4. Οι δασκάλες της Ε΄ τάξης :
Ε1, Φανή Πέλλα,
Ε2, Ευαγγελία Γκουγκαρά
Ε3, Ντίνα Χάρμπα.
5. ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ, Αν ήταν γεύση… Θα ήταν η αρμύρα του αλατιού!
Αν ήταν μυρωδιά… Θα ήταν η μυρωδιά του αρμυρόβαλτου και της καινούριας μέρας
που αρχινά!
Αν ήταν χρώμα… Θα ήταν το γκρίζο του συννεφιασμένου ουρανού, που
αντικατοπτρίζεται στη λιμνοθάλασσα, το πράσινου του πλούσιου κάμπου, το
πορτοκαλί του ηλιοβασιλέματος και του αυγοτάραχου το χρυσαφένιο!
Αν ήταν εικόνα… θα ήταν οι πελάδες, τα ξύλινα σπιτάκια της λίμνης!
Αν ήταν λέξη… θα ήταν ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ -ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ- ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ! Πατρίδα
ηρωισμού!...
Αν ήταν ποιητής … θα ήταν ο Σολωμός που ύμνησε τα πάθη σου!
Αν ήταν ζωγράφος … θα ήταν ο Ντελακρουά που με το πινέλο
6. ΝΤΕΛΑΚΡΟΥΑ: Θα απεικονίσω την Ελλάδα με γυναικεία μορφή, να στέκεται όρθια
ανάμεσα σε ερείπια μάχης.
Θα σε ονομάσω : «Η Ελλάδα στα ερείπια του Μεσολογγίου».
Θα έχεις τα χέρια απλωμένα χαμηλά σε μια κίνηση απελπισίας πάνω στα ερείπια.
Σου βάζω αυτό το φόρεμα διότι το άσπρο χρώμα συμβολίζει τα σύννεφα και τον αφρό της
θάλασσας, ενώ το μπλε συμβολίζει τον ουρανό και τη θάλασσα. επίσης θα έχεις το στήθος
μισοφάνερο διότι συμβολίζει τη γενναιότητα . δεν θέλω να κρύβεσαι πίσω από μια
πανοπλία γιατί σε θεωρώ αδίστακτη.
Θα σου ζωγραφίσω υπέροχα μαύρα και πυκνά μαλλιά που θα κυλούν σαν ρυάκι στους
ώμους σου.
7. Ελλάδα: Στο νου των παιδιών μου στέκομαι σύρριζα. Μάνα σαν το μάτι του
Θεού. Οι πληγές τους πολλές, αλλά όλες θα απαλυνθούν με το Άγιο Μύρο που θα
προσφέρω εγώ η Μητέρα Ελλάδα. Πονάω γι’ αυτούς, ξέρω όλα όσα έχουν
περάσει για μένα. Οι πράξεις τους θα τους εξασφαλίσουν μια θέση στην ιστορία.
Παρακολούθησα με αγωνία το τέλος του αγώνα τους…
Έργα και λόγια στέκομαι και κοιτάζω.
Μεσολόγγι μου! Αχ!
Όμορφο, πλούσιο, σεβαστό κι άγιο.
Πολιορκημένο αλλά ελεύθερο!
8. Μόλις βούτηξε το χηνόφτερο, είδε μια σταγόνα μελάνι να
στάζει πάνω στην πουκαμίσα του. Χάζεψε λίγο το λεκέ καθώς
αυτός άπλωνε.
Μάγιερ: «Αίμα από βόλια κι αίμα από λέξεις»,
Αφηγητής: ύστερα βούτηξε πάλι το χηνόφτερο στο μελάνι.
