1. Μια παραδοσιακή ιστορία γραμμένη και εικονογραφημένη
από τους μαθητές του Δημοτικού Σχολείου Τριμίκλινης, στα
πλαίσια της Πολυμερούς Σύμπραξης Comenius
«Κάτω από τον Ίδιο Ουρανό»
Μάιος 2011
2. Πέρα την άκρη του Ο Διγενής παράτησε τις δουλειές του, πήρε τ΄
μεγάλου ποταμού, σ’ ένα άρματα του, καβάλησε τον μαύρο του και με μια
δασερό καλαμιώνα σπιρουνιά ξεχύθηκαν στον απέραντο κάμπο. Με μια
γεννήθηκε ένας θεόρατος δεύτερη σπιρουνιά το άλογο σαν σίφουνας πέταξε
Κάβουρας. Ήτανε τόσο πάνω από φαράγγια και βουνά και μέσα σε λίγα
μεγάλος που έπιανε λεπτά τον έφερε μπροστά στο παλάτι.
ίσαμε ένα αλώνι. Με τις
δαγκάνες του έκοβε τα -Τι θέλεις, Βασιλιά μου,
δέντρα πελώρια. Τα ρώτησε ο Διγενής κάνοντας
ρουθούνια του έμοιαζαν υπόκλιση.
με σπηλιές και τα μάτια Ο Βασιλιάς σκυθρωπός του
του ήταν κατακόκκινα είπε την ιστορία με τον
σαν φωτιά. Κάβουρα.
Στην αρχή, έκανε επιδρομές στα κοπάδια που -Σε παρακαλώ, Διγενή, να
βόσκανε στην περιοχή και ρήμαζε τα ζωντανά. Έγινε πας να τον βρεις κι αν
ο φόβος και ο τρόμος των βοσκών. Δεν περνούσε μπορέσεις να τον σκοτώσεις,
μέρα που κάποιος τσοπάνος, εκεί γύρω, να μην είπε στο τέλος ο Βασιλιάς.
έχανε καμιά δωδεκάδα πρόβατα ή γίδια.
-Η επιθυμία σου προσταγή, είπε ο Διγενής και
Όμως σιγά - σιγά σηκώθηκε.
ξεθάρρεψε πιο πολύ κι
άρχισε να κυνηγάει και Πήδηξε ο Διγενής στ’
τους ανθρώπους. Οι άλογό του και σαν
χωρικοί δεν τολμούσαν άνεμος κάλπασε πάνω
να περάσουν απ’ το από κάμπου και βουνά,
ποτάμι. Τρία παλικάρια μέχρι τη φωλιά του
από τα χωριά τριγύρω Κάβουρα.
πήρανε την απόφαση,
να τον ξεπαστρέψουν. Ο Κάβουρας καθόταν
Του στήσανε, λοιπόν, έξω από την σπηλιά του
καρτέρι. Σαν πρόβαλε ο και λιαζόταν. Σαν τον
Κάβουρας βγάλανε τα αντίκρισε, άπλωσε τις
σπαθιά τους και του ‘κοψαν το δρόμο. δαγκάνες του, για να τον
γραπώσει.
Σαν τους είδε ο Κάβουρας έβγαλε μια δυνατή
κραυγή κι όρμησε κατά πάνω τους. Τα παλικάρια -Μέριασε, Κάβουρα, κανείς δε σε φοβάται, είπε ο
πάγωσαν από το φόβο τους! Πριν προλάβουν να το Διγενής.
βάλουν στα πόδια, άρπαξε τα δυο με τις δυνατές του Ο Κάβουρας κατάλαβε πως έχει να κάνει μ’
δαγκάνες και τα ‘κανε μια χαψιά. αντρειωμένο παλικάρι και του είπε:
Το τρίτο παλικάρι γλύτωσε και -Κόπιασε στο κονάκι μου να φάμε και να πιούμε
σε κακά χάλια έτρεξε στο αντάμα.
