SlideShare une entreprise Scribd logo
1  sur  27
Télécharger pour lire hors ligne
(2015) 1 PRO JUSTITIA
1 |
Τόμος 1, 2015
Κρατική Βία και Κατάχρηση Εξουσίας
Στέργιος Αϊδινλής – Αχιλλέας Ντόγκαρης – Ειρήνη Τσιρονίκου
Μεταπτυχιακοί Φοιτητές στον Τομέα των Ποινικών και Εγκληματολογικών
Επιστημών της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ: Οι σύγχρονες μέθοδοι καταστολής που εκφράζονται μέσα από την
νομιμοποιημένη κρατική εξουσία δοκιμάζουν συχνά τα όρια των θεμελιωδών
δικαιωμάτων των κρατουμένων και της εγγυητικής λειτουργίας του ποινικού δικαίου
σε μια δημοκρατία. Στο πλαίσιο της παρούσας μελέτης και υπό το πρίσμα των
πρόσφατων νομοθετικών και νομολογιακών δεδομένων σε ελληνικό επίπεδο και στο
επίπεδο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, επιχειρείται
πρωτίστως μία προσέγγιση των μορφών της αστυνομικής βίας, η οποία διακρίνεται
σε βία κατά την προληπτική και κατά την κατασταλτική αστυνομική δράση. Εν
συνεχεία, γίνεται ανάλυση ορισμένων κεφαλαιωδών ζητημάτων γύρω από την
προσβολή σημαντικών αγαθών των κρατουμένων, με ιδιαίτερη έμφαση στις
προσβολές κατά της ανθρώπινης ζωής και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και το
έγκλημα των βασανιστηρίων.
Το παρόν έργο υπάγεται σε Άδεια Χρήσης:
Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0
Διεθνές (CC BY-NC-ND 4.0)
https://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/4.0/deed.el
(2015) 1 PRO JUSTITIA
2 |
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΜΕΛΕΤΗΣ
Ι.Πρώτο Μέρος: Αστυνομική βία
Α. Προσβολές κατά την προληπτική αστυνομική δράση
1.Οι προσαγωγές
2.Οι προληπτικές σωματικές έρευνες
3. Συμπεράσματα
Β. Προσβολές κατά την κατασταλτική αστυνομική δράση
ΙΙ.Δεύτερο Μέρος: Ιδιαίτερα ζητήματα γύρω από την προσβολή σημαντικών εννόμων
αγαθών
Α. Ανθρώπινη ζωή
1.Προϋποθέσεις νόμιμης αφαίρεσης της ζωής κατά το ά. 2 ΕΣΔΑ
2. Ζητήματα από τη χρήση πυροβόλων όπλων από αστυνομικούς
Β. Ανθρώπινη αξιοπρέπεια
1.Η απόλυτη απαγόρευση των βασανιστηρίων και των άλλων μορφών
απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης υπό το φως του άρθρου 3 της
ΕΣΔΑ και η ερμηνεία από το ΕΔΔΑ
2.Εθνικό νομοθετικό πλαίσιο – τα βασανιστήρια και οι άλλες προσβολές της
ανθρώπινης αξιοπρέπειας
3.Λόγοι άρσης του αδίκου στα βασανιστήρια και τις άλλες προσβολές της
ανθρώπινης αξιοπρέπειας
Ι. Η αστυνομική βία μπορεί να διακριθεί σε βία κατά την προληπτική
αστυνομική δράση, στο πλαίσιο, δηλαδή, αστυνομικών ενεργειών για την πρόληψη
και αποκάλυψη αξιόποινων πράξεων, και κατά την κατασταλτική αστυνομική δράση,
κατά τη σύλληψη δηλαδή για ήδη τελεσθέν αδίκημα.
Α. Προσβολές κατά την προληπτική αστυνομική δράση
Στο πεδίο της προληπτικής αστυνομικής δράσης, η κατάχρηση αστυνομικής
εξουσίας οδηγεί σε προσβολές της προσωπικής ελευθερίας και της τιμής, μέσω,
κυρίως, των προσαγωγών πολιτών στα αστυνομικά τμήματα και της διενέργειας
προληπτικών σωματικών ερευνών. Οι προσβολές αυτές οφείλονται, όπως θα
(2015) 1 PRO JUSTITIA
3 |
φανεί από τα παρακάτω, στην πρακτική στρεβλή εφαρμογή του σχετικού
νομοθετικού πλαισίου από τους αστυνομικούς.
1. Οι προσαγωγές
Σε σχέση με τις προσαγωγές, αυτές πραγματοποιούνται χωρίς να συντρέχει
δικονομικά επιτρεπτή περίπτωση σύλληψης, κατ’ άρθρο 6 παρ.1 του Συντάγματος,
χωρίς, δηλαδή, την επίδοση εντάλματος σύλληψης ή την απόδοση κατηγορίας για
τέλεση αυτόφωρου αδικήματος.
1.1. Νομική βάση για την πραγματοποίησή τους αποτελεί το άρθρο 74
παρ.15 θ του π.δ.141/1991, που επιτρέπει την προσαγωγή ατόμων που
«στερούνται στοιχείων αποδεικτικών της ταυτότητάς τους ή εξαιτίας του τόπου,
του χρόνου, των περιστάσεων και της συμπεριφοράς τους δημιουργούν υπόνοιες
διάπραξης εγκληματικής ενέργειας…».
1.2. Πρώτιστο ζήτημα αποτελεί η διερεύνηση της φύσης της προσαγωγής ως
στερητικού ή περιοριστικού της ελευθερίας μέτρου, καθώς αν πρόκειται για
περιορισμό της ελευθερίας αρκεί η πρόβλεψή του στο νόμο, ενώ αν πρόκειται για
στέρηση αυτής, θα πρέπει να συντρέχουν οι διαδικαστικές προϋποθέσεις του άρθρου
6 παρ.1 Σ, όπως επίσης και οι περαιτέρω εγγυήσεις του άρθρου 5 της ΕΣΔΑ, το
οποίο εφαρμόζεται μόνο για τα στερητικά της ελευθερίας μέτρα, ενώ για τα
περιοριστικά εφαρμόζεται το άρθρο 2 του 4ου
Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της.
Ακόμη κι αν γίνει δεκτή η κρατούσα άποψη ότι πρόκειται για περιορισμό της
προσωπικής ελευθερίας, λόγω της μικρής χρονικής διάρκειας,1
η τυπική
συνταγματικότητα της διάταξης αμφισβητείται, καθώς ο περιορισμός αυτός, κατ’
άρθρο 5 παρ.3 Σ, πρέπει να προβλέπεται σε τυπικό νόμο ή σε κανονιστική πράξη
που εκδόθηκε βάσει εξουσιοδότησης τυπικού νόμου.2
Οι σχετικές, όμως, ρυθμίσεις
του π.δ. δεν στηρίζονται στη νομοθετική εξουσιοδότηση, που δόθηκε από τα άρθρα
11, 12, 18 και 33 του νόμου 1481/1984, τα οποία παρέχουν εξουσιοδότηση για τη
1
Βλ. Α. Καρρά, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 2007, σελ.393 Π. Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά
Δικαιώματα, 2012, σελ.197Α. Τάχου, Δίκαιο της δημόσιας τάξης, 1990, σελ.82Θ. Δαλακούρα, Αρχή της
αναλογικότητας και μέτρα δικονομικού καταναγκασμού, 1993, σελ.265 επ.Κ. Βουγιούκα,
Προβληματισμοί σχετικοί με τη σύλληψη και κράτηση του ατόμου στο χώρο του Ελληνικού Ποινικού
Δικονομικού Δικαίου, Υπερ 1994,751-2.
2
Βλ. Α. Μάνεση, Ατομικές Ελευθερίες, 1982, σελ.68Π. Δαγτόγλου, ό.π., σελ.198Κ. Χρυσόγονου,
Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 2006, σελ.76 επ.. Αντίθετα, ο Γ. Βλάχος, Το Σύνταγμα της Ελλάδος,
1979, σελ.78-79, απαιτεί την πρόβλεψη σε τυπικό νόμο, όπως και ο ΣτΠ στο Πόρισμά του με θέμα:
«Νόμιμες προϋποθέσεις προσαγωγών και αστυνομικών ερευνών», Ιούνιος 2003, σελ.4 και ο Α.
Καρράς, ό.π., σελ.394.
(2015) 1 PRO JUSTITIA
4 |
ρύθμιση θεμάτων σχετικά με τη διάρθρωση και οργάνωση της αστυνομίας και όχι για
τη θέση περιορισμών της προσωπικής ελευθερίας.3
Η παλαιότερη, αντίθετα, θέση του Μάνεση4
ότι πρόκειται για στέρηση της
ελευθερίας, αντίθετη στο άρθρο 6 παρ.1 Σ, ενισχύεται και από τη σχετική νομολογία
του ΕΔΔΑ. Το τελευταίο, υιοθετώντας σημαντικές θέσεις για τη διάκριση μεταξύ
στέρησης και περιορισμού της ελευθερίας, δεν δεσμεύεται από το νομικό
χαρακτηρισμό του μέτρου από το κράτος5
, αλλά ανάγει σε κρίσιμο στοιχείο τη
συγκεκριμένη κατάσταση του ατόμου6
, συνεκτιμώντας δεδομένα, όπως το είδος, η
διάρκεια, τα αποτελέσματα και ο τρόπος εφαρμογής του επίμαχου μέτρου,7
ενώ η
μικρή χρονική διάρκεια εφαρμογής του δεν αναιρεί τον χαρακτήρα του ως στερητικού
της ελευθερίας.8
Βάσει, λοιπόν, των ανωτέρω, όταν το άτομο με τη χρήση βίας και συνήθως με
χειροπέδες μεταφέρεται στο αστυνομικό τμήμα, το κρίσιμο κατά το ΕΔΔΑ στοιχείο
του καταναγκασμού9
συντρέχει και είναι ενδεικτικό της στέρησης, κι όχι απλώς του
περιορισμού, της ελευθερίας του, αφού βρίσκεται έστω και προσωρινά υπό την
απόλυτη φυσική εξουσία των κρατικών οργάνων με σκοπό ή αποτέλεσμα την
στέρηση της ελευθερίας του, όπως και ο συλληφθείς.10
Επομένως, μία προσαγωγή
υπ’ αυτές τις συνθήκες, αποτελεί κατ’ ορθότερη εκδοχή στέρηση της ελευθερίας και
αντιβαίνει στο άρθρο 6 παρ.1 Σ.
Σημειωτέον, επίσης, ότι το ΕΔΔΑ ερμηνεύοντας το άρθρο 5 παρ.1 της ΕΣΔΑ
σχετικά με τα στερητικά της ελευθερίας μέτρα θέτει αυστηρές εγγυήσεις για την
κατάφαση της νομιμότητάς τους. Ειδικότερα, έχει κρίνει ότι ο νόμος που προβλέπει
τέτοια μέτρα πρέπει να είναι εύληπτος και επαρκώς ακριβής, ώστε να μην αφήνονται
περιθώρια επιλεκτικής δράσης και αυθαιρεσίας στις αστυνομικές αρχές,11
όπως
3
Βλ. έτσι και Α. Καρρά, ό.π., σελ. 394Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Κατάχρηση εξουσίας και ανθρώπινα
δικαιώματα, 2013, σελ. 8 Πόρισμα Σ.τ.Π., ό.π., σελ.4 Α. Ζαχαριάδη, Οι προληπτικές σωματικές
έρευνες, η αρχή της αναγκαιότητας και η προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, Υπερ 1995,1241.
4
Βλ. Α. Μάνεση, ό.π., σελ. 176-7. Έτσι και Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, ό.π., σελ.7.
5
ΕΔΔΑ, Creangaκ. Ρουμανίας, 23.2.2012, παρ.92.
6
ΕΔΔΑ, Guzzardi κ. Ιταλίας, 6.11.1980, παρ.92-95Engel κ.α. κ. Ολλανδίας 8.6.1976, παρ.59, 61-63.
7
ΕΔΔΑ, Amuur κ. Γαλλίας, 25.6.1996, παρ.42Iskandarov κ. Ρωσίας, 23.9.2010, παρ.139.
8
ΕΔΔΑ, Gillan και Quinton κ. Αγγλίας, 12.1.2010, παρ.57.
9
ΕΔΔΑ, Foka κ. Τουρκίας, 24.6.2008, παρ.77-79Nolan και Κ. κ. Ρωσίας, 12.2.2009, παρ.93-96.
10
Βλ. Π. Δαγτόγλου, ό.π., σελ.197.
11
ΕΔΔΑ, Bozano κ. Γαλλίας, 18.12.1986, παρ.59Bouamar κ. Βελγίου, 29.2.1988, παρ.47Conka κ.
Βελγίου, 5.2.2002, παρ.39.
(2015) 1 PRO JUSTITIA
5 |
επίσης και προβλέψιμος στην εφαρμογή του.12
Περαιτέρω, σχετικά με την κράτηση
στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών κατ’ άρθρο 5 παρ.1 περ.γ της Σύμβασης, το ΕΔΔΑ
έκρινε ότι η εύλογη υπόνοια τέλεσης αδικήματος προϋποθέτει την ύπαρξη γεγονότων
ή πληροφοριών που θα ικανοποιούσαν έναν αντικειμενικό παρατηρητή ότι το
εμπλεκόμενο άτομο μπορεί να έχει διαπράξει αδίκημα.13
Η καταδίκη κατά το
παρελθόν για πράξεις τρομοκρατίας δεν αρκεί αφ’ εαυτής ως βάση υποψίας,14
παρότι το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι οι υποθέσεις τρομοκρατίας ανήκουν σε μία
ιδιαίτερη κατηγορία. Τέλος, η στέρηση της ελευθερίας θα πρέπει να συμβαδίζει και με
τον σκοπό του άρθρου 5, δηλαδή, την προστασία του ατόμου από την κρατική
αυθαιρεσία,15
η οποία εκδηλώνεται και όταν οι αρχές επιδεικνύουν κακή πίστη ή
διάθεση εξαπάτησης του πολίτη16
ή όταν δεν εφαρμόζουν τη σχετική νομοθεσία
σύμφωνα με το πνεύμα της.1718
1.3. Πέραν, τώρα, του χαρακτήρα του μέτρου, όπως προκύπτει από τη
διατύπωση της διάταξης του άρθρου 74 παρ. 15θ του π.δ. 141/1991, η επίδειξη
δελτίου αστυνομικής ταυτότητας αποκλείει την προσαγωγή, ενώ αν δεν καταστεί
δυνατή η βεβαίωση των στοιχείων, οι ερωτήσεις που διατυπώνονται στον
προσαχθέντα στο τμήμα πολίτη οφείλουν να περιορίζονται στα απολύτως αναγκαία
για την εξακρίβωση στοιχεία και η παραμονή του στο τμήμα δεν πρέπει να ξεπερνά
τον απολύτως αναγκαίο για τον σκοπό της προσαγωγής, χρόνο. Η προσαγωγή,
βέβαια, επιτρέπεται, ακόμη κι αν βεβαιώθηκε η ταυτότητα του ατόμου, εάν υπάρχουν
υπόνοιες διάπραξης εγκλήματος.
Αυτό που συμβαίνει στην πράξη είναι να προσάγονται πολίτες ακόμη κι αν
επιδεικνύουν την ταυτότητά τους ή δεν υφίσταται καμία αντικειμενική ένδειξη τέλεσης
εγκλήματος από αυτούς19
. Οι προσαγωγές αυτές αποτελούν συνήθως επακόλουθο
της διενέργειας οργανωμένων αστυνομικών επιχειρήσεων σε χώρους υψηλής
εγκληματικότητας (π.χ. πλατεία Εξαρχείων), ενώ για τη νομιμοποίησή τους οι
αστυνομικοί επικαλούνται σε αναφορές τους, την υψηλή εγκληματικότητα του χώρου,
12
ΕΔΔΑ, Medvedyev κ. Γαλλίας, 29.3.2010, παρ.80Steel κ.α. κ. Αγγλίας, 23.9.1998, παρ.54.
13
ΕΔΔΑ, Labita κ. Ιταλίας, 6.4.2000, παρ.155Ipek κ.α. κ. Τουρκίας, 3.2.2009, παρ.29.
14
ΕΔΔΑ, Fox, Campbell, Hartley κ. Αγγλίας, 30.8.1990, παρ.35.
15
ΕΔΔΑ, Bozano, ό.π., παρ.54ChitayevChitayev κ. Ρωσίας, 18.1.2007, παρ.172.
16
ΕΔΔΑ, Bozano, ό.π., παρ.59-60Conka, ό.π., παρ.44-6.
17
ΕΔΔΑ, Benham κ. Αγγλίας, 10.6.1996, παρ.47Liu κ. Ρωσίας, 6.12.2007, παρ.82.
18
Βλ. ως περίπτωση παραπλανητικής και καταχρηστικής σχετικής πρακτικής την αναφερόμενη στο
έγγραφο ΣτΠ 623.01.2.2/5.3.2001, ΠοινΧρ 2002,740-1, με σημείωση Ε. Φυτράκη.
19
Βλ. Πόρισμα Σ.τ.Π., ό.π..
(2015) 1 PRO JUSTITIA
6 |
ότι οι προσαγόμενοι «περιφέρονται ύποπτα» σ’ αυτόν ή «αδυνατούν να
δικαιολογήσουν την παρουσία τους» εκεί, σαν να είναι υποχρεωμένοι οι πολίτες να
λογοδοτούν για την κίνησή τους σε δημόσιους χώρους ακόμα, δε, και την «αρνητική»
τους συμπεριφορά.
Χαρακτηριστικά σε μία, από τις πολλές καταγγελθείσες στο ΣτΠ περιπτώσεις,
κρίθηκαν ύποπτοι νεαροί που δήλωσαν ότι πάνε για μπάνιο, ενώ αυτό ερχόταν σε
αντίθεση με την αμφίεσή τους, καθώς φορούσαν παντελόνια τζιν και μπλούζες.20
2. Οι προληπτικές σωματικές έρευνες
2.1 Αντίστοιχη είναι η νομοθετική βάση και για τη διενέργεια των
προληπτικών σωματικών ερευνών.21
Οι έρευνες αυτές δεν ανήκουν στις γνωστές
και ρυθμιζόμενες από τον ΚΠΔ (άρθρα 253,257) έρευνες, οι οποίες επιτελούν
κατασταλτική λειτουργία, με σκοπό την εξιχνίαση εγκλήματος που τελέστηκε ήδη και
τη σύλληψη του δράστη, εντασσόμενες, έτσι, στα πλαίσια κάποιας εκκρεμούς
ποινικής διαδικασίας και διενεργούμενες είτε στο στάδιο της αστυνομικής
προανάκρισης κατ’ άρθρο 243 παρ.2 ΚΠΔ, είτε κατόπιν άσκησης ποινικής δίωξης,
στο στάδιο της κύριας ανάκρισης ή της προανάκρισης.
Ειδικότερα, το άρθρο 96 παρ. 3β του ίδιου π.δ. προβλέπει ότι γίνονται
«…όταν υπάρχει σοβαρή υπόνοια τελέσεως αξιοποίνου πράξεως ή απόλυτη
ανάγκη».
2.2. Στην πράξη,22
οι σωματικές αυτές έρευνες διενεργούνται συνήθως σε
δημόσιο χώρο υπό κοινή θέα, με την απειλή όπλου και το βίαιο εξαναγκασμό του
ατόμου να λάβει συγκεκριμένη θέση προς διενέργεια του ελέγχου και προς
εξασφάλιση της προστασίας των αστυνομικών.23
Οι έρευνες γίνονται ακόμα και χωρίς
τη συνδρομή υπονοιών τέλεσης εγκλήματος, ενώ για τη νομιμοποίησή τους
προσάπτεται συχνά στους ελεγχόμενους «αρνητική συμπεριφορά» και εκδήλωση
αρνητικής πεποίθησης για τη νομιμότητα της έρευνας, ενώ παρατηρείται και διακριτική
επιλογή των ερευνώμενων προσώπων, καθώς προτιμώνται αλλοδαποί ή πολίτες με
ιδιαίτερα εξωτερικά χαρακτηριστικά.
20
Βλ. την υπ’ αριθμ. πρωτ.6004/15/59–στ΄/8.1.2003 αναφορά ΔιευθΑστυνΝοτιοανΑττ.
21
Βλ. Α. Ζαχαριάδη, ό.π., Υπερ 1995,1237 επ.Π. Μπρακουμάτσου, Το επιτρεπτό ή μη των
προληπτικών σωματικών ερευνών, ΠοινΧρ 1987,124 επ.
22
Βλ. Πόρισμα Σ.τ.Π., ό.π., σελ.2 επ..
23
Βλ. σχετικά το άρθρο 6 παρ.2 της υπ’ αριθμ.13/93 «Κανονιστικής Διαταγής».
(2015) 1 PRO JUSTITIA
7 |
Ενδεικτική είναι η περίπτωση24
όπου ένας επιβάτης οχήματος και μάλιστα, όχι
ο οδηγός, θεωρήθηκε από αστυνομικούς ύποπτος τέλεσης εγκλήματος, μολονότι δεν
υπήρχε προς τούτο καμία αντικειμενική ένδειξη. Απέναντι στην άρνησή του να υποστεί
σωματική έρευνα, οι αστυνομικοί χρησιμοποίησαν υπέρμετρη βία, με αποτέλεσμα τον
σοβαρό τραυματισμό του. Στην περίπτωση αυτή ο Εισαγγελέας δεν άσκησε ποινική
δίωξη σε βάρος του εν λόγω προσώπου για αντίσταση κατά της αρχής (άρθρο 167
ΠΚ) ή απείθεια (άρθρο 169 ΠΚ), καθώς έκρινε μη νόμιμη τη σχετική ενέργεια των
αστυνομικών.
Σημειωτέον ότι τα άρθρα 167 και 169 ΠΚ προϋποθέτουν γενικά νόμιμη
πρόσκληση και επιχείρηση νόμιμης υπηρεσιακής ενέργειας, ενώ σύμφωνα με τον
καθηγητή Μανωλεδάκη25
στην περίπτωση της απείθειας (αντίστοιχα και για την
αντίσταση) η νομιμότητα (της πρόσκλησης και της υπηρεσιακής ενέργειας)
περιλαμβάνει μεταξύ των άλλων την ουσιαστική συμφωνία της πρόσκλησης με το
Σύνταγμα και τους νόμους, την όμοια συμφωνία της υπηρεσιακής ενέργειας που
πρόκειται να εκτελεστεί, καθώς και τη συνταγματικότητα του νόμου που προβλέπει
την υποχρέωση του πολίτη για παροχή συνδρομής, η οποία ανήκει στην ευρύτερη
«νομιμότητα» της πρόσκλησης. Καθώς, όμως, οι ρυθμίσεις των άρθρων 94 και 96
παρ.2 του π.δ. κρίνονται από τη θεωρία (τουλάχιστον τυπικά) αντισυνταγματικές,
κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, έτσι και η πρόσκληση που στηρίζεται σ’ αυτές δεν
μπορεί να είναι νόμιμη.26
3. Συμπεράσματα
3.1. Όπως, λοιπόν, προκύπτει από τα παραπάνω και, ιδίως, από τα
παραδείγματα που αναφέρθηκαν, η στρεβλή πρακτική εφαρμογή των σχετικών
διατάξεων οφείλεται, κυρίως, στο γεγονός ότι οι αστυνομικοί δίνουν στην έννοια της
υπόνοιας αμιγώς υποκειμενικό περιεχόμενο.
Σε σχέση, δε, με τις σωματικές έρευνες η διάταξη παρουσιάζει επιπλέον
προβλήματα. Συγκεκριμένα, επισημαίνεται27
η παραβίαση με τη διάταξη της
συνταγματικής αρχής της αναγκαιότητας, που (πρέπει να) διέπει όλες τις επαχθείς
«πράξεις δικονομικού καταναγκασμού»,28
ενόψει της μη ειδικής και συγκεκριμένης
24
Βλ. ΑναφοράΕισΠρωτΛάρισας 54/29.12.2005, ΠοινΧρ 2005,276.
25
Βλ. Ι. Μανωλεδάκη, Προσβολές κατά της πολιτειακής εξουσίας, 1994, σελ.109.
26
Έτσι οι Π. Μπρακουμάτσος, ό.π., ΠοινΧρ 1987,126 και Α. Ζαχαριάδης, ό.π., Υπερ 1995,1245.
27
Βλ. Α. Ζαχαριάδη, ό.π., Υπερ 1995, 1244.
28
Βλ. Ν. Ανδρουλάκη, Οι θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, 2012 σελ. 298-9.
(2015) 1 PRO JUSTITIA
8 |
αναφοράς των επιδιωκόμενων σκοπών των ερευνών αυτών (πέραν των γενικών
σκοπών του άρθρου 94) και της έλλειψης περαιτέρω εξειδίκευσης του εννοιολογικά
ευρέος όρου της απόλυτης ανάγκης. Έχει υποστηριχθεί,29
βέβαια, και ότι η
προϋπόθεση της ύπαρξης σοβαρής υπόνοιας τέλεσης εγκλήματος δεν έχει
ουσιαστική σημασία στις προληπτικές έρευνες, καθώς εάν υπάρχει πράγματι τέτοια
σοβαρή υπόνοια, τότε οι διενεργούμενες έρευνες θα εντάσσονται στην αστυνομική
προανάκριση κατ’ άρθρο 243 παρ.2 ΚΠΔ, έχοντας χαρακτήρα κατασταλτικό. Σχετικά,
πάντως, με τα ρευστά όρια μεταξύ προληπτικής έρευνας και κατασταλτικής τοιαύτης
κατ’ άρθρο 243 παρ.2 ΚΠΔ, τίθεται περαιτέρω το ερώτημα30
αν είναι ανεκτό η φύση
μιας τέτοιας έρευνας να κρίνεται εκ των υστέρων και με βάση το αποτέλεσμά της, με
την έννοια ότι εάν η έρευνα καταλήξει σε αρνητικό αποτέλεσμα ως προς την τέλεση
εγκλήματος, παραμένει προληπτική, ενώ αν οδηγήσει σε κάποια ευρήματα, τότε
αποκτά κατασταλτικό χαρακτήρα και μεταπίπτει σε προανακριτική του άρθρου 243
παρ.2 ΚΠΔ. Το όλο ζήτημα δεν είναι θέμα απλού χαρακτηρισμού της εκάστοτε
έρευνας, αλλά συναρτάται με την ιδιότητα και τα δικαιώματά του καθ’ ου η έρευνα σε
καθεμιά περίπτωση.
3.2. Η ορθή, ωστόσο, ερμηνεία των σχετικών διατάξεων αποτυπώθηκε στο
φυλλάδιο που εξέδωσε το Υπουργείο Δημόσιας Τάξηςσε συνεργασία με το ΣτΠ το
καλοκαίρι του 2004, με τίτλο «Πρακτικός Οδηγός Επαφής του Αστυνομικού με τον
Πολίτη κατά την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων»31
και με ισχύ μόνο για την
περίοδο των Αγώνων.
Στον Οδηγό προβλέφθηκε ειδικότερα ότι η ακινητοποίηση, έρευνα και
σύλληψη προσώπων… επιτρέπεται να λάβουν χώρα μόνο εάν η αστυνομία έχει
σοβαρές υποψίες ότι έχει παραβιαστεί ο νόμος. «Οι σοβαρές υποψίες πρέπει να
βασίζονται σε αντικειμενικώς εύλογα δεδομένα σχετικά με τη συμπεριφορά του
ατόμου…». «Κρίσιμα είναι τα στοιχεία της συμπεριφοράς του ατόμου» τα οποία
πρέπει να είναι σε θέση να περιγράψει ο αστυνομικός, ενώ «δεν επιτρέπεται να
ακινητοποιήσει, ερευνήσει ή συλλάβει, με βάση αυθαίρετη κρίση ή εικασία, με βάση
το γεγονός ότι ένα πρόσωπο κινείται σε περιοχή υψηλής εγκληματικότητας, με βάση
χαρακτηριστικά του ατόμου…, ή την απροθυμία συμμόρφωσης σε απλές υποδείξεις
της αστυνομίας».
29
Βλ. Α. Ζαχαριάδη, ό.π., Υπερ 1995,1240, με περαιτέρω παραπομπές.
30
Βλ. Ν. Λίβου, ΠοινΧρ.ΜΕ,433,παρατηρήσεις σε ΑΠ(Συμβ) 115/1995.
31
Ηttp://www.synigoros.gr/resources/toolip/doc/2011/01/19/astinomia-fylladio.pdf.
(2015) 1 PRO JUSTITIA
9 |
Η έκδοση, πάντως, ενός τέτοιου Οδηγού και ειδικά σε μία τόσο σημαίνουσα
περίσταση υποδηλώνει τη γνώση και έμμεση παραδοχή εκ μέρους της Πολιτείας των
προβλημάτων που ανακύπτουν από τις αστυνομικές πρακτικές στον τομέα αυτό
προληπτικής αστυνομικής δράσης.
3.3. Το ερμηνευτικό συμπέρασμα που απορρέει, συνεπώς, από τον Οδηγό
και επιτάσσεται από την ασφάλεια δικαίου είναι να νοούνται ως «υπόνοιες» μόνο οι
εξατομικευμένες αντικειμενικές ενδείξεις τέλεσης συγκεκριμένου αδικήματος,
που πρέπει να συνδέονται με τη συμπεριφορά του ατόμου και να αποδεικνύονται
από τους αστυνομικούς.32
Οι προσαγωγές, επομένως, και οι προληπτικές σωματικές έρευνες, θα πρέπει
κατ’ ορθότερη εκδοχή να συνδέονται σε κάθε περίπτωση με την αποκάλυψη τέλεσης
εγκλήματος, ενώ δεν είναι δικαιοκρατικά ανεκτό να εξυπηρετούν, όπως έχει
υποστηριχθεί33
, αμιγώς προληπτικούς σκοπούς, ενόψει του επαχθούς,
καταναγκαστικού τους χαρακτήρα και των σοβαρών περιορισμών που συνεπάγονται
για την προσωπική ελευθερία του πολίτη. Άλλωστε, στην περίπτωση που γινόταν
δεκτό ότι οι υπόνοιες αφορούν πράξεις που θα τελεστούν, γίνεται εύκολα αντιληπτό
ότι η ανασφάλεια δικαίου θα ήταν ιδιαίτερα μεγάλη, δεδομένης της δυσχέρειας –αν
όχι της αδυναμίας- προσδιορισμού με όρους αντικειμενικούς του πότε κάποιος είναι
ύποπτος στο επίπεδο της καθαρά προληπτικής αστυνόμευσης και των τυχαίων
ελέγχων, προσδιορισμός που θα επαφιόταν, τότε, αποκλειστικά στην υποκειμενική
κρίση, την εμπειρία και τις πνευματικές ικανότητες κάθε αστυνομικού. Την συσταλτική
ερμηνεία των σχετικών διατάξεων υπαγορεύει, άλλωστε, και η αμφίβολη τυπική, αλλά
και ουσιαστική σχετικά με επιμέρους προβλέψεις, συνταγματικότητα του
συγκεκριμένου π.δ..
3.4. Ο περιορισμός, βέβαια, στα παραπάνω ερμηνευτικά συμπεράσματα δεν
αρκεί, αλλά χρειάζονται, κυρίως, δύο πράγματα.
Πρώτον, οι παραδοχές αυτές θα πρέπει να ενταχθούν πια σ’ ένα νέο, σαφές
νομοθετικό κείμενο, απαλλαγμένο από ασαφείς και γενικόλογες διατυπώσεις, που θα
προσδιορίζει με αντικειμενικούς όρους τις ακριβείς προϋποθέσεις και τους σκοπούς
32
Βλ. έτσι και Πόρισμα Σ.τ.Π., ό.π., σελ.5.
33
Βλ. Ν. Λίβου, παρατηρήσεις σε ΑΠ 696/1999, ΠοινΧρ 2000,318 επ.του ίδιου, Η δικονομική θέση των
καθ’ ων υφίστανται υπόνοιες περί τελέσεως εγκλήματος, ΠοινΧρ 1995,1103 επ. ΓνωμΕισΑΠ 16/2007,
ΠοινΔικ 2008,431 επ.
(2015) 1 PRO JUSTITIA
10 |
της νόμιμης προληπτικής αστυνομικής δράσης και θα στοιχίζεται με τις τρέχουσες
αξιώσεις σχετικά με την προάσπιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ατομικών
ελευθεριών, ώστε να επιτυγχάνεται οπεριορισμός τους στο πλαίσιο που επιβάλλουν το
Σύνταγμα και τα διεθνή κείμενα. Είναι φανερό, άλλωστε, ότι η διατύπωση των σχετικών
διατάξεων δεν περιέχει τη μέγιστη δυνατή ακρίβεια προκειμένου για περιορισμούς
δικαιωμάτων, αλλά το ίδιο το γράμμα του νόμου και, ιδίως, η έννοια των υπονοιών
ευνοεί ίσως την στρεβλή εφαρμογή των σχετικών προβλέψεων, καταλείποντας
περιθώρια υποκειμενικών εκτιμήσεων και διακριτικής ευχέρειας στους αστυνομικούς
για το χαρακτηρισμό ατόμων ως υπόπτων. Προς την κατεύθυνση αυτή σκόπιμη θα
ήταν, για παράδειγμα, η αντικατάσταση του όρου υπόνοιες από τον όρο ενδείξεις και
μάλιστα εξατομικευμένες και αντικειμενικές.
Δεύτερον, εξίσου σημαντική κρίνεται και η ενημέρωση των αστυνομικών
σχετικά με το περιεχόμενο και την ορθή ερμηνεία του νόμου34
και, ιδίως, η εμπέδωση
της υποχρέωσης σεβασμού των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Τούτο
καθίσταται επιβεβλημένο, καθώς όπως προκύπτει από πορίσματα αστυνομικών
ερευνών, οι αστυνομικοί διαθέτουν παγιωμένες, αλλά εσφαλμένες αντιλήψεις σχετικά
με τα νόμιμα όρια χρήσης βίας από μέρους τους. Έτσι, λοιπόν, ο επαναπροσδιορισμός
των παγιωμένων αυτών αντιλήψεών τους κρίνεται αναγκαίος, ώστε να μην
εξυπηρετείται τίποτε άλλο από τα αστυνομικά όργανα πέραν της προστασίας των
δικαιωμάτων και της ασφάλειας των πολιτών, όπως υπαγορεύει, άλλωστε, και ο
θεσμικός τους ρόλος.
Β. Προσβολές κατά την κατασταλτική αστυνομική δράση
Στο πεδίο, τώρα, της κατασταλτικής αστυνομικής δράσης το νομοθετικό
πλαίσιο είναι απολύτως σαφές και ρητό, χωλαίνει, ωστόσο, η τήρησή του από τους
αστυνομικούς. Ακόμη και στις περιπτώσεις νόμιμης σύλληψης, λοιπόν, η υπέρβαση
των νόμιμων ορίων δράσης οδηγεί εν προκειμένω σε προσβολές της τιμής, της
ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της σωματικής ακεραιότητας.
Συγκεκριμένα, τα άρθρα 278 παρ. 2 ΚΠΔ, 119 περ.δ του προαναφερθέντος
π.δ. και 3 περ.α του Κώδικα Δεοντολογίας Αστυνομικών (π.δ.254/2004) προβλέπουν
ότι οι αστυνομικοί πρέπει να συμπεριφέρονται με κάθε δυνατή ευγένεια στο
συλληφθέντα, να σέβονται την τιμή του και να τον δεσμεύουν μόνο αν αντιστέκεται
με τη χρήση βίας ή κρίνεται ύποπτος φυγής, βάσει της προηγούμενης
συμπεριφοράς του.
34
Βλ. σχετικά το υπ’ αριθμ. 7100/22/4α/2005 έγγραφο του Αρχηγείου της ΕΛΑΣ.
(2015) 1 PRO JUSTITIA
11 |
Η χρήση χειροπέδων, άλλωστε, κρίνεται γενικά συμβατή με το άρθρο 3 της
ΕΣΔΑ, εφόσον σχετίζεται με νόμιμη σύλληψη και δεν συνεπάγεται χρήση βίας ή
δημόσια έκθεση, πέραν του αναγκαίου, ανά περίσταση, μέτρου.35
Συνιστά, όμως,
εξευτελιστική μεταχείριση όταν η σύλληψη δεν είναι νόμιμη, περιλαμβάνει χρήση βίας
ασύνδετη με τη συμπεριφορά του ατόμου, δηλαδή με αντίστασή του, προσπάθεια
διαφυγής ή απόπειρα πρόκλησης τραυματισμού, βλάβης ή εξαφάνισης των
αποδείξεων, εφόσον η δέσμευση επηρέασε την πνευματική του κατάσταση ή έγινε με
σκοπό τον εξευτελισμό του.36
Ο δημόσιος χαρακτήρας της μεταχείρισης συνιστά
επιβαρυντικό στοιχείο για την κατάφαση σκοπού εξευτελισμού, αλλά για τον
τελευταίο ενδέχεται να αρκεί η ταπείνωση του θύματος και μόνο στα δικά του μάτια.37
Η συνήθης εν προκειμένω πρακτική της αστυνομίας περιλαμβάνει τη
σύλληψη συχνά σε δημόσιο χώρο, ακόμη και παρουσία Μ.Μ.Ε., συνοδευόμενη από
απαξιωτική συμπεριφορά, χρήση βίας και τον εξαναγκασμό του ατόμου να γονατίσει.
Η, δε, χρήση χειροπέδων επιβάλλεται σχεδόν πάντοτε,38
ανεξάρτητα από τη
συμπεριφορά και την επικινδυνότητα του συλληφθέντος, ακόμη δηλαδή κι αν αυτός
δεν αντιστέκεται ή δεν προσπαθεί να διαφύγει.
Τέλος, η παρατηρούμενη συνήθως χρήση υπέρμετρης βίας κατά τη σύλληψη
καταλήγει συχνά σε πρόκληση σωματικών βλαβών, ενώ μπορεί να θεωρηθεί ακόμη
και απάνθρωπη μεταχείριση, κατ’ άρθρο 3 της ΕΣΔΑ. Αυτό συμβαίνει όταν η βία
υπερβαίνει το απολύτως αναγκαίο για την πραγματοποίηση της σύλληψης μέτρο,39
συνεκτιμώντας τις συνθήκες κάθε περίπτωσης, όπως την πραγματοποίηση της
σύλληψης στο πλαίσιο μιας αιφνιδιαστικής ή, αντίθετα, μιας προσχεδιασμένης και
οργανωμένης επιχείρησης, που επιτρέπει την αποφυγή της βίας.40
ΙΙ. Α. Ανθρώπινη Ζωή
1. Προϋποθέσεις νόμιμης αφαίρεσης της ζωής κατά το ά. 2 ΕΣΔΑ
α. Γενικά
35
ΕΔΔΑ, Raninen, κ. Φινλανδίας, 16.12.1997, παρ.56, 57.
36
ΕΔΔΑ, Raninen, ό.π., παρ.56, 58.
37
ΕΔΔΑ, Raninen, ό.π, παρ.55Tyrer κ. Αγγλίας, 25.4.1978, παρ.32.
38
Βλ. Πόρισμα ΣτΠ, ό.π., σελ.1 επ.
39
ΕΔΔΑ, Egmez κ. Κύπρου, 21.12.2000, παρ.78.
40
ΕΔΔΑ, Rehbock κ. Σλοβενίας, 28.11.2000, παρ.72Egmez κ. Κύπρου, 21.12.2000, παρ.76.
(2015) 1 PRO JUSTITIA
12 |
Υπάρχουν περιπτώσεις που η αστυνομική βία μπορεί να οδηγήσει σε
απώλεια της ανθρώπινης ζωής των πολιτών ή και σε βαριά σωματική βλάβη. Το
ζητούμενο και σ’ αυτήν την περίπτωση είναι να ανευρεθεί το αναγκαίο μέτρο που
πρέπει να τηρείται από τον αστυνομικό προκειμένου το άδικο των πράξεων της
ανθρωποκτονίας ή της σωματικής βλάβης να αρθεί. Καμία ανθρώπινη ζωή δεν
στερείται αξίας, ωστόσο η προστασία της όπως συνάγεται από σειρά διατάξεων είναι
σχετική.
Το σταθμιστικό πλαίσιο που καθορίζει τις προϋποθέσεις νόμιμης αφαίρεσής
της αναλύεται λεπτομερώς στο άρθρο 2 της ΕΣΔΑ, από τα πιο σημαντικά άρθρα της
Σύμβασης, για το οποίο δεν επιτρέπονται παρεκκλίσεις ούτε με βάσει το ά.15§2.
Σύμφωνα μ’ αυτό, η χρήση θανατηφόρας βίας θα πρέπει ήταν απολύτως αναγκαία.
Έτσι, για να δικαιολογηθεί η υποχώρηση της ζωής, σε αντίθεση με τα δικαιώματα
που προστατεύονται στα άρθρα 8 έως 11, όπως η ελευθερία της έκφρασης ή η
θρησκευτική ελευθερία, δεν αρκεί να εξυπηρετείται απλά μία «πιεστική κοινωνική
ανάγκη», αλλά απαιτείται μια στενή σχέση αναλογίας της βαρύτητας της
χρησιμοποιούμενης βίας με την επιτυχία των επιδιωκόμενων στόχων.41
Αξίζει πάντως να σημειωθεί πως το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ερμηνεύει το
κριτήριο της απόλυτης αναγκαιότητας και με υποκειμενικά κριτήρια, όπως αυτό της
ειλικρινούς πίστης («honest belief») που δημιουργείται στους αστυνομικούς σχετικά
με την ύπαρξη των προϋποθέσεων νόμιμης χρήσης βίας, ανεξάρτητα αν εκ των
υστέρων επιβεβαιώνονται ή όχι. Διαφορετικά, κατά την κρίση του θα θέταμε
υπέρμετρο βάρος στο κράτος και τις δυνάμεις ασφαλείας, σε βάρος της ζωής τους
και πιθανόν της ζωής άλλων ανθρώπων.42
Το Δικαστήριο οδηγείται στη λήψη υπόψη και υποκειμενικών στοιχείων γιατί,
όπως επισημαίνει δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη δική του εκτίμηση της
κατάστασης με αυτή του οργάνου του κράτους, το οποίο σε κάθε περίπτωση έπρεπε
να αντιδράσει στην ένταση της στιγμής για να αποσοβήσει έναν κίνδυνο για τη ζωή
του, ο οποίος λογικά πίστευε ότι υπάρχει.43
Έτσι, για παράδειγμα, αν οι αστυνομικοί
στηριχθούν σε βάσιμες πληροφορίες ότι ετοιμάζεται τρομοκρατικό χτύπημα από
συγκεκριμένο πρόσωπο, δεν πράττουν άδικα αν κατά τη διάρκεια οργανωμένης
επιχείρησης καταστολής θανατώσουν το πρόσωπο αυτό. Έτσι έκρινε το Δικαστήριο
σε Ευρεία Σύνθεση στην υπόθεση McCann και λοιποί κατά Η.Β., όπου δεν
41
ΕΔΔΑ, McCann κ.α. κ. Ηνωμένου Βασιλείου, 27.09.1995, παρ. 149˙ Βλ. και πιο πρόσφατα ΕΔΔΑ,
Giuliani και Gaggio κ. Ιταλίας, 24.03.2011, παρ.176.
42
ΕΔΔΑ, McCann κ.α. κ. Ηνωμένου Βασιλείου, 27.09.1995, παρ.200˙ ΕΔΔΑ, Giuliani και Gaggio κ.
Ιταλίας, 24.03.2011,178.
43
ΕΔΔΑ, Giuliani και Gaggio κ. Ιταλίας, 24.03.2011, 179.
(2015) 1 PRO JUSTITIA
13 |
διαπίστωσε παραβίαση από τα αστυνομικά όργανα που υλοποίησαν την επιχείρηση,
αλλά αντιθέτως από την αστυνομική ηγεσία που την είχε οργανώσει πλημμελώς,
καθώς το θύμα θα μπορούσε να είχε συλληφθεί νωρίτερα προτού αναπτύξει
επικίνδυνη συμπεριφορά που κατά τις περιστάσεις δικαιολογούσε τη χρήση
θανατηφόρας βίας.
Είναι προφανές ότι το αστυνομικό όργανο είναι αναγκασμένο να προβαίνει σε
σταθμίσεις που μπορούν να επηρεάσουν τη ζωή πολλών ατόμων μέσα σε ένα
περιορισμένο χρονικό περιθώριο, πολλές φορές δε και σε δευτερόλεπτα. Ωστόσο, ο
ορθός δογματικά χώρος για να αξιολογηθεί το στοιχείο αυτό είναι ο καταλογισμός του
δράστη. Εκεί θα αξιολογηθεί επίσης και η εκπαίδευση του αστυνομικού ή οι
προσωπικές δυνατότητές του να διαχειρίζεται στρεσσογόνες καταστάσεις όπως
αυτές που ενδέχεται να αντιμετωπίσει στο πεδίο της δράσης. Η πίστη αυτή, βέβαια,
που επικαλούνται τα αστυνομικά όργανα συνδέεται και με ορισμένες βάσιμες
ενδείξεις που είχαν στη διάθεσή τους και στηρίζουν την πεποίθησή τους αυτή. Σ’
αυτές τις ενδείξεις μπορούμε να διαγνώσουμε πάντως κι έναν αντικειμενικό πυρήνα.
β. Η απολύτως αναγκαία χρήση βίας προς εξυπηρέτηση των σκοπών του ά. 2§2
ΕΣΔΑ
Η πράξη του αστυνομικού θα πρέπει να εξυπηρετεί αποκλειστικά44
έναν από
τους σκοπούς που αναφέρονται στη διάταξη και συγκεκριμένα στη δεύτερη
παράγραφο.
