2. Νοέμβριος 2019-Ιανουάριος 2020
Λίγα λόγια για τη δράση
Από τον Νοέμβρη 2019 ως και τον Γενάρη του 2020 πραγματοποιήθηκε στη
βιβλιοθήκη του Δήμου Ελευθερίου – Κορδελιού σεμινάριο δημιουργικής γραφής για
ενήλικες. Στα δέκα 2ωρα μαθήματα που πραγματοποιήθηκαν αμισθί από τη φιλόλογο
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΤΑΝΙΔΟΥ, κάτοχο μεταπτυχιακού διπλώματος στη δημιουργική γραφή, οι
συμμετέχοντες είχαν τη ευκαιρία να ασκηθούν σε βασικά ποιητικά και αφηγηματικά
είδη και να παραγάγουν ενδιαφέροντα δημιουργικά γραπτά. Από όλα τα πονήματά
τους επιλέχτηκαν χαρακτηριστικά δείγματα και συγκεντρώθηκαν στο corpus που
κρατάτε στα χέρια σας, ως αναμνηστικό αυτών των συγγραφικών πειραματισμών.
Ευχαριστώ και τη βιβλιοθήκη του Κορδελιού για τη φιλοξενία αλλά και τους μαθητές-
τριες μου για τα δημιουργικά τους έργα. Ελπίζω να αποκομίσατε χρήσιμες οδηγίες και
κατατοπιστικές συμβουλές για να κολυμπήσετε ασφαλέστεροι στα εν πολλοίς
αχαρτογράφητα νερά του ωκεανού της γραφής, αφού πάντα εκεί ανακαλύπτουμε
κοράλλια και μαργαριτάρια πρωτόγνωρα, όπως λέει κι ο ποιητής. Εύχομαι να
συνεργαστούμε και στο μέλλον.
Η ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΡΙΑ ΤΟΥ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟΥ
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΤΑΝΙΔΟΥ
3. Ζεστό φιλί
Για δυο ματάκια μενεξιά, κάηκε η καρδιά μου
Γιατί δεν είχα δει ξανά, πι΄ όμορφα Παναγιά μου.
Επήγα και ο καψερός, γρήγορα στο τσαρδί της
Για να γυρέψω ο μουρλός, μονάχα το φιλί της.
«Πριν κοπεί η εμιλιά μου, για κατέβα να σου πω
Πως πολύ πονεί η καρδιά μου και φιλί σου λαχταρώ».
Ευθύς η λυγερόκορμη, χαμογελά και λέει:
«Ειν΄ το φιλί μου ακριβό, είναι ζεστό και καίει»
«Δώς μου το κυπαρίσσι μου κι ας είναι να πονέσω
Μον΄ το φιλί σου να γευτώ και στη φωτιά ας πέσω»
ΒΗΘΛΕΕΜ
4. ΠΑΡΑΜΥΘΙ
Μια φορά και έναν καιρό, κάπου μακριά πολύ μακριά από εδώ
σε έναν όμορφο βαθύ ωκεανό
ζούσε ο μπαμπά-Μπαρμπούνης με το Μπαρμπουνάκι του.
Κάθε μέρα ο μπαμπά- Μπαρμπούνης έβγαζε βόλτα με καμάρι το παιδάκι του,
γιατί ξεχώριζε για την άσπρη βούλα που είχε στο μπροστά στο κεφαλάκι του.
Όμως το μικρό το μπαρμπουνάκι βαρέθηκε μέσα στα φύκια να κολυμπάει συνέχεια
μοναχό,
η καρδιά του λαχταρούσε να βρει κάποιον φίλο να πλατσουρίσει με αυτόν.
Πόσες φορές πλησίασε τα άλλα τα ψαράκια για να παίξει;
Μα αυτά τον κοροϊδεύανε: «η παρέα μας με σημαδεμένο ινδιάνο δεν θα μπλέξει!»
Να σου η ξαδέλφη του η κουτσομούρα, που τα άκουγε όλα αυτά,
τον φώναξε μια μέρα και του είπε αυστηρά:
«Δεν θα αφήσεις ποτέ ξανά την καρδούλα σου να στεναχωρήσουν
Γιατί εσύ είσαι ξεχωριστός και όλοι μια μέρα θα το αναγνωρίσουν.
Σταμάτα λοιπόν να κλαις και βάλε τα δυνατά σου
Μεγάλος και τρανός γίνε, να κάνεις περήφανο τον μπαμπά σου».
Έτσι μια μέρα το μπαρμπουνάκι , καθώς έσκαβε με τα χρυσοκόκκινα πτερύγια στην
άμμο,
Άκουσε πολλές τρομαγμένες φωνές πίσω από έναν βράχο μεγάλο.
