Πασχαλινές Λαμπάδες από ΣΤ τάξη του σχολείου μας.pptx
Καρυωτάκης
1. Γεννήθηκε στις
Η ΖΩΗ ΣΟΤ 30 Οκτωβρίου
1896 στην
Σρίπολη. Ο
Κώστας
πατέρας του
Καρυωτάκης ήταν
νομομηχανικός
κι έτσι στα
παιδικά του
χρόνια
αναγκάστηκε να
αλλάζει συνέχεια
τόπο διαμονής.
Πέρασε από το
Αργοστόλι, τη
Λευκάδα, τη
Λάρισα, την
Καλαμάτα, την
Αθήνα, μέχρι και
από τα Φανιά.
2. Από το 1912 δημοσιεύει
ποιήματα σε διάφορα
παιδικά περιοδικά. Αφού
πήρε το δίπλωμα της
Νομικής χολής των
Αθηνών, διορίστηκε
υπάλληλος στη Νομαρχία
Θεσσαλονίκης. Η ελεύθερη
φύση του δεν μπορούσε να
δεχθεί την γραφειοκρατία
της κρατικής μηχανής, την
όποια και καυτηριάζει
όποτε μπορεί
(χαρακτηριστικό το πεζό:
ΚΑΘΑΡΙ). Γι' αυτό και
μετατέθηκε πολλές φορές
διωκόμενος από ανωτέρους
του. τη διάρκεια αυτών
των μεταθέσεων γνωρίζει
την ανία και τη μιζέρια της
επαρχίας, πράγμα που τον
στιγματίζει.
3. ΔΗΜΟΙΟΙ ΤΠΑΛΛΗΛΟΙ
Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και
τελειώνουν
σαν στήλες δύο δύο μές στα
γραφεία.
(Ηλεκτρολόγοι θα 'ναι η Πολιτεία
κι ο Θάνατος, που τους
ανανεώνουν.)
Κάθονται στις καρέκλες,
μουτζουρώνουν
αθώα λευκά χαρτιά, χωρίς αιτία.
«υν τη παρούση αλληλογραφία
έχομεν την τιμήν» διαβεβαιώνουν.
Και μονάχα η τιμή τους απομένει,
όταν ανηφορίζουμε τους δρόμους,
το βράδυ στο οχτώ, σαν
κορντισμένοι
Παίρνουν κάστανα, σκέπτονται
τους νόμους,
σκέπτονται το συνάλλαγμα, τους
ώμους
σηκώνοντας οι υπάλληλοι οι
καημένοι.
4. To Υεβρουάριο του 1919 εκδίδει την πρώτη του συλλογή: "Ο πόνος των
ανθρώπων και των πραγμάτων", η οποία τυγχάνει αδιάφορης ή
υποτιμητικής κριτικής. Σον ίδιο χρόνο εκδίδει μαζί με τον φίλο του Αγη
Λεβέντη το σατιρικό περιοδικό "Η Γάμπα", που παρά την επιτυχία του
κυκλοφόρησε μόνο σε έξι τεύχη γιατί η αστυνομία απαγόρευσε την
έκδοσή του.
5. •Σο 1921 κυκλοφορεί τη
δεύτερη συλλογή του τα
"Νηπενθή".
•Εκείνο τον καιρό
συνδέεται με την
ποιήτρια Μαρία
Πολυδούρη, συνάδελφό
του στη Νομαρχία
Αττικής. Πολλοί
ισχυρίζονται ότι οι
σχέσεις τους ήταν
ερωτικές.
6. Σο ποίημα του Κώστα Καρυωτάκη
για τη Μαρία Πολυδούρη:
ΣΑ ΓΡΑΜΜΑΣΑ ΟΤ
Σα γράμματά σου τα 'χω, Αγάπη πρώτη,
σε ατίμητο κουτί, μες στην καρδιά μου.
Σα γράμματά σου πνέουνε τη νιότη
κι ανθίζουνε την όψιμη χαρά μου.
Σα γράμματά σου, πόσα μου μιλούνε
με τις στραβές γραμμές και τα λαθάκια!
Σρέμουν, γελάνε, κλαίνε, ανιστορούνε
παιχνίδισμα τη ζήλια και την κάκια...
Σα γράμματά σου πάνε, Αγάπη μόνη,
βάρκες λευκές, τη σκέψη μου εκεί κάτου.
Σα γράμματά σου τάφοι· δεν τελειώνει
απάνω τους η λέξη του Θανάτου.
7. Σο ποίημα της Μαρίας
Πολυδούρη για τον Κώστα
Καρυωτάκη:
ΓΙΑΣΙ Μ’ ΑΓΑΠΗΕ
Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες
σε περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού
προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες.
Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο
ολάνοιχτο
κ’ έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.
8. Μόνο γιατί όπως πέρναγα με
καμάρωσες
και στη ματιά σου να περνάη
είδα τη λυγερή σκιά μου, ως
όνειρο
να παίζει, να πονάη,
μόνο γιατί όπως πέρναγα με
καμάρωσες.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν
άρεσε
γι’ αυτό έμεινεν ωραίο το
πέρασμά μου.