Ο πρώτος αφορά την υπεράσπιση οποιουδήποτε προσώπου κατά
παράνομης βίας και οριοθετεί το δικαίωμα άμυνας των αστυνομικών. Έτσι,
ανθρωποκτονία δεν μπορεί να δικαιολογηθεί σε κάθε περίπτωση άδικης και
παρούσας επίθεσης, αλλά μόνο όταν έχουμε παράνομη βία και η προσβολή της
ζωής του επιτιθέμενου κρίνεται απολύτως αναγκαία για την υπεράσπιση
προσωπικών εννόμων αγαθών, όπως η ζωή, η σωματική ακεραιότητα, η προσωπική
ελευθερία.45
Η προσφυγή στη θανάσιμη βία μπορεί, έτσι για παράδειγμα, να
δικαιολογηθεί για τη διάσωση ενός προσώπου που βρίσκεται σε ομηρία ή για την
αποτροπή ενός εμπρησμού που μπορεί να προκαλέσει κίνδυνο για άνθρωπο.
Αντίθετα, μία επίθεση κατά περιουσιακών εννόμων αγαθών ή κατά της τιμής
δεν μπορεί να δικαιολογήσει και μία αφαίρεση της ζωής του δράστη, παρότι έχουν
γίνει ερμηνευτικές προσπάθειες και προς αυτήν την κατεύθυνση. Έτσι μερίδα
44
Βλ. έτσι Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, ό.π., σελ. 27 (σημ.2)
45
Βλ. Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Εγκλήματα κατά της ζωής, εκδ.β’, 2001, σελ. 345˙ Π. Χριστόπουλος,
άρθρο 2 ΕΣΔΑ, Δικαίωμα στη ζωή σε Λ. Κοτσαλή (επιμ). Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του
Ανθρώπου και Ποινικό Δίκαιο, 2014, σελ. 66 υποσ. 159
(2015) 1 PRO JUSTITIA
14 |
θεωρητικών, για παράδειγμα, προσπαθεί να εντάξει στην έννοια του «προσώπου»
για το οποίο μιλάει η διάταξη και περιουσιακά αγαθά. Υποστηρίζεται για παράδειγμα
ότι με τον όρο αυτόν δεν νοείται αποκλειστικά το πρόσωπο ως βιολογικό σύστημα,
αλλά το σύνολο των δικαιωμάτων της προσωπικότητας, μεταξύ των οποίων
συγκαταλέγονται και τα περιουσιακά.46
Κάτι τέτοιο όμως δεν μπορεί να γίνει δεκτό,
καθώς θα φτάναμε στο σημείο να πούμε ότι σύμφωνα με το δίκαιο κάποιος δεν
προσδιορίζεται με βάση αυτό που πράγματι είναι, αλλά με βάση τα υλικά αγαθά που
κατέχει. Αυτό θα ερχόταν σε αντίθεση με όποια κλασσική σύλληψη περί
προσωπικότητας και κυρίως της αξίας του ανθρώπου στην οποία θεμελιώνεται
θεωρητικά το δικαίωμα στην προσωπικότητα.
Ακόμη, η σχετική παραδοχή περί αποκλεισμού της δυνατότητας θανάτωσης
προς υπεράσπιση περιουσιακών αγαθών δεν δημιουργεί καμία αντίφαση με τις
λοιπές υποπεριπτώσεις του ά. 2§2 ΕΣΔΑ,47
καθώς όπως θα φανεί πιο κάτω, το
Δικαστήριο του Στρασβούργου θέτει αρκετά αυστηρές προϋποθέσεις σχετικά με το
πότε η χρήση θανατηφόρας βίας ήταν απολύτως αναγκαία για τη σύλληψη
προσώπου ή την παρεμπόδιση απόδρασης, ώστε τελικά να μην δικαιολογείται η
αφαίρεση της ζωής σε περίπτωση ενός περιουσιακού ή ενός ήσσονος σημασίας
εγκλήματος.
Αντίστοιχα, το πεδίο εφαρμογής της διάταξης συμπροσδιορίζεται από την
έννοια της «παράνομης βίας», ώστε επίθεση κατά ενός οποιουδήποτε αγαθού της
προσωπικότητας δεν είναι αρκετή εφόσον δεν μπορεί να αξιολογηθεί ως «παράνομη
βία». Έτσι, μια προσβολή της τιμής δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει την αφαίρεση
μιας ζωής σε κατάσταση άμυνας.48
Δεύτερος θεμιτός σκοπός είναι η πραγματοποίηση σύλληψης σύμφωνα με τις
διατάξεις της νομοθεσίας ή η παρεμπόδιση απόδρασης κρατουμένου που κρατείται
νομίμως. Το ΕΔΔΑ από το 2005 προβαίνει σε συσταλτική ερμηνεία της διάταξης,
ώστε τελικά απαιτεί το καταδιωκόμενο πρόσωπο να συνιστά απειλή για τη ζωή και τη
σωματική ακεραιότητα ή να θεωρείται ύποπτο για την τέλεση κάποιου βίαιου
εγκλήματος, ακόμη κι αν αυτό έχει ως συνέπεια τελικά να χαθεί η ευκαιρία να
συλληφθεί ο δραπέτης.49
46
Σ’ αυτήν την κατεύθυνση για παράδειγμα βλ. Αθ. Αναγνωστόπουλο, Η άμυνα: άρθρα 22-24 ΠΚ, 2009,
σελ. 133˙ Βλ. αναλυτικά για το ζήτημα Π. Χριστόπουλο, ό.π. σελ. 63 επ. (σημ.45)
47
Βλ. έτσι Αθ. Αναγνωστόπουλο, ό.π. σελ.134 (σημ.46)
48
Βλ. Κ. Βαθιώτη, άρθρο 22 ΠΚ, αρ.89 σε Αρ. Χαραλαμπάκη (επιμ.) Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία κατ’
άρθρο I, 2014˙ Π. Χριστόπουλο, ό.π. σελ.65 υποσ. 157 (σημ.45)˙ Βλ. αντίθετα όμως Σ. Παπαγεωργίου-
Γονατά, Άμυνα στα εγκλήματα κατά της τιμής , ΠοινΧρ ΜΒ’, σελ.362
49
ΕΔΔΑ, Nachova κ.α. κ. Βουλγαρίας, 06.07.2005, παρ. 95.
(2015) 1 PRO JUSTITIA
15 |
Υποστηρίζεται,50
πάντως, ότι κατά το Ελληνικό δίκαιο σε καμία περίπτωση
δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί ένας θάνατος στο πλαίσιο μιας διαδικασίας
σύλληψης, καθώς η κρατούσα ερμηνεία51
του ά. 20 ΠΚ για την ενάσκηση
δικαιώματος ή εκπλήρωση υποχρέωσης δεν το επιτρέπει. Η άρση του αδίκου δηλαδή
μπορεί να αφορά την πράξη που τυπικά εντάσσεται στη διαδικασία σύλληψης και
συγκεκριμένα τις προσβολές των εννόμων αγαθών της προσωπικής ελευθερίας ή
της τιμής και όχι προσβολές που γίνονται εξ αφορμής της σύλληψης, καθώς ο νόμος
δεν δίνει κυριολεκτικά δικαίωμα στον αστυνομικό να θανατώσει τον καταδιωκόμενο.
Εξάλλου οι διατάξεις της ΕΣΔΑ που περιγράφουν περιορισμούς των δικαιωμάτων
δεν θεσπίζουν από μόνες τους λόγους άρσης του αδίκου, αλλά θέτουν τα ακραία
όρια αυτών που έχουν θεσπιστεί από τον εθνικό νομοθέτη.
Παρόμοια ισχύουν και για την εξυπηρέτηση του σκοπού παρεμπόδισης
απόδρασης νομίμως κρατουμένου. Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε πως
ποινική αξίωση της πολιτείας για εφαρμογή των ποινικών νόμων και έκτιση των
ποινών δεν αρκεί από μόνη της για να δικαιολογήσει την αφαίρεση μιας ζωής,52
αλλά
θα πρέπει, για να περάσει τον έλεγχο της στάθμισης κόστους-οφέλους, να συνδεθεί
με κάποιο κίνδυνο για τη ζωή ή τη σωματική ακεραιότητα άλλων.53
Η τρίτη, τέλος, υποπερίπτωση αφορά την καταστολή, σύμφωνα με το νόμο,
στάσης ή ανταρσίας. Το ΕΔΔΑ απέφυγε να δώσει έναν εξαντλητικό ορισμό των όρων
«στάση» και «ανταρσία». Στην υπόθεση «Stewart κατά Η.Β.» η Επιτροπή έκρινε πως
«μία ομάδα 150 ατόμων που ρίχνουν πέτρες σε μία περίπολο στρατιωτών
δημιουργώντας σοβαρό κίνδυνο τραυματισμού, συνιστά σε κάθε περίπτωση
στάση».54
Για την ύπαρξη, πάντως στάσης ή ανταρσίας, πιθανότατα δεν ενδιαφέρει η
διακινδύνευση ατομικών εννόμων αγαθών όπως η ζωή ή η σωματική ακεραιότητα,
καθώς τότε θα μας αρκούσε η πρώτη υποπερίπτωση. Έτσι υποστηρίζεται πως κάτω
από αυτούς τους όρους της Σύμβασης κρύβονται οργανωμένες προσβολές του
50
Βλ. Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, ό.π. σελ.353 (σημ.45)
51
Βλ. σχετικά Ν. Ανδρουλάκη, Ποινικό Δίκαιο Γενικό μέρος τομ. Ι Θεωρία για το έγκλημα β’ εκδ., 2006,
σελ.231
52
Βλ. υπ. αριθμ. 1802/1996 ΓνΕισΑπ Σπυρόπουλου, ΠοινΧρ ΜΣΤ’, σελ.1523 επ. που επισημαίνει πως
«θα ήταν νομικά παράδοξο να απαγορεύεται η θανατική ποινή ακόμη και για ειδεχθή εγκλήματα και εν
τούτοις να επιτρέπεται για την αποτροπή της αποδράσεως κρατούμενου εγκληματία. Πολύ περισσότερο
δε που το άρθρο 173 παρ. 1 ΠΚ τιμωρεί την απόδραση κρατούμενου με ποινή φυλακίσεως μέχρι ένα
έτος, ανεξάρτητα από το είδος και την βαρύτητα του εγκλήματος για το οποίο κρατείτο ή την βαρύτητα της
ποινής που είχε επιβληθεί σ` αυτόν που απέδρασε»
53
Βλ. Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, ό.π. σελ.29 (σημ.2)˙ Κ. Χρυσόγονος, ό.π., σελ.223 (σημ. 2)
54
Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Stewart κ. Ηνωμένου Βασιλείου, 10.07.1984, παρ. 25.
(2015) 1 PRO JUSTITIA
16 |
πολιτεύματος ή της πολιτειακής εξουσίας, που τυποποιούνται σε άρθρα του Ποινικού
Κώδικα όπως το 134 για την Εσχάτη προδοσία και το 170 για τη Στάση.55
γ. Ειδικότερα ζητήματα του πεδίου εφαρμογής: βλάβη ή διακινδύνευση της
ζωής; δόλος ή αμέλεια;
Η ιδιαίτερη προστασία που παρέχει στο άτομο το ά. 2 ενεργοποιείται όχι μόνο
σε περίπτωση φυσικά που επήλθε ο θάνατος του προσώπου, αλλά και στις
περιπτώσεις που αυτό αποδεδειγμένα κινδύνευσε κι επιβίωσε, αφού ληφθούν υπόψη
από το δικαστήριο ο βαθμός και ο τύπος της βίας ή ο σκοπός της χρήσης βίας.56
Τέτοια ήταν η περίπτωση που έκρινε η το Δικαστήριο σε ευρεία σύνθεση στην
υπόθεση Μακαρατζής κατά Ελλάδας, όπου δέχθηκε εφαρμογή (και παραβίαση
τελικά) του άρθρου 2 παρότι τελικά θάνατος δεν επήλθε. Ο Χρήστος Μακαρατζής το
Σεπτέμβριο του 1995, αφού παραβίασε κόκκινο σηματοδότη στο κέντρο της Αθήνας,
καταδιώχθηκε από αστυνομικά όργανα. Τα τελευταία, καθώς ήταν αδύνατο να τον
προσεγγίσουν άνοιξαν πυρ κατά του οχήματος στο οποίο επέβαινε με αποτέλεσμα
να χτυπηθεί τελικά στο δεξί χέρι και πόδι, στο μηρό και στο στήθος. Το Δικαστήριο
δέχθηκε εφαρμογή του σχετικού άρθρου για της προστασία της ζωής, καθώς
θεωρήθηκε ότι ήταν καθαρά θέμα τύχης ότι το θύμα γλίτωσε το θάνατο, κάτι που από
τον τρόπο που άνοιξαν πυρ οι αστυνομικοί ήταν πολύ πιθανό να συμβεί.
Η επικάλυψη, τέλος, του θανάτου από δόλο ή αμέλεια στερείται σημασίας
σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, σε αντίθεση με τα όσα δέχεται η μάλλον
κρατούσα άποψη στη θεωρία.57
Το ΕΔΔΑ έχει επανειλημμένως κρίνει ότι οι
περιορισμοί που τίθενται κυρίως από την παρ. 2 περιλαμβάνουν σαφώς τις
περιπτώσεις δόλιας αφαίρεσης της ζωής, αλλά δεν περιορίζονται σε αυτές. Η
δεύτερη παράγραφος, περιγράφει γενικά καταστάσεις για την αντιμετώπιση των
οποίων είναι δυνατή -υπό την προϋπόθεση της απόλυτης αναγκαιότητας- η
55
Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, ό.π. σελ.350 (σημ.45)
56
ΕΔΔΑ, Makaratzis κ. Ελλάδος, 20.12.2004, παρ.παρ.51,55˙ Για το ζήτημα αν ο θάνατος είναι ή όχι
προϋπόθεση εφαρμογής του άρθ. 2 της ΕΣΔΑ βλ. αναλυτικά Σ.-Η. Ακτύπη σε Λ. Σισιλιάνο / Σ.-
Η.Ακτύπη, Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου: ερμηνεία κατ' άρθρο: δικαιώματα-
παραδεκτό-δίκαιη ικανοποίηση-εκτέλεση, 2013, σελ.62επ
57
Βλ. Αθ. Αναγνωστόπουλο, ό.π. σελ.136-137 (σημ.46)˙ Κ. Βαθιώτη, Τραγικά διλήμματα στην εποχή του
«πολέμου κατά της τρομοκρατίας», 2010, σελ.182-183˙ τον ίδιο, ό.π. αρ.121 (σημ.10)˙ Χ.
Μυλωνόπουλο, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 2007, σελ.461˙ Α. Χαραλαμπάκη, Η ευρωπαϊκή σύμβαση
δικαιωμάτων του ανθρώπου και το ουσιαστικό ποινικό δίκαιο, ΠοινΛογ 2001, σελ.284˙ Βλ. αντίθετη
ορθή άποψη σε Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, ό.π., σελ.24 (σημ. 2)˙ Π. Χριστόπουλο, ό.π. σελ.63
(σημ.45)
(2015) 1 PRO JUSTITIA
17 |
προσφυγή στη βία, η οποία με τη σειρά της έχει ως αποτέλεσμα έναν θάνατο,
ανεξαρτήτως αν το αποτέλεσμα αυτό ήταν ή όχι ηθελημένο.
Η πρώτη περίπτωση που αντιμετωπίστηκε με αυτόν τον τρόπο το ζήτημα
ήταν στην υπόθεση «Stewart εναντίον Ηνωμένου Βασιλείου» που έκρινε η Επιτροπή.
Στην υπόθεση αυτή, μια περίπολος Βρετανών στρατιωτών δέχθηκε επίθεση από
πλήθος που άρχισε να εκτοξεύει εναντίον τους πέτρες και μπουκάλια. Ένας
στρατιώτης διατάχθηκε να ανοίξει πυρ με πλαστικές σφαίρες στοχεύοντας τον
αρχηγό του πλήθους στα πόδια, αλλά τη στιγμή που πυροβολούσε δέχθηκε
αντικείμενο με αποτέλεσμα να αστοχήσει και να προκαλέσει το θάνατο ενός
δεκατριάχρονου Ιρλανδού. Η Επιτροπή κατέληξε ότι η προστασία που παρέχει το ά.
2 στο δικαίωμα της ζωής δεν καταλαμβάνει αποκλειστικά την εκ προθέσεως
ανθρωποκτονία αλλά και την εξ αμελείας. Η εκ προθέσεως αφαίρεση της ζωής
αναφέρεται αποκλειστικά στην πρώτη παράγραφο και για την περίπτωση της
θανατικής ποινής σε αντίθεση με τη δεύτερη παράγραφο που δεν κάνει αντίστοιχη
αναφορά. «Αν διαβαστεί συνολικά το άρθ. 2 της ΕΣΔΑ, θα καταλήξουμε στο
συμπέρασμα ότι η παρ. 2 δεν καθορίζει περιπτώσεις όπου επιτρέπεται η εκ
προθέσεως θανάτωση, αλλά περιπτώσεις που είναι επιτρεπτή η χρήση βίας η οποία
μπορεί να συνεπάγεται, ως μη ηθελημένο αποτέλεσμα της χρήσης βίας, την αφαίρεση
της ζωής».58
2. Ζητήματα από τη χρήση πυροβόλων όπλων από αστυνομικούς
Οι παραπάνω αυστηρές προϋποθέσεις ισχύουν σε κάθε περίπτωση χρήσης
θανατηφόρας βίας είτε αυτή συνιστά αποτέλεσμα χρήσης όπλων είτε όχι. Όταν
πάντως χρησιμοποιούνται όπλα από αστυνομικούς, τίθενται από το νόμο επιπλέον
δεσμεύσεις. Συγκεκριμένα, η σχετική αστυνομική δράση διέπεται πλέον από τον ν.
3169/2003, ο οποίος κατά την ορθότερη άποψη τυγχάνει αποκλειστικής εφαρμογής
ως ειδικότερος αντί των γενικών διατάξεων του Ποινικού Κώδικα για την άρση του
αδίκου λόγω άμυνας ή ενάσκησης δικαιώματος,59
καθώς η αστυνομική δράση σε
58
Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Stewart κ. Ηνωμένου Βασιλείου, 10.07.1984, παρ. 15˙ Βλ. και με ελληνικό
ενδιαφέρον ΕΔΔΑ, Leonidis κ. Ελλάδος, 08.01.2009, παρ.59 όπου το Δικαστήριο δεν αμφισβήτησε την
κρίση του ΜΟΔ Κατερίνης ότι το αποτέλεσμα του θανάτου δεν επήλθε από δόλια πράξη του
αστυνομικού οργάνου
59
Βλ. Κ. Βαθιώτη, ό.π. σελ.325 (σημ.157)˙ Δ. Βούλγαρη, Οπλοφορία και χρήση πυροβόλων όπλων από
αστυνομικούς: άρθρα 1-6 Ν. 3169/2003 σε Σ. Παύλου/Θ. Σάμιο (επιμ.), Ειδικοί Ποινικοί Νόμοι, II, 2012,
σελ.5 επ. Στα ίδια αποτελέσματα ως προς τον εντοπισμό του αναγκαίου μέτρου της αστυνομικής βίας
οδηγεί και η άποψη του Γ. Μπέκα, Οπλοφορία και χρήση όπλων από τους αστυνομικούς, Ερμηνεία του
ν. 3169/2003, 2003 σελ.42 επ., ο οποίος υποστηρίζει την εφαρμογή των γενικών διατάξεων του
(2015) 1 PRO JUSTITIA
18 |
αντίθεση με τους απλούς πολίτες λαμβάνει χώρα οργανωμένα και γι’ αυτό υπακούει
στους δικούς της αυστηρότερους κανόνες.
Το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς που έφτανε μέχρι τον κατοχικό ν.
29/1943 είχε δικαιολογημένα επικριθεί ως αόριστο και αντίθετο με τις διατάξεις του
Συντάγματος για την προστασία της ζωής, καθώς άφηνε πολύ ευρέα περιθώρια
δράσης στους αστυνομικούς.60
Αποτέλεσμα ήταν αφενός να μην τυγχάνει
εφαρμογής, αφετέρου η χώρα μας να οδηγηθεί σε μια σειρά από καταδίκες από το
Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.61
Ο ν. 3169/2003 παρουσιάζεται σαφώς πιο βελτιωμένος. Ειδικότερα, ο νόμος
αυτός προβλέπει την εξάντληση όλων των ηπιότερων κι εξίσου πρόσφορων μέσων
για την επίτευξη των στόχων της Αστυνομίας, την υποχρέωση προειδοποίησης εκ
μέρους του αστυνομικού οργάνου πριν τον πυροβολισμό,62
την υποχρέωση
κλιμάκωσης της χρήσης του πυροβόλου όπλου αρχικά με εκφοβιστικούς
πυροβολισμούς κι έπειτα εφόσον είναι αναγκαίο με πυροβολισμούς που στρέφονται
κατά του ανθρωπίνου σώματος,63
την αρχή της στάθμισης κόστους-οφέλους, ώστε
τελικά αν η βλάβη που επαπειλείται για το θύμα είναι δυσανάλογη προς το σκοπό
που θέλει να επιτελέσει ο αστυνομικός, ο τελευταίος θα είναι υποχρεωμένος ακόμη
Ποινικού Κώδικα για την άμυνα (22 ΠΚ) και την ενάσκηση δικαιώματος (20 ΠΚ) σε συνδυασμό με τις
επιτρεπτικές περιπτώσεις του ν. 3169/2003˙ Βλ. αντίθετα Χρ. Μυλωνόπουλο, ό.π. σελ.464 επ., 466,
468, (σημ.57) που υποστηρίζει ότι η παραβίαση των περιορισμών του ν. 3169/2003 επισύρει
πειθαρχικές κυρώσεις και τις ποινικές κυρώσεις του ά. 6 του νόμου αυτού, ενώ αφήνει άθικτη την άμυνα
ως λόγο άρσης του αδίκου μιας ανθρωποκτονίας, της οποίας οι προϋποθέσεις θα εξεταστούν
αυτοτελώς˙ Ενδιάμεση θέση σε Ν. Ανδρουλάκη, ό.π. σελ.406 (σημ.51)˙ Αθ. Αναγνωστόπουλο, ό.π.
σελ.187-188 (σημ. 46)˙ τον ίδιο, Σκέψεις για την υπέρβαση αμύνης από αστυνομικό υπάλληλο, ΠοινΔικ
2011, σελ. 438 επ.˙ Κρ. Κοκκινάκη, Η χρήση όπλων από τους αστυνομικούς υπό το πρίσμα του
ποινικού δικαίου, Αρμ, 2001, σελ.1305 επ., κατά τους οποίους οι γενικές διατάξεις για την άμυνα θα
