SlideShare une entreprise Scribd logo
1  sur  75
∆ρ Χριστίνα Αργυροπούλου,
      Νεοελληνίστρια,
    Επίτιµη Σύµβουλος του
  Παιδαγωγικού Ινστιτούτου

 Ηµερίδα σε Νορβηγία 2009

   Θέµα: Οι πολιτισµικοί
   κώδικες στο έργο του
Νίκου Καζαντζάκη, Βίος και
Πολιτεία του Αλέξη Ζορµπά
• Α. Εισαγωγικά στοιχεία
• Τι λέµε πολιτισµικούς κώδικες; Λέγοντας
  πολιτισµικούς κώδικες εννοούµε συστήµατα
  συµπεριφοράς και αξιών, που µεταφέρουν
  νοήµατα µε τη λειτουργία της γλώσσας
  (δηλώσεις, συνδηλώσεις, δυαδικές αντιθέσεις,
  σηµειωτική χώρου και χρόνου) και δηµιουργούν
  συστήµατα επικοινωνίας µέσα από τα
  συστήµατα σηµασίας.
• Οι πολιτισµικοί κώδικες µεταφέρουν
  πληροφορίες για τη ζωή, για τα ήθη και έθιµα,
  για τις αξίες και απαξίες, για τους θρύλους και
  τους µύθους, για την ιστορία, για τους ρόλους
  των φύλων σε συγκεκριµένες κοινωνίες κ.ά.
• Λογοτεχνία και πολιτισµικοί κώδικες. Στη λογοτεχνία
  συνυπάρχουν πολλοί κώδικες (κοινωνικοί, οικονοµικοί,
  ιστορικοί -ατοµικοί και συλλογικοί-, ιδεολογικοί, λαϊκή σοφία και
  κοσµοθεωρία), που συγκροτούν το κειµενικό σύµπαν µε τα
  πολιτισµικά του φορτία, που αναδεικνύονται από τη διαλεκτική
  σχέση κειµένου-αναγνώστη-αναγνώσεων.
• Στη λογοτεχνία ενσωµατώνονται και εξωλογοτεχνικοί κώδικες
  από το κοινωνικό και πολιτισµικό περιβάλλον, που είναι φορείς
  της κουλτούρας της αντίστοιχης κοινωνίας. Έτσι, ο συγγραφέας
  λειτουργεί ως συλλογικό υποκείµενο που µεταφέρει στο έργο
  του και τις προσωπικές του ιδέες, αξίες και αντιλήψεις και της
  της κοινωνίας του.
• Στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη διερευνώνται οι πολιτιστικοί
  κώδικες µε την πλατιά έννοια της «κουλτούρας» µέσα από το
  λόγο των ηρώων, όπου η ιστορία ως ατοµικό και συλλογικό
  βίωµα και οι κοινωνικοί κώδικες συνδέουν ή αντιπαραθέτουν
  τους κειµενικούς ήρωες µε τις µικροϊστορίες τους (π.χ. στην
  περίπτωση της χήρας, Ζορµπάς και Καζαντζάκης αντιτίθενται
  (vs) στους ντόπιους) ανάλογα µε τις ατοµικές και συλλογικές
  αξίες.
• Στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη οι ιδέες,
  ως λόγος και στοχασµός, και οι
  µεταφυσικές αγωνίες δίνονται µέσα από
  την καθηµερινή οµιλία ως κώδικες
  επικοινωνίας, ως κοσµοείδωλα της
  ντόπιας και διαχρονικής κουλτούρας µέσα
  από ονόµατα-σύµβολα, από ήθη και
  έθιµα και από ιδεολογικούς κώδικες.
• Ο Νίκος Καζαντζάκης, γεννηµένος και
  µεγαλωµένος στο Ηράκλειο της Κρήτης,
  ανακαλύπτει την οµορφιά του τόπου και
  των ανθρώπων του, θαυµάζει τη
  γενναιότητα των Ελλήνων µετά τον
  ∆εύτερο Παγκόσµιο Πόλεµο και την
  Κατοχή και εγγράφει στο έργο του
  στοιχεία που συνθέτουν την εντοπιότητα
  ως πολιτισµό της Κρήτης και ευρύτερα ως
  πολιτισµό της Ελλάδας.
• Ο Ν. Καζαντζάκης προβάλλει ως αυθεντικός
  άνθρωπος µε τα βιώµατα τα δικά του και των άλλων
  στο έργο Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορµπά, όπου
  είναι παντογνώστης αφηγητής. Βέβαια, ο τίτλος ως
  βίος και ως πολιτεία, η λέξη «πολιτεία» έχει θετική και
  αρνητική φόρτιση, ότι δηλαδή έχει κάµει κάποιος και
  άσχηµα ή παράτολµα πράγµατα στη ζωή του, π.χ. η
  δράση του Ζορµπά ως παράτολµου ανθρώπου µε τη
  δική του ηθική και νοοτροπία, η αντίληψη του χωρικού
  για τη µαντάµ Ορτάνς, όταν λέει «Βίος και πολιτεία.
  Πήδηξε πολλά παλούκια» (ηθικό στίγµα, σελ. 44).
• Έτσι, οι µικροϊστορίες µε τους πολιτισµικούς τους
  κώδικες είναι στοιχεία της κουλτούρας και της
  ταυτότητας των ηρώων σε συγκεκριµένο τόπο και
  χρόνο.
• Β. Πολιτισµικοί κώδικες σε χώρο και
  χρόνο ως εντοπιότητα µε τα ήθη και
  έθιµα, ως στάση ζωής, ως εξωτερικός
  χώρος (τόπος, τοπίο), ως εσωτερικός
  χώρος (σπίτι, εκκλησία, µοναστήρι), ως
  ενδυµασία και διατροφή, ως ντόπια
  ηθική, ως φιλοξενία, ως στάση στη ζωή
  και το θάνατο.
• 1. Η εντοπιότητα και η ελληνικότητα ως
  µεσογειακό τοπίο και ανοιχτός χώρος
  µε το οποίο ο συγγραφέας-αφηγητής
  έχει βαθιά συναισθηµατική σχέση
  δίνεται µε ποικιλία εικόνων (αγάπη για
  το Αιγαίο, για την Ελλάδα, τα νησιά, την
  Κρήτη), π.χ.
«ΘΑΛΑΣΣΑ, ΧΙΝΟΠ ΡΙΑΤΙΚΗ, ΓΛΥΚΑ, Φ ΤΟΛΟΥ-σµένα νησιά,
  διάφανο πέπλο από ψιλή βροχούλα που έντυνε την αθάνατη
  γύµνια της Ελλάδας. Χαρά στον άνθρωπο που αξιώθηκε […]
  ν΄ αρµενίσει το Αιγαίο […] στην Παράδεισο […] στην Ελλάδα,
  το θάµα είναι ο σίγουρος ανθός της ανάγκης […] οι
  τετραπέρατοι Ρωµιοί […].». Εδώ προβάλλονται ο τόπος και οι
  άνθρωποι ( Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορµπά, σ. 30),
• «Όταν ξύπνησα, ξηµερώµατα, το µέγα αρχοντονήσι
  απλώνουνταν δεξά µας κακοτράχαλο, περήφανο […] Ο
  Ζορµπάς […] κοίταζε αχόρταγα την Κρήτη.» (ό.π., σελ.34),
• «[…] µάζεψα µυριστικά αγριόχορτα κι οι παλάµες µου
  µύρισαν θρούµπα, φασκόµηλο και φλισκούνι […] δέντρα κι
  άσπρο ασβεστόχωµα […] Λίγο πιο µέσα από το γυρογιάλι,
  ελιές, χαρουπιές, συκιές, λίγα αµπέλια […] ξινόδεντρα και
  µουσµουλιές, και πιο κοντά στο γιαλό, τα µποστάνια […]
  µοσκοβολούσαν οι λεµονιές κι οι πορτοκαλιές και πέρα, από
  την απέραντη θάλασσα, ξεχύνουνταν αστέρευτη ποίηση.
-Η Κρήτη, µουρµούριζα, η Κρήτη… -κι η καρδιά µου
  αναπετάριζε.[…]» (πανίδα και χλωρίδα, ό.π., σελ.48, 49 ).
• Η έννοια του εσωτερικού χώρου δίνεται µε την
  περιγραφή ενός χωριάτικου σπιτιού του µπάρµπα
  Αναγνώστη. Το σπίτι έχει όλα τα απαραίτητα µε
  κλασική λιτότητα, π.χ. «Χαρά µεγάλη να µπαίνεις σ΄
  ένα χωριάτικο κρητικό σπίτι […] το τζάκι, ένα
  λυχνάρι […] πιθάρια µε λάδι και γεννήµατα,[…] το
  σταµνί µε το δροσερό νερό, ταπωµένο µε το
  σταµναγκάθι. Στα δοκάρια κρέµουνται αρµαθιές
  κυδώνια και ρόδια και µυρωδάτα βότανα-
  φασκόµηλο, δυόσµο, δεντρολίβανο, θρούµπα,[…] στο
  σοφά, όπου είναι το στριποδένιο κρεβάτι, κι από
  πάνω τ΄ άγια κονίσµατα µε το αναµµένο καντήλι.
  Το σπίτι σου φαίνεται αδειανό, κι όµως τα ΄χει όλα.
  τόσο λίγα πράµατα έχει ανάγκη ο σωστός
  άνθρωπος.» (στριποδένιο κρεβάτι πολιτισµικός
  δείκτης, συνοµιλία µε τον οµηρικό κόσµο, σελ. 78).
• Ο συλλογικός χώρος του χωριού
  δίνεται µε την εκκλησία και το
  χοροστάσι, όπου γίνεται το γλέντι
  µετά την Ανάσταση. Παρατηρούµε
  ότι υπάρχει κοινωνική ιεραρχία
  (σεβασµός στους γέροντες, ο
  λυράρης-συνοµιλία µε οµηρικά
  έπη-), π.χ. «[...] γλυκιές δοξαριές της
  λύρας, γιορτερές φωνές, τουφεκιές,
  µαντινάδες [….] Γύρα στα πεζούλια
  κάθουνταν παραταριά οι γέροι, µε το
  πηγούνι ακουµπισµένο στα ραβδιά
  τους και κοίταζαν· πιο πίσω οι γριές
  όρθιες. Στη µέση θρόνιαζε ο
  φουµιστός λυράρης, ο Φανούριος,
  µ΄ ένα απριλιάτικο ρόδο περασµένο
  στο αυτί του. […] » ( καθιστοί οι γέροι,
  όρθιες οι γριές- κοινωνικό στίγµα για
  τη θέση των γυναικών-, εικόνα λαϊκή
  του λυράρη µε το τριαντάφυλλο στο
  αυτί- λαϊκή ζωγραφική-, σελ. 285).
• Τα µοναστήρια δίνονται ως κλειστός χώρος
  µυστηρίου, αλλά και υποκρισίας και εµπορίου
  (αλήθεια vs ψέµα, υποκρισία, συµφέροντα,
  Παναγιά vs Σατανάς, άνθρωποι ως αρνιά vs
  καλόγεροι ως κακοί, φονιάδες, λύκοι, το ΄Αγιον
  Όρος και η περιουσία του στην Κρήτη, πώληση
  δάσους), π.χ. «-Γυρίστε πίσω χριστιανοί! Φώναξε ο
  καλόγερος […] ∆εν είναι αυτό κήπος της Παναγίας,
  είναι το περιβόλι του Σατανά.[…] Μιλούν για την
  Αγγλία, τη Ρουσία, για το Βενιζέλο, το βασιλιά, µε
  πάθος […] Τα µάτια τους είναι γεµάτα πολιτείες,
  µαγαζιά, γυναίκες, εφηµερίδες… […].–Κατάλαβες; µου
  ΄πε ο Ζορµπάς. Κατάλαβες; Σόδοµα και Γόµορρα! […]
  ∆εν είµαστε καλόγεροι, µη φοβάσαι […] –∆ωσ΄ µου
  εµένα τα λεφτά, αφεντικό· θα υπογράψω εγώ τα
  χαρτιά· εδώ ΄ναι λύκοι, του λόγου σου είσαι αρνάκι,
  θα σε φάνε· […] το µεσηµέρι φεύγουµε µε το δάσο
  στην τσέπη. […]» (σελ. 228,233, 236-7, 243)
• 2. ∆ιεύρυνση του χώρου µέσα από τα
  ταξίδια και τα βιώµατα των ηρώων
  (Ζορµπά, Καζαντζάκη, µαντάµ
  Ορτάνς και φίλων), π.χ. «Με σεριανάει
  κάθε βράδυ ο Ζορµπάς στην Ελλάδα,
  στη Βουλγαρία, στην Πόλη […]» (σελ.
  72),
• «-Μιαν άλλη πάλι φορά ήµουνα στη
  Ρουσία […] για µεταλλεία […] στο
  Νοβορωσίσκι […] "Μωρέ, τι ΄ναι αυτά
  που µου τσαµπουνάει ετούτος ο Σεβάχ
  Θαλασσινός; Κουβέντα µε το χορό
  γίνεται;" Κι όµως εγώ βάζω το κεφάλι
  µου, έτσι θα κουβεντιάζουν οι θεοί κι οι
  διαόλοι» (στίγµα ιδεολογικό, ο χορός, η
  έµπνευση, σελ. 97, 98).
• Συνοµιλία Καζαντζάκη-
  Σταυριδάκη µε αναφορά
  στον «Πόντο, όπου
  κινδύνευαν οι Έλληνες
  (σελ. 119) και στις χώρες
  Καυκάσου (σελ. 174-177).
• Γράµµα από την Αφρική
  του συµµαθητή του
  Καζαντζάκη, Καραγιάννη
  (σελ. 171, ελληνικότητα και
  κοσµοπολιτισµός).
• 3. Πολιτισµικοί κώδικες ως τρόπος ζωής, ως
  διατροφή, ως ενδυµασία, ως ντόπια ηθική, ως
  ετερότητα, ως φιλοξενία κ.ά., π.χ. «Ο αγέρας µύριζε
  τσίπουρο από τα ρακοκάζανα.[…] » (σ. 43), « -Αν
  υπάρχει κίντυνος, δεν είναι ντροπή να φύγω; -Είναι,
  αποκρίθηκε ο Ζορµπάς. -Θα ΄φευγες εσύ; -Όχι. […]
  µη φύγεις· µείνε.» (αξίες, π.χ. κίνδυνος και
  γενναιότητα vs ντροπή, δειλία, φυγή, σελ. 138).
• Η σηµειωτική της ευχής για συχώρεση από τη
  µελλοθάνατη (ο γερο-Αναγνώστης ζητάει συχώρεση
  από τη µελλοθάνατη) «[…]µπήκε ακροπάτητα […]
  έσκυψε, έκαµε µετάνοια: -Συχώρεσέ µε, µαντάµα, της
  είπε, συχώρεσέ µε κι ο Θεός να σε συχωρέσει. Αν
  καµιά φορά ξεστόµισα κι ένα βαρύ λόγο, άνθρωποι
  είµαστε, συχώρεσέ µε!» (σελ. 307-8)
• Συνήθειες γυναικών, ενδυµασία
  κρητικών, π.χ. «Σα δαφνόλαδο
  που αλείφουν τα µαλλιά τους οι
  γυναίκες στην Κρήτη»(σελ. 283),
• «[…]σφιχτοδεµένοι έφηβοι µε τη
  φουφούλα βράκα, µε τη λιγνή
  µέση, και τα κρόσσια του
  κεφαλοµάντηλου κρέµουνταν στο
  κούτελό τους και στα µηλίγγια, σαν
  κατσαρά· κι οι κοπελιές, µε
  φλουριά στο λαιµό, µε τις άσπρες
  κεντητές µπόλιες,
  χαµοβλεπούσες, τους
  κρυφοτηρούσαν και λαχτάριζαν
  […] » (σελ. 285, 286).
• Τα παιδιά ως µεταφορείς και η αντίληψη-στερεότυπο για
  τους παλιοελλαδίτες ως τεµπέληδες, που ανατρέπεται στο
  λόγο, π.χ. «∆υο ξυπόλυτα χωριατάκια, ηλιοκαµένα σα
  φελαχόπουλα, έτρεξαν και φορτώθηκαν τις βαλίτσες. Ένας
  τελωνοφύλακας γαλανοµάτης, παχύς, κάπνιζε ναργιλέ […] –
  Παλιοελλαδίτης! Έκαµε περιπαιχτικά· βαριέται! -∆ε βαριούνται
  τάχατε κι οι Κρητικοί; είπα. -Βαριούνται… βαριούνται…
  αποκρίθηκε το Κρητικόπουλο» (σελ.41-42).
• Η υποδοχή στο χωριό των δύο ξένων, η φιλοξενία, η
  περιέργεια των γυναικών, οι αντιδράσεις των παιδιών και
  η σηµειωτική της επιγραφής του καφενείου, π.χ. «Τα σκυλιά
  του χωριού χίµηξαν απάνω µας, οι γυναίκες αποκρεµάστηκαν
  στα δώµατα, τα παιδιά µας πήραν γιουχαϊζοντας ξοπίσω […] κι
  άλλα µας κοίταζαν µε µεγάλα εκστατικά µάτια. […] Φτάσαµε […]
  το καφενείον […] επιγραφή: "Καφεκρεοπωλείον η Αιδώς" […] -
  Καλώς τα κουµπαράκια! φώναξαν. Κοπιάστε να πάρετε µια
  ρακή […]» (αφιλόξενα σκυλιά και παιδιά vs φιλόξενοι
  άνθρωποι, η ντροπή και ο σεβασµός αποδίδονται µε την
  αρχαία ελληνική λέξη αιδώς σελ.44).
• Η φιλοξενία ως χρέος και ντόπια ηθική, π.χ. «-Είναι
  µεγάλη ντροπή, είπε, να µένετε στο χάνι, σα να µην
  είχε ανθρώπους το χωριό […] Αρνηθήκαµε·
  πειράχτηκε, µα δεν επέµενε. -Έκαµα το χρέος µου,
  είπε κι έφυγε. Σε λίγο µας έστειλε δυο κεφάλια τυρί,
  ένα κοφίνι ρόδια, ένα κιουπάκι σταφίδες και ξερά
  σύκα και µιαν νταµιζάνα ρακή […] λίγο πράµα, λέει,
  και πολλή αγάπη!» (σελ. 54),
• «Ο παππούς µου, από τη γενιά της µητέρας µου, σ΄
  ένα χωριό της Κρήτης,[…] γύριζε µια βόλτα το χωριό
  να δει µπας κι ήρθε κανένας ξένος. Τον κουβαλούσε
  στο σπίτι […] έτρωε κι έπινε[…] και του ΄λεγε
  προσταχτικά: "Λέγε! [...] –Τι είσαι, ποιος είσαι, από
  πού έρχεσαι, τι χώρες και χωριά είδαν τα µάτια σου"»
  (συνοµιλία µε οµηρικό κόσµο, σελ. 71,), κ.ά.
• Οι µοιρολογήστρες, αλλά και η αρπαγή των
  αγαθών της µαντάµ Ορτάνς (σκηνές πρωτόγονες,