α να μ’ ακολουθούσες όπου
πήγαινα,
σα να περνούσες κάπου εκεί
σιμά μου.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν
άρεσε.
9. ………………………(συνέχεια)
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα,
γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη.
την άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.
Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο
σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.
Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’
αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε που
βασίλεψες
κ’ έτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’
αγάπησες.
10. Σο 1924 ταξιδεύει στο εξωτερικό, στην Ιταλία και τη Γερμανία. Σο
Δεκέμβριο του 1927 κυκλοφορεί η τελευταία του συλλογή, "Ελεγεία και
άτιρες".
11. Σο Υεβρουάριο του 1928 ο Καρυωτάκης αποσπάται στην Πάτρα και τον
Ιούνιο στην Πρέβεζα. Από εκεί στέλνει απελπισμένα γράμματα σε
συγγενείς και φίλους, περιγράφοντας την αθλιότητα που κυριαρχεί σ'
αυτήν την πόλη (χαρακτηριστικό το ποίημα ΠΡΕΒΕΖΑ). τις 20 Ιουλίου
πηγαίνει στο Μονολίθι και γυμνός πέφτει στην θάλασσα προσπαθώντας -
επί δέκα ώρες - να πνιγεί, μάταια όμως γιατί ήταν καλός κολυμβητής. Σο
πρωί της 21, γυρνώντας σπίτι του, πίνει ήρεμος το γάλα που του προσφέρει
η σπιτονοικοκυρά του, ξαναφεύγει, αγοράζει ένα περίστροφο και πάει σ'
ένα καφενεδάκι, όπου φυτεύει μια σφαίρα στην καρδιά του. την τσέπη του
βρίσκεται το τελευταίο σημείωμά του :
12. Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα
στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου
να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς, τις περσότερες, να μπορώ να
τις αισθανθώ. Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο
την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος
άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι' αυτό.
Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική.
Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη
καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή
τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξη τους
παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περσότεροι, μαζύ με τους
αιώνες. Σ' αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές!! είμαι έτοιμος
για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου,
λυπούμαι τ' αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ημουν άρρωστος.
ας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέση την οικογένειά μου,
στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος
Αριστοτέλους, Αθήνας. Κ.Γ.Κ.
Και για ν' αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην
επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Ολη νύχτα απόψε, επί 10
ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ηπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να
καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν
μου δοθή ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου.
Κ.Γ.Κ.
13. ΙΔΑΝΙΚΟΙ ΑΤΣΟΦΕΙΡΕ
Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα,
παίρνουν τα παλιά, φυλαγμένα
γράμματά τους,διαβάζουν ήσυχα, κι
έπειτα σέρνουν για τελευταία φορά τα
βήματά τους.
Ήταν η ζωή τους, λένε, τραγωδία.
Θεέ μου, το φρικτό γέλιο των ανθρώπων,
τα δάκρυα, ο ίδρως, η νοσταλγία
των ουρανών, η ερημιά των τόπων.
τέκονται στο παράθυρο, κοιτάνε
τα δέντρα, τα παιδιά, πέρα τη φύση,
τους μαρμαράδες που σφυροκοπάνε,
τον ήλιο που για πάντα θέλει δύσει.
Oλα τελείωσαν. Σο σημείωμα να το,
σύντομο, απλό, βαθύ, καθώς ταιριάζει,
αδιαφορία, συγχώρηση γεμάτο
για κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζει.
Βλέπουν τον καθρέφτη, βλέπουν την
ώρα,ρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή
λάθος,«όλα τελείωσαν» ψιθυρίζουν
«τώρα»,πως θ' αναβάλουν βέβαιοι κατά
βάθος..
14.
15. Ο Κ.Γ. Καρυωτάκης, βιωματικός και
αντιπροσωπευτικός της εποχής του, μπορεί να
χαρακτηρίστηκε ποιητής του μηδενισμού και
της απαισιοδοξίας, και να έχει περισσότερο ίσως
από κάθε άλλον τις ρίζες του στην ιστορική
στιγμή και τα περιστατικά που δημιουργούσαν
την ασφυκτική ατμόσφαιρα, όμως ταυτόχρονα
προεκτείνει ως την εποχή μας. Μπορεί οι
σύγχρονοί του εντυπωσιασμένοι από την
αυτοκτονία του και βιώνοντας και οι ίδιοι το
καταθλιπτικό περιβάλλον, αλλά χωρίς τη δική
του ένταση και αδιαλλαξία, στάθηκαν στην
απαισιοδοξία του, χωρίς να μπορούν να
αντιληφθούν ότι ο Καρυωτάκης κατάφερε να
φτάσει ως τη σάτιρα, για να εξευτελίσει, να
ελεεινολογήσει, να ξεσπάσει, να καθορίσει την
ιδεολογική του στάση. Γιατί ο Καρυωτάκης δεν
ταίριαζε μόνο ευχάριστες ομοιοκαταληξίες,
έκανε μάχη, με τον τρόπο του, με το στίχο του, το
σαρκασμό του, χωρίς ποτέ να παραμερίζει την
πραγματικότητα και τον αμετακίνητο στόχο
του, τον άνθρωπο μέσα στις αμείλικτες
κοινωνίες και κάτω από τη Μοίρα.