(Ο Μάγερ γράφει στο ημερολόγιό του και αφηγείται τα
γεγονότα της πολιορκίας)
9. Μάγιερ:
«Έτος 1822. Μόλις έφτασα στο Μεσολόγγι. Τι μέρος
είναι τούτο; Μια μικρή πόλη 600 επαναστατών, ένα
χαμηλό τείχος και μία τάφρος που χωρίζει την πόλη
αυτή από την υπόλοιπη Ελλάδα! Και φυσικά… η
λιμνοθάλασσα! Μια ρηχή θάλασσα με αρμυρίκια και
βαρκούλες, πάσαρες τις λένε νομίζω. Μαθαίνω ότι
λόγω της τοποθεσίας του το μέρος αυτό έχει πολύ
μεγάλη σημασία για την ανάπτυξη του τουρκικού
στρατού στη δυτική Ελλάδα. Και αν ολόκληρη
καταλαμβανόταν από τους Τούρκους και έμενε το
Μεσολόγγι, μπορούσε σε κάθε στιγμή η χώρα να
ανακτηθεί από τους επαναστάτες.»
«Δεκέμβριος του 1823. Μετά από μένα ακολούθησαν και άλλοι Φιλέλληνες: ο Άγγλος
συνταγματάρχης Στανχόουπ έφερε μαζί του τρία τυπογραφεία. Να ένας τρόπος να
κυκλοφορήσουν οι ιδέες μας για την ελευθερία και την απαλλαγή από τη μοναρχία! Θα
εκδώσω εφημερίδα. Θα την ονομάσω ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ. Θα ενημερώνω τους
πολιορκημένους για ό,τι συμβαίνει».
«Ιανουάριος του 1824. Ύστερα από παρότρυνση της Φιλελληνικής Επιτροπής του
Λονδίνου εγκαταστάθηκε στο Μεσολόγγι ο διάσημος Άγγλος ποιητής Λόρδος Μπάιρον.
Οι Μεσολογγίτες τον υποδέχτηκαν με μεγάλες τιμές. Όπως πληροφορούμαι, διατηρεί
αλληλογραφία με Άγγλους επιχειρηματίες για την οικονομική ενίσχυση των
επαναστατών».
10. ΚΑΨΑΛΗΣ: Καλώς ήρθες ! Είναι μεγάλη τιμή για μας. Η μικρή μας πολιτεία για
να σας τιμήσει σας ανακυρήσει πολίτη της και ευεργέτη της με τη σύμφωνη
γνώμη όλων των αρχόντων και του λαού της.
Μπάιρον:Η τιμή είναι δική μου! Με συγκινεί η υποδοχή σας. Θα προσπαθήσω
να κάνω το Μεσολόγγι να ζήσει καλύτερες μέρες. Θα φροντίσω οι αγώνες σας να
γίνουν γνωστοί σ΄όλη την Ευρώπη και θα σας συμπαρασταθώ όσο μπορώ. Θα
σας παρηγορήσω με τον τρόπο μου!
11. Η μοίρα όμως είχε άλλα σχέδια. Μια βροχερή μέρα ο ποιητής απολαμβάνει την
βόλτα του στο Μεσολλόγι. Δεν μπορούσε να φανταστεί όμως ότι αυτή η βόλτα θα
του στίχιζε τη ζωή. Αρρωσταίνει και μετά από λίγους μήνες πεθαίνει από πευμονία.
Μπάιρον: Καημένη Ελλάδα! Καημένο Μεσολόγγι! Σου τα ‘δωσα όλα, σου δίνω και
τη ζωή μου!
13. ΚΙΟΥΤΑΧΗΣ: Δεν μ’ αρέσει καθόλου αυτό!
(διαβάζει)
«Τα νέα που φτάνουν στο Σαράι είναι απογοητευτικά. Αν και σου έδωσα ό,τι μου ζήτησες σε
στρατό, όπλα και στόλο δεν κατάφερες να νικήσεις μια χούφτα Μεσολογγίτες.
Έχουμε γίνει ρεζίλι σ’ όλη την αυτοκρατορία και την Ευρώπη. Τελευταία προειδοποίηση. Ή
ΤΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ Ή ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΣΟΥ!!!
Κι επειδή δεν μπορώ να περιμένω άλλο, ο χρόνος πιέζει , σου στέλνω βοήθεια από την
Αίγυπτο τον Ιμπραήμ με 20.000 εκπαιδευμένους πολεμιστές.»