  ύβρις στη νεκρή, αλλά και διαχρονικά έθιµα
  σχετικά µε την ταφή, χαρµολύπη), π.χ. «[…] -Τους
  είδες, θεια-Λενιώ µου, τους είδες; Βιάζουνται οι
  λιµασµένοι, θα σφάξουν τώρα τις όρνιθες, να τις
  ξεκοκαλίσουν. […]»,
• «–Το γεροξεκουτιάρη! έγρουξε η κυρα-Μαλαµατένια
  […], ο ξενοµπασιάρης! […] –Ντεν τέλω να
  πετάνω…Ντεν τέλω…[…] οι µοιρολοήτρες […]
  έµπηξαν το µονόφωνο, κουνούσαν το απανωκόρµι
  µπροστά και πίσω, έσφιγγαν τις γροθιές και
  χτυπούσαν τα στήθια τους […] –∆ε σου ΄πρεπε, δε
  σου ΄µοιαζε στη γης κρεβατοστρώση… […] Την
  έπλυναν µε κρασί […] της έχυσε κι ένα µποτιλάκι
  κολόνια που βρήκε […] Η θεια το Λενιό χύθηκε,
  άρπαξε τον καφέ και τα λουκούµια η γριά
  Μαλαµατένια τη ζάχαρη και τα κουταλάκια […] Απόξω
στην αυλή οι νέοι είχαν κιόλα στελιώσει χορό· ήρθε ο
 καλός λυράρης, ο Φανούριος […] άρχισαν να
 χορεύουν.[…] ντροπή ΄ναι. Ο νεκρός ακούει· ακούει,
 µωρέ κοπέλια!». Ο λόγος έχει έντονες αντιθέσεις, π.χ.
 πέθανε vs ντεν τέλω να πετάνω (η γλώσσα
 δηλώνει ότι είναι ξένη), προβάλλονται το ηθικό vs
 ανήθικο, ο µη σεβασµός στην ετοιµοθάνατη ως
 ύβρις ως πρωτογονισµός και αγριότητα, vs
 σεβασµός ως πολιτισµός, ο ντόπιος vs ο ξένος.
 Επίσης, τα έθιµα της ταφής συγκροτούν κώδικες
 πολιτισµικούς και συνοµιλούν µε τα οµηρικά έπη-
 Ιλιάδα-, την τραγωδία και τα διαχρονικά σχετικά
 έθιµα ως σήµερα, βλέπε και αγγείο µε την εκφορά
 του νεκρού, σελ. 306,309, 311,313,314 )
• 4. Τα µοτίβα των ηλικιωµένων
  ανθρώπων (του παππού, του γέρου
  µε τη σοφία του, της γριάς) και το
  µοτίβο του ραβδιού (συνοµιλία µε
  την οµηρική παράδοση), π.χ. «Οι
  γυναίκες κάθουνταν στα κατώφλια τους
  και ψιλοκουβέντιαζαν, οι γέροι
  ακουµπούσαν στα ραβδιά τους και
  σώπαιναν […] » (σελ. 53),
• «Ένας µπαµπόγερος ενενήντα χρονώ
  φύτευε µια µυγδαλιά. "Ε παππούλη, του
  κάνω, µυγδαλιά φυτεύεις; " Κι αυτός […]
  στράφηκε και µου είπε: "Εγώ, παιδί
  µου, ενεργώ σα να ήµουν αθάνατος!
  -Και εγώ, του αποκρίθηκα, ενεργώ σα
  να ΄ταν να πεθάνω την πάσα στιγµή"
  Ποιος από τους δυο µας είχε δίκιο,
  αφεντικό;» (ζωή vs θάνατος, ό.π., σελ.
  53),
• «-Πώς πέθανε ο παππούς σου εσένα; µε
  ρώτησαν οι συµµαθητές µου µια µέρα, στην
  πρώτη του ∆ηµοτικού. Κι εγώ µεµιάς έπλασα
  ένα µύθο, µιλούσα και τον έπλαθα, κι όσο
  τον έπλαθα τον πίστευα:[…] όσες φορές
  πήγαινα στη µικρούλα εκκλησιά του Αγίου
  Μηνά κι έβλεπα χαµηλά στο τέµπλο την
  Ανάληψη του Χριστού, άπλωνα το χέρι κι
  έλεγα στους συµµαθητές µου: -Να ο
  παππούς µου µε τα λαστιχένια παπούτσια!
  […] » (η δύναµη του µύθου, σπόρος για τη
  συγγραφή της Αναφοράς στον Γκρέκο,
  σελ. 94-95),
• «[…] ∆εν είχε ξεπορτίσει ποτέ ο παππούς
  µου από το χωριό του […]. "Τι να πάω; έλεγε·
  από δω περνούν Ρεθεµνιώτες και
  Καστρινοί, […]. Τι ανάγκη έχω να πάω εγώ;"
  Συνεχίζω τώρα κι εγώ, εδώ στο κρητικό
  ακρογιάλι, το µεράκι του παππού µου. Βρήκα
  κι εγώ, […] έναν µουσαφίρη, δεν τον αφήνω
  να φύγει […] δε χορταίνω να τον ακούω […]»
  (εννοεί τον Ζορµπά, σελ. 71-72).
• Η αφήγηση του Ζορµπά για τον παππού του και η
  αντίληψή του για το πώς έπλασε ο θεός τις
  γυναίκες (ιδεολογικό στίγµα), π.χ. «η Γυναίκα […]
  Αυτή έκλεψε και τα µήλα της Παράδεισος […] Έφαες
  από τα µήλα αυτά; χάθηκες· δεν έφαες; Χάθηκες πάλι.
  Τι να σε συβουλέψω, µωρέ παιδί µου; Κάνε ό,τι θες!; "
  Αυτά µου ΄λεγε ο συχωρεµένος ο παππούς µου, µα
  εγώ πού να βάλω γνώση! Πήρα κι εγώ τον εδικό του
  δρόµο, πήγα κατά διαόλου! […]» (σελ. 164), µοτίβο
  παππού, η αντίληψη για τη γυναίκα, σελ. 263-4)
5. Πολιτισµικοί ιδεολογικοί, κοινωνικοί
   και ιστορικοί κώδικες µέσα από τον
   λόγο του Ζορµπά, του Καζαντζάκη και
   άλλων κειµενικών ηρώων.
5.1. Ο λόγος και ο στοχασµός του Νίκου
   Καζαντζάκη και το ιδεολογικό του
   στίγµα
• Οι δάσκαλοί του και ο Ζορµπάς, π.χ.
   «Πολλές φορές πεθύµησα να γράψω το
   βίο και την πολιτεία του Αλέξη Ζορµπά,
   ενός γέρου εργάτη που πολύ αγάπησα
   […] ίσως να ξεχώριζα τρεις τέσσερις: τον
   Όµηρο, τον Μπέρξονα, το Νίτσε και τον
   Ζορµπά […] σκάβοντας για να βρούµε
   τάχα λιγνίτη […] εµείς βιαζόµεστε […] να
   στρωθούµε οι δυο µας στην αµµουδιά, να
   φάµε το χωριάτικο νόστιµο φαϊ µας, να
   πιούµε το µπρούσκο κρητικό κρασί µας
   και ν΄ αρχίσουµε την κουβέντα […]. Ο
   Ζορµπάς
[…] η πιο πλατιά ψυχή, το πιο σίγουρο σώµα, η πιο
   λεύτερη κραυγή που γνώρισα στη ζωή µου »
( ονόµατα-σύµβολα µε πολιτισµική φόρτιση και η
   µυθοποίηση του Ζορµπά, σελ. 7, 9, 11, 13).
• Τα δυαδικά µοτίβα Παράδεισος vs Κόλαση
   (∆άντης), ελευθερία vs σκλαβιά, η δύναµη της
   ποίησης, ενότητα ζωής-θανάτου, π.χ.
   «Ανεβοκατέβαινα το φοβερό τρίπατο οικοδόµηµα της
   Μοίρας, κυκλοφορούσα άνετα στην Κόλαση, στο
   Καθαρτήρι, στον Παράδεισο, σα να ΄ταν το
   οικοδόµηµα ετούτο το σπίτι µου.[…] Όµοια
   τραγουδούσαν χρόνια πολλά, αιώνες, στην πατρίδα
   τους κι οι στίχοι του Ντάντε […] όµοια προετοίµαζαν κι
   οι φλογεροί φλωρεντίνικοι στίχοι τους Ιταλούς έφηβους
   για τον εθνικόν αγώνα και τη λύτρωση […]
   µετουσίωναν τη σκλαβιά σ΄ ελευθερία» (σελ.51),
• «Όποιος δε νιώθει πως η ζωή ετούτη κι η άλλη είναι
  ένα, αλίµονό του!» (ο λόγος ενός ασκητή του Θιβέτ,
  σελ. 221),
• «[…] Κρατούσα το µικροσκοπικό µου Ντάντε,
  χαίρουµουν τη λευτεριά µου […] ένας γέρος,
  εξηνταπεντάρης, πανύψηλος, ξερακιανός, µε
  γουρλωµένα τα µάτια […] –Με παίρνεις µαζί σου; […]
  Φαίνουνταν πολυταξιδεµένος, πολυζωισµένος Σεβάχ
  Θαλασσινός· µου άρεσε. […]. Έκλεισα τον Ντάντε»
  (γνωριµία µε Ζορµπά, σελ. 21, 22, 23, 66).
• Ο Καζαντζάκης θαυµάζει το Ζορµπά ως άνθρωπο
  του σύµπαντος, ως ενότητα ύλης και πνεύµατος,
  π.χ. «Κοίταζα στο φεγγαρόφωτο το Ζορµπά και
  καµάρωνα µε τι παλικαριά κι απλότητα σοφίλιαζε µε
  τον κόσµο, πώς σώµα και ψυχή ήταν ένα, κι όλα,
  γυναίκες, ψωµί, µυαλό, ύπνος, αρµόδεναν µε τη
  σάρκα του άµεσα, χαρούµενα, και γίνουνταν Ζορµπάς.
  Ποτέ δεν είχα δει µια τόσο φιλική ανταπόκριση
  ανθρώπου και σύµπαντου» (σελ. 166),
«Θεός […] µεταµορφώνει την ύλη σε
πνέµα κάθε άνθρωπος έχει µέσα του ένα
κοµµάτι από το θεϊκόν αυτό στρόβιλο, και
γι΄αυτό κατορθώνει να µετουσιώνει το
ψωµί και το νερό και το κρέας και να το
κάνει στοχασµό και πράξη. Έχει δίκιο ο
Ζορµπάς […]» (σελ. 144).
Ο ∆αρβίνος, ο Ζορµπάς και ο
Καζαντζάκης, π.χ. «Ο αγράµµατος αυτός
εργάτης […] σαν τους πρώτους
ανθρώπους που ξέφυγαν από τους
πιθήκους […] όλο ξαφνιάζεται και ρωτάει,
κι όλα του φαίνουνται θάµα,[…] Τι ΄ναι το
θάµα ετούτο; φωνάζει. Τι θα πει δέντρο,
θάλασσα, πέτρα, πουλί;» (σελ. 187).
• Η έννοια της ράτσας δίνεται πετυχηµένα µε αναφορές στο
  φίλο Σταυριδάκη και διεύρυνση του χώρου και του χρόνου, π.χ.
  «Έλα µαζί µου εκεί πέρα, στον Καύκασο, χιλιάδες από τη
  ράτσα µας κιντυνεύουν·έλα να τους σώσουµε» (σελ 17).
• Η σηµειωτική των αντίθετων δυαδικών σχέσεων µέσα από
  τις εγκιβωτισµένες επιστολές των δύο φίλων σχετικά µε τη
  ράτσα και τους Έλληνες, όπως:
• α). Επιστολή του συµµαθητή από την Αφρική, π.χ. «[…] τ’
  άτιµα τα κοµµατικά· αυτά τρώνε το Ρωµιό […] ήρθα εδώ·
  έφερα εδώ τη µοίρα µου - δε µ΄έφερε η µοίρα µου-, ο
  άνθρωπος κάνει ό,τι θέλει! […] δεν είµαι δούλος του παρά
  [….] Εγώ είµαι η τιµή µου! ∆ούλος της δουλειάς.[…]. Το
  φιλότιµο, βλέπεις· ίδιο µε το δικό σας, ω Ρωµιοί! […]. Πότε θα
  ΄ρθεις ν΄ανέβουµε µαζί τ΄αµόλευτα βουνά ετούτα;»
  (ιδεολογικοί κώδικες σε σχέση µε την πατρίδα, φυλή, τη
  δύναµη του ανθρώπου, Έλληνες = άγριοι, ζωικοί - ίδιοι µε
  τους µαύρους της Αφρικής-, το φιλότιµο, τα πολιτικά, σελ.
  173).
• β). Επιστολή Σταυριδάκη και πόνος για
  τη φυλή (ελληνικότητα, ιστορικό στίγµα,
  η ράτσα), π.χ. «Μισό εκατοµµύριο Έλληνες
  κιντυνεύουν στη Νότια Ρουσία και στον
  Αντικαύκασο. Πολλοί από αυτούς µιλούν
  µονάχα τούρκικα ή ρούσικα, η καρδιά τους
  όµως µιλάει µε φανατισµό ρωµαίικα. Είναι
  αίµα δικό µας […] είναι βέροι απόγονοι
  του αγαπηµένου σου Οδυσσέα. […]
  Στριµώχτηκαν από παντού σε µερικές
  πολιτείες της Γεωργίας κι Αρµενίας,
  πρόσφυγες. […] να τους σώσουµε και να
  τους µεταφυτέψουµε στα λεύτερα χώµατά
  µας, [...]. Είναι ανάγκη.[…] η πράξη, η
  πράξη, άλλη λύτρωση δεν υπάρχει […]
  Έχουµε όλοι τον ίδιο αρχηγό· εσύ τον λες
  Οδυσσέα, άλλοι Κωνσταντίνο
  Παλαιολόγο […] Εγώ […] τον λέω
  Ακρίτα.[…] Κι αν πεις ∆ιγενής, ακόµα πιο
  βαθιά στοράς τη ράτσα µας, την εξαίσια
  σύνθεση Ανατολής και ∆ύσης.[…] »
  (δείκτες τα ονόµατα-σύµβολα, σελ. 174-
  176).
• Η σηµειωτική της φιλίας µε τις µεταµορφώσεις της και οι
  µεταφυσικές δυνάµεις, που συνδέουν τους φίλους
  (επιβεβαίωση αυτής της αντίληψης), π.χ. «Αν ένας από τους
  δυο µας βρεθεί σε κίντυνο θανάτου, να στοχαστεί τον άλλον µε
  τόση ένταση που να τον ειδοποιήσει, όπου κι αν βρίσκεται
  …Σύµφωνοι; - Σύµφωνοι, είπα.[…] –∆εν πιστεύω βέβαια σε
  τέτοιες εναέριες ψυχικές συγκοινωνίες…» (σελ. 20).
• Η ανάµνηση από τη συνάντηση στο Βερολίνο µε τον φίλο,
  η σουσουράδα, οι προλήψεις και τα σηµαινόµενα µέσα
  από το δηµοτικό νεκρικό τραγούδι της Αρετής και του
  Κωνσταντή, που διαπλέκουν το χτες µε το σήµερα, τη ζωή
  µε τον θάνατο, π.χ. «Ήταν µεσηµέρι, βγαίναµε από ένα
  µουσείο του Βερολίνου […] είχε πάει ν΄ αποχαιρετήσει τον
  αγαπηµένο του "Πολεµιστή" του Ρέµπραντ […] µια
  σουσουράδα […] σφύριξε δυο τρεις φορές περιγελαστικά, κι
  έφυγε. Ανατρίχιασα· κοίταξα το φίλο µου: "Άκουσες το πουλί;
  ρώτησα· σαν κάτι να µας είπε κι έφυγε. –«Πουλάκι ΄ναι κι ας
  κελαηδεί, πουλάκι ΄ναι κι ας λέει! " αποκρίθηκε ο φίλος µου και
  χαµογέλασε» (δηµοτικό, σελ. 64,65, 116).
• Η διαίσθηση του Καζαντζάκη για το γράµµα του φίλου, η
  ψυχή ως ποµπός και δέκτης, το µοτίβο του κορακιού ως
  συνώνυµο µε τον θάνατο (Πόου και Σεφέρη), η νέκυια µε
  τον ίσκιο του πεθαµένου φίλου, ο ύπνος και η είδηση του
  θανάτου ως επιβεβαίωση του προαισθήµατος και της
  δύναµης της ψυχής, που έστειλε το µήνυµα στον φίλο
  σύµφωνα µε την υπόσχεσή του. Επίσης, σηµασιακό δείκτη
  συγκροτεί η επιγραφή του καφενείου της Οµόνοιας, που
  παραπέµπει σε θάνατο, π.χ. «Η βρύση της Παράδεισος»
  (σελ. 349).
• Ο αποχωρισµός των φίλων γίνεται άλλοτε µε τον θάνατο,
  π.χ. Σταυριδάκης και άλλοτε απότοµα, π.χ. Ζορµπάς. Ο
  Καζαντζάκης ανακοινώνει στον Ζορµπά ότι θα φύγει για ταξίδι
  και υπόσχεται ότι θα ξανασµίξουν να φτιάξουν το δικό τους
  µοναστήρι, χωρίς θεό και διάβολο, µε τον Ζορµπά ως Άγιο
  Πέτρο. Ο Ζορµπάς στεναχωριέται πολύ και φεύγει µέσα στη
  νύχτα. Η συναισθηµατική του φόρτιση δίνεται µε τη σηµειωτική
  του τούρκικου τραγουδιού (σελ. 356) και µε το παράδειγµα
  του πατέρα, που έκοψε το τσιγάρο µε το σπαθί (θυµίζει
  Κολοκοτρώνη). Έτσι και ο Ζορµπάς έφυγε µέσα στη νύχτα και
  δε γύρισε πάλι πίσω να δει τον Καζαντζάκη, έκοψε τη φιλία µε
  το σπαθί κατά τη λαϊκή έκφραση (συνοµιλία µε το κόψιµο του
  Γόρδιου δεσµού από τον Μέγα Αλέξανδρο, σελ. 352, 357).
• Η συνέχεια της φιλίας, το τηλεγράφηµα: «Εύρον πρασίνην
  πέτραν ωραιοτάτην. ελθέ αµέσως. Ζορµπάς» (σελ. 360).
• Με επιτάχυνση του χρόνου της αφήγησης δίνεται και ο θάνατος
  του Ζορµπά µε τη σηµειωτική του αποφθέγµατος ως
  προοικονοµία ότι «η αγάπη νικάει το θάνατο» (σελ. 362, 363).
  Αυτή η αγάπη έκαµε τον Καζαντζάκη να γράψει το Συναξάρι του
  Ζορµπά, π.χ. «Σε λίγες βδοµάδες το Συναξάρι τέλειωσε» (σελ.
  365).
• Η εγκιβωτισµένη επιστολή του δασκάλου του χωριού για τον
  υπερήφανο θάνατο του Ζορµπά (ο θάνατος βρήκε όρθιο τον
  Ζορµπά) και την αγάπη του για τον Καζαντζάκη, που του
  αφήνει ως κληρονοµιά το σαντούρι (σελ. 366) αναδεικνύει µια
  φιλία θεµελιωµένη στον σεβασµό του διαφορετικού, του
  ανθρώπου της πράξης, µια φιλία που έγινε βιβλίο και ταξιδεύει
  σε όλον τον κόσµο επιβεβαιώνοντας ότι «η αγάπη νίκησε το
