3. Ο Λούστρος
Λούστρος ή λουστραδόρος ονομάζεται ο πλανόδιος που το επάγγελμά του
είναι να βερνικώνει και να γυαλίζει παπούτσια περαστικών. Στη δουλειά του
λούστρου χρησιμοποιείται κασελάκι που μέσα έχει τα βερνίκια και βούρτσες για
το γυάλισμα των παπουτσιών. Σε αρκετές περιπτώσεις,
ιδιαίτερα παλαιότερα, οι περισσότεροι λούστροι ήταν
παιδιά ή έφηβοι. Περνούσε από τα καφενεία κυρίως
όπου σύχναζαν οι μόρτηδες οι σκαρπινάτοι.
Η αμοιβή τους ήταν ελάχιστη καθώς ένας πελάτης
τους έδινε περίπου δύο δεκάρες. Μερικοί λούστροι
έκαναν επίδειξη της δεξιοτεχνίας τους
προσφέροντας δωρεάν θέαμα στο κοινό, πετώντας τις
βούρτσες στριφογυριστά στο αέρα, σαν ζογκλέρ, ή
χτυπώντας τες ρυθμικά στο κασελάκι.
Πηγή εικόνας: https://www.anatolh.com
Διαδεδομένη σε πολλά μέρη του κόσμου, η δουλειά του λούστρου
εξαφανίζεται σταδιακά στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, και σήμερα το
λουστράρισμα σχεδόν πάντα θεωρείται περισσότερο μια τέχνη, παρά μια
πραγματική δουλεία. Τώρα τα κασέλια των λούστρων υπάρχουν λιγοστά σε
ελάχιστα μαγαζιά στο Μοναστηράκι ενώ κάποια από αυτά κοσμούν σπίτια
πλουσίων συλλεκτών ως ταπεινό σύμβολο μιας φτωχής πλην αγνής και τίμιας
επόχής που η δουλειά δεν ήταν ντροπή.Εκτός από τους πλανόδιους υπήρχαν
και μικρές επιχειρήσεις με καθίσματα στο κέντρο της πόλης, όπου οι κύριοι
κάθονταν υπομονετικά για να τους καθαρίσουν τα παπούτσια.
6. Η λατέρνα ήταν ένα μουσικό όργανο που στα παλιότερα χρόνια
γνώρισε μεγάλη δόξα.
Για να παίξει η λατέρνα χρειάζονταν οπωσδήποτε δύο άτομα . Ο ένας
την είχε στην πλάτη του ή αργότερα που είχε ρόδες την πέρναγε στο
δρόμο, και ο άλλος τη γύριζε. Αυτά τα άτομα λεγόντουσαν
λατερνατζήδες.
Οι λατερνατζήδες γύριζαν πότε μόνοι τους ,όταν η λατέρνα ήταν στις
δόξες της, πότε με συνοδεία κάποιο ντέφι . Έπαιζαν διάφορα λαϊκά
τραγούδια που ήταν και τα σουξέ της κάθε εποχής .
Οι λατερνατζήδες πήγαιναν σε μαγαζιά , σε πάρκα ή στους δρόμους και
πολλές φόρες μαζεύονταν γύρω τους ο κόσμος και άκουγε τα
τραγούδια που παίζανε. Όταν τελείωνε το τραγούδι , περνούσε ένα
άτομο που ήταν και ο βοηθός τους κρατώντας ανάποδα το καπέλο του
ή το ντέφι και του έριχναν μέσα οι άνθρωποι λεφτά .