«Βοήθεια, βοήθεια έρχεται καρχαρίας!
Μια χαψιά θα μας κάνει μετά μανίας!»
Και στου μπαρμπουνιού το έξυπνο το μυαλό, μπήκε μια ιδέα στο λεπτό.
Παγίδα στον καρχαρία να στήσει και τα ψαράκια δίχως να δειλιάσει έτρεξε να
βοηθήσει.
5. Τέντωσε τα μουστάκια του, και πετάχτηκε πάνω σε μια κοιμισμένη σουπιά
Το μελάνι της να βγάλει, πατώντας της την κοιλιά.
Και την ώρα που ο καρχαρίας ορμάει,
Μπαίνει στα μάτια του για τα καλά και τον τυφλώνει.
Έτσι, αντί φάει τα ψαράκια, χτυπάει την κεφάλα του στα βράχια!
και από τον πόνο ζαλισμένος φεύγει γρήγορα ντροπιασμένος .
Ευθύς το μπαρμπουνάκι σηκώνουνε στα χέρια, φωνάζοντας δυνατά
ζήτω - ζήτω ο ινδιάνος που μας έσωσε από του καρχαρία τα σαγόνια!!!
Και από τότε ζήσανε αυτοί καλά
με το μπαρμπουνάκι ευτυχισμένο να έχει δίπλα του ψαράκια, πάρα πολλά!!!!
ΒΗΘΛΕΕΜ
6. Ήρωας
Πιο γλυκιά λέξη στον κόσμο είναι λένε η μαμά
απ’ τα σπλάχνα της μας βγάζει, μα ποτέ απ’ την καρδιά.
Πρώτα απ’ όλα δίνει αγάπη, δίχως τέλος, ούτε αρχή
δεν ζητάει, δε ζυγιάζει, πάντα και παντού εκεί.
Δεν πονάει, δεν λυγάει, αγκαλιάζει κι αγρυπνά
συγχωρά και καμαρώνει, στα κακά και στα καλά.
Έτσι κι η δική μου μάνα, βράχος στέκεται σε μας,
αγωνίζεται για όλους,, ΗΡΩΑΣ είσαι για εμάς.
ΔΕΣΠΟΙΝΑ
7. Επίσκεψη
Το πρωί πήγα να δω τον πατέρα μου. Ήταν πάλι ξαπλωμένος στον καναπέ του. Η
κουβέρτα, τα μαξιλάρια, και το βλέμμα του να ταξιδεύει. Τι όμορφος που είναι μες τα
ογδόντα του χρόνια! Ακόμα δεν άσπρισαν όλα τα μαλλιά του.
Ήθελα να του μιλήσω. Να του πω πόσο τον αγαπώ και τον χρειάζομαι. Ο μπαμπάς είναι
πάντα εδώ για μένα. Να με ακούσει, να με βοηθήσει. Γεμάτος στοργή, γνώση και σοφία
είναι ένα βήμα μπροστά από μένα για μένα.
Σηκώνει τα μάτια και με κοιτά. Τα βλέμματά μας ανταμώνουν. Περιμένει. Πάντα
περιμένει…Ούτε σήμερα κατάφερα να του μιλήσω. Ο πόνος του είναι πιο δυνατός από
κάθε λέξη. Πονάει βαθιά στην ψυχή. Τόσα χρόνια εμείς προχωράμε σε λάθος
μονοπάτια κι αυτός βαραίνει με τα πάθη μας. Όλα τα ξέρει κι ας είναι πάντα στον
καναπέ του. Χρόνια έξω από τον κόσμο, αλλά τόσο μέσα σ’ αυτόν. Μπαμπά μου!
ΔΕΣΠΟΙΝΑ
8. «Το μαράζι»
Θα ’θελα να ΄σουνα εδώ, να σ’ είχα αγκαλιά μου
Να σου ’λεγα το τι περνώ, τι έχω στην καρδιά μου
Μα εσύ μια μέρα έφυγες, χωρίς να δώσεις λόγο
Κι εγώ απόμεινα εδώ, να πνίγομαι στον πόνο.
Γιατί μου το ’κανες αυτό, τι είχες στο μυαλό σου;
Δεν ήξερες πως άφηνες μόνο τον άνθρωπό σου;
Ζήσαμε τόσα εμείς οι δυο, δε θέλω να σε χάσω
Άλλη γυναίκα δε θα βρω μαζί της να γεράσω.
ΔΩΡΑ
9. «ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ ΤΟΥ 2020»
Ο Άη-Βασίλης κοίταξε το σημειωματάριό του. Η ημερομηνία έδειχνε 15 Δεκεμβρίου
2019. Σιγά-σιγά έπρεπε να ξεκινήσει το ταξίδι του, για να μοιράσει και φέτος τα δώρα
στα παιδάκια. Έβγαλε από τη ντουλάπα τη στολή του και ξεσκόνισε τα παπούτσια του.
