14. Οι ήρωες είναι η Μαριλού, ο μπαμπάς της , η μαμά της ,η
γιαγιά Λουκία, η γιαγιά Μαρία, ο θείος Γιώργος, ο
Τσουλούφης, ένα μηχανικό σκυλάκι, και ο Αι Βασίλης
15. Η Μαριλού ζήτησε από τον Αη Βασίλη την πρωτοχρονιά
να ζωντανέψει το μηχανικό σκυλάκι της, τον Τσουλούφι.
16. Η Μαριλού αρχίζει να πιστεύει πως το μηχανικό σκυλάκι
της ο Τσουλούφης ζωντανεύει.
17. Το λέει στους γονείς της μα δεν την
πιστεύουν και τελικά την πρωτοχρονιά ο
Τσουλούφης γίνεται κανονικό σκυλάκι.
18. Αυτό που μου άρεσε πιο πολύ ήταν πως η Μαριλού
πάρα τα όσα της έλεγαν οι γονείς της αυτή συνέχισε να
πιστεύει πως ο Τσουλούφης θα ζωντανέψει.
19. Η Βούλα Μάστορη γεννήθηκε 17 Φεβρουαρίου 1945
στο Αγρίνιο Αιτωλοακαρνανίας στην Ελλάδα από
Μικρασιάτες γονείς
Ως άνθρωπος ήταν ευγενική και ευαίσθητη
Δημοσίευσε περισσότερα από 40 βιβλία για παιδιά και
δυο ενήλικες «Το παραμύθι των ψυχών» και «Γυναίκα
μπονσάι». Το τελευταίο παιδικό βιβλίο της κυκλοφόρησε
φέτος με τίτλο «Στην χώρα των θαυμάτων» από τις
Εκδόσεις Πατάκη.
Τα πιο σημαντικά της έργα είναι: «Με λένε Αλέξη» , «Ένα
γεμάτο μέλια χεράκι», «Πού πήγε το φεγγάρι απόψε;»,
«Εκείνη τη φορά», «Τα μαγικά μου αυτιά», «Αγάπες με
ουρά».
Η Βούλα Μάστορη πέθανε μετά από πολύμηνη μάχη με
τον καρκίνο στις 21/11/2016.
25. Ο Πέρσυ πήγαινε
στο σπίτι του και
καθώς περπατούσε
συνάντησε τη φίλη
του την αλεπού.
26. Όμως η αλεπού είχε
λόξιγκα και ήθελε να
τη βοηθήσει ο Πέρσυ.
Πήγε λοιπόν στο
σπίτι του Πέρσυ
αλλά σκόνταψε σε
ένα σεντόνι και
τυλίχτηκε μέσα σε
αυτό.
27. Όμως ο Πέρσυ την είδε
και τρόμαξε και
κρύφτηκε γιατί νόμιζε ότι ήταν
ένα φάντασμα.
28. Η αλεπού δεν έβλεπε τι
έκανε και έπεσε μέσα
σε ένα βαρέλι.
Ο Πέρσυ άκουσε το λόξιγκά
της και κατάλαβε ότι
ήταν η αλεπού. Πήγε
και την βοήθησε για να
βγει και ταυτόχρονα
πέρασε και ο λόξιγκας.
30. Ο Νικ Μπατερχουιθ γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1946
και μεγάλωσε σε ένα ζαχαροπλαστείο στο Έσεξ.
Το 1980 αποφάσισε να ασχοληθεί μόνο με τη συγγραφή
και την εικονογράφηση παιδικών βιβλίων. Η οικογένεια
του αποτελείται από τη γυναίκα του την Ανέτ και από τα
δύο παιδιά του.
Έχει γίνει γνωστός με τις ιστορίες του Πέρσυ οι
οποίες είναι περισσότερες από τριάντα.
31. ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΑΚΙ ΠΟΥ ΗΘΕΛΕ
ΝΑ ΑΓΓΙΞΕΙ ΕΝΑ ΑΣΤΕΡΑΚΙ
Ραφαηλία Β.
Μάρτιος 2017
33. Οι ήρωες του παραμυθιού
Οι ήρωες είναι:
το ποντικάκι,
το στρατιωτάκι,
ο παππούς,
η κουκλίτσα
και το ναυτάκι.
34. Η υπόθεση του βιβλίου είναι ένας
ποντικός που θέλει να αγγίξει ένα
αστεράκι και ζητούσε από τον
παππού του να τον σηκώσει για
να αγγίξει ένα αστεράκι.
Ο παππούς τού έλεγε ότι δεν
γίνεται γιατί είναι πολύ ψηλά .
36. Όταν ήρθαν τα Χριστούγεννα είδε
ένα αστεράκι στο
χριστουγεννιάτικο δέντρο και
πάλι πήγε να το πάρει.
Σκαρφάλωσε στο δένδρο και
συνάντησε ένα στρατιωτάκι.
Mετά είδε μια κουκλίτσα και ένα
ναυτάκι.
Όλοι αυτοί του είπανε να πάει
μαζί τους αλλά αυτό ήθελε να
πιάσει ένα αστεράκι.
38. Μου άρεσε πιο πολύ ότι ήταν
απλό το ποντικάκι και δεν ήταν
περήφανο.
