν το
στρατιώτη την ώρα που
δροσίζεται στην πηγή;
Σελ. 170
10. Ένας άλλος στρατιώτης, οχτρός,
κατέβαινε και τούτος ξέγνοιαστος και
ξαρμάτωτος*, να πιει από τη
γουρνίτσα, να δροσιστεί και, με τον
τρόπο τούτο, να ευχαριστήσει το Θεό,
που τον προστάτεψε και τον φύλαξε
και τη μέρα τούτη.
Μα ο πρώτος στρατιώτης
ξέχασε ολότελα τα όσα τώρα δα είπε
αγναντεύοντας τον ήσυχο ουρανό και
μονοστιγμής τράβηξε από τη μέση του
το πιστόλι και το πρότεινε στον οχτρό.
Σελ. 170
11. Ο άλλος που ερχότανε διψασμένος από την
ολοήμερη κάψα,* κι ένιωθε κιόλας να
λαγαρίζει μέσα του το τρεχούμενο νεράκι
και να του δροσίζει τα πυρωμένα σωθικά,
τρομαγμένος τώρα μπρος στο απλωμένο
πιστόλι σήκωσε μονομιάς τα χέρια και κάτι
είπε στη γλώσσα του παρακλητικά, με
φοβισμένη, συγκινημένη φωνή. Τάχατες
ήθελε να πει:
- «Κοίταξέ με, αδερφέ μου, είμαι
ολομόναχος και άοπλος. Δίψασα πολύ και
ήρθα να πιω λίγο νεράκι. Λυπήσου με, είμαι
αθώος, χάρισέ μου τη ζωή. Κοίταξε, είμαι
νέος πολύ και ξέρεις, μια γριά μάνα που δεν
έχει στον κόσμο άλλο κανένα, με καρτερά».
Σελ. 171
Αυτή η φραστική ταύτιση αποτελεί μια συγγραφική τεχνική για να φανεί η
απλή αλήθεια: οι άνθρωποι μοιάζουν μεταξύ τους, έχουν τους ίδιους
καημούς, τα ίδια προβλήματα. Περνάει το μήνυμα της αδελφότητας, αφού
υπάρχει συναισθηματική ταύτιση.
12. Μα ο νέος στρατιώτης ξέχασε μονομιάς το Θεό.
Έχασε τον άνθρωπο, πίεσε τη σκαντάλη και η
σφαίρα γλίστρησε από την κάνη και χτύπησε
κατάστηθα τον οχτρό.
Ο άνθρωπος κυλίστηκε πάνω στη γης
σπαράζοντας και βογκώντας.
Ο νέος στρατιώτης, νευρικός πολύ, σίμωσε
το χτυπημένο και στάθηκε απάνω του κοιτώντας
τον.
Ο ξένος ήτανε πεσμένος ανάσκελα. Σάλευε
σπασμωδικά, κούναγε τα πόδια κι έσφιγγε τα δυο
χέρια του απάνω στο στήθος.
Τα χλωμά πονεμένα χείλη κινιόντουσαν
σιωπηλά. Τα ορθάνοιχτα μάτια κοιτούσαν γιομάτα
απορία και φόβο το νέο στρατιώτη. Και πάνω σε όλο
το πρόσωπο: μέτωπο, μάτια, χείλη, ήταν
περιχυμένα ο ανθρώπινος πόνος και το ξάφνιασμα.
Σελ. 171
Η πίστη στο Θεό σημαίνει σεβασμό για τον
άνθρωπο και τη ζωή.
13. Του νέου στρατιώτη τού φάνηκε σαν να τόνε
ρωτούσε:
«Γιατί το 'κανες το κακό τούτο, αδερφέ μου
άνθρωπε; Γιατί θέλησες να κριματιστείς, να πάρεις
στο λαιμό σου το αίμα ενός αθώου; Παρακάλαγα το
Θεό να μ' έχει καλά και να γυρίσω γρήγορα στο
χωριό, ν' αγκαλιάσω τη μανούλα μου και να της
φιλήσω τα κουρασμένα ματάκια».
Κι όσο ο νέος στρατιώτης τον κοίταζε,
θάρρευε ότι τα πικραμένα χείλη του πληγωμένου
τού μίλαγαν, του έλεγαν τον πόνο και το παράπονό
του.
«Κι ακόμα, σα να του 'λεγε, μια κοπελίτσα με
περίμενε. Είχαμε κάνει όνειρα πολλά μαζί και
καρτέραγε να σταματήσει ο καταραμένος πόλεμος να
γυρίσω στο χωριό. Μα τώρα, αδερφέ μου, να,
κοίταξε πώς με κατάντησες».
Σελ. 171
Συνειδητοποιεί ότι ο εχθρός έχει κοινή φύση με τη δική του.
Ο «αποκρουστικός εχθρός» είναι ένας νέος άνθρωπος που
πεθαίνει γεμάτος παράπονο. Όλες οι προκαταλήψεις και οι
προπαγάνδες καταρρέουν.
14. Ένα σκληρό χέρι έσφιγγε την καρδιά του νέου στρατιώτη.
