2. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Στις βυζαντινές πόλεις υπήρχαν πολλά μοναστήρια. Αν και τα πρώτα ιδρύονταν
στην ύπαιθρο, μακριά από τις πόλεις, από τον 6ο αιώνα και μετά τα μοναστήρια
ιδρύονταν εντός των τειχών των πόλεων. Εντασσόμενα στον πολεοδομικό ιστό
γρήγορα μετατράπηκαν σε κέντρα πνευματικής ζωής με σημαντική οικονομική
δύναμη. Κάθε μοναστήρι διοικούνταν σύμφωνα με το τυπικό, που ρύθμιζε τη ζωή σ’
αυτό. Ο αριθμός των κτισμάτων που διέθετε κάθε μονή εξαρτιόταν από το μέγεθος,
τον πλούτο, αλλά και την κοινωφελή προσφορά της προς την πόλη. Συνήθως τα
μοναστήρια απομονωνόταν με ψηλό περίβολο. Τα περισσότερα κτίσματα
διατάσσονταν συνήθως γύρω από τον κεντρικό ναό, που αποτελούσε και το σημείο
αναφοράς για την οργάνωση της ζωής στο μοναστήρι. Από τα πιο σημαντικά
κτίσματα ήταν η τράπεζα (εστιατόριο), το μαγειρείο και τα κελλιά των μοναχών.
Σημαντικοί χώροι για τη μοναστηριακή ζωή ήταν ακόμα οι αποθήκες των τροφίμων,
οι χώροι φιλοξενίας και τα λουτρά, ενώ παράπλευρα κτίρια ενίοτε στέγαζαν
νοσοκομεία, που χρησιμοποιούνταν και από λαϊκούς ασθενείς, πτωχοκομεία,
ορφανοτροφεία και σχολεία. Τέλος, πολλά μοναστήρια διέθεταν αξιόλογες
βιβλιοθήκες, ενώ ορισμένα ήταν σημαντικά κέντρα παραγωγής και αντιγραφής
χειρόγραφων βιβλίων.
4. Η Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας
χτίστηκε πάνω στα ερείπια της
αρχαίας πόλεως «Ακροάθως»
από τον Άγιο Αθανάσιο, το 963
μ.Χ. όπως αναφέρει ο ίδιος ο
Άγιος στην διαθήκη του. Κατά
την υπερχιλιετή ιστορία της η
Μονή πέρασε εποχές ακμής και
παρακμής. Περισσότεροι από
50 άγιοι ασκήτευσαν στην Μονή
αυτή και στην περιοχή της.
Η Μονή εορτάζει στις 5 Ιουλίου
της Κοιμήσεως του Οσίου
Αθανασίου του Αθωνίτη.
Οι μοναχοί της Μεγίστης Λαύρας τιμούν επίσης την 1 η Οκτωβρίου και την Παναγία
Κουκουζέλισσα. Οι υλικοί πόροι για το κτίσιμο της Μονής Λαύρας προσφέρθηκαν από τον
Βυζαντινό Αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά ,φίλο του Αθανάσιου, ο οποίος όμως δεν μπόρεσε ή δεν
θέλησε να κρατήσει την υπόσχεση του να αποσυρθεί σε μια μονή του Άθω μαζί με τον Αθανάσιο.
Στις προσπάθειές του να εξίλεωθεί για την αθέτηση της υπόσχεσής του, γέμισε τον φίλο του με
χρηματικά ποσά, πλούσια δώρα, εικόνες, κειμήλια, περγαμηνές για την ανέγερση της Μονής. Τον
ίδιο χρόνο που ο Αθανάσιος εισήγαγε το νέο τύπο μοναστηκής ζωής στην Μονή του, έθεσε επίσης
τα θεμέλια για τα αρχικά απλά κελία, την κουζίνα και το «νοσοκομείο». Επίσης φύτεψε, όπως
αναφέρει η παράδοση, το ένα απο τα δύο αιωνόβια κυπαρίσια που βρίσκονται δίπλα απο την
φιάλη της Μονής. ( Οι φιάλες του Αγίου Όρους είναι νιπτήρες που χρησιμοποιούνται για τον
αγιασμό των υδάτων κάθε πρωτομηνία και την ημέρα των Θεοφανείων)
6. Λίγο μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα άμεση βοήθεια για την υλοποίηση του
σχεδίου έδωσε ο αυτοκράτορας Ιωάννης Τσιμισκής. Μετά από μια δύσκολη
περίοδο, διέξοδο στην πιεστική κρίση των συσσωρευμένων χρεών της έδωσε το
1655 ο πατριάρχης Διονύσιος Γ’ ο οποίος κληροδότησε την προσωπική του
περιουσία στη Μονή.
Η βιβλιοθήκη της Μονής διαθέτει 20.000 και πλέον έντυπα βιβλία, 2.500
χειρόγραφα, πολύτιμα έγγραφα υπογεγραμμένα από αυτοκράτορες, πατριάρχες
και σουλτάνους καθώς επίσης 1650 ελληνικούς κώδικες από τους οποίους οι 650
είναι σε μεβράνη.