εφαρμοστούν σε περίπτωση αυτοάμυνας του αστυνομικού, ενώ οι ειδικές αστυνομικές διατάξεις όταν ο
αστυνομικός υπερασπίζεται τρίτο πρόσωπο
60
Βλ. ΓνΕισΑΠ 12/1992 Πλαγιαννάκου, Υπερ 1993, σελ.164 επ. με σύμφωνες παρατηρήσεις Ε.
Συμεωνίδου-Καστανίδου ˙ ΓνΕισΑπ 1802/1996 Σπυρόπουλου, ΠοινΧρ ΜΣΤ’, σελ. 1523 επ˙ Αν. Τάχος,
Δίκαιο της δημόσιας τάξης, 1990, σελ.247, 248 και 258
61
ΕΔΔΑ, Makaratzis κ. Ελλάδος, 20.12.2004, παρ.62˙ Βλ. και τις επόμενες ΕΔΔΑ, Karagiannopoulos κ.
Ελλάδος, 21.06.2007, παρ. 63˙ ΕΔΔΑ, Celniku κ. Ελλάδος, 06.07.2007,παρ. 51˙ ΕΔΔΑ, Leonidis κ.
Ελλάδος, 08.01.2009, παρ. 65
62
Βλ. και αντίστοιχη υποχρέωση σε Αρχή υπ. αριθμ. 10 των Βασικών Αρχών των Ηνωμένων Εθνών
«Για τη χρήση βίας και όπλων από τα όργανα επιβολής του νόμου»
63
Την υποχρέωση προειδοποιητικών βολών όποτε είναι δυνατό απαιτεί και το ΕΔΔΑ˙ βλ. σχετικές
αποφάσεις ΕΔΔΑ, Kallis and Androulla Panayi κ. Τουρκίας, 27.10.2009, παρ. 62˙ ΕΔΔΑ, Giuliani και
Gaggio κ. Ιταλίας, 24.03.2011, παρ.177
(2015) 1 PRO JUSTITIA
19 |
και να αφήσει ένα έγκλημα μικρής βαρύτητας να τελεστεί, διαφορετικά θα καθίσταται
ποινικά υπόλογος.64
Τα ερμηνευτικά προβλήματα του νόμου ανακύπτουν κυρίως στους
φαινομενικά ακίνδυνους πυροβολισμούς. Έτσι, αν και για να κριθεί επιτρεπτός ένας
πυροβολισμός εξουδετέρωσης ή ακινητοποίησης ο νόμος απαιτεί κάποιον κίνδυνο
για προσωπικό έννομο αγαθό, δεν συμβαίνει το ίδιο με έναν εκφοβιστικό
πυροβολισμό, παρότι ακόμη και τότε δεν εκμηδενίζεται ο κίνδυνος κάποιος να πληγεί
θανάσιμα από εξοστρακισμό, αστοχία βολής ή αν το ίδιο το θύμα μετακινηθεί και
χτυπηθεί65
. Έτσι, για παράδειγμα για την αποτροπή πραγματοποίησης απόδρασης
που δεν λαμβάνει χώρα ενόπλως, η χρήση του όπλου από τον αστυνομικό, έστω με
τη μορφή του εκφοβιστικού πυροβολισμού, θα πρέπει να αποκλειστεί, καθώς ο
περίκλειστος χώρος μιας φυλακής, αποτελεί το κατεξοχήν πρόσφορο έδαφος για
έναν εξοστρακισμό. Εξάλλου και τα διεθνή κείμενα του ΟΗΕ για τη χρήση όπλων
αντιμετωπίζουν ενιαία όλα τα είδη πυροβολισμού66
, κάτι που ο Έλληνας νομοθέτης
δεν ακολούθησε τελικά.
Β. Ανθρώπινη Αξιοπρέπεια
1. Η απόλυτη απαγόρευση των βασανιστηρίων και των άλλων μορφών
απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης υπό το φως του άρθρου 3 της
ΕΣΔΑ και η ερμηνεία από το ΕΔΔΑ.
Σε μία προφητική του απόφαση,67
εικοσιτρία χρόνια πριν από τις
τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης
Σεπτεμβρίου, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο
Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής Δικαστήριο), το βασικό διεθνές δικαιοδοτικό
όργανο που έχει ασχοληθεί με το ζήτημα των βασανιστηρίων, είχε προβλέψει ότι
υπάρχει κίνδυνος τα μέτρα που λαμβάνονται για την προάσπιση της δημοκρατίας να
την υπονομεύσουν τελικά ή ακόμα και να την καταστρέψουν, κρίνοντας ότι τα Κράτη
δεν μπορούν στο όνομα του αγώνα κατά της τρομοκρατίας να λαμβάνουν
οποιοδήποτε μέτρο κρίνουν απαραίτητο. Ερμηνεύοντας δυναμικά το άρθρο 3 της
64
Βλ. Κ. Κοκκινάκη, Παρατ σε ΣυμβΕφΘες 895/01 ΠοινΔικ 2001, σελ. 1238˙ Γ. Μπέκα, ό.π. σελ.88-89
(σημ.59)˙ Ζ. Παπαϊωάννου, Αστυνομικό δίκαιο: η λειτουργική αρμοδιότητα του αστυνομικού
προσωπικού της ελληνικής αστυνομίας, έννοια περιεχόμενο, όρια, εκδ. β’, 2006, σελ.560
65
Βλ. Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, ό.π. σελ.33 υποσ. 93 (σημ.2)
66
Άρθρο 3 Κώδικα Συμπεριφοράς Οργάνων Επιβολής του Νόμου και. Αρχή 9 των Βασικών Αρχών των
Ηνωμένων Εθνών «Για τη χρήση βίας και όπλων από τα όργανα επιβολής του νόμου»
67
ΕΔΔΑ, Klassκ.α. κ. Γερμανίας, 06.09.1978, παρ.49.
(2015) 1 PRO JUSTITIA
20 |
Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, σύμφωνα με το οποίο
«Ουδείς επιτρέπεται να υποβληθή εις βασάνους ούτε εις ποινάς ή μεταχείρισιν
απανθρώπους ή εξευτελιστικάς», το Δικαστήριο έκρινε την εν λόγω απαγόρευση ως
απόλυτη, διακηρύσσοντας ότι δεν προβλέπεται καμία παρέκκλιση από αυτήν ακόμα
και στις πιο οριακές περιπτώσεις όπως ο αγώνας κατά της τρομοκρατίας και το
οργανωμένο έγκλημα.68
Προβαίνοντας σε ανάλυση της διάταξης του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, το
Δικαστήριο προέβη στην ερμηνεία της καθιέρωσης στα κράτη διπλής υποχρέωσης,
ουσιαστικής και διαδικαστικής.69
Ως προς το πρώτο σκέλος, η ουσιαστική
υποχρέωση συνίσταται αφενός σε μια αρνητική όψη, δηλαδή την υποχρέωση των
εθνικών αρχών να μην διαπράττουν συμπεριφορές κακομεταχείρισης εναντίον των
ατόμων που βρίσκονται στη δικαιοδοσία τους, αφετέρου δε σε μία θετική όψη,
δηλαδή στην κρατική υποχρέωση προστασίας της ακεραιότητας των ευάλωτων
προσώπων που τελούν υπό καθεστώς στέρησης της ελευθερίας τους και στη λήψη
των αναγκαίων μέτρων για την αποτροπή της διάπραξης συμπεριφορών που
συνιστούν κακομεταχείριση από πρόσωπα του κρατικού μηχανισμού ή και από
τρίτους.70
Ως προς το δεύτερο σκέλος, τα κράτη βαρύνονται με τη διαδικαστική
υποχρέωση να διερευνούν τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε η ουσιαστική
παραβίαση του άρθρου 3.71
Οι συμπεριφορές που δεν προκαλούν αρκετά έντονο πόνο για να θεωρηθούν
βασανιστήρια, εξακολουθούν να υπάγονται στην απόλυτη απαγόρευση του άρθρου 3
εφόσον αποτελούν «απάνθρωπη» ή «εξευτελιστική» μεταχείριση. Για να θεωρηθεί
μια μεταχείριση ως τέτοια είναι σαφές ότι θα πρέπει να προκαλείται οδύνη υπέρτερη
της συνήθους αναμενόμενης στο πλαίσιο της ποινικής τιμώρησης που συνδέεται με
στερητική της ελευθερίας ποινή.72
Χαρακτηριστικές συμπεριφορές που κρίθηκαν ως
απάνθρωπες ή εξευτελιστικές είναι η ποινή του ραβδισμού,73
η άρνηση παροχής
68
ΕΔΔΑ, RamirezSanchezκ. Γαλλίας, 04.07.2006, παρ.παρ.115-116.
69
ΕΔΔΑ, Aleksakhinκ. Ουκρανίας, 19.07.2012, παρ.41, Polonskiyκ. Ρωσσίας,19.03.2009, παρ.παρ.126-
7.
70
ΕΔΔΑ, Pretty κ. Ηνωμένου Βασιλείου, 29.04.2002, παρ.49-51, Mκ.α. κ. Ιταλίας και Βουλγαρίας,
31.07.2012, παρ.παρ.99-100.
71
ΕΔΔΑ, Assenovκ. Βουλγαρίας,28.10.1998, παρ.102.
72
ΕΔΔΑ, Ilascuκ.α. κ. Μολδαβίας και Ρωσσίας, 08.07.2004, παρ.428.
73
ΕΔΔΑ, Tyrer κ. Ηνωμένου Βασιλείου,25.04.1978, παρ.35.
(2015) 1 PRO JUSTITIA
21 |
τεχνητής οδοντοστοιχίας σε κρατούμενο που είχε χάσει όλα τα δόντια του,74
η
παρουσία του κατηγορουμένου στο ακροατήριο μέσα σε ένα μεταλλικό κλουβί,75
η
απειλή πρόκλησης σημαντικού πόνου,76
η επιβολή θανατικής ποινής από μη
ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο,77
αλλά και η εξαφάνιση προσώπου ως
απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση των στενών του συγγενών, όταν δεν
λαμβάνουν προσήκουσα απάντηση από το Κράτος στα αιτήματα που υποβάλλουν
για πληροφόρηση και επωμίζονται οι ίδιοι την προσπάθεια για την διαλεύκανση της
εξαφάνισης.78
2. Εθνικό νομοθετικό πλαίσιο – τα βασανιστήρια και οι άλλες προσβολές της
ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
α. Το έννομο αγαθό
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η συζήτηση που αναπτύχθηκε στους κόλπους
της ελληνικής θεωρίας όσον αφορά το προστατευόμενο έννομο αγαθό στο έγκλημα
των βασανιστηρίων, δεδομένης και της επιλογής του νομοθέτη να τοποθετήσει το εν
λόγω έγκλημα στο πρώτο κεφάλαιο του ειδικού μέρους του Π.Κ., τις προσβολές του
πολιτεύματος, μαζί με εγκλήματα όπως η εσχάτη προδοσία. Μολονότι η άποψη αυτή
δεν είναι η κρατούσα στην ελληνική θεωρία, δε λείπουν οι φωνές79
που βρίσκουν
αξία στην αναγνώριση του δημοκρατικού πολιτεύματος ως προστατευόμενου
εννόμου αγαθού σε αρμονία με τις επιταγές του ελληνικού Συντάγματος.
H κρατούσα γνώμη80
στην Ελλάδα, ωστόσο, προέκρινε την άποψη ότι τα
74
ΕΔΔΑ, V.D. κ. Ρουμανίας,16.02.2010.
75
ΕΔΔΑ, RamishviliandKokhreidzeκ. Γεωργίας, 27.01.2009, παρ.παρ.101-2.
76
Gäfgenκ. Γερμανίας, ό.π., παρ.91.
77
ΕΔΔΑ, Ocalanκ. Τουρκίας, 12.05.2005, παρ.175.
78
ΕΔΔΑ, Varnavaκ. Τουρκίας,18.09.2009, παρ.202.
79
Βλ. σε Κ. Βαθιώτη, Τραγικά Διλήμματα στην Εποχή του Πολέμου κατά της Τρομοκρατίας: Από τη
Σανίδα του Καρνεάδη στο Ποινικό Δίκαιο του Εχθρού, 2010, σελ. 327. Ομοίως και Ι. Μπέκας, Πρακτική
Διδασκαλία Ποινικού Δικαίου, 2005, σελ. 109-110. Βλ. σε Κ. Κωνσταντινίδη, Ποινικό δίκαιο και
εγκλήματα κατά της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, 1987, σελ. 110.
80
Μεταξύ άλλων: Γ. Δούδος, Τα βασανιστήρια, έγκλημα κατά του ανθρώπου, Αρμ. 1983, σ. 834; Κ.
Κωνσταντινίδης, ό.π., σελ. 110; Ι. Μανωλεδάκης, Το έννομο αγαθό ως βασική έννοια του ποινικού
δικαίου, 1998, σελ. 224; Δ. Σπυράκος, Ποινικοποίηση των βασανιστηρίων: Επίσημη στάση και
πραγματικότητα, Υπερ. 1993, σελ. 36;Α. Χαραλαμπάκης, Το ελληνικό νομικό πλαίσιο που αφορά τα
βασανιστήρια, Υπερ. 1995, σ. 659.
80
Μεταξύ άλλων: Γ. Δούδος, Τα βασανιστήρια, έγκλημα κατά του ανθρώπου, Αρμ. 1983, σ. 834; Κ.
Κωνσταντινίδης, ό.π., σελ. 110; Ι. Μανωλεδάκης, Το έννομο αγαθό ως βασική έννοια του ποινικού
δικαίου, 1998, σελ. 224; Δ. Σπυράκος, Ποινικοποίηση των βασανιστηρίων: Επίσημη στάση και
(2015) 1 PRO JUSTITIA
22 |
βασανιστήρια προσβάλλουν ατομικά κυρίως έννομα αγαθά, χωρίς να υπάρξει
ομοφωνία ως προς το ποιά συγκεκριμένα είναι αυτά. Σύμφωνα με μία άποψη,81
τα
βασανιστήρια στρέφονται κατά της ανθρώπινης ζωής και θα έπρεπε να
περιλαμβάνονται στο 15ο
κεφάλαιο του ειδικού μέρους του Π.Κ. (άρθρα 299-307
Π.Κ.) αμέσως μετά το έγκλημα της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως. Μία άλλη
άποψη82
υποστήριξε ότι το προσβαλλόμενο έννομο αγαθό είναι η σωματική
ακεραιότητα και γι’ αυτό θα έπρεπε το έγκλημα των βασανιστηρίων να εντάσσεται
στο οικείο κεφάλαιο μαζί με τα εγκλήματα των σωματικών βλαβών. Κοινό τρωτό των
απόψεων αυτών είναι το γεγονός ότι με τη μορφή που έχουν τυποποιηθεί τα
βασανιστήρια στον ελληνικό Π.Κ. στα άρθρα 137Α επ. Π.Κ. η προσβολή των
εννόμων αγαθών της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας δεν αποτελεί αναγκαία
προϋπόθεση83
για την πραγμάτωση της νομοτυπικής μορφής του εγκλήματος, με τις
περισσότερες πράξεις βασανιστηρίων να μην θέτουν ούτε καν όρους διακινδύνευσης
για το έννομο αγαθό της ζωής.
Ορθότερη φαίνεται η άποψη84
που θέλει την ελευθερία του ατόμου ως βασικό
προσβαλλόμενο έννομο αγαθό, υπό τη σκέψη ότι η εξαναγκασμένη βία των
βασανιστηρίων αποτελεί σε κάθε περίπτωση μέσο προς σκοπό, εργαλείο που
αποσκοπεί στην κάμψη της βούλησης του βασανιζομένου προκειμένου αυτός να
αποκαλύψει κάποια πληροφορία ή να ομολογήσει ότι διέπραξε κάποιο έγκλημα. Αυτό
προκύπτει και από τον θεσπισμένο στο άρθρο 137Α§1Π.Κ. σκοπό του εγκλήματος
που προβλέπει τον εξαναγκασμό του βασανιζομένου στη συμπεριφορά που
επιθυμούν από αυτόν οι βασανιστές του.
β. Η νομοτυπική μορφή του εγκλήματος
Το γνήσιο ιδιαίτερο85
έγκλημα των βασανιστηρίων ορίζεται από τον νομοθέτη
στο άρθρο 137Α§2 Π.Κ. ως έγκλημα που μπορεί να παρουσιαστεί με δύο μορφές, με
πραγματικότητα, Υπερ. 1993, σελ. 36;Α. Χαραλαμπάκης, Το ελληνικό νομικό πλαίσιο που αφορά τα
βασανιστήρια, Υπερ. 1995, σ. 659.
81
Βλ. Κ. Κωνσταντινίδη, ό.π., σελ. 110.
82
Βλ. Α. Χαραλαμπάκη, ό.π., σελ. 659, ενώ παρόμοια είναι και η ρύθμιση του Γαλλικού Π.Κ.
83
Π.χ. ο ανιχνευτής αλήθειας ή η προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας δεν αποτελούν ούτε καν
διακινδύνευση της σωματικής ακεραιότητας, πόσο μάλλον της ζωής, όπως παρατηρεί η Ε. Συμεωνίδου-
Καστανίδου, ό.π., σελ. 62.
84
Βλ. σε Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, ό.π., σελ. 63 και την εξειδίκευση από τον Δ. Σπυράκο, ό.π., σελ.
36επ.
85
Βλ. Κ. Βαθιώτη, ό.π., σελ. 286 περί του nonliquet ως προς τους ιδιώτες, καθώς το 137Α αναφέρεται σε
υπάλληλο ή στρατιωτικό (κατά πλεονασμό, αφού και αυτός κατά το 13 Π.Κ. είναι υπάλληλος), ο οποίος
(2015) 1 PRO JUSTITIA
23 |
διακριτό μεταξύ τους περιεχόμενο. Η πρώτη είναι η «μεθοδευμένη πρόκληση έντονου
σωματικού πόνου ή σωματικής εξάντλησης επικίνδυνης για την υγεία ή ψυχικού
πόνου ικανού να επιφέρει σοβαρή ψυχική βλάβη», για την οποία παρατηρεί κανείς
ότι τυποποιούνται τρεις επιμέρους τρόποι τέλεσης, με αποτελέσματα την πρόκληση
έντονου σωματικού πόνου (έγκλημα βλάβης), την πρόκληση σωματικής εξάντλησης
επικίνδυνης για την υγεία86
και τον ψυχικό πόνο ικανό να επιφέρει σοβαρή ψυχική
βλάβη.87
Ιδιαίτερη τριβή προκάλεσε σε θεωρία και νομολογία η ερμηνεία του όρου
«μεθοδευμένη», καθώς ερμηνεύθηκε88
ως απαίτηση να είναι η συμπεριφορά
επαναλαμβανόμενη και να διακρίνεται από κάποια διάρκεια, αφήνοντας έξω από το
περιεχόμενο της διάταξης στιγμιαίες πράξεις βασανιστηρίων ανεξαρτήτως του πόσο
βάναυσες μπορεί να είναι.89
Βάσιμος είναι ο αντίλογος90
κατά της εν λόγω ερμηνείας,
η οποία φαίνεται να υπερακοντίζει το γράμμα του νόμου καθώς εννοιολογικά η
μεθόδευση αναφέρεται στο εσκεμμένο της συμπεριφοράς και όχι στη διάρκειά της και
να συστέλλει υπέρμετρα το αξιόποινο αφήνοντας απροστάτευτα τα θύματα των
βασανιστηρίων που συχνά δέχονται μεμονωμένες και στιγμιαίες, αλλά εξαιρετικά
άγριες, επιθέσεις.
Η δεύτερη μορφή βασανιστηρίων είναι η «παράνομη91
χρησιμοποίηση
χημικών, ναρκωτικών ή άλλων φυσικών ή τεχνικών μέσων με σκοπό να κάμψουν τη
βούληση του θύματος», διατύπωση στην οποία ήδη92
έχει γίνει αναφορά, και η οποία
έχει ή σφετερίζεται καθήκοντα δίωξης ή ανάκρισης ή εξέτασης αξιόποινων πράξεων ή πειθαρχικών
παραπτωμάτων ή εκτέλεσης ποινών ή φύλαξης ή επιμέλειας κρατουμένων. Για τους ιδιώτες δεν υπάρχει
αντίστοιχος ρητός και απόλυτος αποκλεισμός της δικαιολόγησης των βασανιστηρίων.
86
Στη μορφή του αυτή το έγκλημα παρουσιάζεται ως συγκεκριμένης διακινδύνευσης για το έννομο αγαθό
της σωματικής ακεραιότητας, για την κατάφαση της οποίας απαιτείται η σωματική εξάντληση να έχει
δρομολογήσει μια διαδικασία που πρόκειται να οδηγήσει στο άμεσο μέλλον σε βλάβη της υγείας αν δεν
ανακοπεί με οποιονδήποτε τρόπο. Για την έννοια των εγκλημάτων συγκεκριμένης διακινδύνευσης βλ. σε
Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, Κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα, 2005, σελ. 77επ.
87
Και σ’ αυτή τη μορφή του εγκλήματος μιλάμε για έγκλημα συγκεκριμένης διακινδύνευσης, με δεδομένο
ότι βλάβη της υγείας δεν είναι μόνον η σωματική κάκωση, αλλά και η βλάβη της ψυχικής υγείας.
88
Βλ. Κ. Κωνσταντινίδη, ό.π., σ. 115, Α. Χαραλαμπάκη, ό.π., σ. 665 και Διάταξη ΕισΠρωτΚομοτηνής Γ.
Σκιαδαρέση, ΠοινΧρ 2004, σ. 555.
89
Βλ. Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Η έννοια των βασανιστηρίων και των άλλων προσβολών της
ανθρώπινης αξιοπρέπειας στον ποινικό κώδικα, ΠοινΧρ 2009, σελ. 8.
90
Βλ. Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, ό.π. σελ 8επ. για την αναλυτική παράθεση των επιχειρημάτων.
91
Κατά την ορθότερη άποψη βλ. Καστανίδου, ό.π., σελ.16, αποτελεί ειδικό στοιχείο του αδίκου, αφού σε
κάθε περίπτωση η χορήγηση ναρκωτικών ουσιών σε ένα άτομο θίγει την ελευθερία αυτοπροσδιορισμού
του και το «παράνομο» αφορά την αξιολόγηση και όχι την ίδια την στοιχειοθέτηση της προσβολής.
92
Βλ. ανωτέρω υποσημείωση 34.
Κρατική βία και κατάχρηση εξουσίας
Κρατική βία και κατάχρηση εξουσίας
Κρατική βία και κατάχρηση εξουσίας
Κρατική βία και κατάχρηση εξουσίας