Σιδερένιος κύκλος πέρασε γύρω από το κεφάλι του, του το 'σφιγγε και τον πόναγε. Τα μάτια
καίγανε. Τον έπιασε παράξενο κακό κι άρχισε να τρέχει την ανηφόρα. Γλίστραγε, έπεφτε, πετιόταν
απάνω και ξανά πάλι έτρεχε.
β΄ ενότητα «Ένας άλλος στρατιώτης...ξανά πάλι έτρεχε»
Η εμφάνιση ενός άλλου στρατιώτη που χάνει τη ζωή του από τον πρώτο.
Συμπέρασμα: όλοι οι άνθρωποι, παρά τις διαφορές τους στο βάθος είναι
ίδιοι.
Κοινά σημεία των αντίπαλων στρατιωτών
ίδιες επιθυμίες
ίδια απλά
ανθρώπινα όνειρα
ίδιες
συναισθηματικές
ανάγκες
ίδια λαχτάρα για
ζωή
έχουν αφήσει πίσω τους
οικογένεια που περιμένει με
αγωνία την επιστροφή τους
Ποια είναι τα στοιχεία που ενώνουν τους δύο στρατιώτες οι οποίοι ανήκουν σε διαφορετικά στρατόπεδα;
Σελ. 171
15. Ο νέος στρατιώτης,
που λίγο πριν ύμνησε
την ομορφιά της ζωής,
τώρα προκαλεί την
απέχθεια του
αναγνώστη, αφού
γίνεται σκληρός
εκτελεστής ενός
συνανθρώπου του.
Οι τελευταίες τραγικές
στιγμές του πληγωμένου
στρατιώτη περιγράφονται
με ρεαλιστικό τρόπο για
να καταλάβουν οι
αναγνώστες ότι στον
πόλεμο κυριαρχεί η
φρίκη, η σκληρότητα, η
απανθρωπιά και ο
παραλογισμός.
Τον παραλογισμό του
πολέμου εκφράζει και η
απορία στα μάτια του
ετοιμοθάνατου. Ένα «γιατί»
σχηματίζεται στα χείλη του
όμως απάντηση δεν υπάρχει.
Γιατί του στέρησε τη μάνα
του, την αγαπημένη του, τα
όνειρα του να ζήσει; Ο
πόλεμος καταστρέφει ζωές,
διαλύει οικογένειες,
γκρεμίζει όνειρα.
Μπροστά στην εικόνα του
ετοιμοθάνατου στρατιώτη
ο φονιάς του
συγκλονίστηκε, λύγισε,
σάστισε και άρχισε να
τρέχει για να φύγει
μακριά από το χώρο του
εγκλήματος.
Ποιες σκέψεις κατακλύζουν το στρατιώτη στη δεύτερη ενότητα μπροστά στον ετοιμοθάνατο αντίπαλό του;
Τι συναισθήματα σας προκαλεί η συμπεριφορά του;
16. Μεσοστρατίς του βουνού σταμάτησε. Δεν
μπορούσε άλλο. Λαχάνιασε, πιάστηκε η
καρδιά του, κουράστηκαν τα πόδια, λύγισαν
τα γόνατα. Έμεινε εκεί ασάλευτος με το
κεφάλι σκυμμένο να σκέφτεται. Μα να
σκεφτεί δεν μπορούσε. Χτύπαγαν τα
μηνίγγια, το κεφάλι βούιζε. Αξάφνου, χωρίς
καλά καλά να ξέρει τι κάνει, βάλθηκε να
τρέχει πάλι την πλαγιά κατηφορίζοντας.
Μέσα στο μυαλό του τώρα καρφώθηκε μια
σκέψη: να προφτάξει, να βοηθήσει το
χτυπημένο.
- Θε μου, μουρμούρισε, λυπήσου τον,
λυπήσου με. Άφησέ τον να ζήσει.
Έφταξε στη ρεματιά, σίμωσε το
χτυπημένο. Τον άγγιξε· ήτανε ζεστός.
Σελ. 172
Μέσα στο στρατιώτη ξυπνάει και πάλι η
ανθρώπινη συνείδηση, αυτή που οδηγεί στη
μεταμέλεια και στην παραδοχή του λάθους.
17. Άπλωσε τα χέρια, τα πέρασε με προσοχή
κάτω από το πληγωμένο κορμί, τ' αγκάλιασε
ολόγυρά του, τον έσυρε απάνω του και τον
κράτησε έτσι σφιχτά. Χτύπαγε η καρδιά
βουτημένη στην αγωνία. Τρυφεράδα και
πόνος, αγάπη και φροντίδα, όλα τούτα μαζί
τόνε συνεπήραν.
Σιγά, προσεχτικά, τον έφερε ίσαμε τη
γουρνίτσα και τον ακούμπησε απάνω στο
γρασίδι· πήρε το νερό, που με λαχτάρα
κατέβηκε να πιει, και του 'βρεξε τα μαλλιά,
του καθάρισε το νεανικό, ωραίο πρόσωπο, του
'σβησε το λεπτό ματωμένο αυλάκι που 'χε
στεγνώσει εκεί στην αριστερή μεριά του
στομάτου. Του πήρε το χέρι, το άπλωσε
απάνω στην ανοιχτή δική του παλάμη και το
απαλοχάιδευε.