Ένιωθε κάπως κουρασμένος φέτος. Είχε πατήσει τα 160. «Μα πότε θα βγω στη
σύνταξη» αναρωτήθηκε.
Ξαφνικά, το μάτι του έπεσε σε μια φωτογραφία πάνω στο τζάκι, που είχε τραβήξει πριν
πολλά χρόνια στη Χαλκιδική. Μα πόσο του άρεσε η θάλασσα ! Βέβαια, από τους
κουραμπιέδες που είχε φάει, το μαγιό του είχε στενέψει αρκετά. Ανυπομονούσε να
επισκεφθεί ξανά τη Θεσσαλονίκη, να κάνει βόλτα στην πλατεία Αριστοτέλους και να
δει το καρουζέλ που έστηναν στην επάνω μεριά της πλατείας τώρα στις γιορτές. Αυτή
την πόλη την αγαπούσε και ήταν ένας ωραίος λόγος να την επισκέπτεται με αφορμή
τις γιορτές!
Άνοιξε και τα τελευταία γράμματα των παιδιών και το μάτι του έπεσε σε ένα γράμμα
που ζητούσε ένα ζευγάρι γόβες. Στην αρχή παραξενεύτηκε, αλλά μετά χαμογέλασε,
γιατί η μικρή Αναστασία του ζητούσε ένα ζευγάρι γόβες για να τις κάνει δώρο στην
αγαπημένη της δασκάλα. «Τι ωραία χειρονομία», σκέφτηκε και με αφορμή αυτό,
θυμήθηκε άλλα παράξενα και αστεία δώρα που του έχουν ζητήσει στα γράμματα,
όπως μια γαλοπούλα για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι ή ένα αληθινό τρακτέρ για να
γίνει αγρότης όταν μεγαλώσει ο μικρός του φίλος. Η πιο συγκινητική επιθυμία όμως,
ήταν από ένα κοριτσάκι που του είχε ζητήσει να της φέρει πολλά ρούχα και παιχνίδια,
για να τα δώσει στην εκκλησία και να βοηθήσει όσους ανθρώπους το είχαν ανάγκη.
Οι σκέψεις τον συνεπήραν πάλι. Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Είχε νυχτώσει για τα
καλά και ένα φωτεινό αστέρι έλαμπε στον ουρανό. Ήταν η ώρα να πάει για ύπνο. Τον
περίμενε πολλή δουλειά τις επόμενες μέρες….
ΔΩΡΑ
10. ΑΝΑΒΟΛΗ
Ξύπνησε απότομα. Την ξύπνησε το κουδούνι του διπλανού σχολείου. Κοιτάει το ρολόι
της. 6.15. «Πω πω άργησα για τη δουλειά. Το ξυπνητήρι γιατί δε χτύπησε»
αναρωτήθηκε και σε κλάσματα του δευτερολέπτου συνειδητοποιεί ότι είναι απόγευμα
και ότι χτυπάει το τηλέφωνο του σπιτιού. Το σηκώνει και τη ρωτάνε αν ενδιαφέρεται
να αλλάξει πάροχο ηλεκτρικού ρεύματος. Γελάει , γελάει και κλαίει συγχρόνως.
Κοιτάει από το παράθυρο τα παιδιά της που παίζουν με τα άλλα παιδιά. Είναι
ευτυχισμένα. Δεν καταλαβαίνουν. Πώς κατέστρεψα έτσι τη ζωή μου; Πώς μας έφτασα
σ' αυτό το σημείο; Θυμάται τους φοβερούς καυγάδες, τις φασαρίες, τα νοσοκομεία
τα κλάματα και τις τσιρίδες των παιδιών. Τους γιατρούς και τις νοσοκόμες που ήθελαν
να τους βοηθήσουν. Τους κοινωνικούς λειτουργούς.
Όμως δεν ήθελε να κάνει μήνυση. Έλεγε ψέματα κάθε φορά. Έπεσε στις σκάλες.
Χτύπησε στο ντουλάπι της κουζίνας. Η μικρή έσπασε το χέρι της στο σχολείο. Τον
πίστευε κάθε φορά. Κάθε φορά περίμενε να αλλάξουν τα πράγματα. Ίσως της άρεσε
να τον βλέπει κλαμένο, λυπημένο να παρακαλεί σα δαρμένο σκυλί. Αυτά τα λίγα λεπτά
της μετάνοιας είχε το πάνω χέρι. Άλλωστε πως να χωρίσει; Θα τους σκότωνε. Ήταν
τρελός. Κι έτσι το ανέβαλε από μέρα σε μέρα.