14. ΚΙΟΥΤΑΧΗΣ: Αυτό δεν είναι δίκαιο! Έφτασα στην πηγή και τελικά δε θα πιω νερό! Θα μου
πάρει την δόξα ο Ιμπραήμ κι ίσως το κεφάλι μου ο Σουλτάνος. Μετά από τόσους αγώνες έχω
φέρει τους μεσολογγίτες σε πολύ δύσκολη θέση. Δεν έχουν νερό να πιουν, δεν έχουν φαΊ να
φάνε, δεν έχουν βόλια να ρίξουν. Είναι αποκλεισμένοι από στεριά και θάλασσα σαν τα
ποντίκια στη φάκα.
(ΙΜΠΡΑΗΜ κοιτάει με κιάλια το τείχος του Μεσολογγίου)
ΙΜΠΡΑΗΜ: (με ειρωνεία) Αυτός ο φράχτης σας εμπόδισε να πατήσετε το Μεσολόγγι;
ΚΙΟΥΤΑΧΗΣ: Αυτοί εκεί μέσα είναι γίγαντες! Έχουν πεισμώσει!
ΙΜΠΡΑΗΜ: Θα αναλάβω μόνος μου τις επιχειρήσεις εναντίον των Ελλήνων.
15. ΓΑΛΛΟΣ: Το μήνυμα του είναι σαφές. Παραδώστε το Μεσολόγγι! Αυτό και μόνο αυτό!
ΡΑΖ/ΚΑΣ: Κάτσε, ησύχασε λίγο, δε νομίζω να είσαι τόσο ηλίθιος κι εσύ και το αφεντικό
σου και να έρχεσαι εδώ με άδεια τα χέρια. Πόσο κοστίζει για σας ο τόπος μας; Τι θα μας
δώσετε για να τον αγοράσετε;
ΦΡΕΙΔ. ΑΝΤΑΜ: Ο Ιμπραήμ πασάς δίνει το λόγο του ότι θα κρατήσετε στο ακέραιο τις
περιουσίες σας. Κανείς σας ούτε εσείς ούτε οι οικογένειές σας δε θα πάθει το παραμικρό.
Θέλει μόνο το Μεσολόγγι, όχι εσάς!
ΡΑΖ/ΚΑΣ: Μα το Μεσολόγγι είμαστε εμείς!
16. ΜΕΣ. : (κοιτάζει τη θάλασσα) Η στερνή μας ελπίδα είναι τα καράβια μας, αλλά δε
φαίνεται τίποτα ως εκεί που φτάνει η ματιά μου.
ΜΕΣ. : Σαν αγγέλους από τον ουρανό τα περιμένουμε γιατί αυτά τα καράβια θα
έχουν μέσα εφόδια για να γλυκάνουμε την ελπίδα μας. Θα έχουν αυτά που
καρτερούμε για να ξαναθυμηθούμε πως είμαστε άνθρωποι.
17. ΜΙΑΟΥΛΗΣ (περπατά πάνω κάτω μονολογώντας)
Έφτασα με τόσο κόπο ως εδώ και πάλι γυρνώ πίσω άπραγος όσο κι αν το ‘θελε η καρδιά μου!
Το Μεσολόγγι δεν μπορεί ν’ αντέξει για πολύ ακόμα. Τόσο καιρό ο ανεφοδιασμός ήταν πιο
εύκολος. Τώρα που η Κλέισοβα έπεσε στα χέρια των εχθρών τα καράβια δεν μπορούν να
πλησιάσουν.
Προσπάθησα τόσο πολύ να αποσπάσω χρήματα από την κυβέρνηση για την δραστηριοποίηση
των πλοίων. Προσπάθησα να τους πείσω ότι μόνο η παρουσία πολυάριθμων και ικανών
πλοίων θα εξασφάλιζε τον ανεφοδιασμό του Μεσολογγίου.
………….. (φωνάζει) Ε! μ’ ακούτε; Μην σκέφτεστε μόνο τα χρήματα! Αν δεν βοηθήσετε
λογαριάστε για χαμένο το Μεσολόγγι! Θα πέσει στην εξουσία του εχθρού εξαιτίας της πείνας.
