1. ΒΙΒΛΙΟ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
Δημήτρης Χριστόπουλος
Δημόσιες Ιστορίες
Εκδόσεις Πηγή, 2013
Μια πολύ ευχάριστη έκπληξη περιμένει τον αναγνώστη της συλλογής διηγημάτων
του Δημήτρη Χριστόπουλου Δημόσιες Ιστορίες τόσο ως προς τη λογοτεχνική ποιότητά
τους, όσο και ως προς τη στάση ζωής που αναδεικνύουν. Καταξιωμένος ως φιλόλογος,
με ακονισμένη την πένα του σε εκπαιδευτικά βιβλία και άρθρα, ο συγγραφέας επιχειρεί
να σκιαγραφήσει μέσα από 16 διηγήματα-θραύσματα του ανθρώπινου ψυχισμού τον
παράλογο και συχνά εφιαλτικό κόσμο που μας περιβάλλει. Με κεραίες ανοιχτές, θησαυρό
βιωμάτων, αξιοθαύμαστο γλωσσικό πλούτο και εκφραστική ευελιξία πετυχαίνει να αγγίξει
καίρια τα προβλήματα της εποχής μας, της κοινωνίας, της πολιτείας, της ύπαρξης, της ζωής.
Είναι ένα βιβλίο για τον σύγχρονο άνθρωπο. Ο καθένας μας αναγνωρίζει σε
αυτό πτυχές του εαυτού του ή του διπλανού του, και αυτό το στοιχείο προσθέτει αξία
μοναδική στο έργο. Ο Χριστόπουλος, σκιαγραφώντας την πραγματικότητα, μας φέρνει
αντιμέτωπους με τους καθημερινούς μας τρόμους, με την ξεχασμένη παιδικότητά μας και
την ανεπιστρεπτί χαμένη αθωότητά μας. Αφήνει να διαφανούν οι ποικίλες χειραγωγήσεις
στις οποίες υποβάλλεται το άτομο από τα ενδότερα ένστικτά του, από τους άλλους,
την εξουσία, τους υπηρέτες της και τους εχθρούς της. Με την έμμεση περιγραφή των
στρεβλώσεων που προκαλεί ο παραμορφωτικός καθρέφτης μέσα από τον οποίο συχνά
βλέπουμε τους εαυτούς μας και τον κόσμο γύρω μας, με την αποτύπωση των μικρών ή
μεγάλων φιλοδοξιών μας, που στην ουσία μπορεί να είναι μικρές ή μεγάλες ματαιοδοξίες,
ο συγγραφέας πετυχαίνει να μας συγκλονίσει και να μας προβληματίσει, βοηθώντας μας να
συνειδητοποιήσουμε την ασημαντότητά μας και το πεπερασμένο της ζωής μας.
Έτσι, στο διήγημα «Ροντβάιλερ» αναδεικνύεται πόσο οι άλλοι μπορούν να
επιδράσουν καθοριστικά στην καταπιεσμένη προσωπικότητα ενός ανθρώπου, να
υποβάλουν ιδεοληψίες, να φανατίσουν και να αφιονίσουν, να διαμορφώσουν τελικά
έναν «κακό» άνθρωπο που εχθρεύεται τον «άλλο» και εξαπολύει αγώνα για την εξάλειψή
του:
Συγκεκριμένα, στο διήγημα «Ροντβάιλερ» αναδεικνύεται ο τρόπος με τον οποίο οι
άλλοι επιδρούν στον ψυχισμό του «αδύναμου», υποβάλλουν ιδεοληψίες, φανατίζουν,
αφιονίζουν και διαμορφώνουν όχι τον καταπιεσμένο αλλά τον «κακό» άνθρωπο, αυτόν που
εχθρεύεται τον ξένο, τον «άλλο» και δεν σταματά εκεί, αλλά εξαπολύει σφοδρό αγώνα για
την εξάλειψή του:
[1]
2. « […] Ροτβάιλερ» τον βάφτισε ο Χοντρός. Ήταν ο Αρχηγός. Παρείχε έμπνευση και
σιγουριά σε όλους. Γι’ αυτό ήταν Αρχηγός. Τον θαύμαζε πολύ. Αυτός τον εκπαίδευσε
να γίνει ένας και
νούργιος άνθρωπος. Από θύμα θύτης· το προτιμούσε. «Ροτβάιλερ» τον είπε εκείνη
τη μαύρη νύχτα στο Πέραμα. Πίσσα σκοτάδι, νεκρική σιγή, αρμύρα που τρυπούσε
τα κόκαλα. Ένιωσε – για πρώτη φορά στη ζωή του – σαν εκείνους τους εκλεκτούς
Σπαρτιάτες που εκπαιδεύονταν στην Κρυπτεία, τη Μυστική Οργάνωση της εποχής.
