ανακαλυψη με πειραματα επιδειξησ καθοδηγούμενη ανακάλυψη
1. ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΜΕ ΠΕΙΡΑΜΑΤΑ ΕΠΙΔΕΙΞΗΣ
Καθοδηγούμενη ανακάλυψη
Μία φράση που γράφεται πολύ συχνά σε σχέδια μαθήματος και σε διδακτικές
προτάσεις που κυκλοφορούν σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή είναι η φράση
«πειραματική ανακάλυψη» ή «καθοδηγούμενη ανακάλυψη». Τι εννοούμε
όμως λέγοντας αυτούς τους όρους;
Σε γενικές γραμμές, η καθοδηγούμενη ανακάλυψη, συνήθως με τη μορφή της
ανακάλυψης με πειράματα επίδειξης, λειτουργεί ως εξής: Οι μαθητές ακούνε
μερικά παραδείγματα, ή παρακολουθούν, ή (στη καλύτερη περίπτωση)
πραγματοποιούν ένα ή περισσότερα πειράματα. Στη συνέχεια με κατάλληλες
ερωτήσεις καλούνται να οργανώσουν και να μορφοποιήσουν αυτή την
εμπειρία τους σε γνώση και να απαντήσουν σχετικά με το θέμα –στόχο που
μελετάμε. Η διαδικασία δεν «στοχεύει» στο να μαντέψουν οι μαθητές τους
κανόνες ή νόμους, ούτε να «φανταστούν τη θεωρία» που μελετάμε κάθε φορά.
Αντίθετα, στοχεύει στο να τους δώσουμε, με τα παραδείγματα ή τα
πειράματα, τα κρίσιμα στοιχεία και να τους κατευθύνουμε με ερωτήσεις σε
αυτό που πρέπει να σκεφτούν, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της
«ανακάλυψης»- κατανόησης κάποιου θέματος, φαινομένου, ή θεωρίας κτλ.
Ακόμη και όταν τα ερωτήματα που (μπορούμε να) διατυπώνουμε είναι πολύ
«απλοϊκά», και οι απαντήσεις που απαιτούν είναι προφανείς, είναι καλύτερο
να υποβάλλονται αντί να ανακοινώνεται απλά, από τον διδάσκοντα, στη
τάξη το συμπέρασμα από τη μελέτη των παραδειγμάτων ή των πειραμάτων.
Κι αυτό διότι: α) οι μαθητές είναι πιο πιθανόν να κατανοήσουν κάτι με το
οποίο έχουν εμπλακεί ενεργά σε σχέση με κάτι άλλο που το άκουσαν
παθητικά και β) είναι πάντα (δευτερεύων) στόχος του μαθήματος να
καλλιεργούμε τη κριτική σκέψη των μαθητών, τις δεξιότητες αφαίρεσης, και
την σταδιακή εμπλοκή σε αυτό που περιγράφεται ως επιστημονική σκέψη.
Κατά τη διαδικασία της καθοδηγούμενης ανακάλυψης οι ερωτήσεις
υποβάλλονται μία κάθε φορά, και αφού ολοκληρωθεί η απάντηση ακούγεται
και η επόμενη ερώτηση, η οποία πάντα έχει σχέση με τη πορεία που
χαράχθηκε αρχικά αλλά και την απάντηση στην προηγούμενη ερώτηση. Κάθε
ερώτηση κατευθύνει ακόμη περισσότερο στο στόχο που είναι ή «ανακάλυψη»
του φαινομένου, ή της θεωρίας που μελετάμε.
Σε αρκετές περιπτώσεις είναι πιθανό, στο τέλος, να «αναγκαστεί» ό εκπ/κος
να διατυπώσει το συμπέρασμα στο οποίο πρέπει να καταλήξει η τάξη μέσω
της «καθοδηγούμενης ανακάλυψης». Αυτό συνήθως συμβαίνει:
• Είτε από αδυναμία του διαμορφωτή των ερωτήσεων να διατυπώσει
ερωτήσεις στο «στο επίπεδο της συγκεκριμένης τάξης».