Πηγή πληροφοριών: http://anastasiafroufrou.blogspot.com
Πηγή εικόνας: https://gr.pinterest.com
8. ‘ΠΑΛΙΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ’
‘ΓΑΝΩΜΑΤΗΣ’
Γανωματής ή γανωματάς ή γανωτής ή γανωτζής ή καλατζής
ονομάζεται ο τεχνίτης που επικαλύπτει τα χάλκινα σκεύη με
κασσίτερο. Ο γανωματής είναι ένα από τα πιο παλιά
επαγγέλματα. Παλαιότερα, τα περισσότερα σκεύη που
χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι για τις καθημερινές τους
δουλειές και ιδιαίτερα για τη μαγειρική ήταν χάλκινα
(μπακιρένια). Αυτά με τον καιρό και με τη μεγάλη χρήση
οξειδώνονταν και γίνονταν επικίνδυνα για δηλητηριάσεις.
Έπρεπε λοιπόν να γανωθούν, να καλυφθεί δηλαδή η
επιφάνειά τους για προστασία με ένα ειδικό μέταλλο, το
καλάι (κράμα κασσίτερου). Η εργασία του γανωτή. Ο
γανωτής πρώτα έπρεπε να καθαρίσει τα σκεύη από τη
γανάδα, δηλαδή την πράσινη σκουριά των χάλκινων σκευών,
και γενικά από τις σκουριές τα άλλα μεταλλικά αντικείμενα,
όπως τα κουτάλια που δεν ήταν χάλκινα αλλά γανώνονταν.
Στην πρώτη φάση της εργασίας του ο γανωτής άλειφε την
επιφάνεια, που ήθελε να γανώσει με σπίρτο, για να
διασπαστούν οι γανάδες κι οι σκουριές της και να
καθαριστεί. Στη δεύτερη φάση, έτριβε το σκεύος με άμμο,
για να απομακρύνει τα υλικά της διάσπασης που
προηγήθηκε. Στη συνέχεια, αν ήθελε να κάνει καλή δουλειά,
ζέσταινε το σκεύος και το έτριβε με πανί για να καθαρίσει το
καλάι από το παλιό γάνωμα. Στην τρίτη φάση έπιανε το
σκεύος με τη μασιά, το έβαζε πάνω από τη φωτιά, το
ζέσταινε καλά και άπλωνε μέσα το νισαντήρι (χλωριούχο
αμμώνιο). Για να στρώσει καλύτερα το καλάι, έλεγαν οι
γανωτήδες. Κι έστρωνε καλύτερα γιατί το προϊόν της
διάσπασης του χλωριούχου αμμωνίου διασπούσε και τα
τελευταία υπολείμματα από τις σκουριές και τις γανάδες. Για
9. ένα τελευταίο καθάρισμα άλειφε την επιφάνεια του σκεύους
με σπίρτο που το είχε αραιωμένο με νερό και το είχε καλά
σβησμένο με τσίγκο (Το σβήσιμο του σπίρτου με τσίγκο, δίνει
χλωριούχο ψευδάργυρο, που σημαίνει ότι στην ουσία αυτό
το υλικό χρησιμοποιούσαν για τον τελευταίο καθαρισμό). Στη
συνέχεια, το σκούπιζε καλά και μετά άπλωνε το καλάι σε όλη
την επιφάνειά του. Για το άπλωμα, έτριβε πάνω στη ζεστή
επιφάνεια το στερεό καλάι που είχε για το γάνωμα και το
έστρωνε χρησιμοποιώντας βαμβάκι. Και τελείωνε το γάνωμα
με το κρύωμα, που έκανε στα σκεύη ακουμπώντας τη βάση
τους, από την εξωτερική πλευρά, στο νερό. Κρύωνε έτσι το
σκεύος, και το έτριβε με βαμβάκι για να γυαλίσει
περισσότερο.
