Εικαστική αναπαράσταση της Οδύσσειας μέσα από πίνακες ζωγραφικής.
Κάθε εικόνα συνοδεύεται από τους οικείους στίχους του έπους.
Κάτω δεξιά προβάλλεται το "ημερολόγιο" του αφηγηματικού χρόνου της Οδύσσειας.
1. ΡΑΨΩΔΙΑ Ι-2α
( Αλκίνου απόλογοι )
ΚΥΚΛΩΠΕΙΑ
Στη σπηλιά του Κύκλωπα
ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ ΒΙΝΤΕΟ ΕΛΕΝΗ Κ. ΜΟΥΤΑΦΗ
2. ΣΤΗ ΣΠΗΛΙΑ ΤΟΥ ΚΥΚΛΩΠΑ
Φτάσαμε αμέσως στη σπηλιά, μα αυτός δεν ήταν μέσα.
Κι ήταν από τυρόγαλο γεμάτα όλα τ’ αγγειά του.
3. ΣΤΗ ΣΠΗΛΙΑ ΤΟΥ ΚΥΚΛΩΠΑ
Κι οι μάντρες στοιβαγμένες
από κατσίκια κι απ’ αρνιά, και χώρια μαντρισμένα.
4. ΣΤΗ ΣΠΗΛΙΑ ΤΟΥ ΚΥΚΛΩΠΑ
Τότε οι συντρόφοι μ’ όρκιζαν με πειστικά τους λόγια
λίγο τυρί να πάρουμε και να τραβούμε πίσω.
Εγώ όμως δεν τους άκουσα, που πιο καλό έτσι θα ‘ταν.
5. Ο ΕΡΧΟΜΟΣ ΤΟΥ ΚΥΚΛΩΠΑ
Και στη σπηλιά καθίσαμε προσμένοντας, ωσότου
ήρθε κι αυτός απ’ τη βοσκή, με φόρτωμα μεγάλο
ξύλα ξερά για το φαΐ να ‘χει φωτιά ν’ ανάψει.
6. Ο ΚΥΚΛΩΠΑΣ ΠΡΟΚΑΛΕΙ ΔΕΟΣ
Μες στη σπηλιά σαν τα ‘ριξε, βούιξε ο τόπος όλος,
κι εμείς απ’ την τρομάρα μα χωθήκαμε στο βάθος.
7. Τότε έμπασε μες στην πλατιά σπηλιά τις προβατίνες,
μες στην αυλή τ’ αρσενικά, κριάρια και τους τράγους.
Ο ΚΥΚΛΩΠΑΣ ΦΡΟΝΤΙΖΕΙ ΤΑ ΖΩΑ
9. Ο ΚΥΚΛΩΠΑΣ ΚΛΕΙΝΕΙ ΤΗΝ ΕΙΣΟΔΟ
Έπειτα σήκωσε ψηλά κι έβαλε εμπρός στην πόρτα
ασήκωτη θυρόπετρα, που δε θα την κινούσαν
κι εικοσιδυό τετράκυκλα καλοφτιασμένα αμάξια.
10. ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΓΙΑ ΤΑ ΖΩΑ ΚΑΙ ΤΟ ΓΑΛΑ
Κάθισε τότε κι άρμεγε γίδες και προβατίνες.
Και το μισό όταν έπηξε τ’ άσπρο χιονάτο γάλα,
το σύναξε και το ‘βαλε μες στα πλεχτά καλάθια.
11. Ο ΚΥΚΛΩΠΑΣ ΒΛΕΠΕΙ ΤΟΥΣ ΞΕΝΟΥΣ
Και τις δουλειές του βιαστικά σαν έκαμε όσες είχε,
ξάναψε τότε τη φωτιά κι εμάς θωρώντας είπε:
12. ΕΚΠΛΗΞΗ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΥΣ ΞΕΝΟΥΣ
«Ποιοι είστε, ορέ ξένοι, κι από πού στης θάλασσας τους δρόμους
γυρνάτε; Μήνα για δουλειές, ή πάτε έτσι στην τύχη;»
13. ΟΙ ΣΥΝΤΡΟΦΟΙ ΤΡΟΜΑΖΟΥΝ
Έτσι είπε κι όλων η καρδιά παράλυσε στα στήθια,
τρομάζοντας το γίγαντα και τη βαριά φωνή του.
14. Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΠΑΝΤΑ ΣΤΟΝ ΚΥΚΛΩΠΑ
«Εμείς, πολύπαθοι Αχαιοί, γυρίζουμε απ’ την Τροία,
να πάμε στην πατρίδα μας, μα πήραμε άλλο δρόμο.»
15. Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΠΑΝΤΑ ΣΤΟΝ ΚΥΚΛΩΠΑ
«Όλοι στρατιώτες είμαστε του βασιλιά Αγαμέμνου,
πόφτασε τώρα η δόξα του στα πέρατα του κόσμου.»
16. Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΙΚΕΤΕΥΕΙ ΓΙΑ ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ
«Και να μας σώσεις πέφτουμε στα πόδια σου, αν θελήσεις
με δώρα σου φιλόξενα να μας φιλοξενήσεις.»