Μέχρι που μια μέρα που άνοιγαν κι έκλειναν το
ρεύμα για να διορθώσει μια πρίζα ο γιός της τη
ρώτησε " Κι αν δε το κατεβάσουμε; Τι θα γίνει;" Τότε
συνειδητοποίησε ότι θα κάνει το παιδί της φονιά
και τους πήρε κι έφυγε.
Πώς κατέληξε εδώ; Έχει το σπίτι της, τη δουλειά της.
Δεν είναι σαν τις άλλες. Τι κατάντια! Οι γονείς της
την έχουν ξεγράψει. Από τη στιγμή που τον
παντρεύτηκε δεν υπήρχε γι’ αυτούς. Δικό της το
λάθος, δική της η ευθύνη. Τώρα το βλέπει ξεκάθαρα. Και δεν είναι μόνη της. Έχει άλλες
δύο ζωές να σκεφτεί όσο είναι καιρός ακόμη. Ποτέ δεν είναι αργά. Όχι δε θα βολευτεί
κι εδώ. Ουδέν μονιμότερο του προσωρινού. Δε θα κοροϊδεύει άλλο τον εαυτό της. Τα
παιδιά καταλαβαίνουν . Όλα τα καταλαβαίνουν. Μόνο αυτήν έχουν. Αύριο κιόλας θα
ξεκινήσει τις διαδικασίες, ακόμα κι αν πάει αυτός φυλακή. Δεν τη νοιάζει. Ούτε τι θα
πει ο κόσμος τη νοιάζει.
Άλλωστε εδώ που είναι δε μπορεί να τους βρει. Κανένας δεν το ξέρει. Ούτε οι γονείς
της. Όχι δε θα το έλεγε ποτέ ότι κατέφυγε σε κέντρο κακοποιημένων γυναικών .Τι
ντροπή! ΕΛΕΝΑ
11. Η μαμά έκανε λάθος
Μια φορά κι έναν καιρό στα νερά του παγωμένου Ατλαντικού Ωκεανού κάπου στο
Βόρειο Πόλο ζούσε μια μικρή φώκια, ο Ερρίκος. Ήταν 9 μηνών και ζούσε με τη μαμά
του ,τον μπαμπά του και άλλες πολλές φώκιες. Οι καλύτεροι του φίλοι ήταν δυο μικρά
αρκουδάκια ο Βίκτωρας και ο Έκτορας. Έπαιζαν μαζί όλη μέρα μέσα στους πάγους και
κολυμπούσαν στα βαθιά μπλε νερά.
Τα αρκουδάκια ζήλευαν τον Ερρίκο, γιατί κολυμπούσε καλύτερα και μπορούσε να
μένει κάτω από το νερό πολλή ώρα. Τον ζήλευαν ακόμα γιατί είχε πολύ ωραία φωνή
και τραγουδούσε υπέροχα. Ο Ερρίκος πάλι ζήλευε τους φίλους του, γιατί ήταν πολύ
όμορφοι, για την υπέροχη γούνα τους και επειδή αυτοί μπορούσαν να περπατάνε, να
τρέχουν και να σκαρφαλώνουν σε δένδρα. Αυτός είχε μόνο κάτι άσχημες τρίχες στο
δέρμα του και μπορούσε μόνο να σέρνεται. Τίποτα απ' αυτά δεν είχε όμως μεγάλη
σημασία, γιατί οι τρεις φίλοι είχαν βρει τον τρόπο να περνάνε καταπληκτικά. Είχαν
εφεύρει μια δική τους γλώσσα και συνεννοούνταν μια χαρά. Όταν δεν έπαιζαν,
κάθονταν με τις ώρες στον ήλιο και μιλούσαν ασταμάτητα.
Οι γονείς του Βίκτωρα και του Έκτορα δεν είχαν κανένα πρόβλημα με αυτήν τη φιλία.
Η μαμά του Ερρίκου όμως του έλεγε συνέχεια να προσέχει τους γονείς των φίλων του
και όλες τις μεγάλες αρκούδες, γιατί οι αρκούδες αναγκάζονται να τρώνε τις φώκιες,
επειδή δεν βρίσκουν πολλά ψάρια.
-Τα ψάρια πεθαίνουν γιατί τρώνε τα σκουπίδια που πετάνε οι άνθρωποι στις ακτές και
στις θάλασσες, αγόρι μου, και η ανάγκη για φαγητό μας οδηγεί πολλές φορές σε πολύ
κακές πράξεις.
-Μη στεναχωριέσαι μαμά ,της έλεγε ο Ερρίκος. Δεν υπάρχει περίπτωση να με πειράξει
καμία αρκούδα. Ξέρουν ότι είμαι φίλος με το Βίκτωρα και τον Έκτορα. Η μαμά του
όμως ανησυχούσε όπως όλες οι μητέρες και κουνούσε το κεφάλι της πάνω κάτω για
να δείξει ότι δε συμφωνεί.