Μου προξένησε λύπη που το
ποντικάκι νόμιζε ότι με το
χριστουγεννιάτικο αστεράκι στην
κορυφή ήταν αληθινό.
39. Ποιος έγραψε το βιβλίο
Ο ΕυγένιοςΤριβιζάς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1946.
Σπούδασε νομικά και οικονομικά και είναι
καθηγητής εγκληματολογίας στην Αγγλία. Διδάσκει
στο πανεπιστήμιο του Readihg και σε άλλα
πανεπιστήμια.
Είναι γνωστός ως συγγραφέας βιβλίων για παιδιά από
τεσσάρων χρονών και πάνω. Όλα του τα έργα τα
χαρακτηρίζει πρωτοτυπία και μεγάλη φαντασία .
Έχει γράψει γύρω στα 150 βιβλία.
53. Οι ήρωες του βιβλίου
είναι ο καθηγητής
Πιερ Άροναξ από το
μουσείο φυσικής
ιστορίας του
Παρισιού,
ο Νεντ Λαντ και ο
ναυτίλος του
υποβρυχίου ο Νέμος
54. 0 καθηγητής Άροναξ
βλέποντας χτυπημένα καράβια
στο λιμάνι και με την
μαρτυρία των ναυτικών
κατάλαβε πως υπάρχει ένα
μεγάλο τέρας.
Μετά από συμβούλιο,
ο καθηγητής Άροναξ ξεκίνησε
με ένα καράβι από το λιμάνι
για να σκοτώσει το θαλάσσιο
τέρας…
55. Το καράβι μετά από μια
μεγάλη τρικυμία βυθίστηκε.
Ο καθηγητής Άροναξ και ο
βοηθός του ο Νεντ Λαντ
βρέθηκαν σε ένα σιδερένιο
σκάφος.
Τότε κατάλαβαν ότι το τέρας
δεν είναι αληθινό
αλλά μόνο ένα υποβρύχιο
σκάφος.
56. Ο ναυτίλος του
σιδερένιου σκάφους ήταν
ο Νέμο.
Ο Νέμο και ο καθηγητής
Άροναξ δημιούργησαν
καλές σχέσεις και στο
μέλλον αντιμετώπισαν
πολλά προβλήματα μαζί.
57. Mου άρεσε πιο πολύ η μάχη με τα
καλαμάρια στην οποία πήραν
μέρος οι άντρες του Νέμο και ο
καθηγητής Αροναξ.
Ήμουν περίεργος να τη διαβάσω.
58. Στεναχωρήθηκα όταν το πλοίο ναυάγησε και ο καθηγητής
έχασε το πλήρωμα του και έμεινε με τον βοηθό του.
59. Ο Ιούλιος Βερν ήταν Γάλλος
μυθιστοριογράφος, ποιητής και συγγραφέας ,
ιδιαίτερα γνωστός για τα περιπετειώδη
μυθιστορήματα.
Γεννήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 1828 και
απεβίωσε στις 24 Μαρτίου 1905.
Οι ταινίες του ήταν η Διαβολική εφεύρεση και
το ταξίδι στην σελήνη και τα βιβλία του ήταν
ο γύρος του κόσμου σε 80 μέρες, 20.000
λεύγες κάτω από την θάλασσα, ταξίδι στο
κέντρο της γης και η μυστηριώδης νήσος.
62. Οι ήρωες είναι:
ο Παντελής ,
ο γέρος του δάσους ,
ο γέρος της λίμνης ,
ο γέρος του βουνού
και ο θάνατος.
63. Ο Παντελής ζούσε σε ένα
χωριό πλάι σ’ ένα ποταμό.
Ο Παντελής ήταν
ευχαριστημένος επειδή είχε
τη γυναίκα του και τα παιδιά
παιδιά του…
64. Μια μέρα ο Παντελής πήγε να
βρει τη Σοφή του χωριού για
να τη ρωτήσει πως θα ζει
αιώνια.
Η Σοφή του απάντησε πως
είναι πολύ δύσκολο.
Όμως του είπε ότι στο δάσος
υπάρχει ένας γέρος που είναι
πολύ γέρος…
65. Ο Παντελής τότε άρχισε να
αναζητεί τον γέρο του δάσους.
δάσους.
Μετά από μερικές ώρες τον
βρήκε .
Ο γέρος του δάσους του είπε
είπε ότι δεν είναι ο πιο γέρος
γέρος και του πρότεινε να
βρει τον γέρο της λίμνης,
αυτός θα ήξερε κάτι .
66. Ο Παντελής τον βρήκε
μπρούμυτα στη λίμνη. Τον
Τον ρώτησε αυτό που
ήθελε .
Αυτός του απάντησε πως
πως δεν ήξερε και ότι
μπορεί να πάει στον γέρο
γέρο του βουνού.
67. Ο Παντελής κουρασμένος,
έκανε τον γύρο της λίμνης και
ύστερα, πέρασε μια χέρσα γη
όλο πέτρες και βράχια.
Μετά από μέρες τον βρήκε .
Του χτύπησε την πόρτα και
βγήκε έξω .
Ο γέρος του βουνού του είπε
πως ήξερε.