17. Η ΑΛΑΖΟΝΕΙΑ ΤΟΥ ΚΥΚΛΩΠΑ
«Δεν τον ψηφούν οι Κύκλωπες τον ασπιδάτο Δία
μήτε θεούς, γιατί είμαστε πολύ ανώτεροί τους.»
18. Η ΠΟΝΗΡΗ ΕΡΩΤΗΣΗ
«Μόν’ πες μου πού να τ’ άραξες το καλοκαμωμένο
καράβι, αν κάπου απόμερα για εδώ κοντά, να ξέρω.»
19. Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΞΕΓΕΛΑ ΤΟΝ ΚΥΚΛΩΠΑ
«Αχ, το καράβι ο Σαλευτής μου το ‘σπασε του κόσμου,
κι εγώ μονάχος ξέφυγα μ’ αυτούς το μαύρο χάρο.»
20. Ο ΚΥΚΛΩΠΑΣ ΤΡΩΕΙ ΣΥΝΤΡΟΦΟΥΣ
Χίμηξε και απλώνοντας τα χέρια στους συντρόφους,
άρπαξε δυο και καταγής τους χτύπαε σαν κουτάβια.
22. ΤΟ ΑΝΟΣΙΟ ΘΕΑΜΑ
Κι έτρωγε σαν βουνόθρεφτο λιοντάρι, δίχως σκλίδα
ν’ αφήσει, σάρκες, σωθικά, κόκκαλα μεδουλάτα.
23. Ο ΚΥΚΛΩΠΑΣ ΚΟΙΜΑΤΑΙ ΧΟΡΤΑΤΟΣ
Κι ο Κύκλωπας σαν γέμισε την άπατη κοιλιά του,
κρέας ανθρώπων τρώγοντας, ρουφώντας αγνό γάλα,
τεντώθηκε μες στη σπηλιά καταμεσίς στ’ αρνιά του.
24. ΟΙ ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ
Τότε είπα με την άφοβη καρδιά μου να ζυγώσω
κι απ’ το μηρί μου βγάζοντας το κοφτερό μαχαίρι,
στα στήθια να του το ‘μπηχνα, καταμεσίς στα σπλάχνα.
25. ΟΙ ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ
Μα μ’ έκοψε άλλος στοχασμός. Πώς θα μπορούσαμε όλοι
το βράχο τον ασήκωτο να βγάλουμε απ’ την πόρτα;
Έτσι βαριά στενάζοντας προσμέναμε να φέξει.
26. ΔΥΟ ΣΥΝΤΡΟΦΟΙ ΓΙΑ ΠΡΩΙΝΟ
Σαν ήρθε η ροδοδάχτυλη νυχτοθρεμμένη Αυγούλα,
άρπαξε πάλε δυο μαζί να φάει το κολατσό του.
27. ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΤΥΦΛΩΣΗΣ
Μες στο μαντρί είχε ο Κύκλωπας ένα χοντρό ματσούκι,
που στους συντρόφους το ‘δωσα να μου το πελεκήσουν
και να πυρώσει το ‘βαλα στην αναμμένη θράκα.
29. ΚΛΗΡΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΥΦΛΩΣΗ
Και τότε πρόσταξα λαχνό να ρίξουν οι συντρόφοι,
μαζί μου ποιοι θα τύχαιναν τον πάλο να του μπήξουν.
Λάχανε αυτοί που θα ‘θελα κι ο ίδιος να διαλέξω.
30. Ο ΚΥΚΛΩΠΑΣ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ ΤΟ ΒΡΑΔΥ
Ήρθε το βράδυ βόσκοντας τ΄αφρόμαλλο κοπάδι,
κι ούτε ένα στη βαθιά του αυλή δεν άφησε κεφάλι.
31. ΔΥΟ ΣΥΝΤΡΟΦΟΙ ΓΙΑ ΔΕΙΠΝΟ
Και τις δουλειές του βιαστικα΄σαν έκαμε όσες είχε,
άρπαξε πάλε δυο μαζί συντρόφους να δειπνήσει.
32. ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΣΕ ΕΦΑΡΜΟΓΗ
Τότε κοντά στον Κύκλωπα πηγαίνω κι έτσι του ‘πα
μ’ ένα καυκί στο χέρι μου γεμάτο κρασί μαύρο.
33. Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΚΕΡΝΑ ΚΡΑΣΙ ΤΟΝ ΚΥΚΛΩΠΑ
«Κύκλωπα, πάρε, πιε κρασί, σαν έφαγες ανθρώπους.
Τάμα για σένα το ‘φερνα, ίσως και με πονούσες
και μ’ έστελνες στον τόπο μου. Μα εσύ είσαι λυσσασμένος.»
35. Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΜΕΘΑ ΤΟΝ ΠΟΛΥΦΗΜΟ
«Ακόμα δώσ’ μου, έτσι να ζεις και τα’ όνομά σου πες μου,
ευτύς ,να λάβεις δώρο μου, που να χαρεί η καρδιά σου.»
36. Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΜΕΘΑ ΤΟΝ ΠΟΛΥΦΗΜΟ
Και τρεις φορές τον κέρασα κι αστόχαστα τρεις ήπιε.