18. ΣΟΛΩΜΟΣ: Αυτοί πολεμούν με τα κανόνια κι εγώ θα πολεμήσω με τα δικά μου
όπλα…..
Μα..... η φύση δεν έχει χρώματα, ούτε η γλώσσα λέξεις ...
Πρέπει να σκεφτώ βαθιά και σταθερά πριν πραγματοποιήσω αυτό το ποίημα. Γιατί σε
αυτό θα ενσαρκωθεί το ουσιαστικότερο, το υψηλότερο ιδανικό της αληθινής ανθρώπινης
φύσης. Η πατρίδα και η πίστη.
19. Κατερίνα: Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε,
Κι όσ' άνθια βγαίνουν και καρποί,
τόσ' άρματα σε κλείνουν.
Το σκουληκάκι βρίσκεται σ' ώρα γλυκιά κι εκείνο.
Μάγεμα η φύσις
κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη,
Η μαύρη πέτρα……. μοιάζει ολόχρυση και το ξερό ……..δείχνει να ναι,χορτάρι·
Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες λέει
Όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.
Τρέμ' η ψυχή μου για σένανε
Ο δρόμος σου να είναι γλυκός και μοσχοβολισμένος . Στην κεφαλή σου να κρέμεται ο ήλιος μαγεμένος.
Παλικάρι μου και μορφονιέ , γεια σου, καλέ, χαρά σου!
Μανόλης: Στο διάβολο πια αυτός ο πόλεμος! Τόση ζωή έχουμε εδώ μέσα και δε μας αφήνει να τη
χαρούμε. Είμαι τόσο νέος και σκότωσα προτού να αγαπήσω, το καταλαβαίνεις αυτό; Πού είναι η ελπίδα
πού είναι ο ήλιος; Κάνει να έρθει κατά δω τίποτα όμορφο ή όλα τα ωραία μας απαρνιούνται πια; Δεν
είμαι δειλός, άνθρωπος είμαι και θέλω να μυρίσω τον βασιλικό πριν να μαραθεί.
20. Μεσολ.: Στην πεισμωμένη μάχη
Σφόδρα σκιρτούν μακριά πολύ τα πέλαγα κι’ οι
βράχοι,
Και τα γλυκοχαράματα, και μες στα μεσημέρια,
Κι’ όταν θολώσουν τα νερά, κι’ όταν εβγούν τ’
αστέρια.
Φοβούνται γύρου τα νησιά, παρακαλούν και
κλαίνε,
Κι’ οι ξένοι ναύκληροι μακριά πικραίνονται και
λένε:
«Αραπιάς άτι, Γάλλου νους, σπαθί Τουρκιάς
μολύβι,
Πέλαγο μέγα βράζ’ ο εχθρός προς το φτωχό
καλύβι.»
21. ΜΕΣ Γ: Ας πούμε η καθεμιά το όνειρο που είδε.
ΜΕΣ Δ: Μου φαινόταν ότι όλοι εμείς, άντρες και γυναίκες, παιδιά και γέροι, ήμαστε
ποτάμια, άλλα μικρά , άλλα μεγάλα, κι ετρέχαμε ανάμεσα σε τόπους φωτεινούς, σε τόπους
σκοτεινούς, σε λαγκάδια, σε γκρεμούς, απάνω κάτω, κι έπειτα φτάσαμε στη θάλασσα με
πολλή ορμή. Και μες τη θάλασσα γλυκά κυλούσαν τα νερά μας…
ΜΕΣ Α: Εγώ είδα δάφνες.
ΜΕΣ Β: Κι εγώ φως.
ΜΕΣ Γ:Κι εγώ στη φωτιά μια όμορφη κοπέλα που αστράφταν τα μαλλιά της.
ΜΕΣ Β: Για δείτε και στα όνειρα συμφωνούμε, όπως στη θέληση και σε όλα τ΄ άλλα έργα.
Όλες: Ναι! Δίκιο έχεις.
(περιτριγυρίζουν το παιδί και σκύβουν πάνω του λυπημένες)
23. γίνουν ένας μικρός μπόγος. Πάρτε αυτά που δεν μπορείτε να ζήσετε χωρίς αυτά.
