Το κατηγορούμενο είναι συνήθως,
όπως και στα νέα ελληνικά, ένα
επίθετο ή ουσιαστικό που μέσω ενός
συνδετικού ρήματος αποδίδει κάποιο
χαρακτηριστικό στο υποκείμενο.
π.χ Ἐπίδαμνός ἐστι πόλις
το ρήμα εἰμί (είμαι)
ὑπάρχω (είμαι),
τυγχάνω (συμβαίνει να είμαι),
διατελῶ(είμαι συνεχώς),
ἔφυν (γεννήθηκα, είμαι),
πέφυκα (είμαι από τη φύση μου),
γίγνομαι (γίνομαι), καθίσταμαι (γίνομαι),
ἀποβαίνω (καταντώ, γίνομαι,
αποδεικνύομαι),
φαίνομαι κά.
Εκτός από τα συνδετικά, και άλλα ρήματα,
κυρίως όσα σημαίνουν κίνηση μπορούν να
δεχθούν στο υποκείμενό τους
κατηγορούμενο, το οποίο είναι συνήθως
επίθετο και δηλώνει κάποια επιρρηματική
σχέση: τόπο, χρόνο, τρόπο, σειρά, σκοπό
κλπ., γι' αυτό ονομάζεται επιρρηματικό
κατηγορούμενο και μπορεί να μεταφράζεται
με επίρρημα ή εμπρόθετο προσδιορισμό.
σειρά
Πρωτος ηλθον
τρόπο
ἐγώ σε, ὦ Φαλῖνε, ἄσμενος ἑόρακα
Χρόνο
Θεόπομπος) ἀφικόμενος τριταῖος ἀπήγγειλε (τὰ γεγονότα)
τόπο
ὑπαίθριοι δ' ἔξω ἐστρατοπεδεύετε
σκοπό
Κερκυραίοις δὲ τοῖσδε ξυμμάχοις οὖσι βοηθοὶ ἤλθομεν
Είναι το κατηγορούμενο το οποίο αποδίδει
στο υποκείμενό μιαν ιδιότητα την οποία δεν
έχει ακόμη, αλλά θα είναι το τελικό
αποτέλεσμα της εξέλιξης που δηλώνει το
ρήμα.
Τα ρήματα που σημαίνουν εξέλιξη, όπως
αὔξομαι, αὐξάνομαι, αἴρομαι (υψώνομαι),
τρέφομαι, πνέω, ῥέω κ.τ.ό. δέχονται
προληπτικό κατηγορούμενο
Π.χ τὸ Κύρου ὄνομα μέγιστον ηὔξητο
Η γενική αυτή που έχει θέση κατηγορουμένου
ονομάζεται γενική κατηγορηματική και
μπορεί να δηλώνει:
(α) τον κάτοχο ενός πράγματος ή μιας
ιδιότητας (γενική κατηγορηματική κτητική)
(β) την καταγωγή (γενική κατηγορηματική
της καταγωγής)
δ) το υλικό από το οποίο έχει κατασκευαστεί
κάποιο αντικείμενο (γενική κατηγορηματική
της ύλης)
μια ιδιότητα του υποκειμένου (γενική
κατηγορηματική της ιδιότητας)
την αξία ενός πράγματος (γενική
κατηγορηματική της αξίας)
(γενική
κατηγορηματική
της ύλης)
•κρηπίς ἐστι λίθων μεγάλων || το θεμέλιο είναι κατασκευασμένο από μεγάλες
πέτρες
γενική
κατηγορηματική
διαιρετική
•ἦν δὲ τῶν αἱρεθέντων Καλλίας Ἱππονίκου, Αὐτοκλῆς Στρομβιχίδου … || στους
εκλεγμένους πρέσβεις ανήκαν ο Καλλίας ο γιός του Ιππόνικου, ο Αυτοκλής, ο
γιος του Στρομβιχίδη
(γενική
κατηγορηματική
κτητική
•(Χαλκηδών), ἣ βασιλέως μέν ἐστιν || η Χαλκηδόνα, η οποία ανήκει στον
Πέρση βασιλιά.
(γενική
κατηγορηματική
της αξίας)
•.
•ἀλλὰχιλίων ἡ δίκη μόνον ἦν δραχμῶν όμως το πρόστιμο ήταν μόνο χιλίων
δραχμών.
(γενική
κατηγορηματική
της ιδιότητας)
•ὅστις δ' ἐτῶν μέν ἐστιν πλειόνων ἢ πεντήκοντα || όποιος είναι μεγαλύτερος
από πενήντα χρονών.
(γενική
κατηγορηματική
της καταγωγής)
•τοιούτων μέν ἐστε προγόνων από τέτοιους προγόνους κατάγεστε.