  θάνατο» (φιλία vs έχθρα, αποχωρισµός-ταξίδι vs µεγάλος
  αποχωρισµός, ταξίδι στον άλλο κόσµο, η αγάπη vs
  θάνατος, πολιτισµικοί και ιδεολογικοί κώδικες).
• Η σηµειωτική της δυαδικής αντίθεσης (θεωρία vs πράξη )
  µε τα παρατσούκλια των δύο κύριων ηρώων. Ο
  Καζαντζάκης -άνθρωπος των βιβλίων- σε αντίστιξη µε τους
  φίλους του Σταυριδάκη και Ζορµπά.
• Ο Σταυριδάκης τον χαρακτήρισε ως «χαρτοπόντικα», στοιχείο
  που γίνεται κίνητρο στον Καζαντζάκη για πράξη -επιχείρηση
  λιγνίτη στην Κρήτη-, π.χ. «[…] να ριχτώ στην πράξη […]
  νοίκιασα σ΄ ένα κρητικό ακρογιάλι, προς το Λυβικό πέλαγο, ένα
  παρατηµένο ορυχείο λιγνίτη και κατέβαινα τώρα στην Κρήτη, να
  ζήσω µε απλούς ανθρώπους, εργάτες, χωριάτες, µακριά
  από τη συνοµοταξία των χαρτοπόντικων» (σ. 21),
• «[…] µάχουµουν να πάρω καινούργιο δρόµο, να ενδιαφερθώ
  για τις πραχτικές δουλειές […] να µην έχω να κάνω πια µε
  λέξες παρά µε ζωντανούς ανθρώπους. Κι έκανα ροµαντικά
  σχέδια […] να οργανώσουµε ένα είδος κοµούνας, όπου όλοι
  να δουλεύουµε, όλα να ΄ναι κοινά, να τρώµε µαζί όλοι το ίδιο
  φαϊ, να ντυνόµαστε τα ίδια ρούχα, σαν αδέρφια. Μια καινούρια
  κοινωνία έπλαθα στο νου µου,[…] – Ε αφεντικό, σε
  παρακαλώ, µην ανακατεύεσαι.[…] Σοσιαλισµός και
  κοροφέξαλα! Ιεροκήρυκας είσαι µαθές ή κεφαλαιούχος; Πρέπει
  να διαλέξεις.» (ροµαντισµός και κοµµουνισµός vs ρεαλισµός
  Ζορµπά, σελ.73, 74),
• «Ο άνθρωπος αυτός, συλλογίστηκα, δεν
  πήγε στο σχολειό και το µυαλό του δε
  χάλασε.[…] Όλα τα πολύπλοκα, άλυτα
  για µας προβλήµατα, τα λύνει αυτός µε
  µια σπαθιά, σαν τον συµπατριώτη του
  το Μέγα Αλέξαντρο […] ακουµπά
  αλάκερος […] στο χώµα. […] Εµείς οι
  γραµµατιζούµενοι είµαστε τα σερσέµικα
  πουλιά του αγέρα.» (ύλη vs πνεύµα,
  πολιτισµικός δείκτης ως πρότυπο
  προγόνου σε απόγονο ο Μέγας
  Αλέξανδρος, σελ. 85-86),
• «Εδώ χρειάζεται τρέλα· τρέλα, το ακούς;
  Όλα για όλα! Μα εσύ έχεις µυαλό, κι
  αυτό θα σε φάει» ( λογική vs τρέλα,
  σελ. 354).
• Ο Ζορµπάς και τα µεταφυσικά του ερωτήµατα, ο Ζορµπάς
  ως ένα σύµβολο ενότητας ύλης και πνεύµατος, µέσα από
  τον λόγο του Καζαντζάκη, π.χ. «συλλογιέµαι τι είναι ο
  άνθρωπος και γιατί ήρθε στον κόσµο και τι χρησιµεύει…Εγώ
  νοµίζω σε τίποτα […] µονάχα αν είµαι ζωντανός ή πεθαµένος
  έχει διαφορά […] Τι να κάµω αφεντικό; ς πότε θα παλεύουν οι
  δυο Ζορµπάδες; […] Ο βίος κάθε ανθρώπου είναι µια γραµµή
  µε ανήφορο και κατήφορο, και πορεύεται κάθε γνωστικός µε
  φρένο· µα εγώ […] έχω πετάξει από πολύν καιρό το φρένο µου
  […]· µα η µεγαλύτερη τρέλα είναι, θαρρώ, να µην έχεις
  τρέλα.» (ζωή vs θάνατος, ανήφορος vs κατήφορος, τρέλα
  vs λογική, σελ. 179-182),
• «Ποιος τα ΄καµε; Γιατί τα ΄καµε; […] Γιατί να πεθαίνουµε; -∆εν
  ξέρω Ζορµπά! Αποκρίθηκα, και ντράπηκα […] –Τότε τι ΄ναι
  αυτά τα παλιόχαρτα που διαβάζεις; Γιατί τα διαβάζεις; Άµα δε
  λένε αυτό, τι λένε; […] –Εγώ θέλω να µου πεις από πού
  ερχόµαστε και πού πάµε. Του λόγου σου τόσα χρόνια
  µαράζωσες απάνω στις Σολοµωνικές.[…] τι ζουµί έβγαλες;»
  (ιδεολογικοί κώδικες, συνοµιλία µε Ασκητική, σελ. 319).
• Ο Ζορµπάς από µαθητής γίνεται
  δάσκαλος µέσα από τη γλώσσα του
  χορού (ο χορός ως πολιτισµικός
  κώδικας), π.χ. «-Έλα, Ζορµπά, φώναξα,
  µάθε µε να χορεύω! […] –Θα σε µάθω
  πρώτα πρώτα το ζεϊµπέκικο. άγριος,
  παλικαρίσιος. Αυτόν χορεύαµε οι
  κοµιτατζήδες πριν από τη µάχη.[…] -
  Γεια σου ξεφτέρι µου! Φώναξε ο
  Ζορµπάς […] Στο διάολο τα χαρτιά και τα
  καλαµάρια! Στο διάολο τα καλά και τα
  συµφέροντα. Ε µωρέ! Τώρα που
  χορεύεις και του λόγου σου και µαθαίνεις
  τη γλώσσα µου, τι έχουµε να πούµε! […]
  –Αφεντικό […] έχω πολλά να σου πω, µα
  δεν τα πάει η γλώσσα µου… Θα τα
  χορέψω το λοιπόν! […]» (η γλώσσα
  του χορού ως επικοινωνία, απόπειρα
  σύνθεσης αντιθέτων, σελ. 342-43).
• Ιδεολογική µετατόπιση του Καζαντζάκη από τον
  εθνικισµό στον πατριωτισµό και ανθρωπισµό,
  π.χ., «Οι έννοιες "πατρίδα" και "φυλή" που αγαπάς, οι
  έννοιες "υπερπατρίδα" κι "ανθρωπότητα" που µ΄
  έχουν σαγηνέψει, αποχτούν την ίδια αξία στον
  παντοδύναµο αγέρα της φθοράς […] Κι οι πιο
  µεγάλες ιδέες ακόµα […] βλέπεις πως είναι κούκλες
  κι αυτές, παραγεµισµένες µε πίτουρα […] » (σελ. 118).
• ∆ιάλογος Καζαντζάκη-Ζορµπά για πολιτεύµατα
  (ιδεολογικοί κώδικες), π.χ. « […] άκουγε τους
  επιβάτες να πιάνουνται ο ένας για το βασιλιά, ο άλλος
  για το Βενιζέλο.[…]- Παλαιά πολιτέµατα!
  Μουρµούριζε µε καταφρόνια. δεν ντρέπονται! –Τι θα
  πει: παλαιά πολιτέµατα, Ζορµπά; -Να όλα ετούτα:
  βασιλιάδες, δηµοκρατίες, βουλευτές, µασκαριλίκια! […]
  Πολύ πιο γρήγορα από τον κόσµο προχωρούσε η
  ψυχή του» ( συµπέρασµα-σχόλιο του Καζαντζάκη,
  σελ. 31).
• ∆ιακείµενα µε ιδεολογικό στίγµα, όπως ο ∆ιάλογος Βούδα
  και Βοσκού για ελευθερία και απαλλαγή από υλικές
  εξαρτήσεις (σελ. 36), ο εγκιβωτισµός του βουδικού
  τραγουδιού, π.χ. «Πότε λοιπόν, επιτέλους, θα τραβηχτώ στην
  ερηµία -µονάχος, δίχως σύντροφο […] –Πότε […] θα τραβηχτώ
  στο δάσο; -Πότε; πότε; πότε;» (νιρβάνα, σελ. 41).
• 5.2. Αλέξης Ζορµπάς ως ετερότητα νοοτροπίας και
  στάσης ζωής, ως εκπρόσωπος του ζωικού
  πρωτόγονου κόσµου (µπερξονικός και
  διονυσιακός τύπος), π.χ. «Ο Ζορµπάς,[…] ο
  µαλλιαρός θεός, ο τροµερός Γορίλας […] Θεριό είναι ο
  άνθρωπος, τα θεριά δε διαβάζουν! […]», « Ο
  Ζορµπάς, άµα έφαε κι ήπιε καλά, στύλωσε τη
  µαλλιαρή του αυτούκλα» (∆αρβίνος, αµόρφωτος
  άνθρωπος θεριό vs µορφωµένοι, άνθρωποι
  ήρεµοι, πολιτισµένοι, σελ. 188, 278),
• «-Φασκόµηλο; Έκαµε περιφρονητικά. Έλα εδώ,
  καφετζή· ένα ρούµι!» (φασκόµηλο για αδύναµους vs
  ούζο για δυνατούς, σελ. 24),
• «-Όταν µε σφίξουν οι φτώχειες, γυρίζω τους
  καφενέδες και παίζω σαντούρι. Τραγουδώ κιόλα κάτι
  παλιούς κλέφτικους σκοπούς, µακεδονίτικους» (η
  µουσική ως πολιτισµικός κώδικας, κλέφτικοι σκοποί -
  ιστορικό στίγµα),
• «Τι θες, µωρέ ρωµιόπουλο; […] Εγώ θέλω να µάθω σαντούρι! -
  Ε, και γιατί µαθές πέφτεις στα πόδια µου; -Γιατί δεν έχω
  παράδες να σε πληρώσω! -Έχεις µεράκι για σαντούρι; -Έχω.
  –Ε, κάτσε, µωρέ, κι εγώ δε θέλω πλερωµή!»,
• «Να σου δουλεύω όσο θες· σκλάβος σου! Μα το σαντούρι είναι
  άλλο πράµα. Είναι θεριό, θέλει λευτεριά. Αν έχω κέφι, θα
  παίζω· θα τραγουδώ κιόλα. Και θα χορεύω το ζεϊµπέκικο, το
  χασάπικο, τον πεντοζάλη […] αν µε ζορίσεις, µ΄ έχασες.
  Σ΄αυτά τα πράµατα, πρέπει να ξέρεις, είµαι άνθρωπος. –
  Άνθρωπος; Τι θες να πεις; –Να, λεύτερος» (ιστορικό στίγµα-
  Θεσσαλονίκη πριν το 1913- διαπολιτισµικό, φτώχεια vs
  πλούτος, λευτεριά = σαντούρι vs σκλαβιά, µε εντολή
  τραγούδι και σαντούρι δε γίνεται, σελ.26).
• Τα παρατσούκλια του Ζορµπά ως προοικονοµία µε τα
  σηµαινόµενά τους, π.χ. «Τσακατσούκα, Περονόσπορος», οι
  ευχές του σε αντίστιξη µε του Καζαντζάκη, π.χ. «-Πάµε, είπα·
  στ΄όνοµα του Θεού! –Και του διαβόλου! Συµπλήρωσε ήσυχα
  ο Ζορµπάς.» (σ.29),
• «Σε άλλες, πρωτόγονες δηµιουργικές εποχές, ο Ζορµπάς θα
  ΄ταν αρχηγός ράτσας […] θ΄ άνοιγε µε το τσεκούρι δρόµο […]»
  (θεός vs διάβολος, πρωτόγονες εποχές vs αχάριστη
  εποχή η δική µας, κοινωνικό και ιδεολογικό στίγµα, σελ.
  99),
• Η ζωή συνοµιλεί µε τη µυθολογία, ζωή- µυθολογία vs λογική,
  -ο ∆ίας και οι έρωτές του, ο Ζορµπάς και οι έρωτές του, η
  φάµπρικα του Ζορµπά ως «Πραχτορείον Γάµων, ο ∆ίας!»
  (σελ. 261).
• Ο Ζορµπάς, η γενιά του, το µοτίβο του παππού και το τίµιο
  ξύλο (σκωπτικό στοιχείο, πίστη vs απιστία, ιδέα vs ύλη,
  ξύλο ↔ Τίµιο ξύλο), π.χ. « -Όλα είναι ιδέα, είπε. Πιστεύεις; µια
  σκλήθρα παλιόπορτα γίνεται τίµιο ξύλο· δεν πιστεύεις;
  Αλάκερος ο Τίµιος Σταυρός γίνεται παλιόπορτα.» (σελ. 264).
Η πατρίδα, ο πόλεµος και οι συνακόλουθοι
πολιτισµικοί κώδικες, η ανδρεία, η ηρωική
ηθική, η ωµοπλατοσκοπία, η συνέχεια της
γενιάς, το δηµοτικό ηρωικό τραγούδι και η
πολιτισµική του φόρτιση, π.χ. «-Πήγες ποτέ
σου στον πόλεµο, Ζορµπά; […] εγώ είχα
κεντήσει µε τα µαλλιά µου την Αγιά-Σοφιά […]
Γύριζα µε τον Παύλο Μελά, εγώ που µε
βλέπεις, στα µακεδονίτικα κατσάβραχα […] –
Βλέπεις, από πίσω µήτε λαβωµατιά…[…]
Μπήκα στα αντάρτικα, κοµιτατζής.[…] -
Γλίτωσα από την πατρίδα, γλίτωσα από τους
παπάδες, γλίτωσα από τα λεφτά, ξεκοσκινίζω
[…] αλαφρώνω […] Λευτερώνουµαι, γίνουµαι
άνθρωπος.» (όχι πισώπλατη λαβωµατιά, ηθική
ηρωική),
• «[…] ο καπετάν Ρούβας […] καλό µολύβι! […]
  οι ρεµατιές αντιλάλησαν: Εγέρασα µωρέ παιδιά,
  σαράντα χρόνους κλέφτης…[…] Για µελέτα,
  µωρέ Αλέξη, την πλάτη… τι λέει; […] –∆ε
  βλέπω µηνύµατα, καπετάνιο·δε βλέπω θάνατο
  […] –Ο λόγος σου και στου Θεού το αυτί, είπε
  το πρωτοπαλίκαρο, που ήταν νιόπαντρος· να
  προφτάσω να κάµω ένα γιο, κι ύστερα ό,τι θέλει
  ας γίνει!» (απανθρωπιά vs ελευθερία,
  ανθρωπιά, η συνέχεια της γενιάς, σελ. 264-
  68) και σελ. 340-41)
• Ατοµική ηθική ως στάση ζωής- επεισόδιο και πάλη µε
  Μανόλακα-, ο θάνατος της χήρας, τα επίθετα και η
  πολιτισµική τους φόρτιση. Επίσης η δυαδική αντίστιξη,
  π.χ. ντόπιος vs ξένος, σεβασµός στον ξένο, φιλία vs έχθρα,
  ο όρκος και το τυπικό του ως αξία διαχρονική, ο
  µορφωµένος vs ο αµόρφωτος και η ηθική του, π.χ. «Φέρε,
  παλιοµακεδόνα, το µαχαίρι, να µετρηθούµε! -Ρίξε το µαχαίρι
  σου κι εγώ τη µαγκούρα, να µετρηθούµε! Αντιφώναξε ο
  Ζορµπάς […] Οµπρός, παλιοκρητίκαρε! […] –∆ώστε τα χέρια·
  καλά παλικάρια είστε κι οι δυο σας, φιλιώστε! […] ο Ζορµπάς
  είναι ξένος Μακεδόνας, κι είναι µεγάλη ντροπή, εµείς οι
  Κρητικοί, να σηκώνουµε χέρι σ΄ ένα ξενοµερίτη που’ ρθε στον
  τόπο µας…Έλα δώστε το χέρι […] πάµε στην παράγκα να
  πιούµε ένα κρασί, […] να στεριώσει, καπετάν Μανόλακα, ο
  φιλιωµός! […] ο Μανόλακας έχυσε λίγες στάλες κρασί χάµω: -
  Έτσι να χυθεί το αίµα µου, είπε µ΄ επίσηµο τόνο, έτσι να χυθεί
  το αίµα µου, αν θα σηκώσω πια χέρι απάνω σου, Ζορµπά! -
  Έτσι να χυθεί και µένα το αίµα µου, είπε κι ο Ζορµπάς […]»
  (σελ. 299-301).
• Ο Ζορµπάς και η λαϊκή θυµοσοφία
  του, π.χ. «-Οµπρός, να δούµε κι
  εµείς την πλάτη του αρνιού τι
  µολογάει, είπα. Έλα, βίρα τις
  προφητείες, Ζορµπά! […] -Όλα καλά,
  είπε· χίλια χρόνια θα ζήσουµε,
  αφεντικό· καρδιά βουνό […] –Ταξίδι
  βλέπω, είπε· ένα µεγάλο ταξίδι· και
  στην άκρα του ταξιδιού ένα µεγάλο
  σπίτι µε πολλές πόρτες.[…] –Βάλε να
  πιούµε, Ζορµπά, κι άσε τις
  προφητείες […] είναι η γης µε τα
  µνήµατα· αυτή ΄ναι η άκρα του
  ταξιδιού· στην υγειά σου,
  θεοµπαίχτη!» (ωµοπλατοσκοπία, η
  αµφισηµία του ταξιδιού, ζωή vs
  θάνατος, σελ. 341).
• Οι προλήψεις για το πρωινό συναπάντηµα µε
  παπά ως κακό σηµάδι, το µάτιασµα του
  µουλαριού ως λαϊκή θυµοσοφία, το τραγούδι και η
  πολιτισµική του φόρτιση, η αντιστροφή ρόλων
  δάσκαλου-µαθητή, π.χ. «τη στιγµή που ετοιµάζουνταν να
  κατεβεί στη γαλαρία, ο παπάς του χωριού, ο παπα-Στέφανος
  […]. Ο Ζορµπάς, µόλις τον είδε, πρόλαβε ευτυχώς, πριν του
  µιλήσει, να φτύσει τρεις φορές στον κόρφο του. -Καληµέρα,
  γέροντα! Αποκρίθηκε […] Και σε λίγο, χαµηλόφωνα: -Πίσω µου
  σ΄ έχω, Σατανά!» (παπάς = σατανάς, φαίνεσθαι vs είναι,
  σελ. 137),
• «Ο Ζορµπάς γούρλωσε τα στρογγυλά του µάτια και
  κοίταξε το µουλάρι […] –Για όνοµα του Θεού,
  κουµπάρε, µη µου το µατιάσεις! […] κι άρχισε το
  τραγούδι. […] –Ας είναι καλά ο Ζορµπάς, ψιθύρισα,
  αυτός έδωκε σώµα αγαπηµένο και θερµό στις
  αφηρηµένες έννοιες µέσα µου που τουρτούριζαν.»
  (αφηρηµένες έννοιες, θεωρία vs σώµα, πράξη,
  θεριό-πρωτογονισµός vs γράµµατα, σελ. 189-190).
• 6. Η θέση της γυναίκας ως λόγος και ιδεοληψία ατοµική και
  συλλογική. Ένα πολύ σηµαντικό πολιτισµικό στοιχείο είναι
  ο λόγος που αρθρώνεται από άντρες και γυναίκες για τη
  θέση και το ρόλο της στην κρητική κοινωνία.
• Η γυναίκα παρουσιάζεται ως κατώτερη από τον άντρα, ως