Μεσολ: Φεύγουμε από το Μεσολόγγι μας!
Οπλαρχηγός Β: Η έξοδος θα γίνει βράδυ. Δύο η ώρα τη νύχτα. 10 Απριλίου. Ημέρα Σάββατο ,
ξημερώνοντας των Βαΐων, σύμφωνα με το σχέδιο. Έλθει δεν έλθει βοήθεια.
Οπλαρχηγός: Ακούστε τι θα κάνουμε. Είπαμε τι θα πράξουμε, αυτό δεν αλλάζει. Οι γυναίκες μπορούν να
ντυθούν με αντρικές φορεσιές. Θα είναι νύχτα και δε θα διακρίνονται καλά. Κάλλιο να σκοτωθούν, παρά
να πιαστούν. Είμαστε σύμφωνοι;
(επιδοκιμασίες ακούστηκαν)
Μεσολ.: Σύμφωνοι. Να κρατάνε και όπλο, να υπερασπιστούν όσο γίνεται τον εαυτό τους και την
οικογένειά τους.
Μεσολ: Όλοι εδώ Θανάση!
Μεσολ.: Ο Ραζηκότσικας σηκώθηκε αργά. Ερείπιο
σωστό. Τα γένια του άρχισαν να μοιάζουν με
ιερωμένου, το αριστερό χέρι με δυσκολία λύγιζε
στον αγκώνα, κάτω από τις πιέτες της φουστανελας
κανείς δεν μπορούσε να δει το τραύμα που τον
ταλαιπωρουσε και του ανέβαζε τον πυρετό. Πάλευε
με την ώρα που θα σωριαζόταν κατω, μα άντεχε
ακόμα. Ακόμα κι έτσι ήταν ο αρχηγός. Ο σεβασμός
που είχε κερδίσει ήταν ο νικητής σε κείνη την
προσωπική μάχη.
Ραζής: Αδέρφια… δυο πράγματα πριν
ξεκινήσουμε. Όσα ακούσετε εδώ και όποιαν
απόφαση λάβουμε, να τα μεταφέρετε εκεί που
πρέπει. Ο κάθε ένας να κρατήσει μόνο αυτά που
του χρειάζονται. Να μαζέψετε μόνο αυτά που
μπορείτε να κουβαλήσετε , μόνο αυτά που μπορούν
να
24. Σολωμός (σκέφτεται): Αφού κάψουν τα νυφικά κρεβάτια, οι γυναίκες, γιατί είναι ιερά και δεν πρέπει να
πέσουν στα χέρια των εχθρών, παρακαλούν τους άντρες να τις αφήσουν να κάνουν, όλες μαζί αντάμα, τη
στερνή δέηση.
Μεσολ (διαβάζει τα γραπτά του Σολωμού): Όλες στη γη, τα γόνατα εχτύπησαν ομπρός τους και βάσταγαν
όλες κατ’ αυτούς, τη χούφτα σηκωμένη και με πικρό χαμόγελο την όψη τη φθαρμένη. Σα να ‘θελε, έσπλαχνα,
ο Θεός, να βρέξει ψωμί σ’ εκείνες.
Γυναίκες (με το αριστερό χέρι στο γόνατο): Ορκιζόμαστε στη στάχτη αυτή και στα κρεβάτια τ’ άτυχα, με το
σεμνό στεφάνι.
(Χτυπούν ρυθμικά, κοιτούν ψηλά.)
Μνήσθητι Κύριε! Είναι κοντά. Μνήσθητι Κύριε! Εφάντη! Έπαψαν τα φιλιά στη γη. Μια χούφτα χώμα να
κρατώ και να σωθώ μ’ εκείνο.
