1. Το γεφύρι της Άρτας βρίσκεται στον δρόμο που οδηγεί στη Φιλιππιάδα και στα Γιάννενα. Θεμελιώθηκε την εποχή του Πύρρου (3ος αι. π.Χ.), συμπληρώθηκε την εποχή του δεσποτάτου της Ηπείρου , ίσως και επί Δεσπότη Μιχαήλ Β΄ Δούκα. Χρονολογίες οικοδόμησης φέρονται κατ΄ άλλους το 1602 κατ΄ άλλους το 1606. Του γιοφυριού της Άρτας
2. Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες Γιοφύρι-ν-εθεμέλιωναν στης Άρτας το ποτάμι Ολημερίς το χτίζανε το βράδυ εγκρεμιζόταν. Μοιριολογούν οι μάστοροι και κλαιν οι μαθητάδες ®
3. - Αλίμονο στους κόπους μας κρίμα στις δούλεψές μας Ολημερίς να χτίζουμε το βράδυ να γκρεμιέται ®
4. Πουλάκι εδιάβη κι έκατσε αντίκρυ στο ποτάμι, δεν εκελάηδη σαν πουλί, μηδέ σα χελιδόνι, παρά εκελάηδη κι έλεγε, ανθρωπινή λαλίτσα ® «Α δε στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει και μη στοιχειώσετε ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα πόρχεται αργά τ’ αποταχύ και πάρωρα το γιόμα» ®
5. Τ’ άκουσ’ ο πρωτομάστορας και του θανάτου πέφτει. Πιάνει, μηνάει της λυγερής με το πουλί τ’ αηδόνι: ® Αργά ντυθεί, αργά αλλαχτεί, αργά να πάει το γιόμα, αργά να πάει και να διαβεί της Άρτας το γιοφύρι. ®
6. Και το πουλί παράκουσε κι αλλιώς επήγε κι είπε: ® «Γοργά ντύσου, γοργά άλλαξε, γοργά να πας το γιόμα, γοργά να πας και να διαβείς της Άρτας το γιοφύρι». ®
7. Να τηνε και εξανάφανεν από την άσπρη στράτα Την είδ’ ο πρωτομάστορας, ραγίζεται η καρδιά του. Από μακριά τους χαιρετά κι από κοντά τους λέει: ® «Γεια σας, χαρά σας, μάστοροι κι εσείς οι μαθητάδες, μα τι έχει ο πρωτομάστορας κι είναι βαργωμισμένος;» ®
8. -Το δαχτυλίδι τόπεσε στην πρώτη την καμάρα και ποιος να μπει και ποιος να βγει το δακτυλίδι να ’βρει; ®
9. -Μάστορα, μη πικραίνεσαι κι εγώ να πα στο φέρω. Εγώ να μπω, κι εγώ να βγω το δακτυλίδι να ’βρω. ®
10. Μηδέ καλά κατέβηκε, μηδέ στη μέση επήγε ® «Τράβα καλέ μ’ ,τον άλυσο, τράβα την αλυσίδα, τι όλον τον κόσμο ανάγειρα και τίποτες δεν ήβρα». ®
11. Ένας πηχάει με το μυστρί, κι άλλος με τον ασβέστη, παίρνει κι ο πρωτομάστορας και ρίχνει μέγα λίθο. ®
12. «Αλίμονο στη μοίρα μας, κρίμα στο ριζικό μας! Τρεις αδελφάδες είμαστε, κι οι τρεις κακογραμμένες, η μια ’χτισε το Δούναβη, κι η άλλη τον Αφράτη, κι εγώ η πλιο στερνότερη της Άρτας το γιοφύρι. Ως τρέμει το καρυόφυλλο, να τρέμει το γιοφύρι, κι ως πέφτουν τα δενδρόφυλλα, να πέφτουν οι διαβάτες. ®
13. -Κόρη, τον λόγον άλλαξε, κι άλλη κατάρα δώσε, πόχεις μονάκριβο αδελφό, μη λάχει και περάσει. ®
14. Κι αυτή το λόγον άλλαξε, κι άλλη κατάρα δίνει. ® «Αν τρέμουν τ’ άγρια βουνά, να τρέμει το γιοφύρι, κι αν πέφτουν τ’ άγρια πουλιά, να πέφτουν οι διαβάτες, τι έχω αδελφό στην ξενιτιά, μη λάχει και περάσει». ®
15. Τεχνικές αφήγησης: • Αφήγηση με μηδενική εστίαση, αφηγητής ετεροδιηγητικός και παντογνώστης • Μονόλογος • Διάλογος
16. Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες γιοφύρι εθεμέλιωναν στης Άρτας το ποτάμι. Ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν. Μοιρολογιούν οι μάστοροι και κλαιν οι μαθητάδες: "Αλοίμονο στούς κόπους μας, κρίμα στις δούλεψές μας, ολημερίς να χτίζουμε το βράδυ να γκρεμιέται." Πουλάκι εδιάβη κι έκατσε αντίκρυ στό ποτάμι, δεν εκελάηδε σαν πουλί, μηδέ σαν χελιδόνι, παρά εκελάηδε κι έλεγε ανθρώπινη λαλίτσα: "Αν δε στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει, και μη στοιχειώσετε ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη, παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα, που έρχεται αργά τ' αποταχύ και πάρωρα το γιόμα." Τ' άκουσ' ο πρωτομάστορας και του θανάτου πέφτει. Πιάνει, μηνάει της λυγερής με το πουλί τ' αηδόνι: Αργά ντυθεί, αργά αλλαχτεί, αργά να πάει το γιόμα, αργά να πάει και να διαβεί της Άρτας το γιοφύρι. Και το πουλι παράκουσε κι αλλιώς επήγε κι είπε: "Γοργά ντύσου, γοργά άλλαξε, γοργά να πας το γιόμα, γοργά να πας και να διαβείς της Άρτας το γιοφύρι." Να τηνε κι εμφανίστηκε από την άσπρη στράτα. Την είδ' ο πρωτομάστορας, ραγίζεται η καρδιά του. Από μακριά τους χαιρετά κι από κοντά τους λέει: "Γειά σας, χαρά σας, μάστοροι και σεις οι μαθητάδες, μα τι έχει ο πρωτομάστορας και είναι βαργομισμένος; "Το δαχτυλίδι του 'πεσε στην πρώτη την καμάρα, και ποιός να μπει, και ποιός να βγει, το δαχτυλίδι νά 'βρει;" "Μάστορα, μην πικραίνεσαι κι εγώ να πά σ' το φέρω, εγώ να μπω, εγώ να βγω, το δαχτυλίδι νά 'βρω.« Μηδέ καλά κατέβηκε, μηδέ στη μέση πήγε, "Τράβα, καλέ μ' τον άλυσο, τράβα την αλυσίδα τι όλον κόσμο ανάγειρα και τίποτες δεν βρήκα." Ένας πηχάει με το μυστρί κι άλλος με τον ασβέστη, παίρνει κι ο πρωτομάστορας και ρίχνει μέγα λίθο. "Αλίμονο στη μοίρα μας, κρίμα στο ριζικό μας! Τρεις αδελφάδες ήμαστε, κι οι τρεις κακογραμμένες, η μια 'χτισε το Δούναβη, κι η άλλη τον Αφράτη κι εγώ η πιό στερνότερη της Άρτας το γιοφύρι. Ως τρέμει το καρυόφυλλο, να τρέμει το γιοφύρι, κι ως πέφτουν τα δεντρόφυλλα, να πέφτουν οι διαβάτες." "Κόρη, το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε, που 'χεις μονάκριβο αδελφό, μη λάχει και περάσει." Κι αυτή το λόγον άλλαζε κι άλλη κατάρα δίνει: "Αν τρέμουν τ' άγρια βουνά, να τρέμει το γιοφύρι, κι αν πέφτουν τ' άγρια πουλιά, να πέφτουν οι διαβάτες, γιατί έχω αδελφό στην ξενιτιά, μη λάχει και περάσει. αφήγηση
17. Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες γιοφύρι εθεμέλιωναν στης Άρτας το ποτάμι. Ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν. Μοιρολογιούν οι μάστοροι και κλαιν οι μαθητάδες: "Αλοίμονο στούς κόπους μας, κρίμα στις δούλεψές μας, ολημερίς να χτίζουμε το βράδυ να γκρεμιέται." Πουλάκι εδιάβη κι έκατσε αντίκρυ στό ποτάμι, δεν εκελάηδε σαν πουλί, μηδέ σαν χελιδόνι, παρά εκελάηδε κι έλεγε ανθρώπινη λαλίτσα: "Αν δε στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει, και μη στοιχειώσετε ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη, παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα, που έρχεται αργά τ' αποταχύ και πάρωρα το γιόμα." Τ' άκουσ' ο πρωτομάστορας και του θανάτου πέφτει. Πιάνει, μηνάει της λυγερής με το πουλί τ' αηδόνι: Αργά ντυθεί, αργά αλλαχτεί, αργά να πάει το γιόμα, αργά να πάει και να διαβεί της Άρτας το γιοφύρι. Και το πουλι παράκουσε κι αλλιώς επήγε κι είπε: "Γοργά ντύσου, γοργά άλλαξε, γοργά να πας το γιόμα, γοργά να πας και να διαβείς της Άρτας το γιοφύρι." Να τηνε κι εμφανίστηκε από την άσπρη στράτα. Την είδ' ο πρωτομάστορας, ραγίζεται η καρδιά του. Από μακριά τους χαιρετά κι από κοντά τους λέει: "Γειά σας, χαρά σας, μάστοροι και σεις οι μαθητάδες, μα τι έχει ο πρωτομάστορας και είναι βαργομισμένος; "Το δαχτυλίδι του 'πεσε στην πρώτη την καμάρα, και ποιός να μπει, και ποιός να βγει, το δαχτυλίδι νά 'βρει;" "Μάστορα, μην πικραίνεσαι κι εγώ να πά σ' το φέρω, εγώ να μπω, εγώ να βγω, το δαχτυλίδι νά 'βρω.« Μηδέ καλά κατέβηκε, μηδέ στη μέση πήγε, "Τράβα, καλέ μ' τον άλυσο, τράβα την αλυσίδα τι όλον κόσμο ανάγειρα και τίποτες δεν βρήκα." Ένας πηχάει με το μυστρί κι άλλος με τον ασβέστη, παίρνει κι ο πρωτομάστορας και ρίχνει μέγα λίθο. "Αλίμονο στη μοίρα μας, κρίμα στο ριζικό μας! Τρεις αδελφάδες ήμαστε, κι οι τρεις κακογραμμένες, η μια 'χτισε το Δούναβη, κι η άλλη τον Αφράτη κι εγώ η πιό στερνότερη της Άρτας το γιοφύρι. Ως τρέμει το καρυόφυλλο, να τρέμει το γιοφύρι, κι ως πέφτουν τα δεντρόφυλλα, να πέφτουν οι διαβάτες." "Κόρη, το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε, που 'χεις μονάκριβο αδελφό, μη λάχει και περάσει." Κι αυτή το λόγον άλλαζε κι άλλη κατάρα δίνει: "Αν τρέμουν τ' άγρια βουνά, να τρέμει το γιοφύρι, κι αν πέφτουν τ' άγρια πουλιά, να πέφτουν οι διαβάτες, γιατί έχω αδελφό στην ξενιτιά, μη λάχει και περάσει. μονόλογος
18. Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες γιοφύρι εθεμέλιωναν στης Άρτας το ποτάμι. Ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν. Μοιρολογιούν οι μάστοροι και κλαιν οι μαθητάδες: "Αλοίμονο στούς κόπους μας, κρίμα στις δούλεψές μας, ολημερίς να χτίζουμε το βράδυ να γκρεμιέται." Πουλάκι εδιάβη κι έκατσε αντίκρυ στό ποτάμι, δεν εκελάηδε σαν πουλί, μηδέ σαν χελιδόνι, παρά εκελάηδε κι έλεγε ανθρώπινη λαλίτσα: "Αν δε στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει, και μη στοιχειώσετε ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη, παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα, που έρχεται αργά τ' αποταχύ και πάρωρα το γιόμα." Τ' άκουσ' ο πρωτομάστορας