  σκεύος ηδονής, ως προκλητική χήρα, ως γεροντοκόρη, ως
  υπάκουη καλή σύζυγος χωρίς δική της προσωπικότητα, ως
  αρσενικογεννούσα και γενικά, ως προκλητικός δαίµονας, αλλά
  και αδύναµο πλάσµα. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ο γυναικείος
  λόγος, ως ένας λόγος που αντανακλά τη στάση της κοινωνίας
  στο άλλο φύλο και που συχνά εκφράζεται κοινωνιογλωσσικά
  (επίθετα που συνοδεύουν τις γυναίκες, γνωστές µε το
  ανδρωνυµικό τους, π.χ. «η κυρά-Αναγνώσταινα θα σας ψήσει,
  λέει, τ΄αµολόητα […] η γυναίκα µου βγήκε καλή, υπάκουη κι
  αρσενικογεννούσα· δε σήκωνε ποτέ µάτια να µε δει
  καταπρόσωπα […]» (υπάκουη, χαµηλοβλεπούσα vs
  ανυπάκουη, ασερνικογεννούσα vs θηλυκογεννούσα,
  ντόπιος ηθικός κώδικας, σελ. 78, 200).
• Η ισοδύναµη σχέση του θηλυκού παιδιού µε τους
  ανάπηρους: καµπούρη, στραβό, νεραϊδιάρη vs αρσενικό,
  αδύναµο vs δυνατό, π.χ. «[…] µπορούσε να µε κάµει στραβό
  ή νεραϊδάρη, ή καµπούρη ή […] θηλυκό[…]» (αν δε βοηθούσε η
  Παναγία να γεννηθεί σώος, σελ. 79, 81).
• Η µαντάµ Ορτάνς µέσα από τον λόγο των χωρικών και του
  συγγραφέα ( ως Σάρα Μπερνάρ, ο Σαίξπηρ, η κωµωδία ως
  µορφωτικοί κώδικες), η φιλοξενία ως καθήκον, οι µειωτικοί
  χαρακτηρισµοί της Ορτάνς ως ξένης και τετράκις χήρας,
  π.χ. «-Να πάτε στης µαντάµ Ορτάνς, φώναξε κάποιος. -
  Φραντζέζα; έκαµα ξαφνιασµένος. –Από του διαόλου τη µάνα.
  Βίος και πολιτεία. Πήδηξε πολλά παλούκια […] –Κι
  αλευρώνεται και µπογιατίζεται! φώναξε ένα άλλο […] έχει κι ένα
  παπαγάλο…-Χήρα; ρώτησε ο Ζορµπάς· χήρα; […] Πρόβαλε
  πάλι ο καφετζής µ΄ ένα δίσκο καινούργια τραταρίσµατα: κρίθινη
  κουλούρα, αθότυρο, αχλάδια.[…] έµοιαζε µε τη γριά Σάρα
  Μπερνάρ, όταν έπαιζε τον "Αετιδέα" […] Η ζωή […] σαν
  παραµύθι, σα µια κωµωδία του Σαιξπήρου, η "Τρικυµία" να
  πούµε» (οι ντόπιο vs οι ξένοι ως στάση ζωής σε σχέση µε την
  Ορτάνς, σελ.44-45).
• Η Χήρα Σουρµελίνα και ο µύθος της, η σηµειωτική των
  επιθέτων, η χήρα ως πρόκληση και ηθική αυτουργός,
  ντόπια ηθική vs ηθική των δύο ξένων, η ερωτική φόρτιση
  της µαντινάδας, οι αντίθετες αντιδράσεις, η δύναµη της
  οµορφιάς ως θετικής δύναµης (όµορφα παιδιά) vs
  αρνητικής, που ξεθεµελιώνει κάστρα, άντρες, σπιτικά, ο
  νεραϊδιάρης και η θέση του στην κοινωνία vs ο λογικός),
  π.χ. «τη στιγµή εκείνη περνούσε τρεχάτη, µε ανασηκωµένο το
  µαύρο της φουστάνι ως τα γόνατα, µε τα µαλλιά χυµένα
  στους ώµους, µια γυναίκα. (ηθικό-κοινωνικό στίγµα).
  Στρουµπουλή, κουνιστή, τα ρούχα της κολνούσαν απάνω της
  και φανέρωναν προκλητικό, τραγανό, σαν ψάρι σπαρταριστό,
  το κορµί της […] Σαν τίγρισσα µου φάνηκε, ανθρωποφάγα
  […] –Παναγιά µου! Μουρµούρισε ένας χνουδοµάγουλος νιος
  […] –Ανάθεµά σε, πυρωµένη! Βρουχήθηκε ο Μανόλακας ο
  αγροφύλακας […] Της χήρας το προσκέφαλο µυρίζει σαν
  κυδώνι, / και το µυρίστηκα κι εγώ, κι ο νους µου δε µερώνει! –
  Σκασµός! Φώναξε ο Μαυραντώνης [..] ο νιος λούφαξε […]
• –Ε γερο-Αντρουλιό, έκαµε ο Μανόλακας, θαρρώ
  πιάστηκες από το φουστάνι της χήρας […] Είδες τα
  µωρά του χωριού µας που γεννιούνται τον τελευταίο
  καιρό; ∆εν είναι αυτά παιδιά, είναι αγγέλοι. Και γιατί,
  θαρρείς; Ας είναι καλά η χήρα! […] σβήνεις το
  λυχνάρι και θαρρείς δεν αγκαλιάζεις τη γυναίκα
  σου, παρά τη χήρα […]
• –Χωριανοί, φώναξε ο Μιµηθός µε την τσευδή
  γυναικίστικη φωνή του· χωριανοί, η χήρα η
  Σουρµελίνα έχασε την προβατίνα της· όποιος τη βρει,
  πέντε οκάδες κρασί βρετίκια! -Έβγα όξω, νεραϊράρη!
  ακούστηκε πάλι η φωνή του Μαυραντώνη· όξω! […] –
  Ποια ΄ναι αυτή η χήρα; (ρώτησε ο Ζορµπάς)[…] –Μια
  φοράδα, αποκρίθηκε ο Κοντοµανολιός […] Ο
  Θεοδιάολος σου στέλνει αυτόν τον µεζέ […] Έχω δει
  πολλές γυναίκες στη ζωή µου· µα ετούτη η χήρα
  ξεθεµελιώνει κάστρα, ανάθεµά τη! […] » (σελ.
  124,125, 129, 130).
• Έρωτας-θάνατος, πνιγµός του ερωτοχτυπηµένου
  Παυλή του Μαυραντώνη, κατατρεγµός της χήρας
  και ο λόγος της γυναίκας ως συλλογικό
  υποσυνείδητο που ωθεί στην πράξη της σφαγής
  (άντρας-γυναίκα vs χήρα, οι ντόπιοι vs ο
  αφηγητής, µοτίβο ραβδιού), π.χ. « Ο γέρο-
  Μαυραντώνης […] ακουµπούσε στο ραβδί του κι
  έσκυβε· µε το ζερβό του φούχτωνε τα ψαρά, στριφτά
  γένια του. -Ανάθεµά σε, χήρα! Ακούστηκε ξάφνου µια
  στριγγιά φωνή.[…] Μια γυναίκα […] στράφηκε στους
  άντρες: - ∆ε βρίσκεται, µωρέ, στο χωριό µας ένας
  άντρας, να τη σφάξει στα γόνατά του απάνω σαν
  αρνί; Φτου σας! […] κι έχει καλούς άντρες το χωριό
  µας και θα το δεις! ∆ε βάσταξα: -Ντροπή, παιδιά!
  Φώναξα· τι φταίει η γυναίκα;[…]» (σελ.200).
• Η εκδίκηση, η πρωτόγονη αγριότητα στο όνοµα του θεού,
  η πάλη του Ζορµπά να σώσει τη χήρα, η αποτυχία του, ο
  λιθοβολισµός και ο αποκεφαλισµός της χήρας (επίθετα µε
  αρνητική φόρτιση, η ύβρις, ο θυµός, η πράξη του φονικού,
  ο ρόλος της γριάς ως φύλακα ηθικής, οι γυναίκες
  λυπούνται vs οι άντρες σκοτώνουν, ο βουνάνθρωπος=
  σκληρός vs ο άνθρωπος της πόλης, χαρά vs λύπη, µία vs
  πολλοί), π.χ.
• «΄Αξαφνα ο χορός κόπηκε απότοµα […] –Η χήρα! –Η χήρα! –Η
  χήρα! Φώναξε ξεγλωσσισµένος […] -Στην εκκλησιά· να τώρα
  µπήκε, η θεοκαταραµένη, και κρατούσε µιαν αγκαλιά
  λεµονανθούς. -Απάνω της, παιδιά! Φώναξε ο αγροφύλακας και
  χίµηξε πρώτος […] –Την άτιµη! Την ξεσκισµένη! Τη
  φόνισσα! Ακούστηκαν φωνές στο χοροστάσι […] Απάνω της,
  µωρέ, και ντρόπιασε το χωριό µας! […] µια πέτρα τη χτύπησε
  στον ώµο […] –Για τ΄όνοµα του Χριστού! –Για τ΄ όνοµα του
  Χριστού! Βογκούσε η χήρα κι αγκάλιαζε σφιχτά το κυπαρίσσι.
  […] οι γριές, […] σκλήριζαν -Σκοτώστε τη, µωρέ, σκοτώστε
  τη! […] –Σταθείτε, φώναξε ο Μανόλακας, είναι δική µου!
• […] –Μανόλακα, είπε µε βαριά φωνή, το αίµα του
  εξαδέρφου σου βουά· ανάπαψέ το! […] –Τι γυρεύεις
  του λόγου σου εδωνά, λιµοκοντόρε; µου κάνει. Φεύγα!
  -∆εν τη λυπάσαι, µπρέ Σήφακα, λυπήσου τη! Ο
  βουνάνθρωπος γέλασε: -Γυναίκα είµαι, είπε, να
  λυπούµαι; Άντρας είµαι! […] Ο Μανόλακας έκαµε το
  σταυρό του, προχώρησε ένα βήµα, σήκωσε το
  µαχαίρι […] η χήρα αναντράνισε, […] µούγκρισε σα
  δαµάλα […] –Στ΄ όνοµα του Θεού! Έκραξε ο γερο-
  Μαυραντώνης κι έκαµε κι αυτός το σταυρό του.[…]
  ο Ζορµπάς […] φώναζε: -Μωρέ, δεν ντρέπεστε; Τι
  παλικάρια είστε εσείς; Ένα χωριό να σκοτώσει µια
  γυναίκα! […] Σαν αστραπή ο γερο-Μαυραντώνης είχε
  πέσει απάνω της, την αναποδογύρισε, έστριψε τρεις
  γύρες στο µπράτσο του τα µαλλιά της και µε µια
  µαχαιριά της πήρε το κεφάλι.» (κοινωνικοί και
  ατοµικοί κώδικες τιµής και εκδίκησης, η χήρα ως
  δαµάλα-Ιφιγένεια-, σελ. 289-293).
• Η µαντάµ Ορτάνς ως αιώνιο θηλυκό, τρυφερό,
  παραπονεµένο, ερωτιάρικο (σύµβολοποίηση), επίθετα και
  πολιτισµική φόρτιση, «γοργόνα, σειρήνα, Μπουµπουλίνα,
  Συνταξιδιώτισσα, Μπερνάρ, γριά σαντέζα, χιλιαντρούσα» κ.ά.
• Ο λόγος του αφηγητή διαπλεκόµενος µε εκείνον του
  Ζορµπά για τη µαντάµ Ορτάνς (ο λαϊκός λόγος, το µοτίβο
  του στήθους, η ετερότητα µέσα από το γλωσσικό κώδικα, η
  ονοµατοποίηση και η ιστορική φόρτιση, το σκωπτικό
  στοιχείο, το τραγούδι της Ορτάνς µε τη λόγια σηµειωτική
  του ως φενάκη, γυναίκα=αδύναµο πλάσµα vs άντρες, ο
  γάµος και η τιµή της γυναίκας ), π.χ.
• «[…] –Η γρια κότα έχει το ζουµί […] -Πήραν φωτιά τα
  µπατζάκια της, µου κάνει σιγά ο Ζορµπάς […] Η γριά σαντέζα
  […] κατάφτανε, σεινάµενη κουνάµενη· µε την πιο καλή της
  τουαλέτα: ένα παλιό πράσινο βελούδο καταξεφτισµένο […]
  το στήθος έµενε φιλόξενα ανοιχτό […] ο κόσµος οµόρφαινε, κι
  η γυναίκα δίπλα µας όλο και γίνουνταν πιο νέα […] Μιλούσε τα
  ρωµαίικα τσάτρα πάτρα […] Αγάπησα ένα "ναβράκο". Η
  Κρήτη είχε πάλι "ανάσταση"[…] δεν τον άφηνα να κάµει
  µπουµ! Μπουµ! […] Κι ο Ζορµπάς […] φώναξε: Μπουµπουλίνα
• µου, […] η Κρήτη λευτερώθηκε, οι στόλοι
  πήραν διαταγή να φύγουν". Τι θ΄απογίνω
  εγώ - ξεφώνιζα"[…] τέσσερις φορές χήρα
  "νάβρακοί µου". Κι αυτοί γελούσαν […]
  πίσω από κάθε γυναίκα ορθώνουνταν
  αυστηρό, ιερό, γεµάτο µυστήριο, το
  πρόσωπο της Αφροδίτης. […] "Εις το
  ρεύµα της ζωής µου/ διατί να σε
  απαντήσω…". -Κακά φερθήκαµε,
  µουρµούρισε […] Γέλασες, γέλασα κι εγώ,
  και µας είδε η κακοµοίρα! […] Γυναίκα είναι,
  µαθές, αδύναµο πλάσµα, παραπονιάρικο»
  ( σελ.54-62,66), «-Γιατί µε αφήνεις τόσο
  καιρό αστεφάνωτη; γουργούρισε η γριά
  Σειρήνα […] Έχασα την τιµή µου! Έχασα
  την τιµή µου! Θα σκοτωθώ!» ( σελ. 252).
• Η µαντάµ Ορτάνς ως καράβι και ως γοργόνα
  (σκωπτικό στοιχείο) µέσα από τον λόγο του
  Ζορµπά, π.χ. « […] Κυρά-καπετάνισσα, απόψε
  που σε βλέπω στο ακρογιάλι ετούτο […] µου
  φαίνεσαι σα µια φιγούρα µεγάλου καραβιού […]
  γοργόνα µου […]» ( σελ. 149).
• Ο λόγος του Ζορµπά για τις γυναίκες,
  ακόµη και της γιαγιάς του ως αιώνιας
  γυναίκας (η καντάδα, η παρανόηση της
  γιαγιάς, η αποκάλυψη, η κατάρα και ο
  θάνατος), π.χ. «Εγώ είχα µια γιαγιά, θα
  ΄ταν ογδόντα χρονών. […] Περίµενε την
  καντάδα.[…] Εµείς την Κρυστάλλω θέµε·
  εσύ µυρίζεις λιβάνι! […] ∆υο πύρινα
  δάκρυα πετάχτηκαν από τα µάτια της
  γιαγιάς µου.[…] Μαράζωσε, κι ύστερα από
  δυο µήνες έπεσε του θανατά […] Την
  κατάρα µου να ΄χεις, κι ό,τι έπαθα να το
  πάθεις! […]» ( σελ.68).
• Ο λόγος του χότζα για τη γυναίκα µε αφορµή την Τουρκάλα
  που ερωτεύτηκε τον Ζορµπά από τη φωνή του (ο Ζορµπάς
  συνήθως µιλάει θετικά για τους Τούρκους vs ευρύτερη
  αντίληψη των Ελλήνων ) π.χ. «Ο χότζας ήρθε και µε βρήκε:
  "Μια χανούµη, µωρέ ρωµιόπουλο, σαν τα κρύα νερά, σε
  περιµένει στον οντά της, έλα!" […] "Όχι δεν έρχουµαι! Του
  κάνω. -Και δε φοβάσαι το Θεό, γκιαούρη; […] όποιος µπορεί
  να σµίξει µε µια γυναίκα και δε σµίγει, κάνει µεγάλο κρίµα"
  […]» (σελ. 131-132).
• Ο λόγος του Ζορµπά για τη Λόλα και την ελευθερία
  (γυναίκα, σκλαβιά, όχι άνθρωπος vs ελευθερία, άνθρωπος-
  άντρας), π.χ. «∆εν είσαι λεύτερος άνθρωπος; -Όχι, δεν είµαι.
  –∆ε θες να ΄σαι λεύτερη; -∆ε θέλω! […] –Όχι, δε θέλω! ∆ε θέλω!
  ∆ε θέλω! […] άνθρωπος είναι αυτός που θέλει να ΄ναι λεύτερος·
  η γυναίκα δε θέλει να ΄ναι λεύτερη· είναι λοιπόν η γυναίκα
  άνθρωπος;» (συλλογισµός, σελ. 187).
• Η τιµή της κόρης και αδελφής, π.χ. «"Αδερφέ Αλέξη, µού
  ΄γραφε, η θυγατέρα σου η Φρόσω πήρε τον κακό δρόµο,
  ντρόπιασε το τίµιο όνοµά µας· έχει αγαπητικό, έκαµε µαζί του
  και παιδί, πάει η τιµή µας! Θα πεταχτώ στο χωριό να τη
  σφάξω. " […] "µπορείς τώρα να σηκώσεις το κούτελό σου
  αψηλά, ο λεγάµενος στεφανώθηκε τη Φρόσω"»
 (ο γάµος και η ηθική του, κακός δρόµος vs καλός µέσω του
  γάµου, σελ. 92).
• Απόφθεγµα Ζορµπά για τη γυναίκα ως πηγή χαράς,
  σύγκριση Σλάβας και Ρωµιάς στον έρωτα - η Σλάβα τα
  δίνει όλα µπόλικα στον έρωτα, είναι συγγενής µε τα ζώα
  και µε τη γη, ενώ η Ρωµιά τσιγκουνεύεται- (σελ. 110), π.χ.
  «Η αληθινή γυναίκα, να ξέρεις, περισσότερο χαίρεται για τη
  χαρά που δίνει παρά για τη χαρά που παίρνει από τον άντρα»
  (σελ. 323),
• «Η γυναίκα είναι µια πηγή δροσερή, σκύβεις, θωράς το
  πρόσωπό σου, και πίνεις, πίνεις, και τα κόκαλά σου τρίζουν.[…]
  Κι ύστερα ένας άλλος…Αυτό θα πει πηγή. αυτό θα πει
  γυναίκα.» (σελ. 109),
• «ατελείωτη υπόθεση είναι η γυναίκα» (σελ. 112).
• Ο λόγος του Καζαντζάκη για τη µαντάµ
  Ορτάνς-Ζορµπά, σύνδεση µε τη γρια
  ∆ιαµάντω, το στερεότυπο της
  γεροντοκόρης, π.χ. «-Λέγε µαντάµ
  Ζορµπά· στις διαταγές σου. […] Μπαίνεις
  κουµπάρος; Τινάχτηκα· είχαµε κάποτε στο
  πατρικό σπίτι µιαν υπηρέτρια, τη γριά
  ∆ιαµάντω, απάνω από εξήντα χρονών,
  γεροντοκόρη. Μισοπαλαβωµένη από την
  παρθενιά, νευρικιά, σταφιδιασµένη, χωρίς
  στήθος, µουστακαλίνα. Αγάπησε το Μήτσο,
  το µπακαλόπουλο της γειτονιάς, ένα […]
  αµούστακο χωριατόπουλο. -Πότε θα µε
  πάρεις; τον ρωτούσε κάθε Κυριακή. […] η
  γριά ∆ιαµάντω έκανε υποµονή. Τα νεύρα της
  κάλµαραν, οι κεφαλόπονοι λιγόστεψαν, το