Contenu connexe

En vedette

Social Media Marketing Trends 2024 // The Global Indie Insights
Social Media Marketing Trends 2024 // The Global Indie InsightsSocial Media Marketing Trends 2024 // The Global Indie Insights
Social Media Marketing Trends 2024 // The Global Indie Insights
Kurio // The Social Media Age(ncy)
 

En vedette (20)

AI Trends in Creative Operations 2024 by Artwork Flow.pdf
AI Trends in Creative Operations 2024 by Artwork Flow.pdfAI Trends in Creative Operations 2024 by Artwork Flow.pdf
AI Trends in Creative Operations 2024 by Artwork Flow.pdf
 
Skeleton Culture Code
Skeleton Culture CodeSkeleton Culture Code
Skeleton Culture Code
 
PEPSICO Presentation to CAGNY Conference Feb 2024
PEPSICO Presentation to CAGNY Conference Feb 2024PEPSICO Presentation to CAGNY Conference Feb 2024
PEPSICO Presentation to CAGNY Conference Feb 2024
 
Content Methodology: A Best Practices Report (Webinar)
Content Methodology: A Best Practices Report (Webinar)Content Methodology: A Best Practices Report (Webinar)
Content Methodology: A Best Practices Report (Webinar)
 
How to Prepare For a Successful Job Search for 2024
How to Prepare For a Successful Job Search for 2024How to Prepare For a Successful Job Search for 2024
How to Prepare For a Successful Job Search for 2024
 
Social Media Marketing Trends 2024 // The Global Indie Insights
Social Media Marketing Trends 2024 // The Global Indie InsightsSocial Media Marketing Trends 2024 // The Global Indie Insights
Social Media Marketing Trends 2024 // The Global Indie Insights
 
Trends In Paid Search: Navigating The Digital Landscape In 2024
Trends In Paid Search: Navigating The Digital Landscape In 2024Trends In Paid Search: Navigating The Digital Landscape In 2024
Trends In Paid Search: Navigating The Digital Landscape In 2024
 
5 Public speaking tips from TED - Visualized summary
5 Public speaking tips from TED - Visualized summary5 Public speaking tips from TED - Visualized summary
5 Public speaking tips from TED - Visualized summary
 
ChatGPT and the Future of Work - Clark Boyd
ChatGPT and the Future of Work - Clark Boyd ChatGPT and the Future of Work - Clark Boyd
ChatGPT and the Future of Work - Clark Boyd
 
Getting into the tech field. what next
Getting into the tech field. what next Getting into the tech field. what next
Getting into the tech field. what next
 
Google's Just Not That Into You: Understanding Core Updates & Search Intent
Google's Just Not That Into You: Understanding Core Updates & Search IntentGoogle's Just Not That Into You: Understanding Core Updates & Search Intent
Google's Just Not That Into You: Understanding Core Updates & Search Intent
 
How to have difficult conversations
How to have difficult conversations How to have difficult conversations
How to have difficult conversations
 
Introduction to Data Science
Introduction to Data ScienceIntroduction to Data Science
Introduction to Data Science
 
Time Management & Productivity - Best Practices
Time Management & Productivity -  Best PracticesTime Management & Productivity -  Best Practices
Time Management & Productivity - Best Practices
 
The six step guide to practical project management
The six step guide to practical project managementThe six step guide to practical project management
The six step guide to practical project management
 
Beginners Guide to TikTok for Search - Rachel Pearson - We are Tilt __ Bright...
Beginners Guide to TikTok for Search - Rachel Pearson - We are Tilt __ Bright...Beginners Guide to TikTok for Search - Rachel Pearson - We are Tilt __ Bright...
Beginners Guide to TikTok for Search - Rachel Pearson - We are Tilt __ Bright...
 