Χτυπάμε ακαριαία τους εσωτερικούς εχθρούς της πόλης και την κάνουμε στα
γρήγορα.
[…] Προχθές το βράδυ, καθώς γύριζε σπίτι του, στη γωνία, απέναντι από το
ψαράδικο του Νικόλα, του φάνηκε πως είδε τον κιτρινιάρη να πειράζει την αδελφή
του. Αυτή προχωρούσε μπροστά και πίσω ο κιτρινιάρης κάτι μουρμούραγε. Τον
σημάδεψε με τα μάτια του. Ούρλιαξε μακρόσυρτα, δολοφονικά. Τα δόντια έτριξαν,
οι τρίχες της πλάτης όρθιες, το σώμα σφιχτό. Εκείνο το βράδυ δεν πήγε σπίτι του.
Μάταια η αδελφή του τον περίμενε. Θα ’κανε χρόνια να ξαναπάει. […].
Στο εξαίρετης ποιότητας διήγημα «Συμφωνία τρόμου», μέσα από γλαφυρότατες
περιγραφές και ατμόσφαιρα σαμαρακική, ανοίγεται μπροστά στα μάτια μας η
τρομοζυγαριά, η «θεωρία» της κοινωνικής ανισότητας, της ζυγαριάς που γέρνει πάντοτε
προς το μέρος των δυνατών και συνειδητοποιούμε πικρά πως ο ισχυρός πάντοτε επιβιώνει.
Το «501» σκιαγραφεί το ανελέητο μέτρημα του χρόνου, των στιγμών μας, της ζωής
μας, τον άλλοτε αργό και αδυσώπητο χρόνο και άλλοτε γρήγορο και καταλυτικό σαν δυνατό
άνεμο που σαρώνει τα πάντα και μας αφήνει έρμαιο της κλεψύδρας του, κλέβοντας τη ζωή
μας. Καταγράφει με τρόπο ασθματικό και γλαφυρό τις μικρές και μεγάλες λύπες της ζωής
και τη σκληρή πραγματικότητα του θανάτου. Νικήτρια όμως στην αιώνια πάλη ζωής και
θανάτου αποδεικνύεται η ζωή.
«Το ματωμένο μέταλλο» αποτελεί ένα σύμβολο πόνου αλλά και των ανατροπών
και της ήττας, αναδεικνύοντας τον ταντάλειο αγώνα που κάνει ο άνθρωπος για να
αποκτήσει πλούτη, κοινωνική καταξίωση, πολυτέλεια. Ο Χριστόπουλος με μαεστρία
δείχνει παράλληλα πόσο όλα μπορούν να καταρρεύσουν από τη μια στιγμή στην άλλη σαν
χάρτινος πύργος.
Στο διήγημα «Ξέρει αυτός από δέντρα και λιπάσματα» καταγράφεται το παράλογο
των μαχών και η σπατάλη της ανθρώπινης ζωής, η λεπταίσθητη στιγμή που καθορίζει την
όποια μοίρα και απώλεια.
Στη συλλογή ξεχωρίζει το διήγημα «Χεριών αφηγήσεις» για την πρωτοτυπία
του θέματός του και τη σημειολογική του δύναμη. Παίζοντας ο συγγραφέας με την
κυριολεκτική και μεταφορική χρήση και χρησιμότητα των χεριών, δείχνει την ευκολία με
την οποία αυτά μπορούν να μετατραπούν από εργαλεία δουλειάς, θωπείας, καθαριότητας,
συνεργασίας σε όργανα καταπίεσης, υπεξαίρεσης, λαθροχειρίας, χέρια εξουσίας και
καταδυνάστευσης:
«[…] Μιαν μέρα που το δεξί, με τη βοήθεια του λειψού πια αριστερού,
μετρούσε χαρτονομίσματα, μια ανεξήγητη έλξη του ασκήθηκε. Η υφή του
χαρτιού θώπευσε την αριστερή παλάμη κι εκείνη άρχισε να ερωτοτροπεί μαζί
του. Τέτοια πρωτόγνωρη ηδονή δεν είχε ξανανιώσει στη ζωή του. Έκτοτε
[2]
3. τα χέρια του μαγνητίζονταν, όπως η βελόνα της πυξίδας, από τα χρήματα
και οι φάλαγγες των δαχτύλων ηδονίζονταν να τα μετρούν ένα ένα, αργά
αργά, απολαυστικά. Με τον καιρό το δεξί χέρι μάκρυνε επικίνδυνα, έμπαινε
τεχνηέντως κάτω από το τραπέζι, έκλεινε μυστικές συμφωνίες και έκανε ανίερες
χειραψίες. Βέβαια, για να μην ξεχνά και τις παλιές συνήθειες, το αριστερό
πού και πού διεκδικούσε δικαιώματα –χλιαρά – και προνόμια μετ’ επιτάσεως.