  πικραµένο αφίλητο χείλι της γέλασε.[…]
  Μπαίνεις κουµπάρος, αφεντάκι; µε ρώτησε
  κρυφά ένα βράδυ.- Μπαίνω, ∆ιαµάντω, της
  αποκρίθηκα κι ο λαιµός µου πιάστηκε από
  την πίκρα.[…]» ( σελ. 196).
• Ο λόγος του Καζαντζάκη-αφηγητή για τη
  χήρα ως πνεύµα του κακού, ως
  πειρασµός κατά τον Βούδα µε γυναικείο
  πρόσωπο, η ζωή ως αστραπή, π.χ. «η
  χήρα τινάχτηκε µέσα στο αίµα µου, µε
  φώναζε σαν αγκρισµένο θεριό […]"Έλα,
  έλα, φώναζε· η ζωή ΄ναι µια αστραπή, έλα
  γρήγορα, έλα, έλα να προλάβεις!" Ήξερα
  πως ήταν ο Μαρά, το πνέµα του πονηρού,
  µε γυναίκειο ορθοκάπουλο κορµί […] Αν µε
  ρωτήσεις ποιος είναι ο δρόµος του Θεού, θα
  σού ΄λεγα ο δρόµος που πάει στη Μαρία.
  Μαρία είναι η χήρα. […] από το δρόµο του
  χωριού κουνιστή, ξαναµµένη, µε το µαύρο
  τσεµπέρι, λαµπαδόχυτη, πρόβαλε η χήρα
  […] Έδιωχνα το κούνηµα, το χαµόγελο, τα
  µάτια, τα στήθια της χήρας, µα αυτά όλο και
  ξανάρχουνταν- κι έτρεχα, σα να µε
  κυνηγούσαν […] –Την είδα από κοντά
  αφεντικό· έχει µιαν ελιά στο µάγουλο, που
  σου παίρνει το νου.» (σελ. 143, 145, 154,
  155, 157).
• Συνάντηση Καζαντζάκη και χήρας, µοτίβο σπηλιάς
  (γη, µήτρα, ζωή-θάνατος), π.χ. «Κοίταξα το περιβόλι
  της χήρας.[…] Πιάστηκε η αναπνοή µου.[…] –Το
  αφεντικό; είπε κι η φωνή της είχε γλυκάνει […] –Ναι. –
  Έλα!», « […] είδα µια µαύρη πόρτα σα σπηλιά· και µια
  βαριά φωνή ακούστηκε: –Έµπα! Και µπήκα.[…] »(σελ.
  282).
• Ο λόγος του συγγραφέα-αφηγητή για τις κοπέλες
  (συνοµιλία µε Οµηρική Ναυσικά και τις φίλες της,
  ιστορικό στίγµα -αρπαγές γυναικών και παιδιών
  από τους κουρσάρους στην Κρήτη-), π.χ.
  «Κακαριστές κοπέλες […] µε τις χιονάτες µπολίδες
  τους, µε τα κίτρινα στιβάνια, µε ανασηκωµένες τις
  φούστες, και πήγαιναν πέρα, στο ακρογιαλίσιο
  µοναστήρι, να λειτουργηθούν. […] το γέλιο τους
  κόπηκε […] ως είδαν ξένον άντρα […] χιµούσαν οι
  κουρσάροι, άρπαζαν πρόβατα, γυναίκες, παιδιά
  […] να τα πουλήσουν στο Αλγέρι, στην Αλεξάνδρεια,
  στο Μπερούτι.[…] » (σελ. 50).
• Η γυναίκα µε τους πολλούς ρόλους ως µάνα,
  αδερφή και ως τρυφερή γυναίκα ( πληθωρικότητα
  συµβόλου), π.χ. «τη ζεστασιά και τη νοικοκυροσύνη
  της γυναίκας […] σα να µου φάνηκε πως δεν ήµουν
  παντέρηµος τη µεγάλη ετούτη βραδιά, στην άκρα εδώ
  της θάλασσας, µα έτρεξε να µε γνοιαστεί ένα θηλυκό
  πλάσµα, που αντιπροσώπευε, µε τόση αφοσίωση,
  τρυφερότητα και καρτερία, τη µάνα, την αδερφή, τη
  γυναίκα. […] χαίρε, γυναικείο φύλο!» (σελ. 148).
• Εικόνα γυναικών µετά τη φουρτούνα στο καράβι
  µε το λόγο του αφηγητή ως ψεύτικη,
  φτιασιδωµένη, π.χ. «οι γυναίκες […] έπεσαν τα ξένα
  φτερά-κορδελίτσες, ψεύτικα φρύδια, ψεύτικες ελιές,
  […] ένιωθες αηδία και µεγάλη συµπόνια» (φενάκη vs
  πραγµατικότητα, σελ. 31).
• 7. Πολιτισµικοί κώδικες ως βιωµένη ιστορία, ατοµική και
  συλλογική. Ο Ζορµπάς, η Κρητική επανάσταση του 1896, ο
  στοχασµός για τον Θεό και την ελευθερία, ο διεθνισµός, ο
  πατριωτισµός, π.χ.
• «Το ’96 εγώ ήµουν άντρας ξετελεµένος […] Έκανα τότε τον
  πραµατευτή […] στη Μακεδονία […] κι εκείνη την εποχή
  σηκώθηκε πάλι η Κρήτη.[…] Παράτησα τις κουβαρίστρες και
  τις χήρες, πήρα ένα τουφέκι, έσµιξα µε τους άλλους
  ρέµπελους και τραβήξαµε για την Κρήτη.[…] να σου αραδιάσω
  πόσα τούρκικα κεφάλια έκοψα και πόσα τούρκικα αυτιά έβαλα
  στο σπίρτο -καθώς το συνηθούνε στην Κρήτη… […] βαριέµαι,
  ντρέπουµαι, […] τώρα που έβαλα γνώση […] θεριό είναι ο
  άνθρωπος στα νιάτα του, θεριό ανήµερο, και τρώει ανθρώπους!
  […] έφεραν τον πρίγκιπα Γεώργιο στην Κρήτη· τη λευτεριά! […]"
  Θεέ µου, να ΄ναι η Παράδεισό µου µια Κρήτη γεµάτη µερτιές
  και σηµαίες· και να βαστά αιώνια η στιγµή που πατάει ο
  πρίγκιπας Γεώργιος το πόδι του στην Κρήτη… Τίποτα άλλο
  δε θέλω!"» (τότε vs τώρα, έθιµο κοπής αυτιών του εχθρού, σ.
  36-39),
• Ο µακεδονικός αγώνας, π.χ. «Γύριζα µε
  τον Παύλο Μελά, εγώ που µε βλέπεις,
  […] κι έτσι που περπατούσα σήκωνα αχό
  σα να περνούσε καβαλαρία […] κρύφτηκα
  […] Μέσα στο ίδιο το σπίτι του
  Βούλγαρου του παπά, άγριου
  αιµοβόρου κοµιτατζή. Έβγαζε τη νύχτα τα
  ράσα, φορούσε τσοπάνικα, έπιανε τ΄
  άρµατα και τραβούσε κατά τα ελληνικά
  χωριά· το πρωί γύριζε πίσω, ξηµερώµατα,
  πλένουνταν από τις λάσπες και τα αίµατα
  κι έµπαινε στη λειτουργιά […]»
  (στερεότυπο βουλγάρων, σελ.265-66 ),
  «-Οι Βούλγαροι, λοιπόν, που λες, µας
  είχαν µπλοκάρει. Είχε νυχτώσει […] Θα
  ΄ταν µια τριακοσαριά· εµείς εικοσιοχτώ,
  κι ο καπετάν Ρούβας […] ο αρχηγός µας. –
  Στην υγειά σου, καπετάνιο· καλό µολύβι!
  […]» (πολλοί vs λίγοι, άνιση µάχη και
  γενναιότητα, σελ. 340).
• Η επιστολή του φίλου, η οµογένεια
  στη Ρωσία και στις χώρες του
  Καυκάσου, ο επαναπατρισµός, η
  διεύρυνση του χώρου (ιδεολογικός
  κώδικας: αίµα µας, δικοί µας, ),
  π.χ. «Μισό εκατοµµύριο Έλληνες
  κιντυνεύουν στη Νότια Ρουσία και
  στον Αντικαύκασο […] οι Πόντιοι κι οι
  Καυκάσιοι, οι χωριάτες του Καρς κι οι
  έµποροι κι εµποράκοι της Τυφλίδας,
  του Βατούµ, του Νοβορωσίσκ, του
  Ροστόβ, της Οντέσας, της Κριµαίας,
  είναι δικοί µας, είναι αίµα µας […]
  Πατριαρχική µετανάστεψη λαού […]
  Γη της Απαγγελίας, όπως τη λες
  την Ελλάδα.[…]» (σελ. 174-177),
• «[…] Σε λίγες µέρες, οι κυνηγηµένες
  ετούτες ετοιµοθάνατες ρωµαίικες
  ψυχές θα βρίσκουνται στο Μπατούµ
  […] θα µεταφυτευτούν γρήγορα στη
  Μακεδονία και τη Θράκη» (σελ. 346)
• 8. Ιδεολογικοί, κοινωνικοί κώδικες, προλήψεις κ.ά.
• Ο καπετάν Λεµονής, τα τελώνια, η θεοσέβειά του
  και ο ρεαλισµός του για τη ζωή, π.χ. «µιλούσε για
  τα τελώνια που είχαν πιάσει κι άγλειφαν, µέσα στη
  φουρτούνα, τα κατάρτια του καραβιού του» ( λαϊκή
  θυµοσοφία, σελ. 22),
• «Ο Θεός ξέρει τι λαµπάδες έταξες στον Άι-Νικόλα!»
  (θεοσέβεια),
• «Μήτε Παναγιά συλλογίστηκα µήτε Άι-Νικόλα! Γύρισα
  κατά την Κούλουρη, θυµήθηκα τη γυναίκα µου και
  φώναξα: "Έ µωρή Κατερίνα και να µουνα στο κρεβάτι
  σου!"» (ζωή, έρωτας vs θάνατος, σελ. 28).
• 8. Ο λαϊκός λόγος ως γνωµικός
  λόγος, ως ποιητικός, ως λαϊκή
  έκφραση µε τη δική της
  πολιτισµική φόρτιση. Τα έργα του
  Ν. Καζαντζάκη µεταφέρουν φορτίο
  λαϊκής σοφίας, άλλοτε
  επιβεβαιωτικά και άλλοτε
  σκωπτικά.
• Για τη ζωή, π.χ. «Η ζωή είναι
  ισόβια, είπε κάποιος µουστακαλής,
  που είχε κάµει τις φιλοσοφικές του
  σπουδές στον Καραγκιόζη. ισόβια,
  ανάθεµά τη!» (σ. 16).
• Για τη θάλασσα ως
  αντρογυνοχωρίστρα, π.χ. «Κοίταξε
  µε άγριο µάτι πέρα τη θάλασσα. –
  Φτου σου, αντρογυνοχωρίστρα!
  Έγρουξε και δάγκασε το ψαρό
  µουστάκι του» (θάλασσα vs στεριά,
  σελ.16,),
• «δάσκαλε που δίδασκες…» (θεωρία
  vs πράξη, σ.17) κ.ά.
• Ο λόγος Ζορµπά: «Κουκιά έφαγα, κουκιά µολογώ. Ζορµπάς
  είµαι, ζορµπάδικα µιλώ» (σελ. 76),
• το ρόδι του Ζορµπά στο αφεντικό την πρωτοχρονιά (µοτίβο
  διαχρονικό γονιµότητας, υγείας, ευτυχίας, σελ. 152)
• Ο µύθος, το παραµύθι, η παράδοση µε την πολιτισµική
  τους φόρτιση εντοπίζονται και σε αυτό το έργο του
  Καζαντζάκη, όπως η εγκιβωτισµένη παράδοση για τη
  συκιά της Αρχοντοπούλας- έρωτας-θάνατος
  αρχοντοπούλας-βοσκού, πλούσια vs φτωχός, συνοµιλία
  µε ερωτικά µυθιστορήµατα (Ρωµαίος και Ιουλιέτα, Τάσος και
  Γκόλφως, Βέρθερος και Χρυσάντζα κ.ά.)
• Το µοτίβο του παππού ως συνώνυµο µε το παρελθόν και
  την θυµοσοφία του, π.χ. «-Στον καιρό του παππού µου µια
  αρχοντοπούλα αγάπησε ένα µικρό βοσκόπουλο […] τους
  βρήκαν κάτω από τη συκιά τούτη σαπηµένους κι
  αγκαλιασµένους […]» (σελ. 42).
• Ο Καζαντζάκης-αφηγητής για τη
  σχέση προγόνων-απογόνων,
  παραµύθι και νους αληθείας, νεκροί-
  ζωντανοί-νεκροί (η γενιά και ο κύκλος
  της), π.χ. «Ένιωσα πάλι πόσο σωστό το
  πανάρχαιο παραµύθι, πως η καρδιά
  του ανθρώπου είναι ένας λάκκος αίµα και
  πέφτουν απάνω του µπρούµουτα οι
  αγαπηµένοι νεκροί και πίνουν το αίµα
  µας να ζωντανέψουν· κι όσο πιο
  αγαπηµένοι είναι, τόσο και περισσότερο
  αίµα σου πίνουν» (σελ. 150).
• Η αφήγηση για την πεταλούδα ως
  ψυχή- λαϊκή αντίληψη- (κάµπια-
  πεταλούδα-ζωή-ψυχή-θάνατος, σελ.
  153) κ.ά.
• 9. ∆ιακείµενα, φράσεις και εγκιβωτισµένα τραγούδια µε την
  ιστορική, κοινωνική και γενικά την πολιτισµική τους
  φόρτιση. Το κλέφτικο τραγούδι του Ζορµπά µε την
  παραλλαγή του, π.χ. «Βγήκαν κλέφτες στα βουνά/ για να
  κλεψουν άλογα!/ Κι άλογα δε βρήκανε/ Και τη Νούσα πήρανε!»
  (σελ. 112),
• «Το κάστανο θέλει κρασί και το καρύδι µέλι/ και το κοπέλι
  κοπελιά κι η κοπελιά κοπέλι!» (µαντινάδα ερωτική, σ.130),
• «Ο Κοµφούκιος λέει: " Πολλοί ζητούν την ευτυχία υψηλότερα
  από τον άνθρωπο. άλλοι χαµηλότερα. µα η ευτυχία είναι στο
  µπόι του ανθρώπου." Σωστά. Υπάρχουν τόσες ευτυχίες όσα κι
  ανθρώπινα µπόγια.» (σελ. 117),
• «Ήλιε µου, και πως βιάστηκες να πας να βασιλέψεις…»
  (µοιρολόγι, σελ. 317),
• «Να πέφτουν τ΄άνθη απάνω σου, τα µήλα στην ποδιά σου…/ -
  Τα κρεµεζογαρούφαλα τριγύρα στο λαιµό σου…» (µοιρολόγι,
  σελ. 312,313),
• «Εγέρασα, µωρέ παιδιά, σαράντα χρόνους κλέφτης…» (Η
  Ελληνική Επανάσταση και το ηρωικό στοιχείο, σελ. 340) και
  άλλα τραγούδια (σελ. 345, 356),
• ∆ιαλογικότητα µε Σολωµό, π.χ.
  «Θάλασσα; Θάλασσα; Γης; Ποιος µερακλής
  τα ΄καµε! [...] – Μη γελάς! Μα δε βλέπεις;
  Εδώ µας κάνουν µάγια, αφεντικό!»
  (φύση-µάγια- οµορφιά, σελ. 271).
• 10. ∆ιαπολιτισµικοί κώδικες. Εθνοτική
  και θρησκευτική ετερότητα, θετικά
  φορτισµένος λόγος, το σαντούρι, π.χ.
  «Έδωκα ό,τι είχα και δεν είχα, κι αγόρασα
  ένα σαντούρι.[…] πήγα στη Σαλονίκη,
  βρήκα ένα µερακλή Τούρκο, τον Ρετσέπ-
  εφέντη, το δάσκαλο του σαντουριού […]
  Έχεις µεράκι για σαντούρι; -Έχω. -Ε, κάτσε,
  µωρέ, κι εγώ δε θέλω πλερωµή! […] Αν ο
  Θεός βάζει στην Παράδεισο και
  σκύλους, ας βάλει και τον Ρετσέπ-εφέντη
  […]» (σ. 25, 26).
• Ο λόγος του Χουσεϊν –αγά για το θεό που
  χωράει µόνο στην καρδιά του ανθρώπου
  και γι΄αυτό δεν πρέπει κανείς να πληγώνει
  την καρδιά του ανθρώπου (σελ. 329-330).
• Η θρησκευτική ετερότητα, π.χ. «-Ποιον παπά, µωρέ
  σερσέµη; έκαµε ο Κοντοµανολιός αγριεµένος. Αυτή,
  µωρέ, ήταν φράγκισσα […] η αφορεσµένη! Αντέστε,
  να την παραχώσουµε στον άµµο, να µη βρωµίσει και
  µαγαρίσει το χωριό! […]» (σελ. 315), ο Ζορµπάς ως
  ξενοµερίτης «παλιοµακεδόνα […] παλικρητίκαρε»,
  «-Το γεροξεκουτιάρη […] Πού διάολο µας έλαχε κι
  αυτός εδώ πέρα, ο ξενοµπασιάρης!» (ντόπιος vs
  ξένος, σελ. 299,309 ) και ο τεµπέλης
  παλιοελλαδίτης (σελ. 41-42) κ.ά.
• Τα ελληνικά της µαντάµ Ορτάνς ως κώδικας
  ετερότητας, π.χ. «-Κορέο ντεν έκει! ντεν έκει» (σελ.
  46), «-Ντεν τέλω να πετάνω…Ντεν τέλω…» (309),
  όπως και ο ιδιωµατικός λόγος των ντόπιων (κειµενική
  πολυγλωσσία)
• 11. Θρησκευτικοί κώδικες. Αναζήτηση του θεού σε
  ανθρώπινα µέτρα, π.χ. «Ή δεν υπάρχει αυτό που λέµε Θεός,
  ή ο Θεός αγαπάει τα φονικά και τις ατιµίες […] Κι αν υπάρχει
  Θεός, ε, τότε πια, µούντζωτα! Θα µε σεριανάει από τον ουρανό
  και θα σκάει στα γέλια» (σελ. 38,39),
• χριστιανή vs τουρκάλα ως θρησκευτική ετερότητα
  (επεισόδιο κατά τον τοκετό γυναικών και επίκληση της
  Παναγίας µε τον ελληνικό γλωσσικό κώδικα. Η Τζαφέρ-
  χανούµ επικαλείται την Παναγία των Ρωµιών, αρχικά ως Μεϊρέ-
  µάνα, αλλά δεν εισακούεται, εισακούστηκε µόνον όταν «έσυρε
  φωνή µεγάλη: "Παναγιά µου! " και µονοµιάς γλίστρηξε το παιδί
  από την κοιλιά, σα χέλι.» (οµόγλωσσος vs ξενόγλωσσος και η
  θρησκευτική δυναµική της, σελ. 80),
• «Εγώ συχνά ξεχνώ, περιγελώ, παραστρατίζω, η πίστη µου
  είναι µωσαϊκό καµωµένο από απιστίες […] Μα εσύ κρατάς
  στέρεα το τιµόνι» (σύγκριση Καζαντζάκη µε Σταυριδάκη, σελ.
  119),
• « -Εγώ, µη γελάσεις, αφεντικό, φαντάζουµαι το Θεό
  απαράλλαχτο σαν και µένα.» (σελ. 134).
N.kazantzakis, norvigia
N.kazantzakis, norvigia
N.kazantzakis, norvigia
N.kazantzakis, norvigia
N.kazantzakis, norvigia