Μια μέρα ο Ερρίκος καθόταν με τους φίλους του ανάμεσα στους πάγους και
συζητούσαν.
- Είμαστε πολύ στεναχωρημένοι, γιατί ακούσαμε τους γονείς μας να συζητούν ότι
πρέπει να φύγουμε, έλεγε ο Βίκτωρας.
-Να φύγετε; Γιατί; ρώτησε ο Ερρίκος.
-Γιατί δε βρίσκουμε τροφή και οι πάγοι λιώνουν. Πρέπει να πάμε πιο Βόρεια σε πιο
κρύα μέρη.
-Κι εγώ τι θα κάνω χωρίς εσάς;
-Δυστυχώς δε γίνεται να μην ακολουθήσουμε τους γονείς μας. Οι άνθρωποι φταίνε για
όλα, λέει η μαμά μου αλλά δε ξέρω το γιατί.
12. Εκεί που καθόταν οι τρεις φίλοι και μιλούσαν προσπαθώντας να βρουν μια λύση
εμφανίζονται τρεις κυνηγοί με μεγάλα καμάκια στα χέρια τους. Οι τρεις φίλοι πάγωσαν
από το φόβο τους και δεν μπορούσαν να κουνηθούν.
-Μη ανησυχείτε, είπαν στα αρκουδάκια. Το φίλο σας θέλουμε για το δέρμα του. Εσάς
δε θα σας πειράξουμε αν καθίσετε ήσυχα.
-Τι να το κάνετε το δέρμα του; ρώτησε ο Βίκτωρας
-Φτιάχνουμε τσάντες και παπούτσια και άλλα πολλά.
Πριν προλάβουν να απαντήσουν τα αρκουδάκια οι κυνηγοί σηκώνουν τα καμάκια τους
έτοιμοι να επιτεθούν στον Ερρίκο. Εκείνη τη στιγμή έρχονται από κάπου εκεί κοντά
δύο τεράστιες αρκούδες . Σηκώνονται στα δύο τους πόδια με τρομακτικούς
βρυχηθμούς. Οι κυνηγοί μόλις τις βλέπουν το βάζουν στα πόδια κι όπου φύγει- φύγει.
Η μαμά του Ερρίκου που παρακολουθούσε από μακριά ήρθε όσο πιο γρήγορα
μπορούσε , αγκάλιασε τον Ερρίκο και ευχαρίστησε τους γονείς του Έκτορα και του
Βίκτωρα.
-Είδες μαμά ; είπε ο Ερρίκος. Τους ανθρώπους πρέπει να φοβάσαι. Μόνο τους
ανθρώπους. Όχι τα ζώα.
Μετά από αυτό οι γονείς του Έκτορα και του Βίκτωρα αποφάσισαν να μείνουν εκεί, για
να μη χωριστούν οι τρεις φίλοι.
ΕΛΕΝΑ
13. Απόπειρα χαλάρωσης
Πολλές φορές μου είχε πει η ταμίας στο σούπερ-μάρκετ, με τα πιο
καταπληκτικά νύχια που έχω δει, όταν θέλω να χαλαρώσω πάω στη νυχού. Τη
θυμήθηκα χθες. Είχα και ένταση και χρόνο. Σπάνιο πράγμα. Συνήθως έχω το
πρώτο μόνο. Μπήκα για να βρω την ηρεμία μου λοιπόν στο σαλόνι ομορφιάς
νυχιών, εξειδικευμένο. Με βάζει σε μια καρέκλα μάλλον άβολη. Την πάω μπρος
πίσω να βρω τη στάση. Η νυχού μου ζητάει ν ’απλώσω τα χέρια μου στο ειδικό
μαξιλαράκι. Τα δίνω χωρίς ακόμα να βολευτώ. Αρχίζει και λιμάρει.
Ανατριχιαστικό. Μετά παίρνει την πένσα και τραβάει πετσάκια. Πονάει. Λίγο. Δεν
βαριέσαι σκέφτομαι. Μπρος τα κάλλη τι είναι ο πόνος. Θα χαλαρώσω μετά στο
βάψιμο. Έρχεται η ώρα. Της δείχνω μια φωτογραφία στο κινητό ένα χρώμα που
λάτρεψα. Ρουμπινί. Δεν το έχω λέει η νυχού. Μ’ έναν τρόπο σαν να έλεγε αν θες
κυρά μου, αυτά έχω. Το ‘πε. Τι να κάνω, συμβιβάστηκα. Διάλεξα ένα κόκκινο.