11. <<Ο Σαλεπιτζής>>
Σαλεπιτζής ονομάζεται o
παρασκευαστής και πωλητής ενός ζεστού
ροφήματος, του σαλεπιού. Στην τούρκικη
γλώσσα, απ' όπου και η ονομασία, salep
σημαίνει σαλέπι και salepci ο παρασκευαστής
και πωλητής του σαλεπιού. Ο σαλεπιτζής ήταν
από τους "γραφικούς" τύπους των πλανόδιων
πωλητών, παρόμοιος με τον παγωτά,
δεδομένου ότι περιφερόταν κι αυτός ντυμένος
πάντα στα άσπρα (φορούσε άσπρη μπλούζα και
καπέλο, συνήθως όπως αυτό του μάγειρα) και
με τροχήλατη προθήκη. Τα σκεύη που
χρησιμοποιούσε ήταν μπρούτζινα, πολύπλοκα,
αλλά πάντοτε καλογυαλισμένα και
πεντακάθαρα. Η δουλειά του άνθιζε τις πρωινές
και τις βραδινές ώρες, δηλ. το ακριβώς αντίθετο
με την δουλειά του στραγαλατζή. Γι' αυτό το
λόγο, πολλοί σαλεπιτζήδες και στραγαλάδες
ασκούσαν διπλό επάγγελμα, του στραγαλατζή τις ημερήσιες ώρες και του σαλεπιτζή
τις άλλες. Το στέκι του ο σαλεπιτζής το διάλεγε με βάση τις περιοχές που σύχναζαν
ξενύχτηδες και εκείνοι που άρχιζαν τη δουλειά τους αξημέρωτα (οικοδόμοι, εργάτες
κλπ.) ή επέστρεφαν από αυτήν αργά και οι οποίοι αναζητούσαν τον σαλεπιτζή για
ένα ρόφημα που τους βοηθούσε να ξεχάσουν την νυχτερινή ψύχρα. Εκεί, όση ώρα
αυτός ετοίμαζε το ζεστό ρόφημα, δημιουργούσε ένα κλίμα ευθυμίας αλλά και
αντιπαραθέσεων, προκαλώντας τους πελάτες που περίμεναν μέσα στην ψύχρα και
θίγοντας θέματα που αφορούσαν οτιδήποτε και ήταν ικανά να “ανάψουν τα αίματα”.
Έτσι οι πελάτες είχαν την ευκαιρία να ενημερωθούν για την επικαιρότητα αλλά και
να ανταλλάξουν τις απόψεις τους και "ζεσταίνονταν" έως ότου εκείνος ολοκληρώσει
την παρασκευή του επιθυμητού ροφήματος. Δηλαδή, με λίγα λόγια, τα στέκια που
δημιουργούνταν με την παρουσία του αποτέλεσαν ένα είδος πρώιμου/πρόχειρου
υπαίθριου καφενείου. Το σαλέπι είναι σκόνη από αποξηραμένους βολβούς
διαφόρων ορχεοειδών. Η σκόνη βράζεται με ζάχαρη ή μέλι και αρωματίζεται με
πιπερόριζα. Το ομώνυμο ρόφημα είναι θρεπτικό λόγω του αμύλου και της γόμας που
περιέχει καθώς και θερμαντικό λόγω της παχύρρευστης μορφής του. Το επάγγελμα
του σαλεπιτζή είναι ένα από τα επαγγέλματα που σχεδόν έχουν εκλείψει, δεδομένου
ότι σήμερα δεν το ασκεί σχεδόν κανείς.
Πηγή πληροφοριών: https://el.wikipedia.org
Πηγή εικόνας: https://greekcultureellinikospolitismos.wordpress.com
12. Από μαθητή της ΣΤ΄3 τάξης
ΠΑΛΑΙΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ
Ο ΑΚΟΝΙΣΤΗΣ
Ήταν ο πλανόδιος τεχνίτης, ο γυρολόγος, που έχει ως
επάγγελμα να ακονίζει διάφορα όργανα όπως μαχαίρια
και ψαλίδια . Αλλιώς λεγόταν τροχιστής. Οι άνθρωποι
συνήθιζαν να του δίνουν για "φρεσκάρισμα" εκείνα τα
όργανα που δεν έκοβαν πια καλά. Τα εργαλεία του ήταν
ο τροχός και η λίμα . Συνήθως ο τροχός ήταν πάνω σε
13. μια ξύλινη κατασκευή που την έπαιρνε μαζί του όπου
και αν πήγαινε !!!
ΠΗΓΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ : wikidot.com
15. Ο Εφημεριδοπώλης
Ο εφημεριδοπώλης ήταν ο πλανόδιος πωλητής που το
επάγγελμα του ήταν να πουλάει έντυπα, κυρίως εφημερίδες, εξ
ου και η ονομασία του επαγγέλματος. Οι εφημεριδοπώλες, όπως
& οι λούστροι , παλαιότερα τουλάχιστον, ήταν ως επί το
πλείστον παιδιά ή έφηβοι.
Ο εφημεριδοπώλης πουλούσε εφημερίδες που έπαιρνε από το
Πρακτορείο Διανομής Τύπου, περιφερόμενος σε όλους τους
δρόμους και τα πολυσύχναστα μαγαζιά (καφενεία, ταβέρνες
κλπ) της γειτονιάς πεζός έχοντας τις εφημερίδες στη μασχάλη ή
με ποδήλατο, όπως ο ταχυδρόμος της ίδιας εποχής, έχοντας τις
εφημερίδες σε τσάντα που του έδινε η εκδότρια εταιρεία, την
οποία συνήθως κρατούσε στον ώμο. Αρκετοί όμως,
προτιμούσαν στέκι και πάγκο, όπου γινόταν πώληση όχι μόνο
των εφημερίδων, αλλά και διάφορων περιοδικών.
16. Αξιοσημείωτο είναι ότι ενώ οι προηγούμενες μορφές του
εφημεριδοπώλη έχουν εκλείψει εντελώς, η τελευταία παραμένει
με σκοπό, τα τελευταία χρόνια, την πώληση όχι μόνο του
ελληνικού, αλλά & του ξένου τύπου. Αξιοσημείωτο είναι επίσης
ότι πολλές διάσημες προσωπικότητες ξεκίνησαν έτσι, με αυτό
το επάγγελμα.
Πηγές πληροφοριών : wikipedia.org
Πηγές εικόνων : wikipedia.org, Loutrakitv.gr ,printerest
18. ΚΑΡΕΚΛΑΣ
Πριν εμφανιστούν οι πλαστικές πολυθρόνες και οι καρέκλες από ξύλο, οι άνθρωποι
χρησιμοποιούσαν ψάθινες. Απ’ την πολλή χρήση, όμως, τρυπούσαν εύκολα, επειδή η
βάση τους ήταν φτιαγμένη από χόρτο. Όποια, λοιπόν, χαλούσε, την έβαζαν στην άκρη
και περίμεναν τον καρεκλά να την επιδιορθώσει
Ο καρεκλάς ήταν τεχνίτης που επιδιόρθωνε καρέκλες, πλέκοντας τη βάση του ξύλινου
πλαισίου. Για το πλέξιμό της χρησιμοποιούσε ένα ειδικό χόρτο, που σε πολλά μέρη το
ονόμαζαν «πανιά». Το χόρτο αυτό το μάζευε ο καρεκλάς το καλοκαίρι μέσα από τα
ποτάμια και τους βάλτους και το έβαζε στον ήλιο να στεγνώσει. Έπειτα το έκανε
δεμάτια, το τύλιγε γύρω από τον ώμο του κι έπαιρνε τις γειτονιές και τα χωριά με τα
πόδια. Είχε μαζί του κι έναν τορβά (=σακίδιο) με τα απαραίτητα εργαλεία μέσα: σύρμα,
τανάλια, σφυρί, μαχαίρι (τσεκμές) κλπ.
19. Αντηχούσαν οι δρόμοι απ’ την τσιριχτή φωνή του: «Καρεκλαααάς! Καρέκλες
διορθώνω. Ο καρεκλαααάς!».