Contenu connexe

Tendances

Commedia dell΄ arte rania m. Δ.Σ. Γουβών
Commedia dell΄ arte  rania m. Δ.Σ. ΓουβώνCommedia dell΄ arte  rania m. Δ.Σ. Γουβών
Commedia dell΄ arte rania m. Δ.Σ. Γουβών
raniad
 
μια βόλτα με τους 12 θεούς 15 νγ κορυδαλλού
μια βόλτα με τους 12 θεούς 15 νγ κορυδαλλούμια βόλτα με τους 12 θεούς 15 νγ κορυδαλλού
μια βόλτα με τους 12 θεούς 15 νγ κορυδαλλού
vasilikiarvan
 
Από φωτιά και μέταλλο εφτιάχτηκε ο Τάλως, την Κρήτη να περιφρουρεί όσο κανένα...
Από φωτιά και μέταλλο εφτιάχτηκε ο Τάλως, την Κρήτη να περιφρουρεί όσο κανένα...Από φωτιά και μέταλλο εφτιάχτηκε ο Τάλως, την Κρήτη να περιφρουρεί όσο κανένα...
Από φωτιά και μέταλλο εφτιάχτηκε ο Τάλως, την Κρήτη να περιφρουρεί όσο κανένα...
George Markatatos
 
Ομήρου Οδύσσεια, α, 26-108
Ομήρου Οδύσσεια, α, 26-108Ομήρου Οδύσσεια, α, 26-108
Ομήρου Οδύσσεια, α, 26-108
Georgia Sofi
 

Tendances (20)