Unlocking the Power of ChatGPT and AI in Testing - A Real-World Look, present...
Unlocking the Power of ChatGPT and AI in Testing - A Real-World Look, present...Unlocking the Power of ChatGPT and AI in Testing - A Real-World Look, present...
Unlocking the Power of ChatGPT and AI in Testing - A Real-World Look, present...
 
12 Ways to Increase Your Influence at Work
12 Ways to Increase Your Influence at Work12 Ways to Increase Your Influence at Work
12 Ways to Increase Your Influence at Work
 
ChatGPT webinar slides
ChatGPT webinar slidesChatGPT webinar slides
ChatGPT webinar slides
 
More than Just Lines on a Map: Best Practices for U.S Bike Routes
More than Just Lines on a Map: Best Practices for U.S Bike RoutesMore than Just Lines on a Map: Best Practices for U.S Bike Routes
More than Just Lines on a Map: Best Practices for U.S Bike Routes
 

Κρατική βία και κατάχρηση εξουσίας

  • 1. (2015) 1 PRO JUSTITIA 1 | Τόμος 1, 2015 Κρατική Βία και Κατάχρηση Εξουσίας Στέργιος Αϊδινλής – Αχιλλέας Ντόγκαρης – Ειρήνη Τσιρονίκου Μεταπτυχιακοί Φοιτητές στον Τομέα των Ποινικών και Εγκληματολογικών Επιστημών της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. ΠΕΡΙΛΗΨΗ: Οι σύγχρονες μέθοδοι καταστολής που εκφράζονται μέσα από την νομιμοποιημένη κρατική εξουσία δοκιμάζουν συχνά τα όρια των θεμελιωδών δικαιωμάτων των κρατουμένων και της εγγυητικής λειτουργίας του ποινικού δικαίου σε μια δημοκρατία. Στο πλαίσιο της παρούσας μελέτης και υπό το πρίσμα των πρόσφατων νομοθετικών και νομολογιακών δεδομένων σε ελληνικό επίπεδο και στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, επιχειρείται πρωτίστως μία προσέγγιση των μορφών της αστυνομικής βίας, η οποία διακρίνεται σε βία κατά την προληπτική και κατά την κατασταλτική αστυνομική δράση. Εν συνεχεία, γίνεται ανάλυση ορισμένων κεφαλαιωδών ζητημάτων γύρω από την προσβολή σημαντικών αγαθών των κρατουμένων, με ιδιαίτερη έμφαση στις προσβολές κατά της ανθρώπινης ζωής και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και το έγκλημα των βασανιστηρίων. Το παρόν έργο υπάγεται σε Άδεια Χρήσης: Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές (CC BY-NC-ND 4.0) https://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/4.0/deed.el
  • 2. (2015) 1 PRO JUSTITIA 2 | ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΜΕΛΕΤΗΣ Ι.Πρώτο Μέρος: Αστυνομική βία Α. Προσβολές κατά την προληπτική αστυνομική δράση 1.Οι προσαγωγές 2.Οι προληπτικές σωματικές έρευνες 3. Συμπεράσματα Β. Προσβολές κατά την κατασταλτική αστυνομική δράση ΙΙ.Δεύτερο Μέρος: Ιδιαίτερα ζητήματα γύρω από την προσβολή σημαντικών εννόμων αγαθών Α. Ανθρώπινη ζωή 1.Προϋποθέσεις νόμιμης αφαίρεσης της ζωής κατά το ά. 2 ΕΣΔΑ 2. Ζητήματα από τη χρήση πυροβόλων όπλων από αστυνομικούς Β. Ανθρώπινη αξιοπρέπεια 1.Η απόλυτη απαγόρευση των βασανιστηρίων και των άλλων μορφών απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης υπό το φως του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ και η ερμηνεία από το ΕΔΔΑ 2.Εθνικό νομοθετικό πλαίσιο – τα βασανιστήρια και οι άλλες προσβολές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας 3.Λόγοι άρσης του αδίκου στα βασανιστήρια και τις άλλες προσβολές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας Ι. Η αστυνομική βία μπορεί να διακριθεί σε βία κατά την προληπτική αστυνομική δράση, στο πλαίσιο, δηλαδή, αστυνομικών ενεργειών για την πρόληψη και αποκάλυψη αξιόποινων πράξεων, και κατά την κατασταλτική αστυνομική δράση, κατά τη σύλληψη δηλαδή για ήδη τελεσθέν αδίκημα. Α. Προσβολές κατά την προληπτική αστυνομική δράση Στο πεδίο της προληπτικής αστυνομικής δράσης, η κατάχρηση αστυνομικής εξουσίας οδηγεί σε προσβολές της προσωπικής ελευθερίας και της τιμής, μέσω, κυρίως, των προσαγωγών πολιτών στα αστυνομικά τμήματα και της διενέργειας προληπτικών σωματικών ερευνών. Οι προσβολές αυτές οφείλονται, όπως θα
  • 3. (2015) 1 PRO JUSTITIA 3 | φανεί από τα παρακάτω, στην πρακτική στρεβλή εφαρμογή του σχετικού νομοθετικού πλαισίου από τους αστυνομικούς. 1. Οι προσαγωγές Σε σχέση με τις προσαγωγές, αυτές πραγματοποιούνται χωρίς να συντρέχει δικονομικά επιτρεπτή περίπτωση σύλληψης, κατ’ άρθρο 6 παρ.1 του Συντάγματος, χωρίς, δηλαδή, την επίδοση εντάλματος σύλληψης ή την απόδοση κατηγορίας για τέλεση αυτόφωρου αδικήματος. 1.1. Νομική βάση για την πραγματοποίησή τους αποτελεί το άρθρο 74 παρ.15 θ του π.δ.141/1991, που επιτρέπει την προσαγωγή ατόμων που «στερούνται στοιχείων αποδεικτικών της ταυτότητάς τους ή εξαιτίας του τόπου, του χρόνου, των περιστάσεων και της συμπεριφοράς τους δημιουργούν υπόνοιες διάπραξης εγκληματικής ενέργειας…». 1.2. Πρώτιστο ζήτημα αποτελεί η διερεύνηση της φύσης της προσαγωγής ως στερητικού ή περιοριστικού της ελευθερίας μέτρου, καθώς αν πρόκειται για περιορισμό της ελευθερίας αρκεί η πρόβλεψή του στο νόμο, ενώ αν πρόκειται για στέρηση αυτής, θα πρέπει να συντρέχουν οι διαδικαστικές προϋποθέσεις του άρθρου 6 παρ.1 Σ, όπως επίσης και οι περαιτέρω εγγυήσεις του άρθρου 5 της ΕΣΔΑ, το οποίο εφαρμόζεται μόνο για τα στερητικά της ελευθερίας μέτρα, ενώ για τα περιοριστικά εφαρμόζεται το άρθρο 2 του 4ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της. Ακόμη κι αν γίνει δεκτή η κρατούσα άποψη ότι πρόκειται για περιορισμό της προσωπικής ελευθερίας, λόγω της μικρής χρονικής διάρκειας,1 η τυπική συνταγματικότητα της διάταξης αμφισβητείται, καθώς ο περιορισμός αυτός, κατ’ άρθρο 5 παρ.3 Σ, πρέπει να προβλέπεται σε τυπικό νόμο ή σε κανονιστική πράξη που εκδόθηκε βάσει εξουσιοδότησης τυπικού νόμου.2 Οι σχετικές, όμως, ρυθμίσεις του π.δ. δεν στηρίζονται στη νομοθετική εξουσιοδότηση, που δόθηκε από τα άρθρα 11, 12, 18 και 33 του νόμου 1481/1984, τα οποία παρέχουν εξουσιοδότηση για τη 1 Βλ. Α. Καρρά, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 2007, σελ.393 Π. Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα, 2012, σελ.197Α. Τάχου, Δίκαιο της δημόσιας τάξης, 1990, σελ.82Θ. Δαλακούρα, Αρχή της αναλογικότητας και μέτρα δικονομικού καταναγκασμού, 1993, σελ.265 επ.Κ. Βουγιούκα, Προβληματισμοί σχετικοί με τη σύλληψη και κράτηση του ατόμου στο χώρο του Ελληνικού Ποινικού Δικονομικού Δικαίου, Υπερ 1994,751-2. 2 Βλ. Α. Μάνεση, Ατομικές Ελευθερίες, 1982, σελ.68Π. Δαγτόγλου, ό.π., σελ.198Κ. Χρυσόγονου, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 2006, σελ.76 επ.. Αντίθετα, ο Γ. Βλάχος, Το Σύνταγμα της Ελλάδος, 1979, σελ.78-79, απαιτεί την πρόβλεψη σε τυπικό νόμο, όπως και ο ΣτΠ στο Πόρισμά του με θέμα: «Νόμιμες προϋποθέσεις προσαγωγών και αστυνομικών ερευνών», Ιούνιος 2003, σελ.4 και ο Α. Καρράς, ό.π., σελ.394.
  • 4. (2015) 1 PRO JUSTITIA 4 | ρύθμιση θεμάτων σχετικά με τη διάρθρωση και οργάνωση της αστυνομίας και όχι για τη θέση περιορισμών της προσωπικής ελευθερίας.3 Η παλαιότερη, αντίθετα, θέση του Μάνεση4 ότι πρόκειται για στέρηση της ελευθερίας, αντίθετη στο άρθρο 6 παρ.1 Σ, ενισχύεται και από τη σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ. Το τελευταίο, υιοθετώντας σημαντικές θέσεις για τη διάκριση μεταξύ στέρησης και περιορισμού της ελευθερίας, δεν δεσμεύεται από το νομικό χαρακτηρισμό του μέτρου από το κράτος5 , αλλά ανάγει σε κρίσιμο στοιχείο τη συγκεκριμένη κατάσταση του ατόμου6 , συνεκτιμώντας δεδομένα, όπως το είδος, η διάρκεια, τα αποτελέσματα και ο τρόπος εφαρμογής του επίμαχου μέτρου,7 ενώ η μικρή χρονική διάρκεια εφαρμογής του δεν αναιρεί τον χαρακτήρα του ως στερητικού της ελευθερίας.8 Βάσει, λοιπόν, των ανωτέρω, όταν το άτομο με τη χρήση βίας και συνήθως με χειροπέδες μεταφέρεται στο αστυνομικό τμήμα, το κρίσιμο κατά το ΕΔΔΑ στοιχείο του καταναγκασμού9 συντρέχει και είναι ενδεικτικό της στέρησης, κι όχι απλώς του περιορισμού, της ελευθερίας του, αφού βρίσκεται έστω και προσωρινά υπό την απόλυτη φυσική εξουσία των κρατικών οργάνων με σκοπό ή αποτέλεσμα την στέρηση της ελευθερίας του, όπως και ο συλληφθείς.10 Επομένως, μία προσαγωγή υπ’ αυτές τις συνθήκες, αποτελεί κατ’ ορθότερη εκδοχή στέρηση της ελευθερίας και αντιβαίνει στο άρθρο 6 παρ.1 Σ. Σημειωτέον, επίσης, ότι το ΕΔΔΑ ερμηνεύοντας το άρθρο 5 παρ.1 της ΕΣΔΑ σχετικά με τα στερητικά της ελευθερίας μέτρα θέτει αυστηρές εγγυήσεις για την κατάφαση της νομιμότητάς τους. Ειδικότερα, έχει κρίνει ότι ο νόμος που προβλέπει τέτοια μέτρα πρέπει να είναι εύληπτος και επαρκώς ακριβής, ώστε να μην αφήνονται περιθώρια επιλεκτικής δράσης και αυθαιρεσίας στις αστυνομικές αρχές,11 όπως 3 Βλ. έτσι και Α. Καρρά, ό.π., σελ. 394Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Κατάχρηση εξουσίας και ανθρώπινα δικαιώματα, 2013, σελ. 8 Πόρισμα Σ.τ.Π., ό.π., σελ.4 Α. Ζαχαριάδη, Οι προληπτικές σωματικές έρευνες, η αρχή της αναγκαιότητας και η προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, Υπερ 1995,1241. 4 Βλ. Α. Μάνεση, ό.π., σελ. 176-7. Έτσι και Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, ό.π., σελ.7. 5 ΕΔΔΑ, Creangaκ. Ρουμανίας, 23.2.2012, παρ.92. 6 ΕΔΔΑ, Guzzardi κ. Ιταλίας, 6.11.1980, παρ.92-95Engel κ.α. κ. Ολλανδίας 8.6.1976, παρ.59, 61-63. 7 ΕΔΔΑ, Amuur κ. Γαλλίας, 25.6.1996, παρ.42Iskandarov κ. Ρωσίας, 23.9.2010, παρ.139. 8 ΕΔΔΑ, Gillan και Quinton κ. Αγγλίας, 12.1.2010, παρ.57. 9 ΕΔΔΑ, Foka κ. Τουρκίας, 24.6.2008, παρ.77-79Nolan και Κ. κ. Ρωσίας, 12.2.2009, παρ.93-96. 10 Βλ. Π. Δαγτόγλου, ό.π., σελ.197. 11 ΕΔΔΑ, Bozano κ. Γαλλίας, 18.12.1986, παρ.59Bouamar κ. Βελγίου, 29.2.1988, παρ.47Conka κ. Βελγίου, 5.2.2002, παρ.39.
  • 5. (2015) 1 PRO JUSTITIA 5 | επίσης και προβλέψιμος στην εφαρμογή του.12 Περαιτέρω, σχετικά με την κράτηση στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών κατ’ άρθρο 5 παρ.1 περ.γ της Σύμβασης, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η εύλογη υπόνοια τέλεσης αδικήματος προϋποθέτει την ύπαρξη γεγονότων ή πληροφοριών που θα ικανοποιούσαν έναν αντικειμενικό παρατηρητή ότι το εμπλεκόμενο άτομο μπορεί να έχει διαπράξει αδίκημα.13 Η καταδίκη κατά το παρελθόν για πράξεις τρομοκρατίας δεν αρκεί αφ’ εαυτής ως βάση υποψίας,14 παρότι το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι οι υποθέσεις τρομοκρατίας ανήκουν σε μία ιδιαίτερη κατηγορία. Τέλος, η στέρηση της ελευθερίας θα πρέπει να συμβαδίζει και με τον σκοπό του άρθρου 5, δηλαδή, την προστασία του ατόμου από την κρατική αυθαιρεσία,15 η οποία εκδηλώνεται και όταν οι αρχές επιδεικνύουν κακή πίστη ή διάθεση εξαπάτησης του πολίτη16 ή όταν δεν εφαρμόζουν τη σχετική νομοθεσία σύμφωνα με το πνεύμα της.1718 1.3. Πέραν, τώρα, του χαρακτήρα του μέτρου, όπως προκύπτει από τη διατύπωση της διάταξης του άρθρου 74 παρ. 15θ του π.δ. 141/1991, η επίδειξη δελτίου αστυνομικής ταυτότητας αποκλείει την προσαγωγή, ενώ αν δεν καταστεί δυνατή η βεβαίωση των στοιχείων, οι ερωτήσεις που διατυπώνονται στον προσαχθέντα στο τμήμα πολίτη οφείλουν να περιορίζονται στα απολύτως αναγκαία για την εξακρίβωση στοιχεία και η παραμονή του στο τμήμα δεν πρέπει να ξεπερνά τον απολύτως αναγκαίο για τον σκοπό της προσαγωγής, χρόνο. Η προσαγωγή, βέβαια, επιτρέπεται, ακόμη κι αν βεβαιώθηκε η ταυτότητα του ατόμου, εάν υπάρχουν υπόνοιες διάπραξης εγκλήματος. Αυτό που συμβαίνει στην πράξη είναι να προσάγονται πολίτες ακόμη κι αν επιδεικνύουν την ταυτότητά τους ή δεν υφίσταται καμία αντικειμενική ένδειξη τέλεσης εγκλήματος από αυτούς19 . Οι προσαγωγές αυτές αποτελούν συνήθως επακόλουθο της διενέργειας οργανωμένων αστυνομικών επιχειρήσεων σε χώρους υψηλής εγκληματικότητας (π.χ. πλατεία Εξαρχείων), ενώ για τη νομιμοποίησή τους οι αστυνομικοί επικαλούνται σε αναφορές τους, την υψηλή εγκληματικότητα του χώρου, 12 ΕΔΔΑ, Medvedyev κ. Γαλλίας, 29.3.2010, παρ.80Steel κ.α. κ. Αγγλίας, 23.9.1998, παρ.54. 13 ΕΔΔΑ, Labita κ. Ιταλίας, 6.4.2000, παρ.155Ipek κ.α. κ. Τουρκίας, 3.2.2009, παρ.29. 14 ΕΔΔΑ, Fox, Campbell, Hartley κ. Αγγλίας, 30.8.1990, παρ.35. 15 ΕΔΔΑ, Bozano, ό.π., παρ.54ChitayevChitayev κ. Ρωσίας, 18.1.2007, παρ.172. 16 ΕΔΔΑ, Bozano, ό.π., παρ.59-60Conka, ό.π., παρ.44-6. 17 ΕΔΔΑ, Benham κ. Αγγλίας, 10.6.1996, παρ.47Liu κ. Ρωσίας, 6.12.2007, παρ.82. 18 Βλ. ως περίπτωση παραπλανητικής και καταχρηστικής σχετικής πρακτικής την αναφερόμενη στο έγγραφο ΣτΠ 623.01.2.2/5.3.2001, ΠοινΧρ 2002,740-1, με σημείωση Ε. Φυτράκη. 19 Βλ. Πόρισμα Σ.τ.Π., ό.π..
  • 6. (2015) 1 PRO JUSTITIA 6 | ότι οι προσαγόμενοι «περιφέρονται ύποπτα» σ’ αυτόν ή «αδυνατούν να δικαιολογήσουν την παρουσία τους» εκεί, σαν να είναι υποχρεωμένοι οι πολίτες να λογοδοτούν για την κίνησή τους σε δημόσιους χώρους ακόμα, δε, και την «αρνητική» τους συμπεριφορά. Χαρακτηριστικά σε μία, από τις πολλές καταγγελθείσες στο ΣτΠ περιπτώσεις, κρίθηκαν ύποπτοι νεαροί που δήλωσαν ότι πάνε για μπάνιο, ενώ αυτό ερχόταν σε αντίθεση με την αμφίεσή τους, καθώς φορούσαν παντελόνια τζιν και μπλούζες.20 2. Οι προληπτικές σωματικές έρευνες 2.1 Αντίστοιχη είναι η νομοθετική βάση και για τη διενέργεια των προληπτικών σωματικών ερευνών.21 Οι έρευνες αυτές δεν ανήκουν στις γνωστές και ρυθμιζόμενες από τον ΚΠΔ (άρθρα 253,257) έρευνες, οι οποίες επιτελούν κατασταλτική λειτουργία, με σκοπό την εξιχνίαση εγκλήματος που τελέστηκε ήδη και τη σύλληψη του δράστη, εντασσόμενες, έτσι, στα πλαίσια κάποιας εκκρεμούς ποινικής διαδικασίας και διενεργούμενες είτε στο στάδιο της αστυνομικής προανάκρισης κατ’ άρθρο 243 παρ.2 ΚΠΔ, είτε κατόπιν άσκησης ποινικής δίωξης, στο στάδιο της κύριας ανάκρισης ή της προανάκρισης. Ειδικότερα, το άρθρο 96 παρ. 3β του ίδιου π.δ. προβλέπει ότι γίνονται «…όταν υπάρχει σοβαρή υπόνοια τελέσεως αξιοποίνου πράξεως ή απόλυτη ανάγκη». 2.2. Στην πράξη,22 οι σωματικές αυτές έρευνες διενεργούνται συνήθως σε δημόσιο χώρο υπό κοινή θέα, με την απειλή όπλου και το βίαιο εξαναγκασμό του ατόμου να λάβει συγκεκριμένη θέση προς διενέργεια του ελέγχου και προς εξασφάλιση της προστασίας των αστυνομικών.23 Οι έρευνες γίνονται ακόμα και χωρίς τη συνδρομή υπονοιών τέλεσης εγκλήματος, ενώ για τη νομιμοποίησή τους προσάπτεται συχνά στους ελεγχόμενους «αρνητική συμπεριφορά» και εκδήλωση αρνητικής πεποίθησης για τη νομιμότητα της έρευνας, ενώ παρατηρείται και διακριτική επιλογή των ερευνώμενων προσώπων, καθώς προτιμώνται αλλοδαποί ή πολίτες με ιδιαίτερα εξωτερικά χαρακτηριστικά. 20 Βλ. την υπ’ αριθμ. πρωτ.6004/15/59–στ΄/8.1.2003 αναφορά ΔιευθΑστυνΝοτιοανΑττ. 21 Βλ. Α. Ζαχαριάδη, ό.π., Υπερ 1995,1237 επ.Π. Μπρακουμάτσου, Το επιτρεπτό ή μη των προληπτικών σωματικών ερευνών, ΠοινΧρ 1987,124 επ. 22 Βλ. Πόρισμα Σ.τ.Π., ό.π., σελ.2 επ.. 23 Βλ. σχετικά το άρθρο 6 παρ.2 της υπ’ αριθμ.13/93 «Κανονιστικής Διαταγής».
  • 7. (2015) 1 PRO JUSTITIA 7 | Ενδεικτική είναι η περίπτωση24 όπου ένας επιβάτης οχήματος και μάλιστα, όχι ο οδηγός, θεωρήθηκε από αστυνομικούς ύποπτος τέλεσης εγκλήματος, μολονότι δεν υπήρχε προς τούτο καμία αντικειμενική ένδειξη. Απέναντι στην άρνησή του να υποστεί σωματική έρευνα, οι αστυνομικοί χρησιμοποίησαν υπέρμετρη βία, με αποτέλεσμα τον σοβαρό τραυματισμό του. Στην περίπτωση αυτή ο Εισαγγελέας δεν άσκησε ποινική δίωξη σε βάρος του εν λόγω προσώπου για αντίσταση κατά της αρχής (άρθρο 167 ΠΚ) ή απείθεια (άρθρο 169 ΠΚ), καθώς έκρινε μη νόμιμη τη σχετική ενέργεια των αστυνομικών. Σημειωτέον ότι τα άρθρα 167 και 169 ΠΚ προϋποθέτουν γενικά νόμιμη πρόσκληση και επιχείρηση νόμιμης υπηρεσιακής ενέργειας, ενώ σύμφωνα με τον καθηγητή Μανωλεδάκη25 στην περίπτωση της απείθειας (αντίστοιχα και για την αντίσταση) η νομιμότητα (της πρόσκλησης και της υπηρεσιακής ενέργειας) περιλαμβάνει μεταξύ των άλλων την ουσιαστική συμφωνία της πρόσκλησης με το Σύνταγμα και τους νόμους, την όμοια συμφωνία της υπηρεσιακής ενέργειας που πρόκειται να εκτελεστεί, καθώς και τη συνταγματικότητα του νόμου που προβλέπει την υποχρέωση του πολίτη για παροχή συνδρομής, η οποία ανήκει στην ευρύτερη «νομιμότητα» της πρόσκλησης. Καθώς, όμως, οι ρυθμίσεις των άρθρων 94 και 96 παρ.2 του π.δ. κρίνονται από τη θεωρία (τουλάχιστον τυπικά) αντισυνταγματικές, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, έτσι και η πρόσκληση που στηρίζεται σ’ αυτές δεν μπορεί να είναι νόμιμη.26 3. Συμπεράσματα 3.1. Όπως, λοιπόν, προκύπτει από τα παραπάνω και, ιδίως, από τα παραδείγματα που αναφέρθηκαν, η στρεβλή πρακτική εφαρμογή των σχετικών διατάξεων οφείλεται, κυρίως, στο γεγονός ότι οι αστυνομικοί δίνουν στην έννοια της υπόνοιας αμιγώς υποκειμενικό περιεχόμενο. Σε σχέση, δε, με τις σωματικές έρευνες η διάταξη παρουσιάζει επιπλέον προβλήματα. Συγκεκριμένα, επισημαίνεται27 η παραβίαση με τη διάταξη της συνταγματικής αρχής της αναγκαιότητας, που (πρέπει να) διέπει όλες τις επαχθείς «πράξεις δικονομικού καταναγκασμού»,28 ενόψει της μη ειδικής και συγκεκριμένης 24 Βλ. ΑναφοράΕισΠρωτΛάρισας 54/29.12.2005, ΠοινΧρ 2005,276. 25 Βλ. Ι. Μανωλεδάκη, Προσβολές κατά της πολιτειακής εξουσίας, 1994, σελ.109. 26 Έτσι οι Π. Μπρακουμάτσος, ό.π., ΠοινΧρ 1987,126 και Α. Ζαχαριάδης, ό.π., Υπερ 1995,1245. 27 Βλ. Α. Ζαχαριάδη, ό.π., Υπερ 1995, 1244. 28 Βλ. Ν. Ανδρουλάκη, Οι θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, 2012 σελ. 298-9.
  • 8. (2015) 1 PRO JUSTITIA 8 | αναφοράς των επιδιωκόμενων σκοπών των ερευνών αυτών (πέραν των γενικών σκοπών του άρθρου 94) και της έλλειψης περαιτέρω εξειδίκευσης του εννοιολογικά ευρέος όρου της απόλυτης ανάγκης. Έχει υποστηριχθεί,29 βέβαια, και ότι η προϋπόθεση της ύπαρξης σοβαρής υπόνοιας τέλεσης εγκλήματος δεν έχει ουσιαστική σημασία στις προληπτικές έρευνες, καθώς εάν υπάρχει πράγματι τέτοια σοβαρή υπόνοια, τότε οι διενεργούμενες έρευνες θα εντάσσονται στην αστυνομική προανάκριση κατ’ άρθρο 243 παρ.2 ΚΠΔ, έχοντας χαρακτήρα κατασταλτικό. Σχετικά, πάντως, με τα ρευστά όρια μεταξύ προληπτικής έρευνας και κατασταλτικής τοιαύτης κατ’ άρθρο 243 παρ.2 ΚΠΔ, τίθεται περαιτέρω το ερώτημα30 αν είναι ανεκτό η φύση μιας τέτοιας έρευνας να κρίνεται εκ των υστέρων και με βάση το αποτέλεσμά της, με την έννοια ότι εάν η έρευνα καταλήξει σε αρνητικό αποτέλεσμα ως προς την τέλεση εγκλήματος, παραμένει προληπτική, ενώ αν οδηγήσει σε κάποια ευρήματα, τότε αποκτά κατασταλτικό χαρακτήρα και μεταπίπτει σε προανακριτική του άρθρου 243 παρ.2 ΚΠΔ. Το όλο ζήτημα δεν είναι θέμα απλού χαρακτηρισμού της εκάστοτε έρευνας, αλλά συναρτάται με την ιδιότητα και τα δικαιώματά του καθ’ ου η έρευνα σε καθεμιά περίπτωση. 3.2. Η ορθή, ωστόσο, ερμηνεία των σχετικών διατάξεων αποτυπώθηκε στο φυλλάδιο που εξέδωσε το Υπουργείο Δημόσιας Τάξηςσε συνεργασία με το ΣτΠ το καλοκαίρι του 2004, με τίτλο «Πρακτικός Οδηγός Επαφής του Αστυνομικού με τον Πολίτη κατά την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων»31 και με ισχύ μόνο για την περίοδο των Αγώνων. Στον Οδηγό προβλέφθηκε ειδικότερα ότι η ακινητοποίηση, έρευνα και σύλληψη προσώπων… επιτρέπεται να λάβουν χώρα μόνο εάν η αστυνομία έχει σοβαρές υποψίες ότι έχει παραβιαστεί ο νόμος. «Οι σοβαρές υποψίες πρέπει να βασίζονται σε αντικειμενικώς εύλογα δεδομένα σχετικά με τη συμπεριφορά του ατόμου…». «Κρίσιμα είναι τα στοιχεία της συμπεριφοράς του ατόμου» τα οποία πρέπει να είναι σε θέση να περιγράψει ο αστυνομικός, ενώ «δεν επιτρέπεται να ακινητοποιήσει, ερευνήσει ή συλλάβει, με βάση αυθαίρετη κρίση ή εικασία, με βάση το γεγονός ότι ένα πρόσωπο κινείται σε περιοχή υψηλής εγκληματικότητας, με βάση χαρακτηριστικά του ατόμου…, ή την απροθυμία συμμόρφωσης σε απλές υποδείξεις της αστυνομίας». 29 Βλ. Α. Ζαχαριάδη, ό.π., Υπερ 1995,1240, με περαιτέρω παραπομπές. 30 Βλ. Ν. Λίβου, ΠοινΧρ.ΜΕ,433,παρατηρήσεις σε ΑΠ(Συμβ) 115/1995. 31 Ηttp://www.synigoros.gr/resources/toolip/doc/2011/01/19/astinomia-fylladio.pdf.