και του θανάτου πέφτει. Πιάνει, μηνάει της λυγερής με το πουλί τ' αηδόνι: Αργά ντυθεί, αργά αλλαχτεί, αργά να πάει το γιόμα, αργά να πάει και να διαβεί της Άρτας το γιοφύρι. Και το πουλι παράκουσε κι αλλιώς επήγε κι είπε: "Γοργά ντύσου, γοργά άλλαξε, γοργά να πας το γιόμα, γοργά να πας και να διαβείς της Άρτας το γιοφύρι." Να τηνε κι εμφανίστηκε από την άσπρη στράτα. Την είδ' ο πρωτομάστορας, ραγίζεται η καρδιά του. Από μακριά τους χαιρετά κι από κοντά τους λέει: "Γειά σας, χαρά σας, μάστοροι και σεις οι μαθητάδες, μα τι έχει ο πρωτομάστορας και είναι βαργομισμένος; "Το δαχτυλίδι του 'πεσε στην πρώτη την καμάρα, και ποιός να μπει, και ποιός να βγει, το δαχτυλίδι νά 'βρει;" "Μάστορα, μην πικραίνεσαι κι εγώ να πά σ' το φέρω, εγώ να μπω, εγώ να βγω, το δαχτυλίδι νά 'βρω.« Μηδέ καλά κατέβηκε, μηδέ στη μέση πήγε, "Τράβα, καλέ μ' τον άλυσο, τράβα την αλυσίδα τι όλον κόσμο ανάγειρα και τίποτες δεν βρήκα." Ένας πηχάει με το μυστρί κι άλλος με τον ασβέστη, παίρνει κι ο πρωτομάστορας και ρίχνει μέγα λίθο. "Αλίμονο στη μοίρα μας, κρίμα στο ριζικό μας! Τρεις αδελφάδες ήμαστε, κι οι τρεις κακογραμμένες, η μια 'χτισε το Δούναβη, κι η άλλη τον Αφράτη κι εγώ η πιό στερνότερη της Άρτας το γιοφύρι. Ως τρέμει το καρυόφυλλο, να τρέμει το γιοφύρι, κι ως πέφτουν τα δεντρόφυλλα, να πέφτουν οι διαβάτες." "Κόρη, το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε, που 'χεις μονάκριβο αδελφό, μη λάχει και περάσει." Κι αυτή το λόγον άλλαζε κι άλλη κατάρα δίνει: "Αν τρέμουν τ' άγρια βουνά, να τρέμει το γιοφύρι, κι αν πέφτουν τ' άγρια πουλιά, να πέφτουν οι διαβάτες, γιατί έχω αδελφό στην ξενιτιά, μη λάχει και περάσει. διάλογος
20. • Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες • Τ' άκουσ' ο πρωτομάστορας και του θανάτου πέφτει. υπερβολή Πουλάκι εδιάβη κι έκατσε αντίκρυ στό ποτάμι, δεν εκελάηδε σαν πουλί, μηδέ σαν χελιδόνι, παρά εκελάηδε κι έλεγε ανθρώπινη λαλίτσα: "Αν δε στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει, και μη στοιχειώσετε ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη, παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα, που έρχεται αργά τ' αποταχύ και πάρωρα το γιόμα." προσωποποίηση Την είδ' ο πρωτομάστορας, ραγίζεται η καρδιά του. μεταφορά Γειά σας, χαρά σας, μάστοροι και σεις οι μαθητάδες, μα τι έχει ο πρωτομάστορας και είναι βαργομισμένος; Τραγική ειρωνεία
21. δεν εκελάηδε σαν πουλί, μηδέ σαν χελιδόνι, παρά εκελάηδε κι έλεγε ανθρώπινη λαλίτσα: και μη στοιχειώσετε ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη, παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα, Σχήμα άρσης - θέσης κι ως πέφτουν τα δεντρόφυλλα, να πέφτουν οι διαβάτες. παρομοίωση • και μη στοιχειώσετε ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη, • Αργά ντυθεί, αργά αλλαχτεί, αργά να πάει το γιόμα, • Γοργά ντύσου, γοργά άλλαξε, γοργά να πας το γιόμα • και ποιος να μπει, και ποιος να βγει, το δαχτυλίδι να 'βρει; Ασύνδετο σχήμα