Commedia dell΄ arte rania m. Δ.Σ. Γουβών
Commedia dell΄ arte  rania m. Δ.Σ. ΓουβώνCommedia dell΄ arte  rania m. Δ.Σ. Γουβών
Commedia dell΄ arte rania m. Δ.Σ. Γουβών
 
μια βόλτα με τους 12 θεούς 15 νγ κορυδαλλού
μια βόλτα με τους 12 θεούς 15 νγ κορυδαλλούμια βόλτα με τους 12 θεούς 15 νγ κορυδαλλού
μια βόλτα με τους 12 θεούς 15 νγ κορυδαλλού
 
Η ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ ΤΡΙΑΝΤΑ - ΠΟΙΗΣΗ
Η ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ ΤΡΙΑΝΤΑ - ΠΟΙΗΣΗΗ ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ ΤΡΙΑΝΤΑ - ΠΟΙΗΣΗ
Η ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ ΤΡΙΑΝΤΑ - ΠΟΙΗΣΗ
 
Οδύσσεια α 174 360
Οδύσσεια α 174   360Οδύσσεια α 174   360
Οδύσσεια α 174 360
 
ΤΟΥ ΓΙΟΦΥΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ
ΤΟΥ ΓΙΟΦΥΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣΤΟΥ ΓΙΟΦΥΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ
ΤΟΥ ΓΙΟΦΥΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ
 
11. κλασική τέχνη
11. κλασική τέχνη11. κλασική τέχνη
11. κλασική τέχνη
 
ΠΡΑΣΙΝΙΖΩ ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΜΟΥ
ΠΡΑΣΙΝΙΖΩ ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΜΟΥΠΡΑΣΙΝΙΖΩ ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΜΟΥ
ΠΡΑΣΙΝΙΖΩ ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΜΟΥ
 
συνθετικές εργασίες
συνθετικές εργασίεςσυνθετικές εργασίες
συνθετικές εργασίες
 
1912-2012 : 100 XΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΥΣ ΠΟΛΕΜΟΥΣ
1912-2012 : 100 XΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΥΣ ΠΟΛΕΜΟΥΣ1912-2012 : 100 XΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΥΣ ΠΟΛΕΜΟΥΣ
1912-2012 : 100 XΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΥΣ ΠΟΛΕΜΟΥΣ
 
Το άρμα του Ήλιου
Το άρμα του ΉλιουΤο άρμα του Ήλιου
Το άρμα του Ήλιου
 
Ένα σποράκι ταξιδεύει …
Ένα σποράκι ταξιδεύει …Ένα σποράκι ταξιδεύει …
Ένα σποράκι ταξιδεύει …
 
Η Ύπατη Αρμοστεία έκανε ... «Το Σκληρό Καρύδι» στα παιδιά της Δ΄τάξης
Η Ύπατη Αρμοστεία έκανε ... «Το Σκληρό Καρύδι» στα παιδιά της Δ΄τάξηςΗ Ύπατη Αρμοστεία έκανε ... «Το Σκληρό Καρύδι» στα παιδιά της Δ΄τάξης
Η Ύπατη Αρμοστεία έκανε ... «Το Σκληρό Καρύδι» στα παιδιά της Δ΄τάξης
 
17ο Δ. Σ. Ηρακλείου - Στα ίχνη της γραφής
17ο Δ. Σ. Ηρακλείου - Στα ίχνη της γραφής17ο Δ. Σ. Ηρακλείου - Στα ίχνη της γραφής
17ο Δ. Σ. Ηρακλείου - Στα ίχνη της γραφής
 
ραψωδία α
ραψωδία αραψωδία α
ραψωδία α
 
Από φωτιά και μέταλλο εφτιάχτηκε ο Τάλως, την Κρήτη να περιφρουρεί όσο κανένα...
Από φωτιά και μέταλλο εφτιάχτηκε ο Τάλως, την Κρήτη να περιφρουρεί όσο κανένα...Από φωτιά και μέταλλο εφτιάχτηκε ο Τάλως, την Κρήτη να περιφρουρεί όσο κανένα...
Από φωτιά και μέταλλο εφτιάχτηκε ο Τάλως, την Κρήτη να περιφρουρεί όσο κανένα...
 
πολιτιστικό πρόγραμμα 5ου νγ περάματος 2013 2014
πολιτιστικό πρόγραμμα 5ου νγ περάματος  2013 2014πολιτιστικό πρόγραμμα 5ου νγ περάματος  2013 2014
πολιτιστικό πρόγραμμα 5ου νγ περάματος 2013 2014
 
Τι γυρεύει μια Νεράιδα κι ένας Δράκος στη Βιβλιοθήκη του Σχολείου μας;
Τι γυρεύει μια Νεράιδα κι ένας Δράκος στη Βιβλιοθήκη του Σχολείου μας;Τι γυρεύει μια Νεράιδα κι ένας Δράκος στη Βιβλιοθήκη του Σχολείου μας;
Τι γυρεύει μια Νεράιδα κι ένας Δράκος στη Βιβλιοθήκη του Σχολείου μας;
 
Ομήρου Οδύσσεια, α, 26-108
Ομήρου Οδύσσεια, α, 26-108Ομήρου Οδύσσεια, α, 26-108
Ομήρου Οδύσσεια, α, 26-108
 
κόκκινη κλωστή απλώνει, την περνάει στο βελόνι
κόκκινη κλωστή απλώνει, την περνάει στο βελόνικόκκινη κλωστή απλώνει, την περνάει στο βελόνι
κόκκινη κλωστή απλώνει, την περνάει στο βελόνι
 
Οι 12 Θεοί του Ολύμπου
Οι 12 Θεοί του ΟλύμπουΟι 12 Θεοί του Ολύμπου
Οι 12 Θεοί του Ολύμπου
 

Similaire à N.kazantzakis, norvigia

Kykladikos politismos[1]
Kykladikos politismos[1]Kykladikos politismos[1]
Kykladikos politismos[1]
dimpapani
 
η σπουδαια παραδοση της τερπνης
η  σπουδαια παραδοση της τερπνηςη  σπουδαια παραδοση της τερπνης
η σπουδαια παραδοση της τερπνης
guest782c5d
 
η σπουδαια παραδοση της τερπνης
η  σπουδαια παραδοση της τερπνηςη  σπουδαια παραδοση της τερπνης
η σπουδαια παραδοση της τερπνης
guest782c5d
 
Η χριστιανική παράδοση, μάθημα της Β Λυκείου Β ΛΥΚΕΙΟΥ
Η χριστιανική  παράδοση, μάθημα της Β Λυκείου Β ΛΥΚΕΙΟΥΗ χριστιανική  παράδοση, μάθημα της Β Λυκείου Β ΛΥΚΕΙΟΥ
Η χριστιανική παράδοση, μάθημα της Β Λυκείου Β ΛΥΚΕΙΟΥ
ssuser44c0dc
 
12 θεοί του ολύμπου
12 θεοί του ολύμπου12 θεοί του ολύμπου
12 θεοί του ολύμπου
Eleni Athanasiou
 
Η Άννα του Κλήδονα
Η Άννα του ΚλήδοναΗ Άννα του Κλήδονα
Η Άννα του Κλήδονα
JoannaArtinou
 

Similaire à N.kazantzakis, norvigia (20)

Γιώργος Ιωάννου
Γιώργος ΙωάννουΓιώργος Ιωάννου
Γιώργος Ιωάννου
 
Kykladikos politismos[1]
Kykladikos politismos[1]Kykladikos politismos[1]
Kykladikos politismos[1]
 
η σπουδαια παραδοση της τερπνης
η  σπουδαια παραδοση της τερπνηςη  σπουδαια παραδοση της τερπνης
η σπουδαια παραδοση της τερπνης
 
η σπουδαια παραδοση της τερπνης
η  σπουδαια παραδοση της τερπνηςη  σπουδαια παραδοση της τερπνης
η σπουδαια παραδοση της τερπνης
 
βαγενας παρουσίαση βιβλίου...Tερπνή νέο
βαγενας παρουσίαση βιβλίου...Tερπνή νέοβαγενας παρουσίαση βιβλίου...Tερπνή νέο
βαγενας παρουσίαση βιβλίου...Tερπνή νέο
 
ελλάδα1
ελλάδα1ελλάδα1
ελλάδα1
 
2.3 παράδοση
2.3 παράδοση2.3 παράδοση
2.3 παράδοση
 
Η χριστιανική παράδοση, μάθημα της Β Λυκείου Β ΛΥΚΕΙΟΥ
Η χριστιανική  παράδοση, μάθημα της Β Λυκείου Β ΛΥΚΕΙΟΥΗ χριστιανική  παράδοση, μάθημα της Β Λυκείου Β ΛΥΚΕΙΟΥ
Η χριστιανική παράδοση, μάθημα της Β Λυκείου Β ΛΥΚΕΙΟΥ
 
ΕΘΙΜΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
ΕΘΙΜΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝΕΘΙΜΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
ΕΘΙΜΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
 
12 θεοί του ολύμπου
12 θεοί του ολύμπου12 θεοί του ολύμπου
12 θεοί του ολύμπου
 
Odysseia
OdysseiaOdysseia
Odysseia
 
Odysseia
OdysseiaOdysseia
Odysseia
 
¨ΡωμΝιός¨ - 7ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΜΑΙΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2012)
¨ΡωμΝιός¨ - 7ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΜΑΙΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2012)¨ΡωμΝιός¨ - 7ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΜΑΙΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2012)
¨ΡωμΝιός¨ - 7ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΜΑΙΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2012)
 
Εισαγωγή στα Ομηρικά Έπη
Εισαγωγή στα Ομηρικά ΈπηΕισαγωγή στα Ομηρικά Έπη
Εισαγωγή στα Ομηρικά Έπη
 
Η Άννα του Κλήδονα
Η Άννα του ΚλήδοναΗ Άννα του Κλήδονα
Η Άννα του Κλήδονα
 
ηροδοτου ιστορίες
ηροδοτου ιστορίεςηροδοτου ιστορίες
ηροδοτου ιστορίες
 
θέατρο πρόγραμμα
θέατρο πρόγραμμαθέατρο πρόγραμμα
θέατρο πρόγραμμα
 
Karnavali
KarnavaliKarnavali
Karnavali
 
01 eisagogi
01 eisagogi01 eisagogi
01 eisagogi
 
Ικεσία στην Οδύσσεια
Ικεσία στην ΟδύσσειαΙκεσία στην Οδύσσεια
Ικεσία στην Οδύσσεια
 

Plus de Ελένη Ξ

Parag.gr.logou fulla ergasias (2)
Parag.gr.logou fulla ergasias (2)Parag.gr.logou fulla ergasias (2)
Parag.gr.logou fulla ergasias (2)
Ελένη Ξ
 
Kazantzakis publications berlin (gr)
Kazantzakis publications   berlin (gr)Kazantzakis publications   berlin (gr)
Kazantzakis publications berlin (gr)
Ελένη Ξ
 
40o ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑΣ ΕΝΩΣΗΣ ΦΙΛΟΛΟΓΩΝ-ΣΠΑΡΤΗ
40o ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑΣ ΕΝΩΣΗΣ ΦΙΛΟΛΟΓΩΝ-ΣΠΑΡΤΗ40o ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑΣ ΕΝΩΣΗΣ ΦΙΛΟΛΟΓΩΝ-ΣΠΑΡΤΗ
40o ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑΣ ΕΝΩΣΗΣ ΦΙΛΟΛΟΓΩΝ-ΣΠΑΡΤΗ
Ελένη Ξ
 
ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ_ΚΥΡΙΟΥ_ΑΝΑΚΑΛΥΨΕΙΣ_ΙΣΤΟΡΙΑ
ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ_ΚΥΡΙΟΥ_ΑΝΑΚΑΛΥΨΕΙΣ_ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ_ΚΥΡΙΟΥ_ΑΝΑΚΑΛΥΨΕΙΣ_ΙΣΤΟΡΙΑ
ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ_ΚΥΡΙΟΥ_ΑΝΑΚΑΛΥΨΕΙΣ_ΙΣΤΟΡΙΑ
Ελένη Ξ
 
αιγός ποταμοί
αιγός ποταμοίαιγός ποταμοί
αιγός ποταμοί
Ελένη Ξ
 
Gynaikes ston polemo emprhsmos
Gynaikes ston polemo emprhsmosGynaikes ston polemo emprhsmos
Gynaikes ston polemo emprhsmos
Ελένη Ξ
 
ανθρώπινα δικαιώματα
ανθρώπινα δικαιώματαανθρώπινα δικαιώματα
ανθρώπινα δικαιώματα
Ελένη Ξ
 
18. καβαφησ καισαριων
18. καβαφησ καισαριων18. καβαφησ καισαριων
18. καβαφησ καισαριων
Ελένη Ξ
 
1. λογοτεχνια στη δευτεροβαθμια
1. λογοτεχνια στη δευτεροβαθμια 1. λογοτεχνια στη δευτεροβαθμια
1. λογοτεχνια στη δευτεροβαθμια
Ελένη Ξ
 
μανώλης στεργιούλης, σοφοκλεουσ αντιγονη, στ. 18 38. δειγματική διδασκαλία, κ...
μανώλης στεργιούλης, σοφοκλεουσ αντιγονη, στ. 18 38. δειγματική διδασκαλία, κ...μανώλης στεργιούλης, σοφοκλεουσ αντιγονη, στ. 18 38. δειγματική διδασκαλία, κ...
μανώλης στεργιούλης, σοφοκλεουσ αντιγονη, στ. 18 38. δειγματική διδασκαλία, κ...
Ελένη Ξ
 
Μανώλης Στεργιούλης, Σοφοκλεους Αντιγονη, στ. 20 32. δειγματική διδασκαλία, κ...
Μανώλης Στεργιούλης, Σοφοκλεους Αντιγονη, στ. 20 32. δειγματική διδασκαλία, κ...Μανώλης Στεργιούλης, Σοφοκλεους Αντιγονη, στ. 20 32. δειγματική διδασκαλία, κ...
Μανώλης Στεργιούλης, Σοφοκλεους Αντιγονη, στ. 20 32. δειγματική διδασκαλία, κ...
Ελένη Ξ
 
μανώλης στεργιούλης, σοφοκλεους αντιγονη, στ. 20 32. δειγματική διδασκαλία, κ...
μανώλης στεργιούλης, σοφοκλεους αντιγονη, στ. 20 32. δειγματική διδασκαλία, κ...μανώλης στεργιούλης, σοφοκλεους αντιγονη, στ. 20 32. δειγματική διδασκαλία, κ...
μανώλης στεργιούλης, σοφοκλεους αντιγονη, στ. 20 32. δειγματική διδασκαλία, κ...
Ελένη Ξ
 
πλούμιτσα χάρτης Mail
πλούμιτσα χάρτης Mailπλούμιτσα χάρτης Mail
πλούμιτσα χάρτης Mail
Ελένη Ξ
 
εξεταστεα υλη γ΄λυκειου 2012 13
εξεταστεα υλη γ΄λυκειου 2012 13εξεταστεα υλη γ΄λυκειου 2012 13
εξεταστεα υλη γ΄λυκειου 2012 13
Ελένη Ξ
 

Plus de Ελένη Ξ (20)

Parag.gr.logou aksiolog.gr.ekfrasns (1)
Parag.gr.logou aksiolog.gr.ekfrasns (1)Parag.gr.logou aksiolog.gr.ekfrasns (1)
Parag.gr.logou aksiolog.gr.ekfrasns (1)
 
Parag.gr.logou fulla ergasias (2)
Parag.gr.logou fulla ergasias (2)Parag.gr.logou fulla ergasias (2)
Parag.gr.logou fulla ergasias (2)
 
Kazantzakis publications berlin (gr)
Kazantzakis publications   berlin (gr)Kazantzakis publications   berlin (gr)
Kazantzakis publications berlin (gr)
 
40o ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑΣ ΕΝΩΣΗΣ ΦΙΛΟΛΟΓΩΝ-ΣΠΑΡΤΗ
40o ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑΣ ΕΝΩΣΗΣ ΦΙΛΟΛΟΓΩΝ-ΣΠΑΡΤΗ40o ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑΣ ΕΝΩΣΗΣ ΦΙΛΟΛΟΓΩΝ-ΣΠΑΡΤΗ
40o ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑΣ ΕΝΩΣΗΣ ΦΙΛΟΛΟΓΩΝ-ΣΠΑΡΤΗ
 
ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ_ΚΥΡΙΟΥ_ΑΝΑΚΑΛΥΨΕΙΣ_ΙΣΤΟΡΙΑ
ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ_ΚΥΡΙΟΥ_ΑΝΑΚΑΛΥΨΕΙΣ_ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ_ΚΥΡΙΟΥ_ΑΝΑΚΑΛΥΨΕΙΣ_ΙΣΤΟΡΙΑ
ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ_ΚΥΡΙΟΥ_ΑΝΑΚΑΛΥΨΕΙΣ_ΙΣΤΟΡΙΑ
 
αιγός ποταμοί
αιγός ποταμοίαιγός ποταμοί
αιγός ποταμοί
 
ναυμαχίες
ναυμαχίεςναυμαχίες
ναυμαχίες
 
Gynaikes ston polemo emprhsmos
Gynaikes ston polemo emprhsmosGynaikes ston polemo emprhsmos
Gynaikes ston polemo emprhsmos
 
ρατσισμός
ρατσισμόςρατσισμός
ρατσισμός
 
ανθρώπινα δικαιώματα
ανθρώπινα δικαιώματαανθρώπινα δικαιώματα
ανθρώπινα δικαιώματα
 
Megaron
MegaronMegaron
Megaron
 
2nd xmas flyer 2012
2nd xmas flyer 20122nd xmas flyer 2012
2nd xmas flyer 2012
 
διαφοροποιημενη διδασκαλια παντελιαδου
διαφοροποιημενη διδασκαλια παντελιαδουδιαφοροποιημενη διδασκαλια παντελιαδου
διαφοροποιημενη διδασκαλια παντελιαδου
 
18. καβαφησ καισαριων
18. καβαφησ καισαριων18. καβαφησ καισαριων
18. καβαφησ καισαριων
 
1. λογοτεχνια στη δευτεροβαθμια
1. λογοτεχνια στη δευτεροβαθμια 1. λογοτεχνια στη δευτεροβαθμια
1. λογοτεχνια στη δευτεροβαθμια
 
μανώλης στεργιούλης, σοφοκλεουσ αντιγονη, στ. 18 38. δειγματική διδασκαλία, κ...
μανώλης στεργιούλης, σοφοκλεουσ αντιγονη, στ. 18 38. δειγματική διδασκαλία, κ...μανώλης στεργιούλης, σοφοκλεουσ αντιγονη, στ. 18 38. δειγματική διδασκαλία, κ...
μανώλης στεργιούλης, σοφοκλεουσ αντιγονη, στ. 18 38. δειγματική διδασκαλία, κ...
 