37. ΤΟ ΠΛΑΣΤΟ ΟΝΟΜΑ
«Κύκλωπα,αφού με ρώτησες και τ’ όνομά μου μάθε
και δώσ’ μου, καθώς το ‘ταξες το φιλικό σου δώρο.
Κανείς εγώ ονομάζομαι κι όλοι Κανεί με λένε.»
38. Η ΕΙΡΩΝΕΙΑ ΤΟΥ ΚΥΚΛΩΠΑ
«Κι εγώ στερνόνε τον Κανεί θα φάω απ’ τους συντρόφους,
όμως αυτοί πρωτύτερα. Να τι σου κάνω δώρο.»
39. Ο ΠΟΛΥΦΗΜΟΣ ΠΕΦΤΕΙ ΣΕ ΝΑΡΚΗ
Κι έγειρε δίπλα το χοντρό λαιμό κι ευτύς ο ύπνος
τον πήρε ο παντοδαμαστής. Κι έβγανε απ’ τα λαρύγγια
μπουκιές ανθρώπων και κρασί που ξέρναε μεθυσμένος.
40. ΟΙ ΣΥΝΤΡΟΦΟΙ ΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΥΝ ΔΡΑΣΗ
Τότε έχωσα τον πάλο ευτύς στην αναμμένη θράκα
να πυρωθεί και ψύχωνα με λόγια τους συντρόφους.
51. Η ΤΙΜΩΡΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΥΦΗΜΟΥ
Έτσι εμείς στο μάτι
του Κύκλωπα γυρίζαμε τον πυρωμένο πάλο.
Κι όπως μπηγότανε ζεστός, τον μούσκευε το αίμα.
52. ΤΟ ΦΡΙΚΤΟ ΘΕΑΜΑ
Κι όλα τριγύρω του ματιού, ματόφυλλα και φρύδια
του τα καψάλιζε η φωτιά και του ‘καψε την κόρη.
53. ΑΦΟΡΗΤΟΙ ΠΟΝΟΙ ΤΟΥ ΚΥΚΛΩΠΑ
Μούγκριζε τότε σα θεριό κι οι βράχοι αντιλαλούσαν,
κι εμείς απ’ την τρομάρα μας σκορπίσαμε όλοι αλάργα.
54. Ο ΠΟΛΥΦΗΜΟΣ ΖΗΤΑ ΒΟΗΘΕΙΑ
Τότε έβγαλε απ’ το μάτι του τον πάλο βουτηγμένον
σαν φρενιασμένος, κι έσκουζε στους Κύκλωπες, που γύρω
στις ανεμόδαρτες κορφές, μες στις σπηλιές καθόνταν.
55. ΟΙ ΚΥΚΛΩΠΕΣ ΤΡΕΧΟΥΝ ΓΙΑ ΒΟΗΘΕΙΑ
«Τι σου ‘τυχε, Πολύφημε, και μεγαλοφωνάζεις;
Μην άθελά σου σ’ άρπαξε κανένας το κοπάδι;
Μήνα σου παίρνει τη ζωή μ’ απάτη ή και μ’ αντρεία;»
56. ΤΟ ΠΛΑΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΣΩΖΕΙ
«Αδέρφια, μ’ έφαγε ο Κανείς μ’ απάτη, όχι μ’ αντρεία.»
57. ΟΙ ΚΥΚΛΩΠΕΣ ΞΕΓΕΛΙΟΥΝΤΑΙ
«Αφού κανείς δε σ’ έβλαψε και μέσα είσαι μονάχος,
απ’ την αρρώστια ποιος μπορεί του Δία να σε σώσει;
Δεήσου στον πατέρα σου το σείστη Ποσειδώνα.»
58. ΟΙ ΚΥΚΛΩΠΕΣ ΦΕΥΓΟΥΝ ΓΕΛΩΝΤΑΣ
΄Ετσι είπανε και φεύγανε και γέλασε η καρδιά μου
που τ’ όνομά μου απάτησε κι η πονηρή μου σκέψη.
59. 1. Friedrich Preller
2. Larysa Golic
3. Roger Payne
4. Martin Provensen
5. Theodor Van Thulden
6. Chris. Wilh. Eckersberg
7. Михаил Тимаков
8. Alexander Daniloff
9. Miles Kelly
10. Pelegrino Tibaldi
11. Stuart Robertson
12. Peter Connolly
13. Rene Peron
14. Libico Maraja
15. Alan Baker
16. Jamie Maloan
17. G. Vallancien
18. Troy Howell
19. Miguel Regodon
1. John Flaxman
2. Gino d’ Antonio
3. Pep Montserrat
4. John Flaxman
5. Gwen Careval
6. Neil Packer
7. Timothy Jams
8. Patrick Whitehorn
9. Charlotte Gastaut
10. Wally Gomez
11. Sabina Colloredo
12. Benito
13. MaestroTomberi
14. Richard k. Diran
15. Johan Bodin
16. Giovanni Manna
17. John Wiley
18. Gabriele Santini
19. Alan Lee
20. художник салеин
21. Brendan Heard
συνεχίζεται…