Τώρα θα έρθει η χαλάρωση, το νιώθω. Με τραβάει ένα ένα τα δάχτυλα και μου
τα στρίβει δεξιά αριστερά και μετά διατάζει, μέσα. Στο φουρνάκι. Η θέση μου
παραμένει άβολη. Το ένα χέρι στρίβει δεξιά αριστερά και το άλλο στο φουρνάκι
ψηλοκρεμαστά δεξιά. Χαλάρωσε μου λέει, το δάχτυλο. Αυτό θέλω, σκέφτομαι.
Αλλά δεν γίνεται. Της δείχνω κάτι σχέδια χριστουγεννιάτικα. Ήρθα που ήρθα, ας
τα κάνω γιορτινά. Μπα, μου λέει η νυχού. Αυτά θέλουν χρόνο. Έχω σφραγίδες
μπαμ -μπαμ. Η θέση άβολη. Το αυχενικό αρχίζει να ενοχλεί, τα χέρια τιραμόλα,
τα δάχτυλα βίδες, το ρουμπινί δεν υπάρχει, το σχέδιο θέλει χρόνο! Τα νεύρα μου
τσατάλια! Να δω, της λέω. Έχει ένα που το πλησιάζει. Χιονονιφάδα είχα στο
μυαλό μου. Το σφραγίζει το νύχι, χλαπάτσα βγήκε. Ωραία, λέει αυτή, να τα
γυαλίσω τώρα. Και είμαστε έτοιμοι. Έχω αφρίσει. Θέλω να της εκσφενδονίσω
όλα τα μικροεργαλεία και τις όζες που έχει μπροστά της. Καλά Χριστούγεννα, 17
ευρώ. Τα δίνω. Βγαίνω με περισσότερη ένταση. Ξέχασα βέβαια την ένταση που
είχα πριν. Αυτό εννοούσε η ταμίας στο σούπερ-μάρκετ; Για να ξεχάσεις το
πρόβλημά σου πας στη νυχού και αποκτάς μια ένταση που σβήνει για λίγο αυτό
που είχες στο κεφάλι σου. Χμμ, ωραία μέθοδος χαλάρωσης!
ΕΛΣΑ
14. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ 2019 μ.Χ
Στην οδό Μοναστηρίου, ευθεία του Σταθμού,
τώρα υψώνονται τα διυλιστήρια των ΕΛΠΕ
καζάνια, σωλήνες, βαρέλες, φουγάρα
και τα παιδιά δεν μπορούν να παίξουν πια
από τα δηλητήρια που υπάρχουν στον αέρα.
Άλλωστε τα παιδιά μεγάλωσαν και ίσως ξέχασαν,
τα συμφέροντα πολλά,
'Οσα επιζήσανε βέβαια, γιατί ήρθαν βαριές αρρώστιες από τότε,
άσθμα, καρκίνος, νευρικοί σπασμοί και άλλα.
Θυμούνται ίσως τα λόγια των παλιών :
Θα φύγουν τα ΕΛΠΕ μια μέρα και θα ζήσετε καλά.
Δεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν,
λένε τα ίδια στα παιδιά τους
αν και οι ίδιοι παίρνουν χορηγίες και κλείνουνε το στόμα.
Προς το παρόν, στο δρόμο που λέγαμε, υψώνονται τα διυλιστήρια των ΕΛΠΕ
Ίσως μια μέρα, τα παιδιά των παιδιών των παιδιών τους
πετάξουν την αντιασφυξιογόνα μάσκα και τη χορηγία
και να φωνάξουν αέρα,
αναπνέω, αναπνέεις, αναπνέουμε...
Όπου κι αν απευθυνθώ το συμφέρον με πονάει
και στρέφεται στην αλήθεια βελονιάζοντας το σώμα με δηλητήριο
Η Ελλάδα του συμφέροντος
Ο κόσμος του χρήματος ΕΛΣΑ
15. Η ΑΔΕΡΦΗ ΜΟΥ, Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΜΟΥ
Λευκή σαν άγγελος έφυγε από κοντά μου
Γιατί την πήρες Θεέ μου, μακριά μου;
Βλέπω τα μάτια της στα όνειρα μου
Και τρέμω που δεν είναι κοντά μου.
Αν είχα βάλει τα δυνατά μου
Τώρα θα ήταν εδώ μπροστά μου.
Αν είχε γιατρέψει τον πόνο της πληγής, δε θα πονούσε.
Αν είχε προλάβει το νήμα της ζωής ,θα ζούσε.
Κοίτα πως ήρθε ο θάνατος και μου την πήρε
Σα να’ ταν κλέφτης μες τη νύχτα
Κι εγώ στον ύπνο που με συνεπήρε
Που ήρθε και μου τον έφερε γλυκά η νύστα.
Μεταμφιέζω στο όνειρο μου άγγελο τη μορφή της
Και στα λευκά ντυμένο το κορμί της.