26. Η ΕΞΟΔΟΣ, 10 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1826
(Αφηγητής 2) Και ήρθε η νύχτα η τρομερή! Ο ουρανός σκέπασε με το φριχτότερο σκοτάδι του το ό,τι ήτανε να
γενεί. Μόνο οι φλογισμένες μπάλες αυλακώνουν τον ουρανό. Έτοιμοι! Μπρος-πίσω τα παλικάρια. Στη μέση τα
γυναικόπαιδα και οι γέροι. Όσο μπόραγαν! Οι λαβωμένοι ταμπουρώθηκαν στα σπίτια. Ο Καψάλης έβγαλε τα καπάκια
απ’ τα μπαρουτόβολα. Έτοιμοι! Φιλιούνται και σταυροκοπιούνται. Έτοιμοι! Έτοιμοι!
(Βγάζουν, άντρες και γυναίκες, τα σπαθιά τους και τα κουνούν στον αέρα, σε αργή κίνηση. Μερικοί προχωρούν στη
ράμπα. Ο πρώτος σκύβει και παίρνει λίγο χώμα. Και λέει: «Μνήσθητι Κύριε! Έπαψαν τα φιλιά στη γη. Μια χούφτα
χώμα να κρατώ και να σωθώ μ’ εκείνο.»
(Αφηγητής 3) Μπαταριές από τους πολιορκητάδες για υποδοχή. Το μαντάτο είχε πάει… Γιουρούσι στο γιουρούσι.
Πίσω! Ουρλίαζει μια φωνή. Διστάζουν τα γυναικόπαιδα. Το ποτάμι που ερχόταν πίσω, στομώνει για λίγο.
Ξεμπουκώνει πετώντας κορμιά δώθε-κείθε στην τάφρο. Η γέφυρα τρίζει.
Εμπρός, πίσω, εμπρός! Ο αχός ανεβαίνει μεσούρανα. Τα μάτια πετούνε φωτιές σαν τις κουμπούρες και τα ντουφέκια.
Τα γιαταγάνια σχίζουνε σάρκες. Οι πρώτοι Τουρκαλάδες καταπατούν την πόλη. Τα λαγούμια ανατινάζονται το ένα
πίσω απ’ τ’ άλλο. Γέροι κι οχτροί πεθαίνουνε αντάμα.
27. (Αφηγητής 4) Εμπρός, πίσω. Άλλοι εμπρός, άλλοι πίσω, ανάμεσα σε δύο φωτιές. Η γέφυρα
σπάει. Ουρλιαχτό σχίζει στήθια και αυτιά. Όσοι προχωρήσανε τραβούνε μπρος να κόψουνε
στη μέση τον εχθρό και να περάσουνε. Όσοι πισωγύρισαν, γυναίκες το περισσότερο,
μπαίνουν στην πόλη πάλι. Οι άντρες πουλάνε ακριβά τη ζωή τους. Τα σπαθιά στομώνουν.
Μακελειό κι αντάρα.
Νύχτα ορόσημο. Βωμός της λευτεριάς ολάκερο το Μεσολόγγι. Κάστρο γίνηκε το κάθε
ρημάδι από τους αρρώστους και τους λαβωμένους. Σωροί των εχθρών τα κορμιά μπροστά
τους. Κι ο Καψάλης παρασέρνει αμέτρητους στο θάνατο μαζί του, βάζοντας φωτιά στα
μπαρουτοβάρελα. Η λάμψη σηκώθηκε μεγάλη. Στη Ζάκυνθο, λέει ,την είδανε.
Όχι, την είδε ολάκερη η ανθρωπότητα και ταράχτηκε. Το Μεσολόγγι καταπατήθηκε. Δεν
έπεσε όμως. Το πήρανε μαζί τους εκείνοι που γλίτωσαν και πιάσανε τα κορφοβούνια. Έγινε
αθάνατο, μαζί με το λαό του.
28. Κορίτσι: Πάντα ανοιχτά, πάντα άγρυπνα τα
μάτια της ψυχής μου, ολίγο φως και μακρινό,
σε μέγα σκότος κι έρμο, σε βυθό πέφτει, από
βυθό ως που δεν ήταν άλλος. Εκείθ’ εβγήκε
ανίκητος. Φως που πατεί χαρούμενο τον Άδη
και τον χάρο. Η δύναμή σου, εχθρέ μου,
πέλαγο, αλλά η θέλησή μου βράχος.