22. Χαρακτηριστικά της τεχνοτροποίας του δημοτικού τραγουδιού: • ισομετρικός παραλληλισμός • νόμος των τριών • επανάληψη στίχων • χρήση του αριθμού 3 και των πολλαπλασίων του
23. • Αλοίμονο στους κόπους μας, κρίμα στις δούλεψές μας • δεν εκελάηδε σαν πουλί, μηδέ σαν χελιδόνι Ισομετρικός παραλληλισμός Ένας πηχάει με το μυστρί κι άλλος με τον ασβέστη, παίρνει κι ο πρωτομάστορας και ρίχνει μέγα λίθο νόμος των τριών • Αργά ντυθεί, αργά αλλαχτεί, αργά να πάει το γιόμα, αργά να πάει και να διαβεί της Άρτας το γιοφύρι. • Γοργά ντύσου, γοργά άλλαξε, γοργά να πας το γιόμα, γοργά να πας και να διαβείς της Άρτας το γιοφύρι. Επανάληψη στίχων Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες Πολλαπλάσια του 3
24. Παρέμβαση μαθητών : Οι μαθητές αντέδρασαν στο σημείο της ανθρωποθυσίας και συγκεκριμένα η Παντελή Αναστασία είπε ότι είμαστε αυτόπτες μάρτυρες μιας δολοφονίας και μάλιστα συνένοχοι, επειδή δεν κάνουμε τίποτε, για να την αποτρέψουμε. Μετά από συζήτηση καταλήξαμε ότι μπορούμε να επέμβουμε και να αλλάξουμε το τέλος του τραγουδιού. Η Αναστασία, αφού εξέφρασε την ένστασή της στο ότι πάντα γυναίκες θυσιάζονται (βλ. Ιφιγένεια), ανέλαβε να δώσει τη δική της λύση:
25. Ένας πηχάει με το μυστρί κι άλλος με τον ασβέστη… Αλλάζει γνώμη ο μάστορας και πάει να την τραβήξει μ’ αυτή δεν τον λυπήθηκε μαζί της τον επαίρνει. «Μαζί ζωή διαβήκαμε ωραία κι ευτυχισμένη μαζί θε και το θάνατο, μαζί να το διαβούμε». Δε θύμωσε ο μάστορας, σκύβει και τη φιλάει. Μαζί πεθάναν τελικά, μαζί κι ευτυχισμένοι Και πριν πεθάνουν δώσανε ευχή μα και κατάρα «Ευτυχισμένοι να ‘ναι αυτοί που στο γιοφύρι πιένουν μα το πουλάκι το μικρό πάραυτα να πεθάνει που χώρισε ανθρώπους άδικα απ’ της ζωής τη στράτα».
26. Υπάρχει μια πιο ήπια παραλλαγή , που στο επίμαχο σημείο της «βίαιης» ανθρωποθυσίας του θρύλου λέει πως μόλις έφθασε στο γεφύρι η γυναίκα του πρωτομάστορα εκείνος: «Ευθύς τον ίσκιο άρπαξε και παίρν΄ και τη στοιχειώνει» Και αφού πήρε το ανάστημά της από τον ίσκιο, της λέγει: «Σύρε, Κυρά μου, στο καλό και στη καλή την ώρα κι όσο να πά΄ στο σπίτι της πέφτει και αποθαίνει» (Δηλαδή έχουμε το ίδιο ακριβώς αποτέλεσμα, αφού η γυναίκα του μένει σαν οπτασία χωρίς ίσκιο, δεν ακούγεται όμως τόσο μακάβριο)
27. Η αλβανική παραλλαγή : Το κάστρο της Ροζάφα Παραλλαγές του τραγουδιού υπάρχουν σε όλη την περιοχή των Βαλκανίων. Οι αλβανικής καταγωγής μαθητές αναζήτησαν την αλβανική παραλλαγή χωρίς όμως αποτέλεσμα, γι’ αυτό επικοινωνήσαμε με email με τον αλβανό δημοσιογράφο Gazi Kapllani, που είχε την καλοσύνη να μας στείλει την αλβανική παραλλαγή.