  • 9. (2015) 1 PRO JUSTITIA 9 | Η έκδοση, πάντως, ενός τέτοιου Οδηγού και ειδικά σε μία τόσο σημαίνουσα περίσταση υποδηλώνει τη γνώση και έμμεση παραδοχή εκ μέρους της Πολιτείας των προβλημάτων που ανακύπτουν από τις αστυνομικές πρακτικές στον τομέα αυτό προληπτικής αστυνομικής δράσης. 3.3. Το ερμηνευτικό συμπέρασμα που απορρέει, συνεπώς, από τον Οδηγό και επιτάσσεται από την ασφάλεια δικαίου είναι να νοούνται ως «υπόνοιες» μόνο οι εξατομικευμένες αντικειμενικές ενδείξεις τέλεσης συγκεκριμένου αδικήματος, που πρέπει να συνδέονται με τη συμπεριφορά του ατόμου και να αποδεικνύονται από τους αστυνομικούς.32 Οι προσαγωγές, επομένως, και οι προληπτικές σωματικές έρευνες, θα πρέπει κατ’ ορθότερη εκδοχή να συνδέονται σε κάθε περίπτωση με την αποκάλυψη τέλεσης εγκλήματος, ενώ δεν είναι δικαιοκρατικά ανεκτό να εξυπηρετούν, όπως έχει υποστηριχθεί33 , αμιγώς προληπτικούς σκοπούς, ενόψει του επαχθούς, καταναγκαστικού τους χαρακτήρα και των σοβαρών περιορισμών που συνεπάγονται για την προσωπική ελευθερία του πολίτη. Άλλωστε, στην περίπτωση που γινόταν δεκτό ότι οι υπόνοιες αφορούν πράξεις που θα τελεστούν, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι η ανασφάλεια δικαίου θα ήταν ιδιαίτερα μεγάλη, δεδομένης της δυσχέρειας –αν όχι της αδυναμίας- προσδιορισμού με όρους αντικειμενικούς του πότε κάποιος είναι ύποπτος στο επίπεδο της καθαρά προληπτικής αστυνόμευσης και των τυχαίων ελέγχων, προσδιορισμός που θα επαφιόταν, τότε, αποκλειστικά στην υποκειμενική κρίση, την εμπειρία και τις πνευματικές ικανότητες κάθε αστυνομικού. Την συσταλτική ερμηνεία των σχετικών διατάξεων υπαγορεύει, άλλωστε, και η αμφίβολη τυπική, αλλά και ουσιαστική σχετικά με επιμέρους προβλέψεις, συνταγματικότητα του συγκεκριμένου π.δ.. 3.4. Ο περιορισμός, βέβαια, στα παραπάνω ερμηνευτικά συμπεράσματα δεν αρκεί, αλλά χρειάζονται, κυρίως, δύο πράγματα. Πρώτον, οι παραδοχές αυτές θα πρέπει να ενταχθούν πια σ’ ένα νέο, σαφές νομοθετικό κείμενο, απαλλαγμένο από ασαφείς και γενικόλογες διατυπώσεις, που θα προσδιορίζει με αντικειμενικούς όρους τις ακριβείς προϋποθέσεις και τους σκοπούς 32 Βλ. έτσι και Πόρισμα Σ.τ.Π., ό.π., σελ.5. 33 Βλ. Ν. Λίβου, παρατηρήσεις σε ΑΠ 696/1999, ΠοινΧρ 2000,318 επ.του ίδιου, Η δικονομική θέση των καθ’ ων υφίστανται υπόνοιες περί τελέσεως εγκλήματος, ΠοινΧρ 1995,1103 επ. ΓνωμΕισΑΠ 16/2007, ΠοινΔικ 2008,431 επ.
  • 10. (2015) 1 PRO JUSTITIA 10 | της νόμιμης προληπτικής αστυνομικής δράσης και θα στοιχίζεται με τις τρέχουσες αξιώσεις σχετικά με την προάσπιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ατομικών ελευθεριών, ώστε να επιτυγχάνεται οπεριορισμός τους στο πλαίσιο που επιβάλλουν το Σύνταγμα και τα διεθνή κείμενα. Είναι φανερό, άλλωστε, ότι η διατύπωση των σχετικών διατάξεων δεν περιέχει τη μέγιστη δυνατή ακρίβεια προκειμένου για περιορισμούς δικαιωμάτων, αλλά το ίδιο το γράμμα του νόμου και, ιδίως, η έννοια των υπονοιών ευνοεί ίσως την στρεβλή εφαρμογή των σχετικών προβλέψεων, καταλείποντας περιθώρια υποκειμενικών εκτιμήσεων και διακριτικής ευχέρειας στους αστυνομικούς για το χαρακτηρισμό ατόμων ως υπόπτων. Προς την κατεύθυνση αυτή σκόπιμη θα ήταν, για παράδειγμα, η αντικατάσταση του όρου υπόνοιες από τον όρο ενδείξεις και μάλιστα εξατομικευμένες και αντικειμενικές. Δεύτερον, εξίσου σημαντική κρίνεται και η ενημέρωση των αστυνομικών σχετικά με το περιεχόμενο και την ορθή ερμηνεία του νόμου34 και, ιδίως, η εμπέδωση της υποχρέωσης σεβασμού των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Τούτο καθίσταται επιβεβλημένο, καθώς όπως προκύπτει από πορίσματα αστυνομικών ερευνών, οι αστυνομικοί διαθέτουν παγιωμένες, αλλά εσφαλμένες αντιλήψεις σχετικά με τα νόμιμα όρια χρήσης βίας από μέρους τους. Έτσι, λοιπόν, ο επαναπροσδιορισμός των παγιωμένων αυτών αντιλήψεών τους κρίνεται αναγκαίος, ώστε να μην εξυπηρετείται τίποτε άλλο από τα αστυνομικά όργανα πέραν της προστασίας των δικαιωμάτων και της ασφάλειας των πολιτών, όπως υπαγορεύει, άλλωστε, και ο θεσμικός τους ρόλος. Β. Προσβολές κατά την κατασταλτική αστυνομική δράση Στο πεδίο, τώρα, της κατασταλτικής αστυνομικής δράσης το νομοθετικό πλαίσιο είναι απολύτως σαφές και ρητό, χωλαίνει, ωστόσο, η τήρησή του από τους αστυνομικούς. Ακόμη και στις περιπτώσεις νόμιμης σύλληψης, λοιπόν, η υπέρβαση των νόμιμων ορίων δράσης οδηγεί εν προκειμένω σε προσβολές της τιμής, της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της σωματικής ακεραιότητας. Συγκεκριμένα, τα άρθρα 278 παρ. 2 ΚΠΔ, 119 περ.δ του προαναφερθέντος π.δ. και 3 περ.α του Κώδικα Δεοντολογίας Αστυνομικών (π.δ.254/2004) προβλέπουν ότι οι αστυνομικοί πρέπει να συμπεριφέρονται με κάθε δυνατή ευγένεια στο συλληφθέντα, να σέβονται την τιμή του και να τον δεσμεύουν μόνο αν αντιστέκεται με τη χρήση βίας ή κρίνεται ύποπτος φυγής, βάσει της προηγούμενης συμπεριφοράς του. 34 Βλ. σχετικά το υπ’ αριθμ. 7100/22/4α/2005 έγγραφο του Αρχηγείου της ΕΛΑΣ.
  • 11. (2015) 1 PRO JUSTITIA 11 | Η χρήση χειροπέδων, άλλωστε, κρίνεται γενικά συμβατή με το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, εφόσον σχετίζεται με νόμιμη σύλληψη και δεν συνεπάγεται χρήση βίας ή δημόσια έκθεση, πέραν του αναγκαίου, ανά περίσταση, μέτρου.35 Συνιστά, όμως, εξευτελιστική μεταχείριση όταν η σύλληψη δεν είναι νόμιμη, περιλαμβάνει χρήση βίας ασύνδετη με τη συμπεριφορά του ατόμου, δηλαδή με αντίστασή του, προσπάθεια διαφυγής ή απόπειρα πρόκλησης τραυματισμού, βλάβης ή εξαφάνισης των αποδείξεων, εφόσον η δέσμευση επηρέασε την πνευματική του κατάσταση ή έγινε με σκοπό τον εξευτελισμό του.36 Ο δημόσιος χαρακτήρας της μεταχείρισης συνιστά επιβαρυντικό στοιχείο για την κατάφαση σκοπού εξευτελισμού, αλλά για τον τελευταίο ενδέχεται να αρκεί η ταπείνωση του θύματος και μόνο στα δικά του μάτια.37 Η συνήθης εν προκειμένω πρακτική της αστυνομίας περιλαμβάνει τη σύλληψη συχνά σε δημόσιο χώρο, ακόμη και παρουσία Μ.Μ.Ε., συνοδευόμενη από απαξιωτική συμπεριφορά, χρήση βίας και τον εξαναγκασμό του ατόμου να γονατίσει. Η, δε, χρήση χειροπέδων επιβάλλεται σχεδόν πάντοτε,38 ανεξάρτητα από τη συμπεριφορά και την επικινδυνότητα του συλληφθέντος, ακόμη δηλαδή κι αν αυτός δεν αντιστέκεται ή δεν προσπαθεί να διαφύγει. Τέλος, η παρατηρούμενη συνήθως χρήση υπέρμετρης βίας κατά τη σύλληψη καταλήγει συχνά σε πρόκληση σωματικών βλαβών, ενώ μπορεί να θεωρηθεί ακόμη και απάνθρωπη μεταχείριση, κατ’ άρθρο 3 της ΕΣΔΑ. Αυτό συμβαίνει όταν η βία υπερβαίνει το απολύτως αναγκαίο για την πραγματοποίηση της σύλληψης μέτρο,39 συνεκτιμώντας τις συνθήκες κάθε περίπτωσης, όπως την πραγματοποίηση της σύλληψης στο πλαίσιο μιας αιφνιδιαστικής ή, αντίθετα, μιας προσχεδιασμένης και οργανωμένης επιχείρησης, που επιτρέπει την αποφυγή της βίας.40 ΙΙ. Α. Ανθρώπινη Ζωή 1. Προϋποθέσεις νόμιμης αφαίρεσης της ζωής κατά το ά. 2 ΕΣΔΑ α. Γενικά 35 ΕΔΔΑ, Raninen, κ. Φινλανδίας, 16.12.1997, παρ.56, 57. 36 ΕΔΔΑ, Raninen, ό.π., παρ.56, 58. 37 ΕΔΔΑ, Raninen, ό.π, παρ.55Tyrer κ. Αγγλίας, 25.4.1978, παρ.32. 38 Βλ. Πόρισμα ΣτΠ, ό.π., σελ.1 επ. 39 ΕΔΔΑ, Egmez κ. Κύπρου, 21.12.2000, παρ.78. 40 ΕΔΔΑ, Rehbock κ. Σλοβενίας, 28.11.2000, παρ.72Egmez κ. Κύπρου, 21.12.2000, παρ.76.
  • 12. (2015) 1 PRO JUSTITIA 12 | Υπάρχουν περιπτώσεις που η αστυνομική βία μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια της ανθρώπινης ζωής των πολιτών ή και σε βαριά σωματική βλάβη. Το ζητούμενο και σ’ αυτήν την περίπτωση είναι να ανευρεθεί το αναγκαίο μέτρο που πρέπει να τηρείται από τον αστυνομικό προκειμένου το άδικο των πράξεων της ανθρωποκτονίας ή της σωματικής βλάβης να αρθεί. Καμία ανθρώπινη ζωή δεν στερείται αξίας, ωστόσο η προστασία της όπως συνάγεται από σειρά διατάξεων είναι σχετική. Το σταθμιστικό πλαίσιο που καθορίζει τις προϋποθέσεις νόμιμης αφαίρεσής της αναλύεται λεπτομερώς στο άρθρο 2 της ΕΣΔΑ, από τα πιο σημαντικά άρθρα της Σύμβασης, για το οποίο δεν επιτρέπονται παρεκκλίσεις ούτε με βάσει το ά.15§2. Σύμφωνα μ’ αυτό, η χρήση θανατηφόρας βίας θα πρέπει ήταν απολύτως αναγκαία. Έτσι, για να δικαιολογηθεί η υποχώρηση της ζωής, σε αντίθεση με τα δικαιώματα που προστατεύονται στα άρθρα 8 έως 11, όπως η ελευθερία της έκφρασης ή η θρησκευτική ελευθερία, δεν αρκεί να εξυπηρετείται απλά μία «πιεστική κοινωνική ανάγκη», αλλά απαιτείται μια στενή σχέση αναλογίας της βαρύτητας της χρησιμοποιούμενης βίας με την επιτυχία των επιδιωκόμενων στόχων.41 Αξίζει πάντως να σημειωθεί πως το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ερμηνεύει το κριτήριο της απόλυτης αναγκαιότητας και με υποκειμενικά κριτήρια, όπως αυτό της ειλικρινούς πίστης («honest belief») που δημιουργείται στους αστυνομικούς σχετικά με την ύπαρξη των προϋποθέσεων νόμιμης χρήσης βίας, ανεξάρτητα αν εκ των υστέρων επιβεβαιώνονται ή όχι. Διαφορετικά, κατά την κρίση του θα θέταμε υπέρμετρο βάρος στο κράτος και τις δυνάμεις ασφαλείας, σε βάρος της ζωής τους και πιθανόν της ζωής άλλων ανθρώπων.42 Το Δικαστήριο οδηγείται στη λήψη υπόψη και υποκειμενικών στοιχείων γιατί, όπως επισημαίνει δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη δική του εκτίμηση της κατάστασης με αυτή του οργάνου του κράτους, το οποίο σε κάθε περίπτωση έπρεπε να αντιδράσει στην ένταση της στιγμής για να αποσοβήσει έναν κίνδυνο για τη ζωή του, ο οποίος λογικά πίστευε ότι υπάρχει.43 Έτσι, για παράδειγμα, αν οι αστυνομικοί στηριχθούν σε βάσιμες πληροφορίες ότι ετοιμάζεται τρομοκρατικό χτύπημα από συγκεκριμένο πρόσωπο, δεν πράττουν άδικα αν κατά τη διάρκεια οργανωμένης επιχείρησης καταστολής θανατώσουν το πρόσωπο αυτό. Έτσι έκρινε το Δικαστήριο σε Ευρεία Σύνθεση στην υπόθεση McCann και λοιποί κατά Η.Β., όπου δεν 41 ΕΔΔΑ, McCann κ.α. κ. Ηνωμένου Βασιλείου, 27.09.1995, παρ. 149˙ Βλ. και πιο πρόσφατα ΕΔΔΑ, Giuliani και Gaggio κ. Ιταλίας, 24.03.2011, παρ.176. 42 ΕΔΔΑ, McCann κ.α. κ. Ηνωμένου Βασιλείου, 27.09.1995, παρ.200˙ ΕΔΔΑ, Giuliani και Gaggio κ. Ιταλίας, 24.03.2011,178. 43 ΕΔΔΑ, Giuliani και Gaggio κ. Ιταλίας, 24.03.2011, 179.
  • 13. (2015) 1 PRO JUSTITIA 13 | διαπίστωσε παραβίαση από τα αστυνομικά όργανα που υλοποίησαν την επιχείρηση, αλλά αντιθέτως από την αστυνομική ηγεσία που την είχε οργανώσει πλημμελώς, καθώς το θύμα θα μπορούσε να είχε συλληφθεί νωρίτερα προτού αναπτύξει επικίνδυνη συμπεριφορά που κατά τις περιστάσεις δικαιολογούσε τη χρήση θανατηφόρας βίας. Είναι προφανές ότι το αστυνομικό όργανο είναι αναγκασμένο να προβαίνει σε σταθμίσεις που μπορούν να επηρεάσουν τη ζωή πολλών ατόμων μέσα σε ένα περιορισμένο χρονικό περιθώριο, πολλές φορές δε και σε δευτερόλεπτα. Ωστόσο, ο ορθός δογματικά χώρος για να αξιολογηθεί το στοιχείο αυτό είναι ο καταλογισμός του δράστη. Εκεί θα αξιολογηθεί επίσης και η εκπαίδευση του αστυνομικού ή οι προσωπικές δυνατότητές του να διαχειρίζεται στρεσσογόνες καταστάσεις όπως αυτές που ενδέχεται να αντιμετωπίσει στο πεδίο της δράσης. Η πίστη αυτή, βέβαια, που επικαλούνται τα αστυνομικά όργανα συνδέεται και με ορισμένες βάσιμες ενδείξεις που είχαν στη διάθεσή τους και στηρίζουν την πεποίθησή τους αυτή. Σ’ αυτές τις ενδείξεις μπορούμε να διαγνώσουμε πάντως κι έναν αντικειμενικό πυρήνα. β. Η απολύτως αναγκαία χρήση βίας προς εξυπηρέτηση των σκοπών του ά. 2§2 ΕΣΔΑ Η πράξη του αστυνομικού θα πρέπει να εξυπηρετεί αποκλειστικά44 έναν από τους σκοπούς που αναφέρονται στη διάταξη και συγκεκριμένα στη δεύτερη παράγραφο. Ο πρώτος αφορά την υπεράσπιση οποιουδήποτε προσώπου κατά παράνομης βίας και οριοθετεί το δικαίωμα άμυνας των αστυνομικών. Έτσι, ανθρωποκτονία δεν μπορεί να δικαιολογηθεί σε κάθε περίπτωση άδικης και παρούσας επίθεσης, αλλά μόνο όταν έχουμε παράνομη βία και η προσβολή της ζωής του επιτιθέμενου κρίνεται απολύτως αναγκαία για την υπεράσπιση προσωπικών εννόμων αγαθών, όπως η ζωή, η σωματική ακεραιότητα, η προσωπική ελευθερία.45 Η προσφυγή στη θανάσιμη βία μπορεί, έτσι για παράδειγμα, να δικαιολογηθεί για τη διάσωση ενός προσώπου που βρίσκεται σε ομηρία ή για την αποτροπή ενός εμπρησμού που μπορεί να προκαλέσει κίνδυνο για άνθρωπο. Αντίθετα, μία επίθεση κατά περιουσιακών εννόμων αγαθών ή κατά της τιμής δεν μπορεί να δικαιολογήσει και μία αφαίρεση της ζωής του δράστη, παρότι έχουν γίνει ερμηνευτικές προσπάθειες και προς αυτήν την κατεύθυνση. Έτσι μερίδα 44 Βλ. έτσι Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, ό.π., σελ. 27 (σημ.2) 45 Βλ. Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Εγκλήματα κατά της ζωής, εκδ.β’, 2001, σελ. 345˙ Π. Χριστόπουλος, άρθρο 2 ΕΣΔΑ, Δικαίωμα στη ζωή σε Λ. Κοτσαλή (επιμ). Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και Ποινικό Δίκαιο, 2014, σελ. 66 υποσ. 159
  • 14. (2015) 1 PRO JUSTITIA 14 | θεωρητικών, για παράδειγμα, προσπαθεί να εντάξει στην έννοια του «προσώπου» για το οποίο μιλάει η διάταξη και περιουσιακά αγαθά. Υποστηρίζεται για παράδειγμα ότι με τον όρο αυτόν δεν νοείται αποκλειστικά το πρόσωπο ως βιολογικό σύστημα, αλλά το σύνολο των δικαιωμάτων της προσωπικότητας, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και τα περιουσιακά.46 Κάτι τέτοιο όμως δεν μπορεί να γίνει δεκτό, καθώς θα φτάναμε στο σημείο να πούμε ότι σύμφωνα με το δίκαιο κάποιος δεν προσδιορίζεται με βάση αυτό που πράγματι είναι, αλλά με βάση τα υλικά αγαθά που κατέχει. Αυτό θα ερχόταν σε αντίθεση με όποια κλασσική σύλληψη περί προσωπικότητας και κυρίως της αξίας του ανθρώπου στην οποία θεμελιώνεται θεωρητικά το δικαίωμα στην προσωπικότητα. Ακόμη, η σχετική παραδοχή περί αποκλεισμού της δυνατότητας θανάτωσης προς υπεράσπιση περιουσιακών αγαθών δεν δημιουργεί καμία αντίφαση με τις λοιπές υποπεριπτώσεις του ά. 2§2 ΕΣΔΑ,47 καθώς όπως θα φανεί πιο κάτω, το Δικαστήριο του Στρασβούργου θέτει αρκετά αυστηρές προϋποθέσεις σχετικά με το πότε η χρήση θανατηφόρας βίας ήταν απολύτως αναγκαία για τη σύλληψη προσώπου ή την παρεμπόδιση απόδρασης, ώστε τελικά να μην δικαιολογείται η αφαίρεση της ζωής σε περίπτωση ενός περιουσιακού ή ενός ήσσονος σημασίας εγκλήματος. Αντίστοιχα, το πεδίο εφαρμογής της διάταξης συμπροσδιορίζεται από την έννοια της «παράνομης βίας», ώστε επίθεση κατά ενός οποιουδήποτε αγαθού της προσωπικότητας δεν είναι αρκετή εφόσον δεν μπορεί να αξιολογηθεί ως «παράνομη βία». Έτσι, μια προσβολή της τιμής δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει την αφαίρεση μιας ζωής σε κατάσταση άμυνας.48 Δεύτερος θεμιτός σκοπός είναι η πραγματοποίηση σύλληψης σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας ή η παρεμπόδιση απόδρασης κρατουμένου που κρατείται νομίμως. Το ΕΔΔΑ από το 2005 προβαίνει σε συσταλτική ερμηνεία της διάταξης, ώστε τελικά απαιτεί το καταδιωκόμενο πρόσωπο να συνιστά απειλή για τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα ή να θεωρείται ύποπτο για την τέλεση κάποιου βίαιου εγκλήματος, ακόμη κι αν αυτό έχει ως συνέπεια τελικά να χαθεί η ευκαιρία να συλληφθεί ο δραπέτης.49 46 Σ’ αυτήν την κατεύθυνση για παράδειγμα βλ. Αθ. Αναγνωστόπουλο, Η άμυνα: άρθρα 22-24 ΠΚ, 2009, σελ. 133˙ Βλ. αναλυτικά για το ζήτημα Π. Χριστόπουλο, ό.π. σελ. 63 επ. (σημ.45) 47 Βλ. έτσι Αθ. Αναγνωστόπουλο, ό.π. σελ.134 (σημ.46) 48 Βλ. Κ. Βαθιώτη, άρθρο 22 ΠΚ, αρ.89 σε Αρ. Χαραλαμπάκη (επιμ.) Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο I, 2014˙ Π. Χριστόπουλο, ό.π. σελ.65 υποσ. 157 (σημ.45)˙ Βλ. αντίθετα όμως Σ. Παπαγεωργίου- Γονατά, Άμυνα στα εγκλήματα κατά της τιμής , ΠοινΧρ ΜΒ’, σελ.362 49 ΕΔΔΑ, Nachova κ.α. κ. Βουλγαρίας, 06.07.2005, παρ. 95.
  • 15. (2015) 1 PRO JUSTITIA 15 | Υποστηρίζεται,50 πάντως, ότι κατά το Ελληνικό δίκαιο σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί ένας θάνατος στο πλαίσιο μιας διαδικασίας σύλληψης, καθώς η κρατούσα ερμηνεία51 του ά. 20 ΠΚ για την ενάσκηση δικαιώματος ή εκπλήρωση υποχρέωσης δεν το επιτρέπει. Η άρση του αδίκου δηλαδή μπορεί να αφορά την πράξη που τυπικά εντάσσεται στη διαδικασία σύλληψης και συγκεκριμένα τις προσβολές των εννόμων αγαθών της προσωπικής ελευθερίας ή της τιμής και όχι προσβολές που γίνονται εξ αφορμής της σύλληψης, καθώς ο νόμος δεν δίνει κυριολεκτικά δικαίωμα στον αστυνομικό να θανατώσει τον καταδιωκόμενο. Εξάλλου οι διατάξεις της ΕΣΔΑ που περιγράφουν περιορισμούς των δικαιωμάτων δεν θεσπίζουν από μόνες τους λόγους άρσης του αδίκου, αλλά θέτουν τα ακραία όρια αυτών που έχουν θεσπιστεί από τον εθνικό νομοθέτη. Παρόμοια ισχύουν και για την εξυπηρέτηση του σκοπού παρεμπόδισης απόδρασης νομίμως κρατουμένου. Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε πως ποινική αξίωση της πολιτείας για εφαρμογή των ποινικών νόμων και έκτιση των ποινών δεν αρκεί από μόνη της για να δικαιολογήσει την αφαίρεση μιας ζωής,52 αλλά θα πρέπει, για να περάσει τον έλεγχο της στάθμισης κόστους-οφέλους, να συνδεθεί με κάποιο κίνδυνο για τη ζωή ή τη σωματική ακεραιότητα άλλων.53 Η τρίτη, τέλος, υποπερίπτωση αφορά την καταστολή, σύμφωνα με το νόμο, στάσης ή ανταρσίας. Το ΕΔΔΑ απέφυγε να δώσει έναν εξαντλητικό ορισμό των όρων «στάση» και «ανταρσία». Στην υπόθεση «Stewart κατά Η.Β.» η Επιτροπή έκρινε πως «μία ομάδα 150 ατόμων που ρίχνουν πέτρες σε μία περίπολο στρατιωτών δημιουργώντας σοβαρό κίνδυνο τραυματισμού, συνιστά σε κάθε περίπτωση στάση».54 Για την ύπαρξη, πάντως στάσης ή ανταρσίας, πιθανότατα δεν ενδιαφέρει η διακινδύνευση ατομικών εννόμων αγαθών όπως η ζωή ή η σωματική ακεραιότητα, καθώς τότε θα μας αρκούσε η πρώτη υποπερίπτωση. Έτσι υποστηρίζεται πως κάτω από αυτούς τους όρους της Σύμβασης κρύβονται οργανωμένες προσβολές του 50 Βλ. Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, ό.π. σελ.353 (σημ.45) 51 Βλ. σχετικά Ν. Ανδρουλάκη, Ποινικό Δίκαιο Γενικό μέρος τομ. Ι Θεωρία για το έγκλημα β’ εκδ., 2006, σελ.231 52 Βλ. υπ. αριθμ. 1802/1996 ΓνΕισΑπ Σπυρόπουλου, ΠοινΧρ ΜΣΤ’, σελ.1523 επ. που επισημαίνει πως «θα ήταν νομικά παράδοξο να απαγορεύεται η θανατική ποινή ακόμη και για ειδεχθή εγκλήματα και εν τούτοις να επιτρέπεται για την αποτροπή της αποδράσεως κρατούμενου εγκληματία. Πολύ περισσότερο δε που το άρθρο 173 παρ. 1 ΠΚ τιμωρεί την απόδραση κρατούμενου με ποινή φυλακίσεως μέχρι ένα έτος, ανεξάρτητα από το είδος και την βαρύτητα του εγκλήματος για το οποίο κρατείτο ή την βαρύτητα της ποινής που είχε επιβληθεί σ` αυτόν που απέδρασε» 53 Βλ. Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, ό.π. σελ.29 (σημ.2)˙ Κ. Χρυσόγονος, ό.π., σελ.223 (σημ. 2) 54 Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Stewart κ. Ηνωμένου Βασιλείου, 10.07.1984, παρ. 25.
  • 16. (2015) 1 PRO JUSTITIA 16 | πολιτεύματος ή της πολιτειακής εξουσίας, που τυποποιούνται σε άρθρα του Ποινικού Κώδικα όπως το 134 για την Εσχάτη προδοσία και το 170 για τη Στάση.55 γ. Ειδικότερα ζητήματα του πεδίου εφαρμογής: βλάβη ή διακινδύνευση της ζωής; δόλος ή αμέλεια; Η ιδιαίτερη προστασία που παρέχει στο άτομο το ά. 2 ενεργοποιείται όχι μόνο σε περίπτωση φυσικά που επήλθε ο θάνατος του προσώπου, αλλά και στις περιπτώσεις που αυτό αποδεδειγμένα κινδύνευσε κι επιβίωσε, αφού ληφθούν υπόψη από το δικαστήριο ο βαθμός και ο τύπος της βίας ή ο σκοπός της χρήσης βίας.56 Τέτοια ήταν η περίπτωση που έκρινε η το Δικαστήριο σε ευρεία σύνθεση στην υπόθεση Μακαρατζής κατά Ελλάδας, όπου δέχθηκε εφαρμογή (και παραβίαση τελικά) του άρθρου 2 παρότι τελικά θάνατος δεν επήλθε. Ο Χρήστος Μακαρατζής το Σεπτέμβριο του 1995, αφού παραβίασε κόκκινο σηματοδότη στο κέντρο της Αθήνας, καταδιώχθηκε από αστυνομικά όργανα. Τα τελευταία, καθώς ήταν αδύνατο να τον προσεγγίσουν άνοιξαν πυρ κατά του οχήματος στο οποίο επέβαινε με αποτέλεσμα να χτυπηθεί τελικά στο δεξί χέρι και πόδι, στο μηρό και στο στήθος. Το Δικαστήριο δέχθηκε εφαρμογή του σχετικού άρθρου για της προστασία της ζωής, καθώς θεωρήθηκε ότι ήταν καθαρά θέμα τύχης ότι το θύμα γλίτωσε το θάνατο, κάτι που από τον τρόπο που άνοιξαν πυρ οι αστυνομικοί ήταν πολύ πιθανό να συμβεί. Η επικάλυψη, τέλος, του θανάτου από δόλο ή αμέλεια στερείται σημασίας σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, σε αντίθεση με τα όσα δέχεται η μάλλον κρατούσα άποψη στη θεωρία.57 Το ΕΔΔΑ έχει επανειλημμένως κρίνει ότι οι περιορισμοί που τίθενται κυρίως από την παρ. 2 περιλαμβάνουν σαφώς τις περιπτώσεις δόλιας αφαίρεσης της ζωής, αλλά δεν περιορίζονται σε αυτές. Η δεύτερη παράγραφος, περιγράφει γενικά καταστάσεις για την αντιμετώπιση των οποίων είναι δυνατή -υπό την προϋπόθεση της απόλυτης αναγκαιότητας- η 55 Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, ό.π. σελ.350 (σημ.45) 56 ΕΔΔΑ, Makaratzis κ. Ελλάδος, 20.12.2004, παρ.παρ.51,55˙ Για το ζήτημα αν ο θάνατος είναι ή όχι προϋπόθεση εφαρμογής του άρθ. 2 της ΕΣΔΑ βλ. αναλυτικά Σ.-Η. Ακτύπη σε Λ. Σισιλιάνο / Σ.- Η.Ακτύπη, Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου: ερμηνεία κατ' άρθρο: δικαιώματα- παραδεκτό-δίκαιη ικανοποίηση-εκτέλεση, 2013, σελ.62επ 57 Βλ. Αθ. Αναγνωστόπουλο, ό.π. σελ.136-137 (σημ.46)˙ Κ. Βαθιώτη, Τραγικά διλήμματα στην εποχή του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας», 2010, σελ.182-183˙ τον ίδιο, ό.π. αρ.121 (σημ.10)˙ Χ. Μυλωνόπουλο, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 2007, σελ.461˙ Α. Χαραλαμπάκη, Η ευρωπαϊκή σύμβαση δικαιωμάτων του ανθρώπου και το ουσιαστικό ποινικό δίκαιο, ΠοινΛογ 2001, σελ.284˙ Βλ. αντίθετη ορθή άποψη σε Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, ό.π., σελ.24 (σημ. 2)˙ Π. Χριστόπουλο, ό.π. σελ.63 (σημ.45)