16.
17.
18. «ε κάποιο κείμενο είδα πάλι επαναλαμβανόμενο τον όρο "καρυωτακισμός"» -
γράφει ο Μίλτος αχτούρης (1988). «"Καρυωτακισμός" σήμερα το 1988, δε
σημαίνει τίποτα. Και τότε γύρω στα 1930 ήταν μια άτυχη λέξη προερχόμενη
από την παρεξήγηση ότι ο Καρυωτάκης ήταν τάχα μισάνθρωπος,
πεισιθανάτιος κλπ. Ο Καρυωτάκης δεν ήταν τίποτε από όλα αυτά. Ηταν απλώς
επαναστατημένος ενάντια στην Ελλάδα του 1928 με τους λασπωμένους
δρόμους το χειμώνα, τη σκόνη το καλοκαίρι, με το χαμηλό επίπεδο ζωής, τη
δυστυχία των δημοσίων υπαλλήλων που τους έκανε οκνηρούς και αδιάφορους,
ριζωμένους στις καρέκλες τους με τους ατέλειωτους καφέδες.
Επαναστατημένος για τη δική του καταδίωξη, επειδή αυτός ήταν υπάλληλος
υπεύθυνος, γλωσσομαθής, έξω από την εποχή του. Και ήταν ακόμα
παρεξηγημένος από όλους τους συγχρόνους του. Ο Καρυωτάκης δεν ήταν
minor ποιητής, ήταν μεγάλος ποιητής όπως τον βλέπει τώρα η νέα γενιά κι
όπως άλλαξαν γνώμη περί το τέλος της ζωής τους και τον είδαν μεγάλο, οι
άλλοτε αρνητές του, Εμπειρίκος και Εγγονόπουλος. Ο πρώτος μάλιστα σε
τελευταίο ποίημά του, έτσι τον αποκαλεί, "μεγάλο": "Είναι μεγάλος ποιητής ο
Κώστας Καρυωτάκης". Οσο για τον εφέρη, δύσκολα κρυβόταν η εκτίμησή
του». Γιατί όπως έγραφε, το 1938, ο Γιάννης Ρίτσος: «Κάποιες βραδινές ώρες, που
η πικρία και η μοναξιά δεσπόζουν στην ψυχή μας, τα Ελεγεία και άτιρες, μας
περιμένουν κάτω από την αρχαία λάμπα. Σέτοιες στιγμές δε θα λείψουν απ' τη
ζωή μας. Μαζί μ' αυτές θα ζει για πάντα και ο Καρυωτάκης».
19.
20. *ΣΙ ΝΕΟΙ ΠΟΤ ΥΣΑΑΜΕΝ ΕΔΩ...+
Σι νέοι που φτάσαμεν εδώ, στο έρμο νησί, στο χείλος
του κόσμου, δώθε απ' τ' όνειρο και κείθε απ' τη γη!
Όταν απομακρύνθηκεν ο τελευταίος μας φίλος,
ήρθαμε αγάλι σέρνοντας την αιώνια πληγή.
Με μάτι βλέπουμε αδειανό, με βήμα τσακισμένο
τον ίδιο δρόμο παίρνουμε καθένας μοναχός,
νοιώθουμε τ' άρρωστο κορμί, που εβάρυνε, σαν ξένο,
υπόκωφος από μακριά η φωνή μας φτάνει αχός.
Η ζωή διαβαίνει, πέρα στον ορίζοντα σειρήνα,
μα θάνατο, καθημερνό θάνατο, με χολή
μόνο, για μας η ζωή θα φέρει, όσο αν γελά η αχτίνα
του ήλιου και οι αύρες πνέουνε. Κι είμαστε νέοι, πολύ
νέοι, και μας άφησεν εδώ, μια νύχτα, σ' ένα βράχο,
το πλοίο που τώρα χάνεται στου απείρου την καρδιά,
χάνεται και ρωτιόμαστε τι να 'χουμε, τι να 'χω,
που σβήνουμε όλοι, φεύγουμ' έτσι νέοι, σχεδόν παιδιά!
21. *ΑΝ ΔΕΜΗ ΑΠΟ
ΣΡΙΑΝΣΑΥΤΛΛΑ...+
αν δέσμη από
τριαντάφυλλα
είδα το βράδυ αυτό.
Κάποια χρυσή, λεπτότατη
στους δρόμους ευωδιά.
Και στην καρδιά
αιφνίδια καλοσύνη.
τα χέρια το παλτό,
στ' ανεστραμμένο πρόσωπο η
σελήνη.
Ηλεκτρισμένη από φιλήματα
θα 'λεγες την ατμόσφαιρα.
Η σκέψις, τα ποιήματα,
βάρος περιττό.
Έχω κάτι σπασμένα φτερά.
Δεν ξέρω καν γιατί μας ήρθε
το καλοκαίρι αυτό.
Για ποιον ανέλπιστη χαρά,
για ποιες αγάπες
για ποιο ταξίδι ονειρευτό.