Ο Παντελής χάρηκε με την απάντησή του και έτσι ο Παντελής
έμεινε κοντά του για χρόνια.
68. Ένα βράδυ ο Παντελής και ο γέρος του βουνού έβλεπαν τον κόσμο. Ο
Παντελής είπε στον γέρο πως νοσταλγούσε το χωριό του..
Ο γέρος μετά από λίγα λεπτά του έδωσε το άλογό του λέγοντάς του
πως ό,τι και αν γίνει να μη κατεβεί από το άλογο.
69. Το χωριό του είχε αλλάξει.
Έτσι γύρισε πίσω θλιμμένος.
Στον δρόμο είδε έναν γέρο
με μια καρότσα με
παπούτσια αλλά ήταν
σπασμένη η ρόδα.
Ο Παντελής τον λυπήθηκε και
κατέβηκε από το άλογο.
Τον ρώτησε γιατί έχει τόσα
πολλά παπούτσια.
Αυτός του απάντησε ότι είναι
ο θάνατος κι αυτά είναι τα
παπούτσια που χάλασε
κυνηγώντας τον.
70. Μου έκανε εντύπωση πως
ο Παντελής δεν νοιάστηκε
νοιάστηκε για την
οικογένειά του αν δε ζουν
ζουν αλλά μόνο για τον
εαυτό του.
74. Οι ήρωες της ιστορίας είναι:
το κοριτσάκι με τα σπίρτα,
η γιαγιά του κοριτσιού
και οι περαστικοί που
ετοιμάζονταν για τα
Χριστούγεννα.
75. Ήταν η τελευταία μέρα του χρόνου.
Ένα μικρό κοριτσάκι περπατούσε μόνο
του στους χιονισμένους δρόμους της
πόλης, ξυπόλητο , μέσα στη νύχτα χωρίς
να φοράει κάτι στο κεφάλι του.
Η αλήθεια είναι ότι το πρωί φορούσε τις
παντόφλες της μαμάς της.
Καθώς όμως περπατούσε, επειδή οι
παντόφλες της ήταν μεγάλες, της βγήκαν
στον δρόμο και χάθηκαν στο χιόνι .
76. Έτσι το κοριτσάκι αναγκάστηκε να
περπατάει ξυπόλητο , μέσα στο
χιόνι και το κρύο προσπαθώντας
να πουλήσει τα κουτάκια με τα
σπίρτα.
Το κοριτσάκι πήγαινε από σπίτι σε
σπίτι για να μπορέσει να πουλήσει
έστω και ένα κουτάκι σπίρτα αλλά
κανείς δεν αγόραζε…
77. Τα χεράκια και τα ποδαράκια του κοριτσιού
είχαν μουδιάσει από το κρύο.
Έτσι σκέφτηκε να καθίσει σε μια γωνιά
ώστε να ζεσταθεί τουλάχιστον ένα μέρος
του σώματός της.
Οι περαστικοί περνούσαν από μπροστά της
βιαστικά για να πάνε στα σπίτι τους.
Μύριζαν τα φαγητά που έφτιαχναν οι
άνθρωποι στα σπίτια τους ,το κοριτσάκι
όμως δεν είχε φάει τίποτα από το πρωί,
αλλά δεν μπορούσε να γυρίσει σπίτι του
χωρίς χρήματα γιατί ο πατέρας της, ως
συνήθως, θα την μάλωνε.
78. Έτσι κάθισε εκεί στη γωνιά
ήσυχα.
Κάποια στιγμή σκέφτηκε να
ανάψει ένα σπίρτο μήπως και
ζεσταθεί.
Άναψε ένα σπίρτο και
ονειρεύτηκε ότι ήταν μπροστά
σε μια σόμπα. Όμως το σπίρτο
έσβησε και βρέθηκε και πάλι
στο κρύο.
79. Ξανάναψε ένα σπίρτο και
ονειρεύτηκε ένα τραπέζι γεμάτο
φαγητά και ψητή γαλοπούλα.
Όμως έσβησε και πάλι το σπίρτο.
Άναψε και πάλι ένα σπίρτο και
ονειρεύτηκε πως βρισκόταν
μπροστά σ’ ένα χριστουγεννιάτικο
δέντρο, που όμως, όταν
προσπάθησε να το ακουμπήσει,
εξαφανίστηκε μαζί με την φλόγα.
80. Βιαστικά άναψε κι άλλο σπίρτο και τότε
μέσα από τη φλόγα εμφανίστηκε η
αγαπημένη της γιαγιά.
Το κοριτσάκι παρακάλεσε τη γιαγιά να την
πάρει μαζί της και επειδή φοβόταν μη
χαθεί κι αυτή η εικόνα άναψε όλα τα
σπίρτα.
Η γιαγιά την πήρε μαζί της εκεί που δεν
υπάρχει κρύο.
81. Εκείνη τη στιγμή ένα αστέρι έπεσε από τον ουρανό στη γη .
Την επόμενη μέρα, που ήταν η πρώτη μέρα του χρόνου, βρήκαν το κοριτσάκι
κάτω στο χιόνι παγωμένο .
Κρατούσε στα χέρια της μια χούφτα καμένα σπίρτα .
Οι περαστικοί καθώς περνούσαν έλεγαν ότι το καημένο κοριτσάκι ήθελε να
ζεσταθεί.