Σελ. 172
18. - Αδερφέ μου, του 'λεγε γλυκά, τρυφερά,
αδερφέ μου, συχώρα με· και τα δάκρυα
τρέχαν καυτά.
Η νύχτα κατέβηκε ολούθες και
απλωμένο σκοτάδι τούς τύλιξε.
- Καλέ μου, πονεμένε μου αδερφέ,
μουρμούρισε ο νέος στρατιώτης
συντριμμένος. Συχώρα με, καλέ μου, δεν
το 'θελα· δεν είμαι φονιάς, σου τ'
ορκίζομαι, δεν είμαι φονιάς. Να, μια στιγμή
μονάχα ξέχασα πως είμαι άνθρωπος,
ξέχασα πως είσαι άνθρωπος, αδερφός
μου. Πως μάνα και σένα σε περιμένει στο
φτωχικό της: μάνα και πατέρας κι
αδέρφια. Ξέχασα, γιατί αυτοί οι κακούργοι
θέλανε να με κάνουν να ξεχάσω.
Σελ. 172
Συμπύκνωση ανθρωπιστικού μηνύματος: Όταν ο άνθρωπος
ξεχάσει ότι είναι άνθρωπος και ότι ο άλλος είναι ο αδελφός
του, τότε οδηγείται στην κατάσταση της αποβαρβάρωσης, του
αλληλοσκοτωμού, στον παραλογισμό.
19. Θυμήθηκε τα λόγια που τους μάθαιναν κι έστρεψε πέρα το βλέμμα ανταριασμένο και άγριο μες
στο σκοτάδι. Ύστερα τόνε συνεπήρε πάλι ο πόνος. Απαλοχάιδευε το χέρι του χτυπημένου και τα
δάκρυα ξεχείλιζαν και το μούσκευαν.
Όμως ο άλλος πια δεν άκουγε· μήδ' ένιωθε. Η ψυχή του είχε πετάξει και το τυραγνισμένο
κορμί άρχισε να σκεβρώνει.* Το σκοτάδι πύκνωσε πιότερο και σκέπασε τους δυο ανθρώπους:
φονιά και θύμα, που στέκονταν πλάι πλάι και που ο ένας απαλοχάιδευε το χέρι του άλλου και του
μουρμούριζε λόγια αγάπης και πόνου, σα να 'τανε φίλοι παλιοί, σα να 'τανε αδέρφια. Λόγια
αγάπης που ο άλλος πια δεν άκουγε.
γ΄ ενότητα «Μεσοστρατίς του βουνού...δεν άκουγε»
Η ξαφνική μεταμέλεια του πρώτου στρατιώτη και η επιστροφή του στον τόπο του εγκλήματος.
Η αφήγηση φτάνει στο τέλος της με μια συγκλονιστική στιγμή: Η
νύχτα έχει σκεπάσει τους δύο ανθρώπους, το θύτη και το θύμα, και
ο πρώτος χαϊδεύει απαλά το χέρι του άλλου μουρμουρίζοντας λόγια
αγάπης. Ο στρατιώτης-θύτης κρατά στην αγκαλιά του και ζητά
συγχώρεση από το στρατιώτη-θύμα. Η σκηνή περνάει το μήνυμα του
συγγραφέα: ο πόλεμος είναι παράλογος.
Σελ. 172
20. Μετανιώνει και προσπαθεί γεμάτος συντριβή να εξιλεωθεί, ζητώντας συγχώρεση από το θύμα του και τονίζοντας
ότι δεν το ήθελε, δεν είναι φονιάς και ότι υπεύθυνοι για το κακό που έγινε είναι αυτοί οι κακούργοι (οι
πολεμοκάπηλοι) που ήθελαν να τον κάνουν να ξεχάσει ότι είναι άνθρωπος. Ο στρατιώτης ασκεί κριτική στους
ηγέτες εκείνους που φανατίζουν τους στρατιώτες και γεμίζουν τη ψυχή τους με μίσος.
Συνειδητοποιεί ότι το θύμα του ήταν ένας νέος άνθρωπος σαν και αυτόν με τον οποίο δεν είχε να
χωρίσει τίποτα για αυτό και τον αποκαλεί αδερφό του. Η προσφώνηση "αδελφέ μου" δίνει το μήνυμα
της συναδέλφωσης και της αλληλεγγύης.
Ο στρατιώτης ξαναγίνεται άνθρωπος και αρχίζει να κλαίει κρατώντας το χέρι του θύματος του.
Η τελευταία εικόνα του στρατιώτη-θύτη να κρατά στην αγκαλιά του και να ζητά συγχώρεση από το στρατιώτη-
θύµα σφραγίζει δραµατικά την ιστορία και δίνει σαφέστατο αντιπολεµικό µήνυµα.