Άκουγαν οι νοικοκυραίοι που είχαν χαλασμένες καρέκλες, έβγαιναν και τον φώναζαν.
Καθόταν αυτός στην αυλή του σπιτιού ή στο πεζούλι του δρόμου κι άρχιζε με
επιδεξιότητα να επιδιορθώνει την καρέκλα. Πρώτα έκοβε το κατεστραμμένο κομμάτι
της βάσης. Έπειτα έβρεχε το χόρτο, για να μαλακώσει και να δουλεύεται ευκολότερα.
Ξεκινούσε το πλέξιμο απ’ τις άκρες και τελείωνε στο κέντρο. Τα χέρια του δούλευαν
με μαεστρία. Έπιανε πολλές φορές κι έναν παραπονιάρικο σκοπό μέχρι να τελειώσει
τη δουλειά. Θαύμαζαν οι νοικοκυρές, του ‘φτιαχναν κι έναν καφέ και του τον
πρόσφεραν μαζί με κρύο νερό απ’ το πηγάδι. Όταν τέλειωνε το πλέξιμο, έκοβε με τον
τσεκμέ τις άκρες του χόρτου που προεξείχαν.
Έπειτα έβαζε την «παλιά» (την γεροντότερη του σπιτιού) να καθήσει με το εγγονάκι,
για να δει αν «κρατάει» η καρέκλα. Πληρωνόταν μετά για τον κόπο του και συνέχιζε
το δρόμο του.
Πολλή δουλειά είχε τότε ο καρεκλάς με τα καφενεία. Εκεί υπήρχαν πολλές καρέκλες
που από την καθημερινή χρήση χαλούσαν γρήγορα. Τις μάζευε αυτές σε μια γωνιά ο
καφετζής κι όταν περνούσε ο καρεκλάς κάνανε τη συμφωνία και από το πρωί ίσαμε το
μεσημέρι τις τελείωνε.
Αν ήταν μερακλής ο καφετζής, έβαφε με διάφορα χρώματα τα χόρτα και η καρέκλα
γινόταν αριστούργημα. Αργότερα το χόρτο αντικαταστάθηκε από χρωματιστά
κορδόνια κι έπειτα οι καρέκλες βιομηχανοποιήθηκαν.
Μόνο σε κάποια παραδοσιακά καφενεία θα βρούμε σήμερα ψάθινες καρέκλες. Ίσως
γι’ αυτό να ‘χουν απομείνει κάποιοι καρεκλάδες ακόμη, τσιγγάνοι σχεδόν όλοι. Σε λίγα
χρόνια, θα χαθούν κι αυτοί.
Πηγή: Παραδοσιακά επαγγέλματα (Εκδόσεις Μαλλιάρης)
21. ΠΑΓΟΠΩΛΗΣ
Ο παγοπώλης πουλούσε τον πάγο περιφερόμενος στις γειτονιές, γιατί εκείνη την εποχή
δεν υπήρχαν ηλεκτρικά ψυγεία για τη συντήρηση των τροφίμων. Περιδιαβαίνοντας με το
ειδικά διαμορφωμένο κάρο, την καρότσα ή το τρίκυκλό του, πουλούσε παγοκολόνες που
κατασκευάζονταν με ειδική διαδικασία σε ανάλογα εργαστήρια, τα παγοποιεία.
Τροφοδοτούσε όχι μόνο τα σπίτια αλλά και τα διάφορα μικρά μαγαζιά. Ο παγοπώλης
φορούσε γάντια για να μην παγώνουν τα χέρια του και χειριζόταν ειδικό γάντζο με τον
οποίο έπιανε τον πάγο, τον έκοβε και τον μετέφερε. Οι πάγοι τοποθετούνταν σε χτιστά ή
ξύλινα ψυγεία εκείνης της εποχής, τις παγωνιέρες. Εκεί διατηρούσαν τα τρόφιμά τους οι
οικογένειες και είχαν και δροσερό νερό το καλοκαίρι.