Κανένας όμως δεν μπορούσε να φανταστεί τι είχε δει το κοριτσάκι μέσα από τη
φλόγα των σπίρτων πριν φύγει στον ουρανό στην αγκαλιά της γιαγιάς του .
82. Μου άρεσε η στιγμή που το κοριτσάκι μέσα από τη φλόγα είδε την γιαγιά
του.
Μου προξένησε λύπη το ξυπόλητο κοριτσάκι που περπατούσε
στο κρύο και στο χιόνι.
86. Οι ήρωες του βιβλίου είναι:
η Γκέρντα, ο Κάι,
η Βασίλισσα του χιονιού,
η γριούλα, το κοράκι,
η Βασιλοπούλα, ο τάρανδος,
η Φιλανδή μάγισσα
και το κακό ξωτικό.
87. Ένα κακό ξωτικό είχε φτιάξει ένα καθρέφτη
που είχε τη δύναμη να διαστρεβλώνει την
αλήθεια.
Μια μέρα το ξωτικό πήρε στην πλάτη του τον
καθρέφτη και ανέβηκε ψηλά στα ουράνια, για
να κάνει όλη την υφήλιο να φαντάζει απαίσια.
Στη βιασύνη του και στην απροσεξία του όμως
του έπεσε ο καθρέφτης κάτω και έσπασε σε
μύρια κομμάτια.
Τα κομμάτια αυτά, σαν κόκκοι άμμου,
τινάχτηκαν στα πέρατα της οικουμένης και
μερικά χώθηκαν σαν σκουπιδάκια στα μάτια
κάποιων ανθρώπων.
88. Ο Κάι και η Γκέρντα, δυο αδέλφια, καθόταν κάτω από μια ανθισμένη κερασιά
και διάβαζαν. Ξαφνικά ο Κάι έμπηξε μια φωνή γιατί κάτι μπήκε στο μάτι του.
89. Η Γκέρντα πήγε να βοηθήσει τον Κάι αλλά
αυτός είπε ότι ήταν ιδέα του.
Υστερα ο Κάι άρχισε να μαλώνει με την
αδελφή του και όσο περνούσε ο καιρός
γινόταν και πιο κακός.
Όταν έφτασε ο χειμώνας την ώρα που
έπαιζαν τα παιδιά με το χιόνι έφτασε η
Βασίλισσα του χιονιού, κοίταξε τον Κάι
μέσα στα μάτια και ξέχασε τι ήθελε να
κάνει.
Μετά τον φίλησε και η καρδιά του άρχισε
να παγώνει και τον πήρε μαζί της στο
κάστρο της.
90. Η Γκέρντα τον έψαχνε και ρωτούσε παντού μήπως τον είδαν.
Ρώτησε τη Φιλανδή μάγισσα αλλά εκείνη δεν τον είχε δει.
Ρώτησε και το κοράκι.
Η Γκέρντα με τον τάρανδο έφτασε στο κάστρο της Βασίλισσας του χιονιού.
Οι τοίχοι ήταν από πάγο και οι κολώνες από παγωμένους σταλακτίτες.
91. Η Γκέρντα έφθασε στην αίθουσα του θρόνου και μέσα σε μια παγωμένη λίμνη
είδε τον αδελφό της μισοπαγωμένο..
Έτρεξε κοντά του, τον αγκάλιασε, τον ζέστανε και έτσι ξεπάγωσε.
Ο Κάι μόλις την είδε άρχισε να κλαίει και έτσι έφυγαν τα κομματάκια του
καθρέφτη που είχε στα μάτια του.
92. Μου άρεσε που η Γκέρντα βρήκε τον
αδερφό της τον Κάι και ιδιαίτερα το
σημείο όπου η Γκέρντα έτρεξε κοντά
του και τον πήρε στη ζεστή αγκαλιά
της .
Μου προξένησε λύπη που η
Βασίλισσα του χιονιού πήρε τον Κάι
και τον πάγωσε.
93. Ο Χανς Κρίσταν Άντερσεν γεννήθηκε το 1805 στην πόλη Οντενζέ
και πέθανε στην Κοπεγχάγη το 1875. Καταγόταν από πολύ
φτωχή οικογένεια και πέρασε τα παιδικά του χρόνια μέσα σε
στερήσεις. Ο πατέρας του ήταν τσαγκάρης και η μητέρα του τον
μεγάλωσε ξενοδουλεύντας.
Ο Άντερσεν προσπάθησε ανεπιτυχώς να γίνει ηθοποιός και να
ασχοληθεί με το θέατρο. Στη συνέχεια εγκατέλειψε αυτές τις
προσπάθειες του και άρχισε να γράφει ποιήματα.
Ο Άντερσεν έγραψε πολλά έργα, διηγήματα, ποιήματα και
ταξιδιωτικές εντυπώσεις, αλλά η μεγάλη του φήμη που
απέκτησε, οφείλεται κυρίως στα παραμύθια, που τον
καθιέρωσαν στην παγκόσμια λογοτεχνία ως τον κορυφαίο του
είδους αυτού.