  • 17. (2015) 1 PRO JUSTITIA 17 | προσφυγή στη βία, η οποία με τη σειρά της έχει ως αποτέλεσμα έναν θάνατο, ανεξαρτήτως αν το αποτέλεσμα αυτό ήταν ή όχι ηθελημένο. Η πρώτη περίπτωση που αντιμετωπίστηκε με αυτόν τον τρόπο το ζήτημα ήταν στην υπόθεση «Stewart εναντίον Ηνωμένου Βασιλείου» που έκρινε η Επιτροπή. Στην υπόθεση αυτή, μια περίπολος Βρετανών στρατιωτών δέχθηκε επίθεση από πλήθος που άρχισε να εκτοξεύει εναντίον τους πέτρες και μπουκάλια. Ένας στρατιώτης διατάχθηκε να ανοίξει πυρ με πλαστικές σφαίρες στοχεύοντας τον αρχηγό του πλήθους στα πόδια, αλλά τη στιγμή που πυροβολούσε δέχθηκε αντικείμενο με αποτέλεσμα να αστοχήσει και να προκαλέσει το θάνατο ενός δεκατριάχρονου Ιρλανδού. Η Επιτροπή κατέληξε ότι η προστασία που παρέχει το ά. 2 στο δικαίωμα της ζωής δεν καταλαμβάνει αποκλειστικά την εκ προθέσεως ανθρωποκτονία αλλά και την εξ αμελείας. Η εκ προθέσεως αφαίρεση της ζωής αναφέρεται αποκλειστικά στην πρώτη παράγραφο και για την περίπτωση της θανατικής ποινής σε αντίθεση με τη δεύτερη παράγραφο που δεν κάνει αντίστοιχη αναφορά. «Αν διαβαστεί συνολικά το άρθ. 2 της ΕΣΔΑ, θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η παρ. 2 δεν καθορίζει περιπτώσεις όπου επιτρέπεται η εκ προθέσεως θανάτωση, αλλά περιπτώσεις που είναι επιτρεπτή η χρήση βίας η οποία μπορεί να συνεπάγεται, ως μη ηθελημένο αποτέλεσμα της χρήσης βίας, την αφαίρεση της ζωής».58 2. Ζητήματα από τη χρήση πυροβόλων όπλων από αστυνομικούς Οι παραπάνω αυστηρές προϋποθέσεις ισχύουν σε κάθε περίπτωση χρήσης θανατηφόρας βίας είτε αυτή συνιστά αποτέλεσμα χρήσης όπλων είτε όχι. Όταν πάντως χρησιμοποιούνται όπλα από αστυνομικούς, τίθενται από το νόμο επιπλέον δεσμεύσεις. Συγκεκριμένα, η σχετική αστυνομική δράση διέπεται πλέον από τον ν. 3169/2003, ο οποίος κατά την ορθότερη άποψη τυγχάνει αποκλειστικής εφαρμογής ως ειδικότερος αντί των γενικών διατάξεων του Ποινικού Κώδικα για την άρση του αδίκου λόγω άμυνας ή ενάσκησης δικαιώματος,59 καθώς η αστυνομική δράση σε 58 Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Stewart κ. Ηνωμένου Βασιλείου, 10.07.1984, παρ. 15˙ Βλ. και με ελληνικό ενδιαφέρον ΕΔΔΑ, Leonidis κ. Ελλάδος, 08.01.2009, παρ.59 όπου το Δικαστήριο δεν αμφισβήτησε την κρίση του ΜΟΔ Κατερίνης ότι το αποτέλεσμα του θανάτου δεν επήλθε από δόλια πράξη του αστυνομικού οργάνου 59 Βλ. Κ. Βαθιώτη, ό.π. σελ.325 (σημ.157)˙ Δ. Βούλγαρη, Οπλοφορία και χρήση πυροβόλων όπλων από αστυνομικούς: άρθρα 1-6 Ν. 3169/2003 σε Σ. Παύλου/Θ. Σάμιο (επιμ.), Ειδικοί Ποινικοί Νόμοι, II, 2012, σελ.5 επ. Στα ίδια αποτελέσματα ως προς τον εντοπισμό του αναγκαίου μέτρου της αστυνομικής βίας οδηγεί και η άποψη του Γ. Μπέκα, Οπλοφορία και χρήση όπλων από τους αστυνομικούς, Ερμηνεία του ν. 3169/2003, 2003 σελ.42 επ., ο οποίος υποστηρίζει την εφαρμογή των γενικών διατάξεων του
  • 18. (2015) 1 PRO JUSTITIA 18 | αντίθεση με τους απλούς πολίτες λαμβάνει χώρα οργανωμένα και γι’ αυτό υπακούει στους δικούς της αυστηρότερους κανόνες. Το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς που έφτανε μέχρι τον κατοχικό ν. 29/1943 είχε δικαιολογημένα επικριθεί ως αόριστο και αντίθετο με τις διατάξεις του Συντάγματος για την προστασία της ζωής, καθώς άφηνε πολύ ευρέα περιθώρια δράσης στους αστυνομικούς.60 Αποτέλεσμα ήταν αφενός να μην τυγχάνει εφαρμογής, αφετέρου η χώρα μας να οδηγηθεί σε μια σειρά από καταδίκες από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.61 Ο ν. 3169/2003 παρουσιάζεται σαφώς πιο βελτιωμένος. Ειδικότερα, ο νόμος αυτός προβλέπει την εξάντληση όλων των ηπιότερων κι εξίσου πρόσφορων μέσων για την επίτευξη των στόχων της Αστυνομίας, την υποχρέωση προειδοποίησης εκ μέρους του αστυνομικού οργάνου πριν τον πυροβολισμό,62 την υποχρέωση κλιμάκωσης της χρήσης του πυροβόλου όπλου αρχικά με εκφοβιστικούς πυροβολισμούς κι έπειτα εφόσον είναι αναγκαίο με πυροβολισμούς που στρέφονται κατά του ανθρωπίνου σώματος,63 την αρχή της στάθμισης κόστους-οφέλους, ώστε τελικά αν η βλάβη που επαπειλείται για το θύμα είναι δυσανάλογη προς το σκοπό που θέλει να επιτελέσει ο αστυνομικός, ο τελευταίος θα είναι υποχρεωμένος ακόμη Ποινικού Κώδικα για την άμυνα (22 ΠΚ) και την ενάσκηση δικαιώματος (20 ΠΚ) σε συνδυασμό με τις επιτρεπτικές περιπτώσεις του ν. 3169/2003˙ Βλ. αντίθετα Χρ. Μυλωνόπουλο, ό.π. σελ.464 επ., 466, 468, (σημ.57) που υποστηρίζει ότι η παραβίαση των περιορισμών του ν. 3169/2003 επισύρει πειθαρχικές κυρώσεις και τις ποινικές κυρώσεις του ά. 6 του νόμου αυτού, ενώ αφήνει άθικτη την άμυνα ως λόγο άρσης του αδίκου μιας ανθρωποκτονίας, της οποίας οι προϋποθέσεις θα εξεταστούν αυτοτελώς˙ Ενδιάμεση θέση σε Ν. Ανδρουλάκη, ό.π. σελ.406 (σημ.51)˙ Αθ. Αναγνωστόπουλο, ό.π. σελ.187-188 (σημ. 46)˙ τον ίδιο, Σκέψεις για την υπέρβαση αμύνης από αστυνομικό υπάλληλο, ΠοινΔικ 2011, σελ. 438 επ.˙ Κρ. Κοκκινάκη, Η χρήση όπλων από τους αστυνομικούς υπό το πρίσμα του ποινικού δικαίου, Αρμ, 2001, σελ.1305 επ., κατά τους οποίους οι γενικές διατάξεις για την άμυνα θα εφαρμοστούν σε περίπτωση αυτοάμυνας του αστυνομικού, ενώ οι ειδικές αστυνομικές διατάξεις όταν ο αστυνομικός υπερασπίζεται τρίτο πρόσωπο 60 Βλ. ΓνΕισΑΠ 12/1992 Πλαγιαννάκου, Υπερ 1993, σελ.164 επ. με σύμφωνες παρατηρήσεις Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου ˙ ΓνΕισΑπ 1802/1996 Σπυρόπουλου, ΠοινΧρ ΜΣΤ’, σελ. 1523 επ˙ Αν. Τάχος, Δίκαιο της δημόσιας τάξης, 1990, σελ.247, 248 και 258 61 ΕΔΔΑ, Makaratzis κ. Ελλάδος, 20.12.2004, παρ.62˙ Βλ. και τις επόμενες ΕΔΔΑ, Karagiannopoulos κ. Ελλάδος, 21.06.2007, παρ. 63˙ ΕΔΔΑ, Celniku κ. Ελλάδος, 06.07.2007,παρ. 51˙ ΕΔΔΑ, Leonidis κ. Ελλάδος, 08.01.2009, παρ. 65 62 Βλ. και αντίστοιχη υποχρέωση σε Αρχή υπ. αριθμ. 10 των Βασικών Αρχών των Ηνωμένων Εθνών «Για τη χρήση βίας και όπλων από τα όργανα επιβολής του νόμου» 63 Την υποχρέωση προειδοποιητικών βολών όποτε είναι δυνατό απαιτεί και το ΕΔΔΑ˙ βλ. σχετικές αποφάσεις ΕΔΔΑ, Kallis and Androulla Panayi κ. Τουρκίας, 27.10.2009, παρ. 62˙ ΕΔΔΑ, Giuliani και Gaggio κ. Ιταλίας, 24.03.2011, παρ.177
  • 19. (2015) 1 PRO JUSTITIA 19 | και να αφήσει ένα έγκλημα μικρής βαρύτητας να τελεστεί, διαφορετικά θα καθίσταται ποινικά υπόλογος.64 Τα ερμηνευτικά προβλήματα του νόμου ανακύπτουν κυρίως στους φαινομενικά ακίνδυνους πυροβολισμούς. Έτσι, αν και για να κριθεί επιτρεπτός ένας πυροβολισμός εξουδετέρωσης ή ακινητοποίησης ο νόμος απαιτεί κάποιον κίνδυνο για προσωπικό έννομο αγαθό, δεν συμβαίνει το ίδιο με έναν εκφοβιστικό πυροβολισμό, παρότι ακόμη και τότε δεν εκμηδενίζεται ο κίνδυνος κάποιος να πληγεί θανάσιμα από εξοστρακισμό, αστοχία βολής ή αν το ίδιο το θύμα μετακινηθεί και χτυπηθεί65 . Έτσι, για παράδειγμα για την αποτροπή πραγματοποίησης απόδρασης που δεν λαμβάνει χώρα ενόπλως, η χρήση του όπλου από τον αστυνομικό, έστω με τη μορφή του εκφοβιστικού πυροβολισμού, θα πρέπει να αποκλειστεί, καθώς ο περίκλειστος χώρος μιας φυλακής, αποτελεί το κατεξοχήν πρόσφορο έδαφος για έναν εξοστρακισμό. Εξάλλου και τα διεθνή κείμενα του ΟΗΕ για τη χρήση όπλων αντιμετωπίζουν ενιαία όλα τα είδη πυροβολισμού66 , κάτι που ο Έλληνας νομοθέτης δεν ακολούθησε τελικά. Β. Ανθρώπινη Αξιοπρέπεια 1. Η απόλυτη απαγόρευση των βασανιστηρίων και των άλλων μορφών απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης υπό το φως του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ και η ερμηνεία από το ΕΔΔΑ. Σε μία προφητική του απόφαση,67 εικοσιτρία χρόνια πριν από τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής Δικαστήριο), το βασικό διεθνές δικαιοδοτικό όργανο που έχει ασχοληθεί με το ζήτημα των βασανιστηρίων, είχε προβλέψει ότι υπάρχει κίνδυνος τα μέτρα που λαμβάνονται για την προάσπιση της δημοκρατίας να την υπονομεύσουν τελικά ή ακόμα και να την καταστρέψουν, κρίνοντας ότι τα Κράτη δεν μπορούν στο όνομα του αγώνα κατά της τρομοκρατίας να λαμβάνουν οποιοδήποτε μέτρο κρίνουν απαραίτητο. Ερμηνεύοντας δυναμικά το άρθρο 3 της 64 Βλ. Κ. Κοκκινάκη, Παρατ σε ΣυμβΕφΘες 895/01 ΠοινΔικ 2001, σελ. 1238˙ Γ. Μπέκα, ό.π. σελ.88-89 (σημ.59)˙ Ζ. Παπαϊωάννου, Αστυνομικό δίκαιο: η λειτουργική αρμοδιότητα του αστυνομικού προσωπικού της ελληνικής αστυνομίας, έννοια περιεχόμενο, όρια, εκδ. β’, 2006, σελ.560 65 Βλ. Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, ό.π. σελ.33 υποσ. 93 (σημ.2) 66 Άρθρο 3 Κώδικα Συμπεριφοράς Οργάνων Επιβολής του Νόμου και. Αρχή 9 των Βασικών Αρχών των Ηνωμένων Εθνών «Για τη χρήση βίας και όπλων από τα όργανα επιβολής του νόμου» 67 ΕΔΔΑ, Klassκ.α. κ. Γερμανίας, 06.09.1978, παρ.49.
  • 20. (2015) 1 PRO JUSTITIA 20 | Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, σύμφωνα με το οποίο «Ουδείς επιτρέπεται να υποβληθή εις βασάνους ούτε εις ποινάς ή μεταχείρισιν απανθρώπους ή εξευτελιστικάς», το Δικαστήριο έκρινε την εν λόγω απαγόρευση ως απόλυτη, διακηρύσσοντας ότι δεν προβλέπεται καμία παρέκκλιση από αυτήν ακόμα και στις πιο οριακές περιπτώσεις όπως ο αγώνας κατά της τρομοκρατίας και το οργανωμένο έγκλημα.68 Προβαίνοντας σε ανάλυση της διάταξης του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, το Δικαστήριο προέβη στην ερμηνεία της καθιέρωσης στα κράτη διπλής υποχρέωσης, ουσιαστικής και διαδικαστικής.69 Ως προς το πρώτο σκέλος, η ουσιαστική υποχρέωση συνίσταται αφενός σε μια αρνητική όψη, δηλαδή την υποχρέωση των εθνικών αρχών να μην διαπράττουν συμπεριφορές κακομεταχείρισης εναντίον των ατόμων που βρίσκονται στη δικαιοδοσία τους, αφετέρου δε σε μία θετική όψη, δηλαδή στην κρατική υποχρέωση προστασίας της ακεραιότητας των ευάλωτων προσώπων που τελούν υπό καθεστώς στέρησης της ελευθερίας τους και στη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την αποτροπή της διάπραξης συμπεριφορών που συνιστούν κακομεταχείριση από πρόσωπα του κρατικού μηχανισμού ή και από τρίτους.70 Ως προς το δεύτερο σκέλος, τα κράτη βαρύνονται με τη διαδικαστική υποχρέωση να διερευνούν τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε η ουσιαστική παραβίαση του άρθρου 3.71 Οι συμπεριφορές που δεν προκαλούν αρκετά έντονο πόνο για να θεωρηθούν βασανιστήρια, εξακολουθούν να υπάγονται στην απόλυτη απαγόρευση του άρθρου 3 εφόσον αποτελούν «απάνθρωπη» ή «εξευτελιστική» μεταχείριση. Για να θεωρηθεί μια μεταχείριση ως τέτοια είναι σαφές ότι θα πρέπει να προκαλείται οδύνη υπέρτερη της συνήθους αναμενόμενης στο πλαίσιο της ποινικής τιμώρησης που συνδέεται με στερητική της ελευθερίας ποινή.72 Χαρακτηριστικές συμπεριφορές που κρίθηκαν ως απάνθρωπες ή εξευτελιστικές είναι η ποινή του ραβδισμού,73 η άρνηση παροχής 68 ΕΔΔΑ, RamirezSanchezκ. Γαλλίας, 04.07.2006, παρ.παρ.115-116. 69 ΕΔΔΑ, Aleksakhinκ. Ουκρανίας, 19.07.2012, παρ.41, Polonskiyκ. Ρωσσίας,19.03.2009, παρ.παρ.126- 7. 70 ΕΔΔΑ, Pretty κ. Ηνωμένου Βασιλείου, 29.04.2002, παρ.49-51, Mκ.α. κ. Ιταλίας και Βουλγαρίας, 31.07.2012, παρ.παρ.99-100. 71 ΕΔΔΑ, Assenovκ. Βουλγαρίας,28.10.1998, παρ.102. 72 ΕΔΔΑ, Ilascuκ.α. κ. Μολδαβίας και Ρωσσίας, 08.07.2004, παρ.428. 73 ΕΔΔΑ, Tyrer κ. Ηνωμένου Βασιλείου,25.04.1978, παρ.35.
  • 21. (2015) 1 PRO JUSTITIA 21 | τεχνητής οδοντοστοιχίας σε κρατούμενο που είχε χάσει όλα τα δόντια του,74 η παρουσία του κατηγορουμένου στο ακροατήριο μέσα σε ένα μεταλλικό κλουβί,75 η απειλή πρόκλησης σημαντικού πόνου,76 η επιβολή θανατικής ποινής από μη ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο,77 αλλά και η εξαφάνιση προσώπου ως απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση των στενών του συγγενών, όταν δεν λαμβάνουν προσήκουσα απάντηση από το Κράτος στα αιτήματα που υποβάλλουν για πληροφόρηση και επωμίζονται οι ίδιοι την προσπάθεια για την διαλεύκανση της εξαφάνισης.78 2. Εθνικό νομοθετικό πλαίσιο – τα βασανιστήρια και οι άλλες προσβολές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. α. Το έννομο αγαθό Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η συζήτηση που αναπτύχθηκε στους κόλπους της ελληνικής θεωρίας όσον αφορά το προστατευόμενο έννομο αγαθό στο έγκλημα των βασανιστηρίων, δεδομένης και της επιλογής του νομοθέτη να τοποθετήσει το εν λόγω έγκλημα στο πρώτο κεφάλαιο του ειδικού μέρους του Π.Κ., τις προσβολές του πολιτεύματος, μαζί με εγκλήματα όπως η εσχάτη προδοσία. Μολονότι η άποψη αυτή δεν είναι η κρατούσα στην ελληνική θεωρία, δε λείπουν οι φωνές79 που βρίσκουν αξία στην αναγνώριση του δημοκρατικού πολιτεύματος ως προστατευόμενου εννόμου αγαθού σε αρμονία με τις επιταγές του ελληνικού Συντάγματος. H κρατούσα γνώμη80 στην Ελλάδα, ωστόσο, προέκρινε την άποψη ότι τα 74 ΕΔΔΑ, V.D. κ. Ρουμανίας,16.02.2010. 75 ΕΔΔΑ, RamishviliandKokhreidzeκ. Γεωργίας, 27.01.2009, παρ.παρ.101-2. 76 Gäfgenκ. Γερμανίας, ό.π., παρ.91. 77 ΕΔΔΑ, Ocalanκ. Τουρκίας, 12.05.2005, παρ.175. 78 ΕΔΔΑ, Varnavaκ. Τουρκίας,18.09.2009, παρ.202. 79 Βλ. σε Κ. Βαθιώτη, Τραγικά Διλήμματα στην Εποχή του Πολέμου κατά της Τρομοκρατίας: Από τη Σανίδα του Καρνεάδη στο Ποινικό Δίκαιο του Εχθρού, 2010, σελ. 327. Ομοίως και Ι. Μπέκας, Πρακτική Διδασκαλία Ποινικού Δικαίου, 2005, σελ. 109-110. Βλ. σε Κ. Κωνσταντινίδη, Ποινικό δίκαιο και εγκλήματα κατά της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, 1987, σελ. 110. 80 Μεταξύ άλλων: Γ. Δούδος, Τα βασανιστήρια, έγκλημα κατά του ανθρώπου, Αρμ. 1983, σ. 834; Κ. Κωνσταντινίδης, ό.π., σελ. 110; Ι. Μανωλεδάκης, Το έννομο αγαθό ως βασική έννοια του ποινικού δικαίου, 1998, σελ. 224; Δ. Σπυράκος, Ποινικοποίηση των βασανιστηρίων: Επίσημη στάση και πραγματικότητα, Υπερ. 1993, σελ. 36;Α. Χαραλαμπάκης, Το ελληνικό νομικό πλαίσιο που αφορά τα βασανιστήρια, Υπερ. 1995, σ. 659. 80 Μεταξύ άλλων: Γ. Δούδος, Τα βασανιστήρια, έγκλημα κατά του ανθρώπου, Αρμ. 1983, σ. 834; Κ. Κωνσταντινίδης, ό.π., σελ. 110; Ι. Μανωλεδάκης, Το έννομο αγαθό ως βασική έννοια του ποινικού δικαίου, 1998, σελ. 224; Δ. Σπυράκος, Ποινικοποίηση των βασανιστηρίων: Επίσημη στάση και
  • 22. (2015) 1 PRO JUSTITIA 22 | βασανιστήρια προσβάλλουν ατομικά κυρίως έννομα αγαθά, χωρίς να υπάρξει ομοφωνία ως προς το ποιά συγκεκριμένα είναι αυτά. Σύμφωνα με μία άποψη,81 τα βασανιστήρια στρέφονται κατά της ανθρώπινης ζωής και θα έπρεπε να περιλαμβάνονται στο 15ο κεφάλαιο του ειδικού μέρους του Π.Κ. (άρθρα 299-307 Π.Κ.) αμέσως μετά το έγκλημα της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως. Μία άλλη άποψη82 υποστήριξε ότι το προσβαλλόμενο έννομο αγαθό είναι η σωματική ακεραιότητα και γι’ αυτό θα έπρεπε το έγκλημα των βασανιστηρίων να εντάσσεται στο οικείο κεφάλαιο μαζί με τα εγκλήματα των σωματικών βλαβών. Κοινό τρωτό των απόψεων αυτών είναι το γεγονός ότι με τη μορφή που έχουν τυποποιηθεί τα βασανιστήρια στον ελληνικό Π.Κ. στα άρθρα 137Α επ. Π.Κ. η προσβολή των εννόμων αγαθών της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας δεν αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση83 για την πραγμάτωση της νομοτυπικής μορφής του εγκλήματος, με τις περισσότερες πράξεις βασανιστηρίων να μην θέτουν ούτε καν όρους διακινδύνευσης για το έννομο αγαθό της ζωής. Ορθότερη φαίνεται η άποψη84 που θέλει την ελευθερία του ατόμου ως βασικό προσβαλλόμενο έννομο αγαθό, υπό τη σκέψη ότι η εξαναγκασμένη βία των βασανιστηρίων αποτελεί σε κάθε περίπτωση μέσο προς σκοπό, εργαλείο που αποσκοπεί στην κάμψη της βούλησης του βασανιζομένου προκειμένου αυτός να αποκαλύψει κάποια πληροφορία ή να ομολογήσει ότι διέπραξε κάποιο έγκλημα. Αυτό προκύπτει και από τον θεσπισμένο στο άρθρο 137Α§1Π.Κ. σκοπό του εγκλήματος που προβλέπει τον εξαναγκασμό του βασανιζομένου στη συμπεριφορά που επιθυμούν από αυτόν οι βασανιστές του. β. Η νομοτυπική μορφή του εγκλήματος Το γνήσιο ιδιαίτερο85 έγκλημα των βασανιστηρίων ορίζεται από τον νομοθέτη στο άρθρο 137Α§2 Π.Κ. ως έγκλημα που μπορεί να παρουσιαστεί με δύο μορφές, με πραγματικότητα, Υπερ. 1993, σελ. 36;Α. Χαραλαμπάκης, Το ελληνικό νομικό πλαίσιο που αφορά τα βασανιστήρια, Υπερ. 1995, σ. 659. 81 Βλ. Κ. Κωνσταντινίδη, ό.π., σελ. 110. 82 Βλ. Α. Χαραλαμπάκη, ό.π., σελ. 659, ενώ παρόμοια είναι και η ρύθμιση του Γαλλικού Π.Κ. 83 Π.χ. ο ανιχνευτής αλήθειας ή η προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας δεν αποτελούν ούτε καν διακινδύνευση της σωματικής ακεραιότητας, πόσο μάλλον της ζωής, όπως παρατηρεί η Ε. Συμεωνίδου- Καστανίδου, ό.π., σελ. 62. 84 Βλ. σε Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, ό.π., σελ. 63 και την εξειδίκευση από τον Δ. Σπυράκο, ό.π., σελ. 36επ. 85 Βλ. Κ. Βαθιώτη, ό.π., σελ. 286 περί του nonliquet ως προς τους ιδιώτες, καθώς το 137Α αναφέρεται σε υπάλληλο ή στρατιωτικό (κατά πλεονασμό, αφού και αυτός κατά το 13 Π.Κ. είναι υπάλληλος), ο οποίος
  • 23. (2015) 1 PRO JUSTITIA 23 | διακριτό μεταξύ τους περιεχόμενο. Η πρώτη είναι η «μεθοδευμένη πρόκληση έντονου σωματικού πόνου ή σωματικής εξάντλησης επικίνδυνης για την υγεία ή ψυχικού πόνου ικανού να επιφέρει σοβαρή ψυχική βλάβη», για την οποία παρατηρεί κανείς ότι τυποποιούνται τρεις επιμέρους τρόποι τέλεσης, με αποτελέσματα την πρόκληση έντονου σωματικού πόνου (έγκλημα βλάβης), την πρόκληση σωματικής εξάντλησης επικίνδυνης για την υγεία86 και τον ψυχικό πόνο ικανό να επιφέρει σοβαρή ψυχική βλάβη.87 Ιδιαίτερη τριβή προκάλεσε σε θεωρία και νομολογία η ερμηνεία του όρου «μεθοδευμένη», καθώς ερμηνεύθηκε88 ως απαίτηση να είναι η συμπεριφορά επαναλαμβανόμενη και να διακρίνεται από κάποια διάρκεια, αφήνοντας έξω από το περιεχόμενο της διάταξης στιγμιαίες πράξεις βασανιστηρίων ανεξαρτήτως του πόσο βάναυσες μπορεί να είναι.89 Βάσιμος είναι ο αντίλογος90 κατά της εν λόγω ερμηνείας, η οποία φαίνεται να υπερακοντίζει το γράμμα του νόμου καθώς εννοιολογικά η μεθόδευση αναφέρεται στο εσκεμμένο της συμπεριφοράς και όχι στη διάρκειά της και να συστέλλει υπέρμετρα το αξιόποινο αφήνοντας απροστάτευτα τα θύματα των βασανιστηρίων που συχνά δέχονται μεμονωμένες και στιγμιαίες, αλλά εξαιρετικά άγριες, επιθέσεις. Η δεύτερη μορφή βασανιστηρίων είναι η «παράνομη91 χρησιμοποίηση χημικών, ναρκωτικών ή άλλων φυσικών ή τεχνικών μέσων με σκοπό να κάμψουν τη βούληση του θύματος», διατύπωση στην οποία ήδη92 έχει γίνει αναφορά, και η οποία έχει ή σφετερίζεται καθήκοντα δίωξης ή ανάκρισης ή εξέτασης αξιόποινων πράξεων ή πειθαρχικών παραπτωμάτων ή εκτέλεσης ποινών ή φύλαξης ή επιμέλειας κρατουμένων. Για τους ιδιώτες δεν υπάρχει αντίστοιχος ρητός και απόλυτος αποκλεισμός της δικαιολόγησης των βασανιστηρίων. 86 Στη μορφή του αυτή το έγκλημα παρουσιάζεται ως συγκεκριμένης διακινδύνευσης για το έννομο αγαθό της σωματικής ακεραιότητας, για την κατάφαση της οποίας απαιτείται η σωματική εξάντληση να έχει δρομολογήσει μια διαδικασία που πρόκειται να οδηγήσει στο άμεσο μέλλον σε βλάβη της υγείας αν δεν ανακοπεί με οποιονδήποτε τρόπο. Για την έννοια των εγκλημάτων συγκεκριμένης διακινδύνευσης βλ. σε Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, Κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα, 2005, σελ. 77επ. 87 Και σ’ αυτή τη μορφή του εγκλήματος μιλάμε για έγκλημα συγκεκριμένης διακινδύνευσης, με δεδομένο ότι βλάβη της υγείας δεν είναι μόνον η σωματική κάκωση, αλλά και η βλάβη της ψυχικής υγείας. 88 Βλ. Κ. Κωνσταντινίδη, ό.π., σ. 115, Α. Χαραλαμπάκη, ό.π., σ. 665 και Διάταξη ΕισΠρωτΚομοτηνής Γ. Σκιαδαρέση, ΠοινΧρ 2004, σ. 555. 89 Βλ. Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Η έννοια των βασανιστηρίων και των άλλων προσβολών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας στον ποινικό κώδικα, ΠοινΧρ 2009, σελ. 8. 90 Βλ. Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, ό.π. σελ 8επ. για την αναλυτική παράθεση των επιχειρημάτων. 91 Κατά την ορθότερη άποψη βλ. Καστανίδου, ό.π., σελ.16, αποτελεί ειδικό στοιχείο του αδίκου, αφού σε κάθε περίπτωση η χορήγηση ναρκωτικών ουσιών σε ένα άτομο θίγει την ελευθερία αυτοπροσδιορισμού του και το «παράνομο» αφορά την αξιολόγηση και όχι την ίδια την στοιχειοθέτηση της προσβολής. 92 Βλ. ανωτέρω υποσημείωση 34.