Η παραγωγή του πάγου ήταν πολλαπλάσια πριν πενήντα 50 χρόνια, όταν εφοδίαζε τα
ψυγεία των σπιτιών. Χρόνο με το χρόνο, όμως, τα ψυγεία αντικαταστάθηκαν από τα
ηλεκτρικά ψυγεία και ο παγοπώλης δεν περνά πλέον με το κάρο του ή με τη τρίκυκλη
μοτοσυκλέτα του από τις γειτονιές για τη διανομή του πάγου.
Πηγές πληροφοριών: https://el.m.wikipedia.org/wiki,
http://3lyk-n-filad.att.sch.gr
Πηγές εικόνων: https://schoolpress.sch.gr, https://el.m.wikipedia.org/wiki
23. Ο ΓΑΛΑΤΑΣ
Τον καιρό που οι γαλακτοβιομηχανίες δεν είχαν γνωρίσει τη σημερινή
τους ανάπτυξη, ο γαλατάς της γειτονιάς έκανε τη “δύσκολη δουλειά”.
Ήταν ο άνθρωπος που καθημερινά έφερνε πόρτα- πόρτα το γάλα στις
νοικοκυρές. Κάθε μία τον περίμενε στην πόρτα του σπιτιού της, με μια
κανάτα για να τη γεμίσει.Οι πιο πολυάσχολες νοικοκυρές δεν
εμφανίζονταν ούτε στην παραλαβή. Άφηναν έξω από την πόρτα τους
τα άδεια σκεύη ενώ αυτές έκαναν παράλληλα τις δουλειές τους. Ο
γαλατάς περνούσε συνήθως από συγκεκριμένα σπίτια. Από αυτά που
τον είχαν μάθει και ζητούσαν καθημερινά το γάλα του. Είχε στο μυαλό
του όμως ότι μπορεί να συναντούσε γυναίκες που να ήθελαν γάλα για
έκτακτες περιπτώσεις. Γι’ αυτό και φρόντιζε να έχει μαζί του
παραπάνω ποσότητα, για να μπορεί να τους εξυπηρετήσει όλους.
Οι μικροπωλητές του γάλακτος ήταν μέρος της καθημερινής ζωής της
πόλης έως τη δεκαετία του΄50 και σε μερικές γειτονιές για πολλά ακόμη
χρόνια. Το επάγγελμα του γαλατά αναπτύχθηκε στην πόλη, καθώς εκεί
υπήρχε άμεση ανάγκη για φρέσκο γάλα. Στην ύπαιθρο και στα χωριά,
οι κάτοικοι είχαν τη δυνατότητα να αγοράζουν γάλα από τα σημεία
παραγωγής. Οι αγρότες κρατούσαν αυτό που μπορούσε να γίνει τυρί ή
γιαούρτι και ό,τι έμενε το πουλούσαν.
26. Ο ΑΣΒΕΣΤΑΣ
Είναι ο άνθρωπος που παράγει ή πουλάει
ασβέστη, ή εργάζεται σε ασβεστάδικο /
ασβεστο-ποιείο.
Ο ασβέστης σαν πρώτο δομικό υλικό
χρησιμοποιείται μαζί με το τσιμέντο και την
άμμο για το κτίσιμο των κτηρίων, γεφυρών
και άλλων. Είχε επίσης και άλλες χρήσεις.
Παλαιότερα ο ασβεστάς αναλάμβανε να
ασβεστώνει τα σπίτια, τις μάντρες και
γενικά κάθε τοίχο. Κάτι σχετικό δηλαδή με
το σημερινό βάψιμο.
Αλλά και μέχρι σήμερα χρησιμοποιείται ο
ασβέστης σαν απολυμαντικό. Έτσι βλέπουμε
να ασβεστώνουν τους κορμούς των δέντρων
για να τα προφυλάξουν από ασθένειες και
παράσιτα.