98. Ο Έλμερ,
ο παρδαλός ελέφαντας,
περίμενε
τον ξάδερφο του,
τον Γουίλλυ, που
ερχόταν να τον
επισκεφτεί.
Όμως ο Γουίλλυ άργησε
και ανησύχησε ο Έλμερ.
Μήπως χάθηκε σκέφτηκε; Έτσι έψαξε να τον βρει μαζί με τους
άλλους ελέφαντες.
99. Σκεφτόταν πώς να τον
ψάξουνε γιατί ο Γουίλλυ
ήταν εγγαστρίμυθος και
έκανε αστεία.
Άρχισαν να ακούνε την
φωνή του Γουίλλυ από
διάφορα σημεία .
Στην αρχή βρήκαν μια
τίγρη…
100. … μετά ένα βάτραχο, κουνέλια και στο τέλος τον Γουίλλυ πάνω
σε ένα δέντρο.
Ο Γουίλλυ όμως δεν μπορούσε να κατεβεί από το δέντρο.
Ο Έλμερ του είπε να περπατήσει πάνω στο κλαδί του δέντρου και
όταν αυτό λύγισε οι άλλοι ελέφαντες τον κατέβασαν.
101. Ο Γουίλλυ τους ευχαρίστησε και
φύγανε.
Το βράδυ ο Έλμερ και ο Γουίλλυ
κοιμήθηκαν ευχαριστημένοι.
105. Συγγραφέας: Περό
Διασκευή: Εριέττα Μάκρα
Εικονογράφηση: Α Κρασοχεράς
ΕΚΔΟΣΕΙΣ:ΒΙΤΑΠΛΑΣΤ
Ήρωες:
Ο γενναίος ραφτάκος,
ο Πελώρας ο γίγαντας ,
ο Βασιλιάς , η Βασιλοπούλα
106. Ήταν κάποτε ένας νεαρός που δούλευε
ακούραστος μπροστά στο παράθυρο του.
Κάποια στιγμή πείνασε. Πήγε στην κουζίνα για
να φάει μια φέτα με βούτυρο και μέλι .
Εκείνη τη στιγμή άκουσε ένα χτύπημα στην
πόρτα . Ήταν ένα μικρό , πεινασμένο
σπουργίτι που ήταν αδύναμο .
Όταν επέστρεψε να απολαύσει επιτέλους το
κολατσιό του, ένα σύννεφο μύγες είχαν καθίσει
πάνω στο ψωμί με το μέλι .
Θυμωμένος άρπαξε ένα πανί και τις χτύπησε
δυνατά . Ήταν πράγματι δυνατό χτύπημα, γιατί
σκότωσε 7 μύγες .
Μετά πήγε μια μικρή βολτίτσα προς το παλάτι.
107. Περπατούσε ώρες ώσπου κάποια στιγμή
βρέθηκε μπροστά σ΄ ένα γίγαντα, τον
Πελώρα, που του έφραζε το δρόμο.
Ο ραφτάκος με θάρρος του είπε να πάει
στην άκρη γρήγορα, και να μην τολμήσει
να τον εμποδίσει γιατί στην ζώνη του
έγραφε:
«Εφτά με ένα χτύπημα»
Ο Γίγαντας γέλασε δυνατά γιατί δεν πίστεψε
ότι είναι τόσο δυνατός.
΄Έτσι αρχίσανε έναν διαγωνισμό. Στο τέλος ο
Πελώρας το έβαλε στα πόδια κι έφυγε…
108. Ο ραφτάκος έφτασε στο βασιλιά, του
υποκλίθηκε και ο βασιλιάς τον
ρώτησε αν είναι αλήθεια ότι
σκότωσε εφτά με ένα χτύπημα.
Όταν ο ραφτάκος του είπε πως είναι
αλήθεια ο βασιλιάς του ζήτησε να
εξολοθρέψει δυο γίγαντες και θα του
έδινε την βασιλοπούλα για γυναίκα
του.
Ο ραφτάκος ξεκίνησε για το ταξίδι
του.
109. Ο ραφτάκος βρήκε τους γίγαντες να κοιμούνται ροχαλίζοντας
δυνατά.
Ανέβηκε σε ένα δέντρο και άρχισε να πετάει πέτρες στα κεφάλια
τους. Ξύπνησε ο ένας γίγαντας νομίζοντας ότι τον πειράζει ο
φίλος του που κοιμόταν μαζί του και τον μάλωσε. Μετά
ξανακοιμήθηκε.
Ο ραφτάκος ξανάρχισε να πετάει πέτρες στο κεφάλι του. Ο
γίγαντας αυτή τη φορά ξύπνησε αγριεμένος και άρχισε να
χτυπάει τον φίλο του .Ώρες πάλευαν οι γίγαντες, ώσπου έπεσαν
νεκροί, και οι δυο, στο χώμα από τα χτυπήματα .
Όταν γύρισε στο παλάτι είπε πως δεν υπάρχουν πια οι γίγαντες.
Ο βασιλιάς δεν τον πίστεψε κι έστειλε στρατιώτες για να δουν
άμα είναι αλήθεια.
110. Ο βασιλιάς ετοίμασε έναν γάμο για να
παντρέψει την βασιλοπούλα.
Το σχέδιο ήταν, όταν κοιμηθεί ο ραφτάκος
να μπουν στην κάμαρα τους και να τον
σκοτώσουν.
