1. Η ΚΥΡΑ – ΛΕΝΙΩ
Η ΚΟΥΤΟΥΛΑ
1
Καταγραφι - διάςωςθ παλιοφ παραμυκιοφ: Άννα Ρόδθ
2. 2
Αυτό το παραμφκι μου το ζκαναν δϊρο πριν
από 41 – 42 χρόνια, όταν δθλαδι ιμουν 6 – 7
χρονϊν. Θταν το αγαπθμζνο μου μαηί με ζνα
άλλο που ονομαηόταν «Η πάπια θ
μουρμοφρα» και το ξζχαςα τότε μζςα ςτο
πλοίο «Καμζλια» γυρίηοντασ, με τθ μθτζρα
μου, από τον Πειραιά.
«Η κυρα –Λενιϊ θ κουτοφλα» επιβίωςε μζχρι
ςιμερα, χωρίσ όμωσ το εξϊφυλλό τθσ. Έτςι δεν
ξζρω οφτε ποιοσ είναι ο ςυγγραφζασ οφτε ο
εκδοτικόσ οίκοσ που το εξζδωςε. Παρ’ όλα
αυτά κζλθςα να το διαςϊςω και να το
μοιραςτϊ με τουσ μικροφσ μακθτζσ και
μακιτριεσ του νθπιαγωγείου και των πρϊτων
τάξεων του δθμοτικοφ αλλά και με τουσ
ςυναδζλφουσ/ιςςεσ δαςκάλουσ/-εσ τουσ. Είναι
για μζνα μια γλυκιά και τρυφερι ανάμνθςθ.
Αν κάποιοσ μεγάλοσ τυχαίνει να γνωρίηει το
ςυγγραφζα ι τον εκδοτικό οίκο, παρακαλϊ να
μασ ενθμερϊςει.
Άννα Ρόδθ
ΑΚΓΚΝΑ, ΚΑΝΟΤΑΡΚΟ 2014
3. Πρωί – πρωί ο κυρ – ταμάτθσ ξεκινάει για τον αγρό
κι θ κυρα – Λενιϊ ςτθν πόρτα του φωνάηει «ςτο καλό»!
- υγφριςε, μαγείρεψε, καλι μου Ελενιϊ,
να τα ’βρω όλα ζτοιμα το μεςθμζρι που κα ’ρκϊ. 3
4. Βάηει το μεηζ να ψιςει και κραςί πάει να φζρει,
μα ο ςκφλοσ είν’ λυτόσ και το λουκάνικο τθσ παίρνει.
Σρζχει, τρζχει θ Λενιϊ το ςκυλί να κυνθγιςει,
και αφινει το κραςί πόχει τϊρα πλθμμυρίςει. 4
5. Πωπϊ! Μεγάλθ ςυμφορά! Πάει το λουκανικάκι
πάει κι όλο το κραςί μζςα από το βαρελάκι.
Για να κρφψει απ’ το ταμάτθ τθ ηθμιά τθσ θ κουτι,
χφνει ζνα ςακί αλεφρι και ςκεπάηει το κραςί. 5
6. Έφταςε κι ο ταμάτθσ κουραςμζνοσ, πειναςμζνοσ!
- Νοικοκφρθ πάει τα’ αλεφρι πάει κι όλο το κραςί,
πάει και το λουκανικάκι, μου το πιρε το ςκυλί.
- Μα γιατί, Λενιϊ, γιατί, εγεννικθκεσ κουτι; 6
7. Σϊρα πάλι ο κυρ – ταμάτθσ πάει να κρφψει τα φλουριά,
μζςα ςε μια λακουβίτςα, και θ χαηοφλα τον ρωτά:
- Σι είν’ αυτά, βρε νοικοκφρθ, πεσ μου ζςτω και ςτ’ αςτεία.
- Κάτι λίγα ςιδεράκια που δεν ζχουνε αξία. 7
8. Μα θ χαηοφλα θ Λενιϊ άλλθ γκάφα ετοιμάηει, απ’
αυτοφσ τουσ δυο εμπόρουσ τα βαηάκια αγοράηει.
Και τουσ δίνει τα φλουριά με μεγάλθ ευκολία,
μια που ιταν ςιδεράκια και δεν είχανε αξία.