Χρήστος Γκοτζαρίδης Σχ. Σύμβουλος ΠΕ4
2. • Είτε γιατί το θέμα που μελετάμε έχει παρανοήσεις από τους μαθητές
που δεν λάβαμε υπόψη κατά το σχεδιασμό των ερωτήσεων.
• Είτε σε αρκετές περιπτώσεις γιατί το προς μελέτη θέμα υπερβαίνει το
νοητικό επίπεδο των μαθητών (π.χ. διανυσματική προσέγγιση της
κίνησης στη Β΄ Γυμνασίου).
Ακόμη όμως και σε αυτές τις περιπτώσεις η διατύπωση και η συζήτηση των
ερωτήσεων, και στο τέλος η παρουσίαση του συμπεράσματος από τον εκπ/κό,
περιέχουν το στοιχείο της ενεργού εμπλοκής των μαθητών στο μάθημα, και
τους δίνεται η ευκαιρία να αντιληφθούν, όσο είναι δυνατόν, διαδικασίες
ανάδειξης της κριτικής σκέψης.
Όπως έγινε φανερό από τα προηγούμενα, τρία είναι τα κρίσιμα σημεία-
επιλογές που θα πρέπει να κάνουμε όταν σχεδιάζουμε ένα μάθημα «με
καθοδηγούμενη ανακάλυψη».
• Το πρώτο κρίσιμο στοιχείο στη «καθοδηγούμενη ανακάλυψη», είναι η
επιλογή των πιο χαρακτηριστικών παραδειγμάτων ή πειραμάτων,
προκειμένου να κερδίσουμε το ενδιαφέρον των μαθητών και να τους
κατευθύνουμε να σκεφτούν τα σημαντικά-κρίσιμα σημεία του θέματος
που μελετάμε.
• Το δεύτερο κρίσιμο στοιχείο, το οποίο διατρέχει όλες τις προσπάθειες
σχεδιασμού μαθήματος με καθοδηγούμενη ανακάλυψη, είναι η
διατύπωση των κατάλληλων, στη κάθε περίπτωση, ερωτήσεων. Mε την
επιλογή εύστοχων ερωτήσεων αυξάνουμε την πιθανότητα να
πετύχουμε θετικά αποτελέσματα στην εφαρμογή της καθοδηγούμενης
ανακάλυψης.
• Και τέλος μία παράμετρος που συνήθως δεν μπαίνει στο σχεδιασμό
μας. Η παράμετρος αυτή είναι η κατάλληλη διατύπωση των
ερωτήσεων που επιλέξαμε και η πιο ενδεδειγμένη στάση μας καθώς
παίρνουμε τις απαντήσεις από τους μαθητές,
Και ενώ το θέμα τις επιλογής παραδειγμάτων και πειραμάτων, εξαρτάται
κάθε φορά από το προς μελέτη θέμα, την εμπειρία του διδάσκοντα και τα
σχετικά ευρήματα και προτάσεις των ερευνών, η επιλογή και η διατύπωση
των ερωτήσεων είναι αποκλειστική ευθύνη του διδάσκοντα. Η επιλογή των
ερωτήσεων σχετίζεται με την εμπειρία του διδάσκοντα σε ανάλογες διδακτικές
τεχνικές. Η διατύπωση όμως περιέχει και ένα πιο προσωπικό στοιχείο του
διδάσκοντα, το προσωπικό του ύφος και στυλ. Η ίδια ερώτηση μπορεί να
«ηχήσει» διαφορετικά διατυπωμένη από δύο διαφορετικούς εκπ/κους, και να
έχει δύο διαφορετικές αντιδράσεις αποδοχής ή απόρριψης από τους μαθητές.
Γενικά όμως η επιλογή αλλά και η διατύπωση ερωτήσεων υπακούει σε
εμπειρικούς, κυρίως, κανόνες που χρειάζεται συνεχώς να τους έχουμε υπόψη
μας και να σχεδιάζουμε τις ερωτήσεις μας σε κάθε μάθημα με βάση αυτούς.
Χρήστος Γκοτζαρίδης Σχ. Σύμβουλος ΠΕ4