Η βασιλοπούλα έτυχε να περνάει από εκεί
και τα άκουσε όλα. Αμέσως έτρεξε να βρει
τον ραφτάκο για να του πει όλα για τα
σχέδια του μπαμπά της.
Ο ραφτάκος άκουγε την βασιλοπούλα και
σκέφτονταν τι να κάνει.
111. Ένα βράδυ οι στρατιώτες μπήκαν
στην κάμαρα του και αυτός
θυμήθηκε τι του είχε πει η
βασιλοπούλα. Για να φύγουν οι
στρατιώτες άρχισε να μιλάει μόνος
του για να τους φοβερίσει λέγοντας
ότι άμα μπουν στην κάμαρα οι
στρατιώτες θα τους σκοτώσει. Τότε
εκείνοι φοβήθηκαν και έφυγαν
τρέχοντας.
Μετά από πολλές μέρες ο ραφτάκος
έγινε βασιλιάς!!!
114. Οι ήρωες του βιβλίου είναι
η Παπλωματού και ο βασιλιάς.
Η υπόθεση του βιβλίου αφορά
μια Παπλωματού που τα
παπλώματά της δεν τα
πουλούσε μόνο τα χάριζε στους
φτωχούς. Ένας βασιλιάς θέλησε
να αγοράσει ένα από αυτά και
επειδή δεν του τα έδινε αυτός
προσπάθησε με διάφορες
απειλές να το πάρει.
Στο τέλος το απέκτησε πουλώντας
όλα τα υπάρχοντά του στους
φτωχούς.
115. Ζούσε κάποτε σε ένα μικρό
σπιτάκι χαμένο ψηλά στο βουνό
μια παπλωματού και όλη μέρα
έραβε παπλώματα.
Από τις πιο μεγάλες πολιτείες έως
τα πιο μικρά χωριουδάκια είχε
φτάσει η φήμη ότι τα παπλώματα
αυτής της γυναίκας είχαν πάνω
τους τα πιο όμορφα χρώματα που
το ανθρώπινο μάτι μπορούσε να
θαυμάσει.
116. Πολλοί σκαρφάλωναν στο βουνό, με
τις τσέπες τους γεμάτες χρυσάφι με
την ελπίδα πως θα αγόραζαν ένα
από τα εξαίσια παπλώματα.
Αλλά η γυναίκα δεν τα είχε για
πούλημα «χαρίζω τα παπλώματά
μου σε εκείνους που είναι φτωχοί
και δυστυχισμένοι» τους απαντούσε
«τα παπλώματα μου δεν τα δίνω
στους πλούσιους» .
117. Τις νύχτες η γυναίκα άφηνε το
σπιτικό της και κατέβαινε στην
πολιτεία.
Εκεί τριγύριζε ώσπου
συναντούσε κάποιον που
κοιμότανε ξυλιασμένος .
Τότε έβγαζε ένα υπέροχο
πάπλωμα και τον σκέπαζε.
Το πρωινό ήταν πάλι σπίτι της και
έραβε ένα καινούριο πάπλωμα .
118. Εκείνα τα χρόνια ζούσε ένας πλούσιος
βασιλιάς .
Μέσα σε λίγα χρόνια ολόκληρο το παλάτι
του είχε ξεχειλίσει από τα αμέτρητα δώρα.
Αλλά δεν κατόρθωσαν να κάνουν τον
βασιλιά ευτυχισμένο. Όμως μια μέρα έμαθε
πως υπήρχε κάτι που δεν το είχε αποκτήσει.
Ένα πάπλωμα. Αποφάσισε λοιπόν να
επισκεφτεί την γυναίκα που τα έφτιαχνε.
Η παπλωματού όμως δεν πουλούσε τα
παπλώματά της αλλά τα χάριζε στους
φτωχούς. Γι’ αυτό έβαλε ως προϋπόθεση,
για την απόκτηση ενός από τα παπλώματά
της, στον βασιλιά να μοιράσει την
περιουσία του.
119. Ο βασιλιάς που είχε συνηθίσει μόνο να
παίρνει και όχι να δίνει, θύμωσε πολύ
με την άρνηση της παπλωματούς.
Διέταξε λοιπόν να την δέσουν έξω από
τη σπηλιά μιας αρκούδας.
Όταν ξύπνησε η αρκούδα μούγκρισε
θυμωμένα.
Αλλά η συμπόνια που της έδειξε η
παπλωματού φτιάχνοντας της ένα
μαλακό μαξιλάρι την ηρέμησε.
Ο βασιλιάς όμως στενοχωρημένος γι’
αυτό που έκανε ξεκίνησε το ίδιο βράδυ
για να προλάβει το κακό .
120. Όταν όμως είδε την αρκούδα να
κάθεται ήσυχη κοντά στη γυναίκα
ξέχασε τις τύψεις του και θύμωσε πολύ.
Οδήγησε λοιπόν την παπλωματού πάνω
σε ένα μικρό βραχάκι στη μέση μιας
λίμνης.
Μετά από λίγη ώρα ένα πουλάκι
μάταια προσπαθούσε να πετάξει
κόντρα στον άνεμο.