28. Έπεσε η ομίχλη πάνω από την Μπούνα και την κάλυψε ολόκληρη. Τρεις μέρες και τρεις νύχτες η ομίχλη έμεινε εκεί. Μετά τρεις μέρες και τρεις νύχτες ένας αδύναμος άνεμος Έπνευσε και ανύψωσε την ομίχλη. Την ανύψωσε και την πήγε μέχρι τον τάφο του Βαλδανούζι. Εκεί στην κορυφή του λόφου, τρία αδέλφια δούλευαν. Έχτιζαν κάστρο μέγα. Τη μέρα έχτιζαν Το βράδυ γκρεμιζόταν, κι έτσι δε χτιζόταν. Περνάει, λοιπόν, από εκεί ένας καλός γέροντας. Καλή δουλειά, ω τρία αδέλφια. Να’ σαι καλά, ω καλέ γέροντα. Πού τη βλέπεις όμως συ την καλή δουλειά; Τη μέρα το υψώνουμε, τη νύχτα καταρρέει. Ξέρεις κανα λόγο να μας πεις χαρμόσυνο; Τι πρέπει να κάνουμε για να κρατήσουμε τους τοίχους στα πόδια τους; Εγώ ξέρω – αποκρίνεται ο γέροντας – αλλά δειλιάζω να σας πω, γιατί είναι αμαρτία. Ρίξ΄ την αμαρτία πάνω μας, γιατί θέλουμε να κρατήσουμε στα πόδια του αυτό το κάστρο. Ο καλός γέροντας σκέφτεται και ρωτάει: - Είστε παντρεμένοι, ω παλικάρια; Τις έχετε εσείς οι τρεις τις τρεις κοπέλες σας; Παντρεμένοι είμαστε, του λένε εκείνοι, και οι τρεις τις έχουμε τις τρεις κοπέλες μας. Για πες, λοιπόν, τι πρέπει να κάνουμε, για να στεριώσει αυτό το κάστρο;
29. Αν θέλετε να στεριώσει δεσμευτείτε με όρκο: Μην πείτε στις γυναίκες σας, στο σπίτι μη μιλήστε για τα λόγια που εγώ θα πω. Μια από τις τρεις συννυφάδες που θα’ ρθει αύριο να σας φέρει φαγητό, να την πάρετε και να την χτίσετε ζωντανή στον τοίχο του κάστρου. Τότε θα δείτε ότι ο τοίχος θα στεριώσει και θα επιζήσει αιωνίως. Αυτά είπε ο γέροντας και σε μια στιγμή εξαφανίστηκε. Συμφορά, ο μεγάλος αδερφός πάτησε τον όρκο του και δεν κράτησε το λόγο του. Μίλησε στο σπίτι, είπε στη γυναίκα του να μην πάει εκεί την επόμενη μέρα. Κι ο μεσαίος αδερφός πάτησε τον όρκο του: όλα τα είπε στη γυναίκα του. Μόνον ο μικρός κράτησε το λόγο του, δε μίλησε στο σπίτι και στη γυναίκα του δε μίλησε. Ξημέρωμα κι οι τρεις σηκώνονται νωρίς και πάνε στη δουλειά τους. Τα σφυριά κομαντιάζονται, οι πέτρες διαλύονται, οι καρδιές χτυπάνε, οι τοίχοι υψώνονται. Στο σπίτι η μάνα των αγοριών δεν ξέρει τίποτε.
