2. Το ταξίδι του Οδυσσέα αρχίζει
Ζούσε κάποτε παιδιά, ένας
ταξιδιώτης που τον έλεγαν Οδυσσέα.
Ταξίδευε … ταξίδευε .... ώσπου
φθάνει μόνος και πεινασμένος σε ένα
χωριό ζητώντας φαγητό και στέγη.
2
10. 10
Μια γυναίκα ανοίγει την πόρτα.. Ο Οδυσσέας παίρνει ένα
ύφος ευγενικό και αινιγματικό και της λέει:
11. «έρχομαι από μακριά και φέρνω μια συνταγή μαζί
μου για μια υπέροχη σούπα, το μόνο που
χρειάζομαι είναι λίγη φωτιά και μια κατσαρόλα και
θα σου τη μαγειρέψω αν θέλεις για το βράδυ»
11
12. Η γυναίκα ξαφνιασμένη από την πρόταση του
ξένου, σκέφτεται ότι έχει περάσει πολύς καιρός που
έχουν να την περιποιηθούν και να της
μαγειρέψουν…
«εντάξει λοιπόν» του λέει…
12