Ποιες σκέψεις και συναισθήματα κατακλύζουν το στρατιώτη στην τρίτη ενότητα
μπροστά στον ετοιμοθάνατο αντίπαλό του;
21. Ο αφηγητής
• Ανώνυμος, δε συμμετέχει στη δράση.
• Πρόκειται για εξωτερικό αφηγητή, που σαν παντογνώστης,
μεταφέρει τα γεγονότα και τα συναισθήματα των προσώπων
και ονομάζεται «μη δραματοποιημένος ετεροδιηγητικός».
Η αφήγηση ακολουθεί τη χρονική ροή των
γεγονότων (ευθύγραμμη χρονικά) σε γ΄πρόσωπο.
22. Στο διήγημα δεν υπάρχουν ονόματα ανθρώπων , χώρων, τόπων ούτε
κάποια συγκεκριμένη χρονολογία ώστε να μπορούμε να εντοπίσουμε
το πότε (= ιστορικός χρόνος), το πού (= γεωγραφικός χώρος) και
ανάμεσα σε ποιους συμβαίνουν τα διαδραματιζόμενα. Αυτή είναι μια
επιλογή του συγγραφέα, ο οποίος επιδιώκει να δείξει:
ότι σε ένα πόλεμο δεν έχει
σημασία ποιος έχει δίκαιο
και ποιος έχει άδικο
αφού όλοι οι εμπόλεμοι
χάνουν την ανθρωπιά τους
και γίνονται θύματα ή
σκληροί θύτες.
Η αοριστία αυτή κάνει πιο
φανερό το αντιπολεμικό
μήνυμα του κειμένου:
Ο συγγραφέας δεν αναφέρει τα ονόματα και την εθνικότητα των στρατιωτών. Γιατί;
Αφηγηματική ιδιαιτερότητα
23. ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟ ΕΙΔΟΣ: ΔΙΗΓΗΜΑ
το διήγημα είναι
πεζό λογοτεχνικό
αφηγηματικό έργο
με μικρή (σχετικά
με το μυθιστόρημα)
έκταση
με ολοκληρωμένη
υπόθεση, η οποία
είναι πλαστή ή
εμπνευσμένη από
την πραγματικότητα.
Στο διήγημα
υπάρχει ενότητα
υπόθεσης, τόπου
και χρόνου: η
υπόθεση
τοποθετείται σε
συγκεκριμένο τόπο
και περιορισμένα
χρονικά πλαίσια,
ενώ περιστρέφεται
γύρω από έ ν α
κύριο γεγονός,
στο οποίο
πρωταγωνιστεί έ ν α
κεντρικό πρόσωπο,
ο ήρωας του
διηγήματος.
Ενδέχεται όμως να
υπάρχουν και
δευτερεύοντα
γεγονότα ή
πρόσωπα, που
έχουν στόχο να
φωτίσουν τον
πρωταγωνιστή.
24. Χαρακτηριστικά του διηγήματος
• Η ιστορία περιστρέφεται γύρω από ένα κύριο γεγονός, σημαντικό για τη ζωή του πρωταγωνιστή
• Περιγράφεται ο χαρακτήρας (ηθογράφηση) και η ψυχολογία (ψυχογραφία) του κεντρικού ήρωα
• Έχει ενότητα υπόθεσης: Όλη η ιστορία κινείται γύρω από τη δολοφονία του εχθρού.
• Έχει ενότητα τόπου και χρόνου: Όλη η ιστορία εκτυλίσσεται γύρω από την πηγή. Ξεκινάει το σούρουπο και τελειώνει λίγες ώρες μετά, όταν
έχει πια νυχτώσει.
• Έχει κάποιο σκοπό (περνάει έμμεσα ένα μήνυμα): Ο πόλεμος είναι καταστροφικός, αποκτηνώνει τους ανθρώπους, έχει μόνο θύματα,
είναι ένα τραγικό γεγονός με αρνητικές μόνο συνέπειες (αντιπολεμικό μήνυμα).
• Έχει πλοκή → δέση → κορύφωση → λύση
πλοκή / δέση: οι πρώτες σκηνές στην πηγή
κορύφωση: ο πυροβολισμός
λύση: ο νεαρός στρατιώτης μετανιώνει για την πράξη του και η νύχτα τον βρίσκει αγκαλιασμένο με τον εχθρό του.
• Συνδυάζει την αφήγηση, την περιγραφή, το διάλογο και το μονόλογο.
αφήγηση: στα σημεία που ο αφηγητής διηγείται τα γεγονότα
περιγραφή: το φυσικό τοπίο κοντά στην πηγή, ο νεαρός στρατιώτης, ο πληγωμένος εχθρός που σπαρταράει
μονόλογος: τα λόγια και οι σκέψεις των δύο στρατιωτών
25. Στην αρχαία ελληνική τραγωδία τραγικό είναι το πρόσωπο που κάνει κάποιες ενέργειες, αγνοώντας
ότι αυτές θα οδηγήσουν το ίδιο ή και άλλα πρόσωπα σε συμφορές, γιατί έτσι έχουν αποφασίσει οι θεοί
και η μοίρα (είναι έρμαιο και θύμα των θεών και της μοίρας). Τελικά αισθάνεται ενοχές για τις
πράξεις του, για το αποτέλεσμα των οποίων στην πραγματικότητα δεν είναι υπεύθυνο.