30. Λέει στη μεγάλη: Καλέ μεγάλη νύφη, οι μάστορες θέλουν φαΐ και νερό. Πρέπει να τους πάμε κολοκύθες. Της απαντάει η μεγάλη νύφη: Πίστεψέ με μάνα, σήμερα δεν μπορώ να πάω, γιατί είμαι άρρωστη. Γυρνάει και λέει στη μεσαία: Καλέ μεσαία νύφη, οι μάστορες θέλουν φαΐ και νερό. Πρέπει να τους πάμε κολοκύθες. Πίστεψέ με μάνα, σήμερα δεν μπορώ να πάω, γιατί έχω να πάω στους συγγενείς μου. Τότε η μάνα των αγοριών γυρνάει και λέει στη μικρότερη: - Καλέ μικρή νύφη. Η μικρή νύφη όρθια στα δυο της πόδια : - Ορίστε μητέρα. Οι μάστορες θέλουν φαΐ και νερό. Πρέπει να τους πάμε κολοκύθες. Πίστεψέ με μάνα, εγώ θα πάω. Αλλά έχω γιο μικρό. Θέλει να θηλάσει, θέλει να πιει και κλαίει. Ξεκίνα γρήγορα, γιατί το γιο τον έχουμε εμείς, δεν τον αφήνουμε να κλαίει, λένε οι συννυφάδες. Σηκώνεται η μικρή γυναίκα, η καλή, παίρνει ψωμί, νερό και κολοκύθα, φιλάει το γιο στα δυο του μάγουλα, ξεκινάει και κατηφορίζει στην Καζένα, εκεί ανεβαίνει το λόφο του Βαλδανούζι, κοντεύει στον τόπο των μαστόρων. Εκεί είναι οι δυο κουνιάδοι και ο άνδρας της. Καλή δουλειά, ω μάστορες. Μα τι είναι αυτό; Σταματάνε τα σφυριά και κόβονται, αλλά οι καρδιές χτυπούν όλο και πιο δυνατά. Τα πρόσωπα χλομιάζουν. Όταν βλέπει ο μικρός τη γυναίκα του, πετάει το σφυρί απ’ το χέρι, καταριέται την πέτρα και τον τοίχο. Η γυναίκα του του λέι:
31. - Τι έχεις αφέντη μου; Γιατί καταριέσαι τον τοίχο και την πέτρα; Πετιέται τότε ο κουνιάδος, ο μεγάλος: Ω έχεις γεννηθεί σε μαύρη μέρα, νύφη μου. Εμείς συμφωνήσαμε να σε χτίσουμε ζωντανή στον τοίχο αυτού του κάστρου. Έχετε γεια, ω κουνιάδοι. Θα σας αφήσω όμως μια τελευταία επιθυμία: όταν με χτίσετε στον τοίχο, να αφήσετε έξω το δεξί μου μάτι, να αφήσετε έξω το δεξί μου χέρι, να αφήσετε έξω το δεξί μου πόδι, να αφήσετε έξω το δεξί μαστό μου. Γιατί το γιο μου τον έχω μικρό όταν θα αρχίσει να κλαίει με το ένα μάτι θα τον βλέπω με το ένα χέρι θα τον νανουρίζω με το ένα πόδι θα του κουνώ την κούνια και να του δίνω το δεξί μαστό μου να πίνει, όταν κλαίει. Να ζεσταθεί ο μαστός μου, το κάστρο να στεριώσει, ο γιος μου να γίνει παλικάρι να γίνει βασιλιάς, να βασιλέψει. Παίρνουν τη μικρή νύφη και τη χτίζουν στα θεμέλια τούτου του κάστρου. Και οι τοίχοι σηκώνονται, υψώνονται δεν πέφτουν πια σαν πρώτα. Πλάι στους τοίχους βρεγμένοι στέκουν Και μουχλιασμένοι ακόμη και σήμερα οι βράχοι, Γιατί συνεχίζουν τα δάκρυα της μάνας για το γιο της Κι ο γιος μεγάλωσε, θάρρεψε και πολέμησε.