Το αριστερό επαιτούσε και το δεξί απαιτούσε δόξα, χρήμα, εξουσία. Τέλεια
εναρμόνιση. Κάθε τέσσερα χρόνια ψήφιζε με το δεξί χέρι στην καρδιά και το
αριστερό μετέωρο […]»
.
Το «Πουαντερί μια ανάποδη και μια καλή» έχει αύρα φιλοσοφική. Το πλέξιμο,
ασχολία συνδεδεμένη με την εικόνα της γιαγιάς που ράβει και ξηλώνει χρησιμοποιώντας
πλέξεις που ανακαλούν τις στιγμές που υφαίνουν αργά αργά τη ζωή μας, συνδέεται με
μνήμες που ξεκινούν από τη γέννηση και συνοδεύουν ως την ενηλικίωση καθώς και με
γεγονότα ευχάριστα και δυσάρεστα που μας συμβαίνουν. Διάχυτη η μελαγχολία στο
διήγημα για τον καθημερινό αλλά και αιώνιο στροβιλισμό μας γύρω από τον άξονα του
εαυτού μας και των άλλων.
Στο «Κόντρα στον άνεμο επιβιώσαμε», μέσα από την ιστορία ενός ζευγαριού,
παρακολουθούμε όλη τη σύγχρονη ιστορία της μεταδικτατορικής Ελλάδας με τη διόγκωση
των βιοτεχνιών και του νεοπλουτισμού, του χρηματιστήριου και του εύκολου κέρδους, της
επίδειξης και στηλιτεύεται έμμεσα το κιτς, η εκμετάλλευση, το φτηνό που κυριαρχεί στις
ζωές μας.
Το «Venceremos» αποτελεί μια τραγική ιστορία, ένα συγκινητικό διήγημα με ήρωα
πολύ ανθρώπινα σκιαγραφημένο, ενώ στο διήγημα «Να ’στε καλά» εμφανίζεται η σκληρή
ζωή των μεταναστών, η χωρίς νόημα ζωή, η κακοποίηση:
«Ο Ιρανός αναστέναξε βαθιά. Πήρε μια βαθιά ανάσα σα να πνιγόταν και
συνέχισε. Κανείς μας σε λίγο δε θα ’χει πατρίδα, τόπο για να ζήσει, να
ερωτευτεί, να δουλέψει και να κλείσει ήσυχα τα μάτια του. Αν γυρίσω πίσω
χάθηκα, αν εσείς μείνετε εδώ δεν έχετε ζωή. Το οξυγόνο λιγοστεύει επικίνδυνα.
Δε φτάνει για όλους. Πνιγόμαστε. Ο πλανήτης τους δε χωράει πια τόσα
παράσιτα. Όσοι επιβιώσουν θα ’χουν την αντοχή της κατσαρίδας και την
εργατικότητα του τερμίτη. Μιλούσε αργά για να τον καταλαβαίνουν, αλλά μ’
ένα πρωτόγνωρο πάθος στη φωνή που πέταγε σπίθες. Πώς μπορούσαν να
διαφωνήσουν μαζί του.»
Στον «Διαχειριστή» δεσπόζει η φιλοσοφική διάσταση, η ζωή και ο θάνατος, η
ματαιότητα. Το διήγημα «Citius altius forties» επικεντρώνεται γύρω από τις ανθρώπινες
φιλοδοξίες, στο συνεχές κυνήγι της πρωτιάς που τελικά οδηγεί στη μοναξιά - το τίμημα
του να είναι κανείς πρώτος των πρώτων. Το «Σδρου» παγώνει την ανάσα με τις στιγμές
της μετεμφυλιακής ιστορίας που ανακαλεί, τις εξορίες και τα βασανιστήρια, ενώ το «ancre
de misericorde», το «G.O.A.T.» και το «Μπιφτεκάκια για παιδιά» δείχνουν ανάγλυφα το
πώς μπορεί να «ναυαγήσει» η ζωή ενός ανθρώπου, ιδίως όταν είναι «ξένος» ή απλώς
διαφορετικός.
Γραφή συναρπαστική, με ύφος φαινομενικά ειρωνικό, στο βάθος όμως δραματικό,
χιούμορ υποδόριο, γλώσσα παραστατική, γάργαρη, πλούσια, ρευστή. Γραφή που ανακαλεί
την ατμόσφαιρα του έργου του Σαμαράκη, τη ζωντανή και «ανάλαφρη» πένα του Ταχτσή,
[3]
4. την περιγραφική και σκιαγραφική δεινότητα του Κουμανταρέα. Ο Χριστόπουλος όμως
πετυχαίνει να είναι αυθεντικός, πρωτότυπος, σύγχρονος.
Αγάθη Γεωργιάδου
Σχ. Σύμβουλος
[4]