Με την ευρύτερη έννοια του ορισμού της τραγικότητας, στο διήγημα τραγικό
πρόσωπο είναι ο νέος στρατιώτης, αυτός που σκότωσε τον άλλο, γιατί
• είναι και αυτός θύμα, όχι της μοίρας και των «θεών», αλλά ενός πολέμου που τον έχει αλλοτριώσει, τον έχει κάνει άγριο
και απάνθρωπο, τον έχει εξαχρειώσει
• αναγκάζεται να σκοτώσει από φόβο μήπως προλάβει και τον σκοτώσει ο άλλος
• τυφλωμένος από τη μανία του πολέμου βλέπει παντού εχθρούς, ο πόλεμος τον έχει κάνει να σκέφτεται μόνο τον εαυτό
του και να αγωνίζεται μόνο για την επιβίωσή του.
• όταν συνειδητοποιεί την πράξη του, αισθάνεται ενοχή, μετανιώνει, ζητάει συγχώρεση από το θύμα του
• τονίζει ότι δεν είναι φονιάς, αλλά αναγκάστηκε να γίνει εξαιτίας του πολέμου
Ό ένας στρατιώτης σκοτώνει και ο άλλος σκοτώνεται. Ποιος είναι το
τραγικό πρόσωπο και γιατί;
26. Το χαρακτηριστικό γνώρισμα του
διηγήματος είναι οι συνεχείς ανατροπές.
Ο νέος στρατιώτης
τη μια στιγμή
προκαλεί τη
συμπάθεια του
αναγνώστη, αφού
παρουσιάζεται ως
θύμα ενός πολέμου
που τον κρατά μακριά
από αγαπημένα
πρόσωπα και δεν τον
αφήνει να απολαύσει
«την όμορφη ζωή του
ανθρώπου».
Την άλλη όμως
στιγμή προκαλεί την
απέχθεια του
αναγνώστη, αφού
γίνεται ο ίδιος
ανάλγητος
εκτελεστής ενός
συνανθρώπου του.
Στη συνέχεια ο
εκτελεστής
στρατιώτης
μετατρέπεται σε
τραγικό θύμα, καθώς
μετανιώνει φρικτά
και συντρίβεται από
την πράξη του.
Η τελευταία εικόνα
του στρατιώτη-θύτη
να κρατά στην
αγκαλιά του και να
ζητά συγχώρεση από
το στρατιώτη - θύμα
σφραγίζει με
δραματικό τρόπο την
ιστορία.
Η ψυχή του
αναγνώστη
συμπάσχει και
καθαίρεται στο
τέλος μέσω «του
ελέους και του
φόβου».
27. Από ποιες ψυχολογικές διακυμάνσεις περνά ο
στρατιώτης από την αρχή μέχρι το τέλος του
διηγήματος;
28. 1. επαφή με τη
φύση:
ήρεμος, χαρούμενος, αποβάλλει τη στρατιωτική ιδιότητα (εξανθρωπισμός του στρατιώτη)
2. εμφάνιση
εχθρού:
καχύποπτος, σκληρός και αδίστακτος πολεμιστής. Η λογική και η ηθική αντικαθίστανται
από το ένστικτο της επιβίωσης. (αποκτήνωση του στρατιώτη)
3. πυροβολισμός
εχθρού:
αμηχανία, καθώς αρχικά δε συνειδητοποιεί τι έχει κάνει
4. βλέμμα και
πόνος πληγωμένου:
ξύπνημα συνείδησης, ενοχές και πόνος, ταυτίζεται με τον πληγωμένο εχθρό του, νιώθει
πανικό και τρέπεται σε φυγή
5. στα μισά της
διαδρομής σταματά:
προσπαθεί να ηρεμήσει και να συγκεντρωθεί, αλλά δεν μπορεί λόγω της έντονης
συναισθηματικής κατάστασης που βρίσκεται
6. κατεβαίνει
τρέχοντας την πλαγιά:
θέλει να προφτάσει να σώσει τον πληγωμένο και παρακαλεί το θεό να τον σώσει· ταραχή,
αγωνία, τύψεις, πόνος για το συνάνθρωπό του και οίκτος για τον εαυτό του
7. ο πληγωμένος είναι
ακόμα ζεστός:
προσωρινή ανακούφιση, εξακολουθεί να τρέμει από αγωνία, νιώθει ανθρώπινα
συναισθήματα
8. φροντίζει τον
πληγωμένο:
γνήσια μεταμέλεια, πόνος, συντριβή, ανάγκη να λυτρωθεί, θρηνεί το θάνατο του εχθρού
9. ο νεαρός στρατιώτης συνειδητοποιεί ότι ο πόλεμος ήταν αυτός που τον έκανε απάνθρωπο και τον γέμισε μίσος
για το συνάνθρωπό του. Φονιάς και θύμα μοιάζουν στο σκοτάδι σαν δύο αδέλφια.