Τότε η παπλωματού το φώναξε και
αφού του έραψε ένα γιλέκο το άφησε
να φύγει.
Μετά από λίγο χιλιάδες σπουργίτια
σήκωσαν την παπλωματού και τη
μετέφεραν στην όχθη.
121. Ο βασιλιάς όμως και πάλι
μετάνιωσε γι’ αυτό που έκανε.
Ξεκίνησε λοιπόν με τους
στρατιώτες του για τη λίμνη. Αλλά
όταν έφτασε και είδε την
παπλωματού καθισμένη πάνω σ’ ένα
δέντρο, αποφάσισε να συμμορφωθεί
με τις υποδείξεις της παπλωματούς
και να μοιράσει τα αμέτρητα δώρα
του.
122. Απ’ την ίδια μέρα λοιπόν ξεκίνησε να
χαρίζει δειλά-δειλά κάποια από τα δώρα
του.
Όμως δεν κατάφερνε να χαμογελάσει. Όταν
μετά από λίγο τα παιδιά ευτυχισμένα απ’ τα
δώρα του βασιλιά χόρευαν, ένα μικρό
παιδάκι άρπαξε τον βασιλιά από το χέρι και
τότε κάτι σαν χαμόγελο σχηματίστηκε στα
χείλη του. Αφού πήραν όλοι οι υπήκοοί του
δώρα, ο βασιλιάς αποφάσισε να ταξιδέψει
και σε άλλες χώρες για να σκορπίσει τη
χαρά.
Κάθε φορά που κάποιος δεχόταν ένα δώρο,
ένα σπουργίτι έφερνε το ευχάριστο νέο στην
παπλωματού, η οποία με τη σειρά της
πρόσθετε και μια βελονιά στο πάπλωμα.
123. Ήταν τόσο φτωχός και με ρούχα κουρελιασμένα που τρόμαξε να τον γνωρίσει. Τον
πλησίασε και του έριξε πάνω στους ώμους του το πάπλωμα. Κι ο βασιλιάς γελώντας
ευτυχισμένος έδωσε στην παπλωματού το τελευταίο πράγμα που του είχε μείνει. Τον
θρόνο του. Από εκείνη τη μέρα ποτέ δεν έλειψε το χαμόγελο από τα χείλη του αλλά
και από την καρδιά του.
Όταν πια όλα τα
δώρα είχανε
μοιραστεί, η
παπλωματού
βάζοντας την
τελευταία βελονιά
στο υπέροχο
πάπλωμα έτρεξε
να συναντήσει τον
βασιλιά.
124. Μου άρεσε πιο πολύ εκεί
που τα πουλιά παίρνουν
την παπλωματού και την
σηκώνουν ψηλά στον
ουρανό.
Μου προξένησε λύπη
όταν η παπλωματού
βρισκόταν στη σπηλιά
της αρκούδας.
128. Οι ήρωες είναι η θεια-
Αχτίτσα τα δύο εγγόνια της
ο Γέρο και η Πατρώνα ,
ο γιος της ο Γιάννης,
ο παπα-Δημήτρης,
ο κυρ Μαργαρίτης, ο
δάσκαλος και ένας
Συριανός έμπορος.
129. Η θεια-Αχτίτσα ήταν χήρα
και φρόντιζε τα δύο
ορφανά εγγόνια της.
Περνούσε πάρα πολύ
δύσκολα γιατί ήταν φτωχή.
130. Μια μέρα ο Γέρο
γύρισε από το σχολείο
άνοιξε ένα ντουλάπι
γιατί πεινούσε πολύ.
Αλλά δεν βρήκε
τίποτα. Τότε έβαλε ένα
σκαμνί στο παράθυρο.
Μετά ανέβηκε στο
σκαμνί και έκοψε ένα
κρύσταλλo. Εκείνη τη
στιγμή ήρθε η θεια-
Αχτίτσα και μετά από
λίγο ο παπα-Δημήτρης.
131. Έφερε ένα γράμμα από
τον γιο της τον Γιάννη.
Ήταν μία επιταγή.
Αλλά ούτε η θεια-
Αχτίτσα ούτε ο παπα-
Δημήτρης μπορούσαν
να το διαβάσουν.
Η θεια-Αχτίτσα χωρίς
να χάνει χρόνο πήγε
στον κυρ-Μαργαρίτη.
132. Η επιταγή έγραφε πάνω
τον αριθμό 10.
Δεν ξέρανε όμως τι
είδους μονάδα είναι.
Σκέφτηκαν λοιπόν να
φωνάξουν τον δάσκαλο
που ήταν στο διπλανό
καφενείο. Η επιταγή
έγραφε επάνω «Ten
pounds Sterling».
133. Ο δάσκαλος είπε ότι
Στέρλιγκ σημαίνει
τάλιρο και παρέδωσε
την επιταγή στον κυρ-
Μαργαρίτη.
Τότε ο κυρ-Μαργαρίτης
άρχισε να μιλάει για
κάτι έξοδα και να κάνει
κάποιες πράξεις.
135. Ήταν ένας Συριανός
έμπορος που είχε πάει
στο νησί για δουλειές
και είπε ότι το ποσό
είναι δέκα αγγλικές λίρες
και αναρωτήθηκε πώς
βρέθηκε αυτό το ποσό.
