‘Ολοι μας έχει τύχει να παρατηρήσουμε παιδιά που παίζουν στο σχολείο ή στο σπίτι. Κάποια στιγμή ένα από τα παιδιά προτείνει να παίξουν «σχολείο». Στην αρχή του παιδιχνιού ακολουθείται μια κοινή, σχεδόν εθιμοτυπική διαδικασία. Ένα παιδί σηκώνεται και λέει. «Εγώ θα είμαι ο δάσκαλος» και στο εξής τα υπόλοιπα παιδιά τον αναγνωρίζουν ως αρχηγό. Το παιδί-δάσκαλος, λοιπόν, κινείται σχεδόν αμέσως προς μια κεντρική θέση και αρχίζει να δίνει εντολές στους γύρω του. «Εσύ, θα κάτσεις εδώ, εσύ πήγαινε εκεί, ησυχία όλοι τώρα γιατί μιλάω εγώ!» Αυτό που φαίνεται να τα ελκύει περισσότερο σε αυτό το ρόλο είναι το στοιχείο του ελέγχου. Ορισμένα χρησιμοποιούν ήπιο τόνο, άλλα πιο αυστηρό. Σε αυτήν την αναπαράσταση μια σχολικής τάξης, όπου οι παίχτες γνωρίζουν την πραγματικότητα καλύτερα από τον καθένα, κάποια παιδιά αρχίζουν σιγά σιγά να παρουσιάζουν προβλήματα συμπεριφοράς, προκαλώντας τις επιπλήξεις «του δασκάλου». Κάπως έτσι εξελίσσεται το παιχνίδι με το «σχολείο». Τι λείπει, όμως, από τη σκηνή που σας περιέγραψα μόλις τώρα; Είναι σχεδόν σίγουρο ότι πολύ σπάνια θα συναντήσετε παιδί το οποίο θα προθυμοποιηθεί να αναλάβει το ρόλο του ήσυχου, υπάκουου μαθητή, ο οποίος κάθεται φρόνιμα στο θρανίο του, παρακολουθεί με προσοχή το δάσκαλο, και κάνει ερωτήσεις μόνο όταν δεν καταλαβαίνει κάτι στα μαθηματικά. Πολύ απλά, αυτός ο τύπος μαθητή δεν αποτελεί την πραγματικότητα μιας σχολικής τάξης.
Καθημερινά, λοιπόν, οι εκπαιδευτικοί έρχονται αντιμέτωποι με ένα παρόμοιο σενάριο, μόνο που δεν πρόκειται για παιχνίδι, αλλά για πραγματικότητα, στην οποία οι εκπαιδευτικοί σχεδιάζουν μαθήματα, επιλέγουν θέματα ή δραστηριότητες, παίρνουν αποφάσεις, μαζί ή χωρίς τα παιδιά για ένα σωρό ζητήματα. Επιπλέον, οργανώνουν ποικίλες δραστηριότητες ατομικές, ομαδικές, ή για όλη την τάξη, επαινούν τις καλές εργασίες, επιλέγουν την κατάλληλη στρατηγική διδασκαλίας, ελέγχουν αν όλοι οι μαθητές παρακολουθούν το μάθημα, αν έχουν τα σωστά βιβλία και υλικά κλπ. Με αυτόν τον τρόπο, διαχειρίζονται οι εκπαιδευτικοί την τάξη τους την κάθε ημέρα της σχολικής τους ζωής.
Η ικανότητα διαχείρισης της σχολικής τάξης εντάσεται στα ευρύτερα πλαίσια βελτίωσης της πρακτικής της διδασκαλίας, για την οποία θα αναφερθούν πιο συγκεκριμένα οι συνάδελφοι που ακολουθούν . Στο ευρύτερο πλαίσιο της οργάνωσης και διαχείρισης της τάξης, ωστόσο, η έμφαση δίνεται στο συναμικό σχολείο, στο πλαίσιο του οποίου ο κάθε δάσκαλος προσπαθεί να αλλάξει, μέσω της αυτοκριτικής, την πρακτική του προς το καλύτερο. Επιπλέον, δίνεται έμφαση στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας του σχολείου με βάση μοντέλα διδασκαλίας που προκύπτουν μέσα από την τάξη (μοντέλα βάσης), και όχι κάποια που επιβάλλονται άνωθεν και φυσικά, στη στενή συνεργασία, επικοινωνία, και αλληλεπίδραση των εκπαιδευτικών. Θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο αν όλοι οι δάσκαλοι του σχολείου συζητούσαν τις στρατηγικές και τις εμπειρίες τους σχετικά με την οργάνωση και διαχείριση της τάξης τους, όχι βέβαια με σκοπό να «κλωνοποιήσουν» αλλήλους, αλλά με σκοπό να μιλήσουν ανοιχτά για τις ασυνέπειες εκείνεις που πολλές φορές μπερδεύουν τους μαθητές.