29. Στόχος του συγγραφέα:
• να στείλει ένα αντιπολεμικό μήνυμα
• μια διαμαρτυρία απέναντι στον παραλογισμό του πολέμου και στην επίδρασή
του στη ζωή των ανθρώπων (άνθρωπος = άγριο θηρίο, απώλεια λογικής και
ηθικών αξιών, τυφλός φανατισμός, φορέας μίσους και θανάτου)
• να κηρύξει την ανάγκη για ειρήνη και συναδέλφωση των λαών ανεξάρτητα
από εθνικότητα, γλώσσα, πολιτισμό
Θεματικά κέντρα:
• Πόλεμος και απάνθρωπη βία
• Θύτες και θύματα, νικητές; και ηττημένοι
• Ειρήνη και ανθρωπισμός πόλεμος και θηριωδία
30. ◦ Γιατί;
Απορία, διαμαρτυρία, οδύνη, συντριβή για τη
σπατάλη ζωής. Καταγγελτικό κείμενο. Ο τίτλος
εκφράζει την απορία κάθε στοχαζόμενου
ανθρώπου μπροστά στον παραλογισμό του πολέμου
Ερμηνεία τίτλου κειμένου
31. Δύο χρόνια νωρίτερα από το Μαγκλή, το 1954, ο Αντώνης Σαμαράκης
δημοσίευσε τη συλλογή διηγημάτων Ζητείται ελπίς. Ένα από αυτά τα
διηγήματα, Το ποτάμι, παρουσιάζει εκπληκτικές ομοιότητες.
Διαβάστε το διήγημα του Αντώνη Σαμαράκη "Το
ποτάμι" και συσχετίστε το με το διήγημα "Γιατί"
του Γ. Μαγκλή. Εντοπίστε διαφορές και
ομοιότητες.
32. Η διαταγή ήτανε ξεκάθαρη: Απαγορεύεται το μπάνιο στο ποτάμι, ακόμα και να πλησιάζει κανένας σε απόσταση
λιγότερο από διακόσια μέτρα. Δε χώραγε λοιπόν καμιά παρανόηση. Όποιος την παρέβαινε τη διαταγή, θα πέρναγε
στρατοδικείο.
Τους τη διάβασε τις προάλλες ο ίδιος ο ταγματάρχης. Διέταξε γενική συγκέντρωση, όλο το τάγμα, και τους
διάβασε. Διαταγή της Μεραρχίας! Δεν ήτανε παίξε γέλασε.
Είχανε κάπου τρεις βδομάδες που είχαν αράξει δώθε από το ποτάμι.Κείθε από το ποτάμι ήταν ο εχθρός, οι
Άλλοι όπως τους λέγανε πολλοί.
Τρεις βδομάδες απραξία. Σίγουρα δε θα βάσταγε πολύ τούτη η κατάσταση, για την ώρα όμως επικρατούσε
ησυχία.
Και στις δυο όχθες του ποταμού, σε μεγάλο βάθος, ήτανε δάσος. Πυκνό δάσος. Μες στο δάσος είχανε
στρατοπεδεύσει και οι μεν και οι δε.
Οι πληροφορίες τους ήτανε πως οι Άλλοι είχανε δυο τάγματα εκεί. Ωστόσο, δεν επιχειρούσαν επίθεση, ποιος
ξέρει τι λογαριάζανε να κάνουν. Στο μεταξύ, τα φυλάκια, και από τις δυο μεριές, ήταν εδώ κι εκεί κρυμμένα στο
δάσος, έτοιμα για παν ενδεχόμενο.
Τρεις βδομάδες! Πώς είχανε περάσει τρεις βδομάδες! Δε θυμόντουσαν σ' αυτόν τον πόλεμο, που είχε
αρχίσει εδώ και δυόμισι χρόνια περίπου, άλλο τέτοιο διάλειμμα σαν και τούτο.
Όταν φτάσανε στο ποτάμι, έκανε ακόμα κρύο. Εδώ και μερικές μέρες, ο καιρός είχε στρώσει. Άνοιξη πια!
Ο πρώτος που γλίστρησε κατά το ποτάμι ήτανε λοχίας. Γλίστρησε ένα πρωινό και βούτηξε. Λίγο αργότερα,
σύρθηκε ως τους δικούς του, με δυο σφαίρες στο πλευρό. Δεν έζησε πολλές ώρες.
Την άλλη μέρα, δυο φαντάροι τραβήξανε για κει. Δεν τους ξαναείδε πια κανένας. Ακούσανε μονάχα
πολυβολισμούς, και ύστερα σιωπή.
33. Τότε βγήκε η διαταγή της Μεραρχίας.
Ήτανε ωστόσο μεγάλος πειρασμός το ποτάμι. Τ' ακούγανε που κυλούσε τα νερά του και το
λαχταρούσανε. Αυτά τα δυόμισι χρόνια, τους είχε φάει η βρώμα. Είχανε ξεσυνηθίσει ένα σωρό χαρές.