Ο κυρ Μαργαρίτης
κατακόκκινος και
ενοχλημένος από την
απροσδόκητη επίσκεψη
είπε πως δεν είναι λίρες
το ποσό.
136. Ο Συριανός έμπορος,
όμως επέμενε πως είναι
για δέκα αγγλικές λίρες.
Τότε ο κυρ-Μαργαρίτης,
δαγκώνοντας τα χείλη
του, είπε ότι θα μπορούσε
να δώσει στην θεια-
Αχτίτσα εννέα λίρες …
γαλλικές.
Ο Συριανός έμπορος
όμως, ανοίγοντας το
πορτοφόλι του, μέτρησε
εννέα αστραφτερές
χρυσές λίρες Αγγλίας και
τις έδωσε στην Αχτίτσα.
137. Έτσι, λοιπόν, εκείνα τα
Χριστούγεννα του έτους
186…, η Αχτίτσα
φορούσε καινούρια
μαντίλα στο κεφάλι και τα
δύο ορφανά εγγονάκια
της, ο Γέρος και η
Πατρώνα ,είχαν
καινούρια πέδιλα και
καθαρά πουκαμισάκια.
141. Οι ήρωες είναι: ο Μπάρμπα Αλέξης, και ο Γιάννης ,
ο Πανταρώτας ή Ιωαννίδης ή Άπιαστος ,
142. Ο Μπάρμπα – Αλέξης ήταν
ένας βαρκάρης που
προσπαθούσε να βγάλει το
μεροκάματο του κάνοντας
μεταφορές με την βάρκα
του για να ταΐσει την
οικογένεια του, που την
αποτελούσαν η γυναίκα του
και τα τέσσερα παιδιά του.
143. Στη ζωή του που δεν
κατάφερε πολλά
πράγματα κι έτσι
έμεινε στο
μεροκάματο της
βάρκας, ταξιδεύοντας
καθημερινά από τον
Ευβοϊκό ως τη
θάλασσα του Βόλου.
144. Στα καθημερινά του
ταξίδια είχε μαζί του
μόνιμο σύντροφο
τον Γιάννη τον
Πανταρώτα ή αλλιώς
Ιωαννίδη ή αλλιώς
Άπιαστο, τον οποίο
όμως κανείς άλλος
δεν τον γνώριζε
παρά μόνο ο ίδιος.
145. Κάθε φορά που τον ρωτούσαν που είναι ο
σύντροφός του αυτός απαντούσε πως είναι στη
βάρκα ή πως είναι στην ταβέρνα.
146. Ο μπαρμπα-Αλέξης είχε
πολλές ατυχίες όπως μια
φορά που κάποιοι
προσπάθησαν να τον
σκοτώσουν αλλά την
τελευταία στιγμή
κατόρθωσε να φύγει.
Δυστυχώς όμως δεν
κατάφερε να γλυτώσει από
τους κλέφτες που του
έκλεψαν τη βάρκα του, τα
ρούχα του και τα τρόφιμα.
Αυτή ήταν η αφορμή να
σταματήσει τα ταξίδια με
την βάρκα του.
147. Η υπόθεση της ιστορίας εξελίσσεται
στενάχωρα γιατί ο μπάρμπα-Αλέξης
ένας φτωχός άνθρωπος πήρε την
απόφαση να σταματήσει τη δουλειά
του γιατί κάποιοι του κατέστρεψαν
την περιουσία του.
148. Αυτό που μου άρεσε
είναι ότι τα παιδιά του
μπάρμπα-Αλέξη ήταν
πιο τυχερά από αυτόν
γιατί κατάφεραν να
κάνουν αυτό που
ήθελαν στη ζωή τους.
Ακόμα μου άρεσε που
ο μπάρμπα-Αλέξης δεν
τα παρατούσε στη ζωή
του εύκολα αν και όλα
ήταν τόσο δύσκολα να
τα αντιμετωπίσει.
149. Λυπήθηκα στο
σημείο που οι
κλέφτες
κατέστρεψαν τη
βάρκα του
μπάρμπα-Αλέξη και
τον άφησαν χωρίς
ρούχα, τρόφιμα και
γενικά χωρίς
δουλειά που την
είχε τόσο ανάγκη
για να ζήσει.
150. Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
γεννήθηκε στη Σκιάθο το 1851.
Καταγόταν από πολύτεκνη
οικογένεια και ο πατέρας του ήταν
παπάς. Τα παιδικά του χρόνια
τα έζησε στη Σκιάθο. Σπούδασε στο
πανεπιστήμιο στη Φιλοσοφική Σχολή.
Για να τα βγάλει πέρα άρχισε να
γράφει σε εφημερίδες και
περιοδικά.
Ήταν άνθρωπος απλός και
ταπεινός που του άρεσε να κάνει παρέες με ανθρώπους του
μόχθου σε μικρές εκκλησίες και ταβερνάκια. Τα πιο
σημαντικά του έργα ήταν: «Ο Βαρδιανός στα Σπόρκα», «Το
όνειρο στο κύμα», «Τα ρόδινα ακρογιάλια», «Η φόνισσα»
«Ολόγυρα στη λίμνη» κ.ά.