Να ‘χει ηρεμία η ψυχή της
Ποιο πολύ από τη ζωή της.
Τίποτα δεν ξεχνώ! Ζω με τον άγγελο μου!
Λευκή σαν άγγελος , έφυγε από κοντά μου
Καλά - καλά δεν πρόλαβα να το καταλάβω.
Το πρόβλημα, άλυτο στα χαρτιά μου
Κι ότι κι αν έκανα, τώρα τη θάβω.
Αν είχε λύση ο πόνος να χαθεί
Τώρα θα ήτανε κοντά μου.
Αν είχε μια ελπίδα να σωθεί, θα την είχα βρει.
Αν είχε μια δεύτερη καρδιά , τώρα θα ήτανε στην αγκαλιά μου.
Αν σ’ αγαπούν οι άγγελοι του παραδείσου
Κι αν δε φυλούν την πόρτα της ψυχής σου
Κι αν θες να μου μιλάς
16. Πρέπει στα όνειρα μου να περνάς.
Και σε λυπούνται που δε ζεις
Και συ λυπάσαι που δε ζεις.
Και που δεν μπόρεσε κανείς
Πώς να σου πει να γιατρευτείς.
Δικαίωμα μου είναι να μην ξεχνώ.
Δικαίωμα μου είναι να πονώ.
Κι εκεί που λέω τον πόνο μου
Εγώ για τον άγγελο μου,
Κι όποιος πονάει μαζί μου
Μ΄ αυτό το πένθος για την αδερφή μου,
Του λέω πως έγινε άγγελος λευκός
Με μια ψυχή γεμάτη φως!
Τίποτα δεν ξεχνώ! Ζω με τον άγγελο μου!
ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ
17. ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
Μετά από 20 χρόνια στο εξωτερικό αποφάσισα να επισκεφτώ το χωριό μου στη Θράκη, το
σπίτι που περνούσα τα καλοκαίρια μου μαζί με τον παππού και τη γιαγιά. Το σπίτι που
χαράχτηκε τόσο όμορφα στις παιδικές μου αναμνήσεις. Έμεινε κλειστό από τότε που
πέθαναν η γιαγιά και ο παππούς αλλά ολάνοιχτοι ήταν οι ηλίανθοι που άνθιζαν γύρω του.
Ένας χωριανός είχε νοικιάσει τα χωράφια και τα καλλιεργούσε. Μόλις έφτασα, τα μάτια μου
γέμισαν δάκρυα…
«Ήταν χτισμένο στη βάση μιας πλαγιάς, έμοιαζε αγέρωχο στις καιρικές κακουχίες των
χρόνων. Επιβλητικό διώροφο με τη σκεπή του που είχε πάρει τα χρώματα του φθινοπώρου
και τα κεραμίδια του σαν φύλλα έτοιμα να πέσουν. Περιτριγυρισμένο με τα στενόμακρα
πράσινα παράθυρα , πέντε στον πάνω όροφο και ένα στον κάτω και δύο μικρά άσπρα στον
μικρό τοίχο που ήταν η κουζίνα. Ανάμεσα τους μια μικρή πράσινη πόρτα. Η κεντρική είσοδος
ήταν στο πλάι με θέα στους ηλιόσπορους και στον ήλιο. Ακριβώς από πάνω ήταν χτισμένο
το μπαλκονάκι με την σκάλα που οδηγούσε στην κεντρική πόρτα για τα υπνοδωμάτια. Τα
ξύλινα κάγκελα σκεπασμένα μ’ ένα παλιό νάιλον για να προφυλάσσονται από τη βροχή και
δυο γλάστρες κρεμασμένες για να το συγκρατούν. Οι τοίχοι του είχαν γκριζάρει από τα
χρόνια και την υγρασία, μόνο ο μπροστινός μεγάλος τοίχος είχε ένα ελαφρώς κίτρινο χρώμα,
από το φως των ηλιόσπορων. Στην άκρη της αυλής ήταν χτισμένη η αποθηκούλα και
ακριβώς δίπλα το πηγάδι που βγάζαμε νερό και λίγο πιο κει ένα μπλε βαρελάκι. Τέλη Ιουλίου
και οι ηλίανθοι μπροστά του όλοι ανθισμένοι, σαν παραταγμένα στρατιωτάκια του ήλιου,
ντυμένα με τις πράσινες στολές τους και καπέλα στο σχήμα του ήλιου που είχαν στο κέντρο
το χρώμα της σκουριάς.»
Το όμορφο αυτό σπίτι είναι τώρα δικό μου, μου το έγραψαν οι γονείς μου και πραγματικά
το λατρεύω. Είναι σαν πίνακας ζωγραφικής!
ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ
18. ΞΕΝΙΤΙΑ
Ξενιτεμένο μου πουλί, παιδάκι μου δικό μου
που μου ' χεις φύγει μακριά και ζω μες τον καημό μου.
Αν αρρωστήσεις ποιος θα' ρθει στη ξενιτιά σιμά σου;
Ποιος άραγε με μια αγκαλιά , θα γιάνει την καρδιά σου;
Σε ποιον να πω τον πόνο μου να με παρηγορήσει;
Ανάθεμα σε ξενιτιά, για όσα μου έχεις στερήσει.
Χρόνοι πολλοί περάσανε, θα με έχει λησμονήσει,
γρήγορα το παιδάκι μου σε μένα να γυρίσει.
Τα πλούτη δε χρειάζονται, εκείνον θέλω μόνο,
στο πλάι του να ζω εγώ και να νικώ τον πόνο.
ΛΕΝΙΑ
19. Ένα μικρό θαύμα
Μέσα σ' έναν κήπο όμορφο κι ανθοστόλιστο ανάμεσα σε πολλά ωραία λουλούδια,
χρυσάνθεμα, μενεξέδες και γαρύφαλλα γεννήθηκε ένα μικρό τριανταφυλλάκι. Το
μπουμπούκι του σιγά σιγά άρχιζε να ανοίγει. Το βλέμμα μου εστίασε στο κόκκινο βαθύ
του χρώμα και στα ευωδιαστά του άνθη. Τι θεϊκό άρωμα έχει ένα τριανταφυλλάκι,
αναρωτήθηκα. Ύστερα, κοίταξα τα φύλλα του ήταν καταπράσινα και οι αχτίνες του
ήλιου που έπεφταν πάνω του, άστραφταν σα διαμάντια. Το υπέροχο και μεθυστικό
του άρωμα λειτούργησε ευεργετικά στην ψυχολογία μου. Καθώς το παρατηρούσα με
θαυμασμό, αισθάνθηκα σα να αποκαλύπτεται μπροστά μου ένα μικρό θαύμα. Ήταν
σαν η ζωή να μου υπενθυμίζει πως όσο ανθίζουν λουλούδια υπάρχει ελπίδα. Αμέσως
χαμογέλασα, η ψυχή μου γαλήνευσε...
ΛΕΝΙΑ
20. Θεσσαλονίκη, Μέρες του 2019 μ.Χ.
Στην οδό Παπάγου- πρώτη πάροδος δεξιά
Τώρα υψώνονται εμπορικά καταστήματα, γραφεία και πολυκατοικίες
Και τα παιδάκια δεν μπορούν πια να παίζουν, όπως παίζανε παλιά.
Άλλωστε τα παιδιά μεγάλωσαν, ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε
Τώρα πια δεν τρέχουν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά,
δεν παίζουν μήλα και τζαμί.
Κάποια επέζησαν βέβαια κι ας κολυμπούν σε έναν ψηφιακό ωκεανό,
Play station, tablet, τηλεοράσεις, κινητά.
Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εμείς μεγαλώσαμε αλλιώς.
Δεν έχει σημασία αν δεν μπορούν να βρουν αλάνες και πλατείες
λένε το μάθημα οι ίδιοι στα παιδιά τους.
Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσουν
να στέκονται μπροστά από μια οθόνη.
Ίσως τα παιδιά των παιδιών τους,
ή τα παιδιά των παιδιών των παιδιών τους.
Προς το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε,
υψώνονται ακόμα εμπορικά καταστήματα
- εγώ ξοδεύω, εσύ ξοδεύεις, αυτός ξοδεύει
Γραφεία και πολυκατοικίες
- εμείς ασφυκτιούμε, εσείς ασφυκτιείτε, αυτοί ασφυκτιούν
Όπου και να σταθείς, το φως της οθόνης τυφλώνει.
Η αλήθεια του Σήμερα, του Αύριο, του Πάντοτε.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ
21. ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ
Νύχτωσε απόψε ο ουρανός, γέμισε μ΄ αγγελούδια,
να σου χαϊδεύουν τα μαλλιά, να σου υμνούν τραγούδια.
Το φεγγαράκι ολόγιομο φωτίζει τα όνειρά σου,
λάμπουν τα άστρα τ’ ουρανού, γεμίζει η αγκαλιά σου.
Ύπνο γλυκό κι ανάλαφρο, στου ουρανού τα πλάτη,
ταξίδεψε στα σύννεφα, πριν έρθει και χαράξει.
Κοιμήσου αγγελούδι μου, άπλωσε τα φτερά σου,
πέτα ψηλά πολύ ψηλά, νιώσε το πέταγμά σου.
Και όταν ξυπνήσεις το πρωί, ο ήλιος θα φωτίζει,
να σου θυμίζει του ύπνου σου το όμορφο ταξίδι.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