Και να, τώρα, που είχε βρεθεί στο δρόμο τους αυτό το ποτάμι. Αλλά η διαταγή της Μεραρχίας...
- Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας! είπε μέσ' από τα δόντια του κείνη τη νύχτα.
Γύριζε και ξαναγύριζε και ησυχία δεν είχε. Το ποτάμι ακουγότανε πέρα και δεν τον άφηνε να
ησυχάσει.
Θα πήγαινε την άλλη μέρα, θα πήγαινε οπωσδήποτε. Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας!
Οι άλλοι φαντάροι κοιμόντουσαν. Τέλος τον πήρε κι αυτόν ο ύπνος. Είδε ένα όνειρο, έναν
εφιάλτη. Στην αρχή, το είδε όπως ήτανε: ποτάμι. Ήτανε μπροστά του αυτό το ποτάμι και τον περίμενε.
Κι αυτός, γυμνός στην όχθη, δεν έπεφτε μέσα. Σα να τον βάσταγε ένα αόρατο χέρι (...)
Ξύπνησε βαλαντωμένος δεν είχε ακόμα φέξει...
34. Φτάνοντας στην όχθη, στάθηκε και το κοίταζε. Το ποτάμι! Ώστε υπήρχε λοιπόν αυτό το ποτάμι; Ώρες
ώρες, συλλογιζότανε μήπως δεν υπήρχε στ' αλήθεια. Μήπως ήτανε μια φαντασία τους, μια ομαδική
ψευδαίσθηση.
Είχε βρει μια ευκαιρία και τράβηξε κατά το ποτάμι. Το πρωινό ήτανε θαύμα! Αν ήτανε τυχερός
και δεν τον παίρνανε μυρουδιά... Να πρόφταινε μονάχα να βουτήξει στο ποτάμι, να μπει στα νερά του, τα
παρακάτω δεν τον νοιάζανε.
Σ' ένα δέντρο, στην όχθη, άφησε τα ρούχα του, και όρθιο πάνω στον κορμό, το τουφέκι του.
Έριξε δυο τελευταίες ματιές, μια πίσω του, μην ήτανε κανένας από τους δικούς του, και μια στην
αντίπερα όχθη, μην ήτανε κανένας από τους Άλλους. Και μπήκε στο νερό.
Από τη στιγμή που το σώμα του, ολόγυμνο, μπήκε στο νερό, τούτο το σώμα που δυόμισι χρόνια
βασανιζότανε, που δυο τραύματα το είχανε ως τώρα σημαδέψει, από τη στιγμή αυτή ένιωσε άλλος
άνθρωπος. Σα να πέρασε ένα χέρι μ' ένα σφουγγάρι μέσα του και να τα 'σβησε αυτά τα δυόμισι χρόνια.
Κολυμπούσε πότε μπρούμυτα, πότε ανάσκελα. Αφηνότανε να τον πηγαίνει το ρεύμα. Έκανε και
μακροβούτια...
Ήταν ένα παιδί τώρα αυτός ο φαντάρος, που δεν ήταν παρά εικοσιτριώ χρονώ κι όμως τα
δυόμισι τελευταία χρόνια είχαν αφήσει βαθιά ίχνη μέσα του.
Δεξιά κι αριστερά, και στις δυο όχθες, φτερουγίζανε πουλιά, τον χαιρετούσανε περνώντας πότε
πότε από πάνω του.
35. Μπροστά του, πήγαινε τώρα ένα κλαδί που το έσερνε το ρεύμα. Βάλθηκε να το φτάσει μ' ένα
μονάχα μακροβούτι. Και το κατάφερε. Βγήκε από το νερό ακριβώς δίπλα στο κλαδί. Ένιωσε μια χαρά!
Αλλά την ίδια στιγμή είδε ένα κεφάλι μπροστά του, κάπου τριάντα μέτρα μακριά.
Σταμάτησε και προσπάθησε να δει καλύτερα.
Και κείνος που κολυμπούσε εκεί τον είχε δει, είχε σταματήσει κι αυτός. Κοιτάζονταν.
Ξανάγινε αμέσως αυτός που ήτανε και πρωτύτερα: ένας φαντάρος που είχε κιόλας δυόμισι
χρόνια πόλεμο, που είχε έναν πολεμικό σταυρό, που είχε αφήσει το τουφέκι του στο δέντρο.
Δεν μπορούσε να καταλάβει αν αυτός αντίκρυ του ήτανε από τους δικούς του ή από τους Άλλους. Πώς
να το καταλάβει; Ένα κεφάλι έβλεπε μονάχα. Μπορούσε να 'ναι ένας από τους δικούς του. Μπορούσε
να 'ναι ένας από τους Άλλους.
Για μερικά λεπτά, και οι δυο τους στέκονταν ακίνητοι στα νερά. Τη σιωπή διέκοψε ένα
φτάρνισμα. Ήταν αυτός που φταρνίστηκε, και κατά τη συνήθειά του βλαστήμησε δυνατά. Τότε εκείνος
αντίκρυ του άρχισε να κολυμπάει γρήγορα προς την αντίπερα όχθη. Κι αυτός όμως δεν έχασε καιρό.