7. Στο σκευοφυλάκιο της Μονής διατηρούνται εξαιρετικά πολύτιμα εκκλησιαστικά
σκεύη, χρυσοκέντητα άμφια, πολύτιμες εικόνες – μία εκ των οποίων εικόνα είναι
του Σωτήρος που ανάγεται στα 843 και του Ιωάννου του Θεολόγου. Αξιοσημείωτες
είναι επίσης η εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου της Κουκουζέλισσας, η αγία εικόνα
της Θεοτόκου Κτιτορικής, η εικόνα του θαύματος που έγινε από τον Άγιο Αθανάσιο,
και η εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου της Οικονόμισσας.
Η Μοναστική δύναμη της Μονής, σε σύνολο μοναχών και εξαρτηματικών,
κυμαίνεται σήμερα στα 320-330 άτομα.
Σημειώνεται ότι το Καθολικό της
Μονής της Μεγίστης Λαύρας αποτελεί
το πρότυπο για όλα τα αγειορίτικα
καθολικά, με το οποίο και
εγκαινιάσθηκε η αρχιτεκτονική
τυπολογία του τρίκογχου οθωνικού
ναού, δηλαδή με δύο μικρότερα ιερά
εκατέρωθεν του κυρίως ιερού.
9. Η Μονή Παντοκράτορος είναι ελληνική και η έβδομη στην ιεραρχία του Αγίου
Όρους. Έχει μορφή οχυρωμένου μεσαιωνικού κάστρου. Μέχρι τα μέσα του 10'
αιώνα ήταν κοινόβιος και αργότερα «ιδιόρρυθμη». Και το 1992
από ιδιόρρυθμη, κοινοβιακή, όταν εισήλθε στη μονή νέα αδελφότητα
προερχόμενη από τη Μονή Ξενοφώντος. Πρώτος ηγούμενος της κοινοβιακής
μονής ήταν ο αρχιμανδρίτης Βησσαρίων, ο οποίος πέθανε το 2001 σε ηλικία
47 ετών από καρκίνο.Σημερινός ηγούμενος είναι ο γέροντας Γαβριήλ. Η Μονή
είναι 7η στην τάξη των Αγιορείτικων Μοναστηριών και είναι παραθαλάσσια.
Το Καθολικό της είναι αφιερωμένο στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος. Κατέχει
ως μέγα θησαύρισμα τη θαυματουργό εικόνα της Παναγίας της Γερόντισσας.
Στη βόρεια μεριά της λιτής βρίσκεται και το παρεκκλήσι της Κοιμήσεως της
Θεοτόκου.
10. Ιδρύθηκε στα μέσα του 14ου αιώνα από τους βυζαντινούς, πλην όμως Ενετούς
πολίτες, αξιωματούχους κατά σάρκα αδελφούς Αλέξιο στρατοπεδάρχη και Ιωάννη
πριμικήριο. Οι τάφοι των κτιτόρων βρίσκονται στην λιτή του καθολικού. Στην εδραίωση
και ενίσχυση της μονής συνέβαλαν οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου Ιωάννης Ε' ο
Παλαιολόγος και Μανουήλ Β' ο Παλαιολόγος. Περί το τέλος της ΙΔ' εκατονταετηρίδας
πυρπολήθηκε και καταστράφηκε. Επανιδρύθηκε όμως τάχιστα. Το αρχικό εμβαδόν της
Μονής διπλασιάστηκε μετά από χορηγίες Ρουμάνων Ηγεμόνων, (16ος αιώνας). Αρκετά
μονύδρια της εποχής εκείνης όπως του Ραβδούχου, του Φαλακρού, του Αγίου
Δημητρίου, του Αυξεντίου προσαρτήθηκαν στην νεοσύστατη μονή Παντοκράτορος. Την
οικονομική κρίση που δέχθηκε εξ΄ αιτίας των κατακτήσεων του Όρους από τους
Τούρκους την αντιμετώπισε με την βοήθεια των ελληνικής καταγωγής ηγεμόνων
παραδουναβίων περιοχών, Φαναριωτών, της Αυτοκράτειρας Αικατερίνης B' της
Ρωσίας και ευσεβών Χριστιανών.
11. H μονή Παντοκράτορος διαθέτει
οκτώ παρεκκλήσια εντός του
μοναστηριακού της συγκροτήματος
και επτά εκτός από αυτό. Ξεχωρίζει
αυτό της Κοίμησης της Θεοτόκου
που βρίσκεται στη λητή με
τοιχογραφίες κρητικής τεχνοτροπίας
του 1538, επιζωγραφισμένες όμως
το 1868. Κοντά στην είσοδο της
μονής βρίσκεται το παρεκκλήσι του
Αγίου Νικολάου τοιχογραφημένο
από τον 18ο αιώνα. Στην δυτική
πτέρυγα , στη θέση του παλιού
πύργου, βρίσκεται το παρεκκλήσι
του Τιμίου Προδρόμου. Το
παρεκκλήσι είναι ιστορημένο με
τοιχογραφίες 18ου αιώνα. Στο
τελευταίο όροφο του μεγάλου
πύργου της μονής βρίσκεται το
παρεκκλήσι της Αναλήψεως, ενώ
στο δεύτερο πύργο της πάνω από
την είσοδο βρίσκεται το παρεκκλήσι
του Αγίου Παντελεήμονος.