παλάτι. Έπεσε στα πόδια του
Βασιλιά και του είπε όλη την -Δεν ήρθα δω πέρα, για να φάω και να πιω μαζί σου,
ιστορία. Ο Βασιλιάς τρόμαξε κι Κάβουρα, ήρθα για να παλέψουμε κι όποιος νικήσει,
έστειλε μ’ ένα μαντατοφόρο είπε άφοβα ο Διγενής.
μήνυμα στο Διγενή Ακρίτα, να
πάει στο παλάτι. Ο Κάβουρας γέλασε και τα βουνά γύρω σείστηκαν
σύγκορμα.
3. Βγήκαν σ’ ένα πλάτωμα σφαδάζοντας απ’ τον πόνο του. Το αίμα έτρεχε απ’
κι άρχισε η μεγάλη την πληγή ποτάμι.
πάλη. Εκεί που
κτυπούσε ο Διγενής -Το παραδέχομαι, Διγενή, πως είσαι πιο δυνατός από
σπούσανε κόκαλα. Εκεί μένα. Πάρε, λοιπόν, το καβούκι μου και κάντο
που δάγκωνε ο ασπίδα. Μήτε σπαθί το τρυπά, μήτε του κονταριού
Κάβουρας το αίμα ατσάλι.
ανάβλυζε σαν πίδακας. Είπε ο Κάβουρας και μ’ ένα δυνατό βρυχηθμό
Η γης έτρεμε κι ο ξεψύχησε.
κουρνιαχτός πυκνός
σηκωνόταν σύννεφο. Σαν είδανε, τότες, οι χωρικοί τον Κάβουρα νεκρό
Τρέμοντας απ’ το φόβο ξεθάρρεψαν και βγήκαν απ’ τις κρυψώνες τους.
τους οι κάτοικοι των
γύρω χωριών, παρακολουθούσαν κρυμμένοι πίσω -Ζήτω, ζήτω ο Διγενής, φώναζαν χαρούμενοι και
απ’ τα δέντρα. γελαστοί. Και σηκώνοντας τον Διγενή στους ώμους
τους, οδήγησαν στο παλάτι.
Βράδιασε κι η πάλη του Διγενή με τον Κάβουρα
συνεχιζόταν. Ο Διγενής ένοιωσε να τον Ο Βασιλιάς υποδέχτηκε με χαρά το Διγενή Ακρίτα,
εγκαταλείπουν οι δυνάμεις του. Ύψωσε στον ουρανό τον ευχαρίστησε για το μεγάλο του κατόρθωμα κι
τα χέρια και προσευχήθηκε με βαθιά πίστη στο Θεό: έστησε προς τιμή του τραπέζια με λογιών φαγητά και
πιοτά. Το γλέντι βάσταξε τρεις μέρες και τρεις
-Δώσε μου δύναμη, Παντοδύναμε, να νικήσω τον νύχτες. Όλοι τρέξανε να δουν και να θαυμάσουν τον
Κάβουρα και να σώσω τον τόπο απ’ αυτή τη μεγάλη μεγάλο αυτό ήρωα, που έσωσε τον τόπο απ’ τον
συμφορά. κακό Κάβουρα.
Ανοίξανε τότε τα ουράνια κι ακούστηκε τρανή φωνή
από ψηλά, που έλεγε:
-Ψάξε στο ζωνάρι σου, Διγενή, κι εκεί θα βρεις ένα
ασημένιο θηκάρι. Μέσα έχει ασημένιο μαχαίρι. Πάρ’
το και χώσε το στον ομφαλό του Κάβουρα. Εκεί είναι
το αδύνατο του σημείο.
Αρπάζει τότε, Ο Διγενής το ασημένιο του μαχαίρι απ’
τη θήκη και με μιαν επιδέξια κίνηση το μπήγει στον
ομφαλό του Κάβουρα. Ο Κάβουρας ούρλιαξε τόσο
δυνατά, που η κραυγή του ακούστηκε ίσαμε την
άκρη του νησιού. ‘Ύστερα έπεσε στο χώμα