8
9. το φτωχό τον κυρ – ταμάτθ λζει το κατόρκωμά τθσ:
- Άντρα μου δεσ ξεγζλαςα δφο τρανοφσ εμπόρουσ!
- Πιρα τα όμορφα βαηάκια κι ζδωςα τα ςιδεράκια.
- Αχ, χαηοφλα μου Λενιϊ, ιτανε χρυςά φλουράκια.
9
10. 10
- Μα τι κουφιοκεφαλάκι είν’ αυτό που κουβαλάσ;
- Ια τουσ βροφμε τουσ λθςτζσ, νοικοκφρθ και μθ ςκασ.
- Συρί, ψωμί και βοφτυρο παίρνουν και ξεκινοφν.
- Σρζχα, ταμάτθ, γριγορα, τρζχα μιπωσ χακοφν.
11. 11
Κι άλλθ, θ κουτι Λενιϊ, κάνει γκάφα ςτο λεπτό.
Κει που πιγαινε ςτο δρόμο, ζνα κάρο ςυναντάει.
Για να μθ χαλάει ο δρόμοσ απ’ το κάρο το βαρφ,
βοφτυρο τον παςαλείφει, να γλιςτράει ςτο πι και φι.
12. 12
αν ςκζφτεται πωσ άργθςε κι ο ταμάτθσ προχωρεί,
Ξαφνιάηεται, ςθκϊνεται και τρζχει προσ τα κει.
- Αλλοίμονο πόςεσ ηθμιζσ ζπακα θ καθμζνθ
Πάει και το βουτυράκι κι ο ταμάτθσ περιμζνει.
13. 13
- Σο βοφτυρο το ςκόρπιςα, πάλι μθ μαλϊςεισ.
- Μα τι γυναίκα ζχω ’γω; Μου χάλαςε το ςπιτικό.
Σρζξε να πασ ςτο ςπίτι μασ να φζρεισ φαγθτό,
τθν πόρτα κλείδωςε καλά και γφρνα ςτο λεπτό.
14. 14
Για κοιτάξτε τθν τι κάνει τϊρα πάλι θ κουτι.
Με τθν πόρτα του ςπιτιοφ τθσ εισ τθν πλάτθ προχωρεί
- Μα γιατί να τθν κλειδϊςω; λζει και παραπατεί.
Ια τθν πάρω εγϊ μαηί μου, να’ μια ςίγουρθ πολφ.
15. 15
Ιφμωςε ο κυρ - ταμάτθσ και τθσ βάηει μια φωνι.
-Σι είν’ αυτά, Λενιϊ, που κάνεισ,, πάντα κα ϋςαι μια
κουτι.
Μα δεν πρζπει απ’ τθν ϊρα οφτε μια ςτιγμι να χάςουν
γριγορα να κινθκοφν, τουσ λθςτζσ πρζπει να φτάςουν.
16. 16
Ανεβαίνουν ς’ ζνα δζντρο να ξεκουραςτοφν λιγάκι
ω! τι βλζπουν από κάτω! τουσ λθςτζσ με το κουτάκι,
Ζεςταινόνταν ςτθ φωτιά και ςκεφτόνταν τα φλουριά.
Μα θ Λενιϊ μασ θ καλι που τθ λζμε μεισ κουτι,
17. 17
ρίχνει επάνω τουσ τθν πόρτα μ’ ζνα τράνταγμα βαρφ
-Σι μεγάλθ ςυμφορά μασ κυνθγοφν τα ξωτικά!
Σρζχουν, τρζχουν φοβιςμζνοι οι εμπόροι οι καθμζνοι
και αφινουν τα φλουριά γφρω – γφρω ςτθ φωτιά.
18. 18
Κι ζτςι θ Λενιϊ θ χαηοφλα τα φλουριά παίρν’ αγκαλιά
κι ο ταμάτθσ μασ τθν πόρτα εισ τθν πλάτθ του κρατά.
Πάνε πια ςτο ςπιτικό τουσ, μονιαςμζνοι, αγαπθμζνοι
Για να ηιςουνε, παιδιά, με αγάπθ και χαρά.