32. Το Γεφύρι της Άρτας έχει γίνει πηγή έμπνευσης και με βάση αυτό έχουν γραφεί θεατρικά έργα (Βουτιερίδης, Καζαντζάκης, Χορν, Λάμπρος Θεοτοκάς, Βρεττάκος), δύο όπερες (Καλομοίρης, Σαμοΐλης) και πολλές λαογραφικές μελέτες (Γ. Μελάς, Δ. Χατζής). Αφθονούν επίσης γκραβούρες, ζωγραφικοί πίνακες με θέμα το γεφύρι. «Το γιοφύρι της Άρτας» του Ηλία Βουτιερίδη, περιοδικό Νουμάς, 1905 «Το ανεχτίμητο» του Παντελή Χορν δημοσιευμένο σε ανεξάρτητο τόμο μαζί με το μονόπραχτό του «Ο ξένος», 1906 «Θυσία της Άρτας» του Στέλιου Σεφεριάδη «Της Τρίχας το γεφύρι» του Παν. Φωτιάδη, 1927 «Τη Τρίχας το Γεφύρ'» του Θόδωρου Κανονίδη, 1930 «Γεφύρι της Άρτας» του Γ. Θεοτοκά, 1942 «Η Γυναίκα του Πρωτομάστορα», του Φίλωνος Κτενίδη, στην ποντιακή γλώσσα, 1950 «Το Γεφύρι της Άρτας» του Γιάννη Ανδρίτσου, 1960 «Το γεφύρι με τις τρεις καμάρες» του Αλβανού συγγραφέα Ισμαήλ Κανταρέ, 1989
33. «Ο «Πρωτομάστορας», τραγωδία που έγραψε ο Νίκος Καζαντζάκης το 1909, μελοποίησε ο Μανώλης Καλομοίρης και παίχτηκε στην Αθήνα το 1916 καθώς και το 2008. Μανώλης Καλομοίρης Νίκος Καζαντζάκης
34. Υπόθεση Πυρήνας της υπόθεσης είναι ο θρύλος του γιοφυριού της Άρτας. Το γεφύρι έχει τελειώσει και, παρά τις ζοφερές προβλέψεις των μαστόρων και των χωρικών, ο Πρωτομάστορας είναι σίγουρος ότι δεν θα γκρεμιστεί. Ο Άρχοντας τον ρωτά πώς να τον ανταμείψει κι εκείνος ζητά την άδεια να χτίσει στη μέση του χωριού ένα σπίτι και να στεφανωθεί την αγαπημένη του. Τότε φτάνει μια κοπέλα, λέγοντας πως το γεφύρι είναι έτοιμο να γκρεμιστεί. Εμφανίζεται η γριά Μάνα, η σοφή προφήτισσα, και ανακοινώνει ότι για να στεριώσει το γεφύρι, πρέπει να θυσιαστεί η ερωμένη του Πρωτομάστορα· δεν αποκαλύπτει, όμως, το όνομά της, λέγοντας ότι, για να πιάσουν τα μάγια, πρέπει ο Πρωτομάστορας και η ερωμένη του να το ομολογήσουν εκουσίως. Ο Άρχοντας ορκίζεται ότι θα την παραδώσει ο ίδιος, αγνοώντας ότι πρόκειται για την κόρη του, τη Σμαράγδα. Ωστόσο, ο Πρωτομάστορας σιωπά και, καθώς η νύχτα πλησιάζει, οι μαστόροι αποφασίζουν να θυσιάσουν τον ίδιο. Τότε, η Σμαράγδα ομολογεί ότι αυτή είναι η ερωμένη του και κατεβαίνει μόνη της στα θεμέλια του γεφυριού.
35. Το κλειδί του πραγματικού νοήματος του «Πρωτομάστορα» είναι ο Νιτσεϊκός Υπεράνθρωπος, που επηρέασε τόσο τον Καζαντζάκη σε πολλά του έργα, όσο και τον ίδιο τον Καλομοίρη. Ο Πρωτομάστορας είναι ένα χαρισματικός καλλιτέχνης που έμπλεος του «εγώ» και της «θέλησης για δύναμη» θέλει να κτίσει το γιοφύρι της Άρτας που οι υπόλοιποι μάστορες δεν κατόρθωσαν να κτίσουν. Θέλει να προσφέρει αυτό το έργο στον λαό του, που σκοτώνεται κάθε φορά που περνά από εκεί. Όμως ως Υπεράνθρωπος, ο Πρωτομάστορας πρέπει να φτάσει στην κορυφή της Γνώσης και της Τέχνης μέσω του πόνου και της οδύνης. Αυτή προέρχεται από τον θάνατο του θηλυκού, της γυναίκας του δηλαδή, που λυτρώνει αυτό και τον λαό με την θυσία της. Ο Πρωτομάστορας και η γυναίκα του συμφωνούν να θυσιάσουν την αγάπη τους και την βιολογική τους ζωή για να βοηθήσουν τον λαό να προχωρήσει σε ένα ανώτερο επίπεδο, που για τον Καλομοίρη είναι η Μεγάλη Ιδέα. Εξ’ ου και η αφιέρωση στον Δραγούμη , τον θεωρητικό της Μεγάλης Ιδέας και στον Βενιζέλο τον πρωτοστάτη που την έκανε πράξη.