16. Τον άκουςε θ Θζτιδα και
βγικε από τθ κάλαςςα,
να τον παρθγοριςει.
17. Και πήγε η ίδια ζηξμ
Όλρμπξ
και ηξρ έθεοε καιμξύογια
παμξπλία, πξρ ηξρ ηημ
έθηιανε ξ Ήθαιζηξπ.
18. Τα Άλογα του
Aχιλλέωσ –
Κ.Καβάφησ
Τον Πάτροκλο ςαν είδαν ςκοτωμζνο,
που ιταν τόςο ανδρείοσ, και δυνατόσ, και νζοσ,
άρχιςαν τ’ άλογα να κλαίνε του Aχιλλζωσ·
θ φφςισ των θ ακάνατθ αγανακτοφςε
για του κανάτου αυτό το ζργον που κωροφςε.
Τίναηαν τα κεφάλια των και τεσ μακρυζσ χαίτεσ
κουνοφςαν,
τθν γθ χτυποφςαν με τα πόδια, και κρθνοφςαν
τον Πάτροκλο που ενοιϊκανε άψυχο — αφανιςμζνο —
μια ςάρκα τϊρα ποταπι — το πνεφμα του χαμζνο —
ανυπεράςπιςτο — χωρίσ πνοι —
εισ το μεγάλο Τίποτε επιςτραμζνο απ’ τθν ηωι.
Τα δάκρυα είδε ο Ζευσ των ακανάτων
αλόγων και λυπικθ. «Στου Πθλζωσ τον γάμο»
είπε «δεν ζπρεπ’ ζτςι άςκεπτα να κάμω·
καλλίτερα να μθν ςασ δίναμε, άλογά μου
δυςτυχιςμζνα! Τι γυρεφατ’ εκεί χάμου
ςτθν άκλια ανκρωπότθτα ποφναι το παίγνιον τθσ μοίρασ.
Σεισ που ουδζ ο κάνατοσ φυλάγει, ουδζ το γιρασ
πρόςκαιρεσ ςυμφορζσ ςασ τυραννοφν. Στα βάςανά
των
ςασ ζμπλεξαν οι άνκρωποι.»— Όμωσ τα δάκρυά των
για του κανάτου τθν παντοτινι
τθν ςυμφοράν εχφνανε τα δυο τα ηϊα τα ευγενι.