Κολύμπησε προς την όχθη του μ' όλη του τη δύναμη. Βγήκε πρώτος. Έτρεξε στο δέντρο που είχε
αφήσει το τουφέκι του, το άρπαξε. Ο Άλλος, ό,τι έβγαινε από το νερό. Έτρεχε τώρα κι εκείνος να πάρει
το τουφέκι του.
36. Σήκωσε το τουφέκι του αυτός, σημάδεψε. Του ήτανε πάρα πολύ εύκολο να του φυτέψει μια σφαίρα στο
κεφάλι. Ο Άλλος ήτανε σπουδαίος στόχος έτσι καθώς έτρεχε ολόγυμνος, κάπου είκοσι μέτρα μονάχα
μακριά.
Όχι, δεν τράβηξε τη σκανδάλη. Ο Άλλος ήταν εκεί, γυμνός όπως είχε έρθει στον κόσμο. Κι
αυτός ήταν εδώ, γυμνός όπως είχε έρθει στον κόσμο.
Δεν μπορούσε να τραβήξει. Ήτανε και οι δυο γυμνοί. Δυο άνθρωποι γυμνοί. Γυμνοί από ρούχα.
Γυμνοί από ονόματα. Γυμνοί από εθνικότητα. Γυμνοί από τον χακί εαυτό τους.
Δεν μπορούσε να τραβήξει. Το ποτάμι δεν τους χώριζε τώρα, αντίθετα τους ένωνε.
Δεν μπορούσε να τραβήξει. Ο Άλλος είχε γίνει ένας άλλος άνθρωπος
τώρα, χωρίς άλφα κεφαλαίο, τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο.
Χαμήλωσε το τουφέκι του. Χαμήλωσε το κεφάλι του. Και δεν είδε τίποτα ως το τέλος,
πρόφτασε να δει μονάχα κάτι πουλιά που φτερoυγίσανε τρομαγμένα σαν έπεσε από την αντικρινή όχθη
η τουφεκιά, κι αυτός, γονάτισε πρώτα, ύστερα έπεσε με το πρόσωπο στο χώμα.
38. Το φεγγάρι αφουγκράζεται,
ο πόλεμος δε μένει μες στης Τροίας τα κάστρα,
μια τεράστια κλεψύδρα μας φυλακίζει.
Μετράμε τις ώρες, τις μέρες, τα χρόνια,
με μια λαχτάρα να σταματήσουμε,
το χρόνο που αδυσώπητος κυλάει ακόμα
και προσπαθούμε να το φυλακίσουμε.
Σκαλί-σκαλί ανεβαίνουμε
την γκρίζα φυλακή του τρόμου,
η Τροία ήταν μόνο ένα πρόσχημα,
ήταν μονάχα η αρχή.
Αυτός ο πόλεμος δεν έχει τέρμα,
είναι αμέτρητες οι Τροίες στον κόσμο μας
και πάντα οι άνθρωποι σαν κτήνη,
θα διψάνε για αίμα.
Μετράμε τις ώρες, τις μέρες, τα χρόνια,
με μια λαχτάρα να σταματήσουμε,
το χρόνο που αδυσώπιτος κυλάει ακόμα
και προσπαθούμε να το φυλακίσουμε.
Οι νύχτες μας φωτίζονται από τις νυχτερίδες του
πολέμου.
Ντυμένοι μες στα καταφύγια μετράμε του χρόνου
την αόρατη κλεψύδρα
κι ο πανικός να μας δαγκώνει με τα ατσάλινά του δόντια.
Ο πόλεμος άγριο θεριό, που ξύπνησε κι όλο διψάει για
αίμα.
Είναι στιγμές που η αιωνιότητα κρεμάει τα σκονισμένα
ρούχα της σε νεανικά κορμιά που λουλουδίζουνε.
Η κόλαση ζωντάνεψε κι όλες οι προφητείες,
παντού καπνός κι ερημιά, νεκρά κορμιά και αίμα.
Είμαι ένα δέντρο κόντρα στον αέρα,
τη λευτεριά μου δε θα τη σκοτώσουν.
Είμαι ένα δέντρο κόντρα στον αέρα,
τη λευτεριά μου δε θα την πληγώσουν.
Πέρα απ' τις φλόγες της Τροίας,
ο θρήνος της Εκάβης βαραίνει τη νύχτα
σπαράζουν οι γυναίκες στα κορμιά των νεκρών.
39. Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου ερμηνεύει
τον "Στρατιώτη" του Μάνου Λοΐζου.
Στίχοι: Κωστούλα Μητροπούλου.
Από το δίσκο "Τα τραγούδια του
δρόμου", 1974
https://www.youtube.com/watch?v=yTd9KuThjlw
40. Οι εικόνες της παρουσίασης προέχονται από
τη σειρά εποχής του BBC “The Passing
Bells” με θέμα τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
Τσατσούρης Χρήστος, Φιλόλογος Γυμνασίου Μαγούλας
xtsat.blogspot.gr