Μανώλης Στεργιούλης, Σοφοκλεους Αντιγονη, στ. 20 32. δειγματική διδασκαλία, κ...
Μανώλης Στεργιούλης, Σοφοκλεους Αντιγονη, στ. 20 32. δειγματική διδασκαλία, κ...Μανώλης Στεργιούλης, Σοφοκλεους Αντιγονη, στ. 20 32. δειγματική διδασκαλία, κ...
Μανώλης Στεργιούλης, Σοφοκλεους Αντιγονη, στ. 20 32. δειγματική διδασκαλία, κ...
 
μανώλης στεργιούλης, σοφοκλεους αντιγονη, στ. 20 32. δειγματική διδασκαλία, κ...
μανώλης στεργιούλης, σοφοκλεους αντιγονη, στ. 20 32. δειγματική διδασκαλία, κ...μανώλης στεργιούλης, σοφοκλεους αντιγονη, στ. 20 32. δειγματική διδασκαλία, κ...
μανώλης στεργιούλης, σοφοκλεους αντιγονη, στ. 20 32. δειγματική διδασκαλία, κ...
 
πλούμιτσα χάρτης Mail
πλούμιτσα χάρτης Mailπλούμιτσα χάρτης Mail
πλούμιτσα χάρτης Mail
 
εξεταστεα υλη γ΄λυκειου 2012 13
εξεταστεα υλη γ΄λυκειου 2012 13εξεταστεα υλη γ΄λυκειου 2012 13
εξεταστεα υλη γ΄λυκειου 2012 13
 

N.kazantzakis, norvigia

  • 1. ∆ρ Χριστίνα Αργυροπούλου, Νεοελληνίστρια, Επίτιµη Σύµβουλος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου Ηµερίδα σε Νορβηγία 2009 Θέµα: Οι πολιτισµικοί κώδικες στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορµπά
  • 2. • Α. Εισαγωγικά στοιχεία • Τι λέµε πολιτισµικούς κώδικες; Λέγοντας πολιτισµικούς κώδικες εννοούµε συστήµατα συµπεριφοράς και αξιών, που µεταφέρουν νοήµατα µε τη λειτουργία της γλώσσας (δηλώσεις, συνδηλώσεις, δυαδικές αντιθέσεις, σηµειωτική χώρου και χρόνου) και δηµιουργούν συστήµατα επικοινωνίας µέσα από τα συστήµατα σηµασίας. • Οι πολιτισµικοί κώδικες µεταφέρουν πληροφορίες για τη ζωή, για τα ήθη και έθιµα, για τις αξίες και απαξίες, για τους θρύλους και τους µύθους, για την ιστορία, για τους ρόλους των φύλων σε συγκεκριµένες κοινωνίες κ.ά.
  • 3. • Λογοτεχνία και πολιτισµικοί κώδικες. Στη λογοτεχνία συνυπάρχουν πολλοί κώδικες (κοινωνικοί, οικονοµικοί, ιστορικοί -ατοµικοί και συλλογικοί-, ιδεολογικοί, λαϊκή σοφία και κοσµοθεωρία), που συγκροτούν το κειµενικό σύµπαν µε τα πολιτισµικά του φορτία, που αναδεικνύονται από τη διαλεκτική σχέση κειµένου-αναγνώστη-αναγνώσεων. • Στη λογοτεχνία ενσωµατώνονται και εξωλογοτεχνικοί κώδικες από το κοινωνικό και πολιτισµικό περιβάλλον, που είναι φορείς της κουλτούρας της αντίστοιχης κοινωνίας. Έτσι, ο συγγραφέας λειτουργεί ως συλλογικό υποκείµενο που µεταφέρει στο έργο του και τις προσωπικές του ιδέες, αξίες και αντιλήψεις και της της κοινωνίας του. • Στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη διερευνώνται οι πολιτιστικοί κώδικες µε την πλατιά έννοια της «κουλτούρας» µέσα από το λόγο των ηρώων, όπου η ιστορία ως ατοµικό και συλλογικό βίωµα και οι κοινωνικοί κώδικες συνδέουν ή αντιπαραθέτουν τους κειµενικούς ήρωες µε τις µικροϊστορίες τους (π.χ. στην περίπτωση της χήρας, Ζορµπάς και Καζαντζάκης αντιτίθενται (vs) στους ντόπιους) ανάλογα µε τις ατοµικές και συλλογικές αξίες.
  • 4. • Στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη οι ιδέες, ως λόγος και στοχασµός, και οι µεταφυσικές αγωνίες δίνονται µέσα από την καθηµερινή οµιλία ως κώδικες επικοινωνίας, ως κοσµοείδωλα της ντόπιας και διαχρονικής κουλτούρας µέσα από ονόµατα-σύµβολα, από ήθη και έθιµα και από ιδεολογικούς κώδικες. • Ο Νίκος Καζαντζάκης, γεννηµένος και µεγαλωµένος στο Ηράκλειο της Κρήτης, ανακαλύπτει την οµορφιά του τόπου και των ανθρώπων του, θαυµάζει τη γενναιότητα των Ελλήνων µετά τον ∆εύτερο Παγκόσµιο Πόλεµο και την Κατοχή και εγγράφει στο έργο του στοιχεία που συνθέτουν την εντοπιότητα ως πολιτισµό της Κρήτης και ευρύτερα ως πολιτισµό της Ελλάδας.
  • 5. • Ο Ν. Καζαντζάκης προβάλλει ως αυθεντικός άνθρωπος µε τα βιώµατα τα δικά του και των άλλων στο έργο Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορµπά, όπου είναι παντογνώστης αφηγητής. Βέβαια, ο τίτλος ως βίος και ως πολιτεία, η λέξη «πολιτεία» έχει θετική και αρνητική φόρτιση, ότι δηλαδή έχει κάµει κάποιος και άσχηµα ή παράτολµα πράγµατα στη ζωή του, π.χ. η δράση του Ζορµπά ως παράτολµου ανθρώπου µε τη δική του ηθική και νοοτροπία, η αντίληψη του χωρικού για τη µαντάµ Ορτάνς, όταν λέει «Βίος και πολιτεία. Πήδηξε πολλά παλούκια» (ηθικό στίγµα, σελ. 44). • Έτσι, οι µικροϊστορίες µε τους πολιτισµικούς τους κώδικες είναι στοιχεία της κουλτούρας και της ταυτότητας των ηρώων σε συγκεκριµένο τόπο και χρόνο.
  • 6. • Β. Πολιτισµικοί κώδικες σε χώρο και χρόνο ως εντοπιότητα µε τα ήθη και έθιµα, ως στάση ζωής, ως εξωτερικός χώρος (τόπος, τοπίο), ως εσωτερικός χώρος (σπίτι, εκκλησία, µοναστήρι), ως ενδυµασία και διατροφή, ως ντόπια ηθική, ως φιλοξενία, ως στάση στη ζωή και το θάνατο. • 1. Η εντοπιότητα και η ελληνικότητα ως µεσογειακό τοπίο και ανοιχτός χώρος µε το οποίο ο συγγραφέας-αφηγητής έχει βαθιά συναισθηµατική σχέση δίνεται µε ποικιλία εικόνων (αγάπη για το Αιγαίο, για την Ελλάδα, τα νησιά, την Κρήτη), π.χ.
  • 7. «ΘΑΛΑΣΣΑ, ΧΙΝΟΠ ΡΙΑΤΙΚΗ, ΓΛΥΚΑ, Φ ΤΟΛΟΥ-σµένα νησιά, διάφανο πέπλο από ψιλή βροχούλα που έντυνε την αθάνατη γύµνια της Ελλάδας. Χαρά στον άνθρωπο που αξιώθηκε […] ν΄ αρµενίσει το Αιγαίο […] στην Παράδεισο […] στην Ελλάδα, το θάµα είναι ο σίγουρος ανθός της ανάγκης […] οι τετραπέρατοι Ρωµιοί […].». Εδώ προβάλλονται ο τόπος και οι άνθρωποι ( Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορµπά, σ. 30), • «Όταν ξύπνησα, ξηµερώµατα, το µέγα αρχοντονήσι απλώνουνταν δεξά µας κακοτράχαλο, περήφανο […] Ο Ζορµπάς […] κοίταζε αχόρταγα την Κρήτη.» (ό.π., σελ.34), • «[…] µάζεψα µυριστικά αγριόχορτα κι οι παλάµες µου µύρισαν θρούµπα, φασκόµηλο και φλισκούνι […] δέντρα κι άσπρο ασβεστόχωµα […] Λίγο πιο µέσα από το γυρογιάλι, ελιές, χαρουπιές, συκιές, λίγα αµπέλια […] ξινόδεντρα και µουσµουλιές, και πιο κοντά στο γιαλό, τα µποστάνια […] µοσκοβολούσαν οι λεµονιές κι οι πορτοκαλιές και πέρα, από την απέραντη θάλασσα, ξεχύνουνταν αστέρευτη ποίηση.
  • 8. -Η Κρήτη, µουρµούριζα, η Κρήτη… -κι η καρδιά µου αναπετάριζε.[…]» (πανίδα και χλωρίδα, ό.π., σελ.48, 49 ). • Η έννοια του εσωτερικού χώρου δίνεται µε την περιγραφή ενός χωριάτικου σπιτιού του µπάρµπα Αναγνώστη. Το σπίτι έχει όλα τα απαραίτητα µε κλασική λιτότητα, π.χ. «Χαρά µεγάλη να µπαίνεις σ΄ ένα χωριάτικο κρητικό σπίτι […] το τζάκι, ένα λυχνάρι […] πιθάρια µε λάδι και γεννήµατα,[…] το σταµνί µε το δροσερό νερό, ταπωµένο µε το σταµναγκάθι. Στα δοκάρια κρέµουνται αρµαθιές κυδώνια και ρόδια και µυρωδάτα βότανα- φασκόµηλο, δυόσµο, δεντρολίβανο, θρούµπα,[…] στο σοφά, όπου είναι το στριποδένιο κρεβάτι, κι από πάνω τ΄ άγια κονίσµατα µε το αναµµένο καντήλι. Το σπίτι σου φαίνεται αδειανό, κι όµως τα ΄χει όλα. τόσο λίγα πράµατα έχει ανάγκη ο σωστός άνθρωπος.» (στριποδένιο κρεβάτι πολιτισµικός δείκτης, συνοµιλία µε τον οµηρικό κόσµο, σελ. 78).
  • 9. • Ο συλλογικός χώρος του χωριού δίνεται µε την εκκλησία και το χοροστάσι, όπου γίνεται το γλέντι µετά την Ανάσταση. Παρατηρούµε ότι υπάρχει κοινωνική ιεραρχία (σεβασµός στους γέροντες, ο λυράρης-συνοµιλία µε οµηρικά έπη-), π.χ. «[...] γλυκιές δοξαριές της λύρας, γιορτερές φωνές, τουφεκιές, µαντινάδες [….] Γύρα στα πεζούλια κάθουνταν παραταριά οι γέροι, µε το πηγούνι ακουµπισµένο στα ραβδιά τους και κοίταζαν· πιο πίσω οι γριές όρθιες. Στη µέση θρόνιαζε ο φουµιστός λυράρης, ο Φανούριος, µ΄ ένα απριλιάτικο ρόδο περασµένο στο αυτί του. […] » ( καθιστοί οι γέροι, όρθιες οι γριές- κοινωνικό στίγµα για τη θέση των γυναικών-, εικόνα λαϊκή του λυράρη µε το τριαντάφυλλο στο αυτί- λαϊκή ζωγραφική-, σελ. 285).
  • 10. • Τα µοναστήρια δίνονται ως κλειστός χώρος µυστηρίου, αλλά και υποκρισίας και εµπορίου (αλήθεια vs ψέµα, υποκρισία, συµφέροντα, Παναγιά vs Σατανάς, άνθρωποι ως αρνιά vs καλόγεροι ως κακοί, φονιάδες, λύκοι, το ΄Αγιον Όρος και η περιουσία του στην Κρήτη, πώληση δάσους), π.χ. «-Γυρίστε πίσω χριστιανοί! Φώναξε ο καλόγερος […] ∆εν είναι αυτό κήπος της Παναγίας, είναι το περιβόλι του Σατανά.[…] Μιλούν για την Αγγλία, τη Ρουσία, για το Βενιζέλο, το βασιλιά, µε πάθος […] Τα µάτια τους είναι γεµάτα πολιτείες, µαγαζιά, γυναίκες, εφηµερίδες… […].–Κατάλαβες; µου ΄πε ο Ζορµπάς. Κατάλαβες; Σόδοµα και Γόµορρα! […] ∆εν είµαστε καλόγεροι, µη φοβάσαι […] –∆ωσ΄ µου εµένα τα λεφτά, αφεντικό· θα υπογράψω εγώ τα χαρτιά· εδώ ΄ναι λύκοι, του λόγου σου είσαι αρνάκι, θα σε φάνε· […] το µεσηµέρι φεύγουµε µε το δάσο στην τσέπη. […]» (σελ. 228,233, 236-7, 243)
  • 11. • 2. ∆ιεύρυνση του χώρου µέσα από τα ταξίδια και τα βιώµατα των ηρώων (Ζορµπά, Καζαντζάκη, µαντάµ Ορτάνς και φίλων), π.χ. «Με σεριανάει κάθε βράδυ ο Ζορµπάς στην Ελλάδα, στη Βουλγαρία, στην Πόλη […]» (σελ. 72), • «-Μιαν άλλη πάλι φορά ήµουνα στη Ρουσία […] για µεταλλεία […] στο Νοβορωσίσκι […] "Μωρέ, τι ΄ναι αυτά που µου τσαµπουνάει ετούτος ο Σεβάχ Θαλασσινός; Κουβέντα µε το χορό γίνεται;" Κι όµως εγώ βάζω το κεφάλι µου, έτσι θα κουβεντιάζουν οι θεοί κι οι διαόλοι» (στίγµα ιδεολογικό, ο χορός, η έµπνευση, σελ. 97, 98).
  • 12. • Συνοµιλία Καζαντζάκη- Σταυριδάκη µε αναφορά στον «Πόντο, όπου κινδύνευαν οι Έλληνες (σελ. 119) και στις χώρες Καυκάσου (σελ. 174-177). • Γράµµα από την Αφρική του συµµαθητή του Καζαντζάκη, Καραγιάννη (σελ. 171, ελληνικότητα και κοσµοπολιτισµός).
  • 13. • 3. Πολιτισµικοί κώδικες ως τρόπος ζωής, ως διατροφή, ως ενδυµασία, ως ντόπια ηθική, ως ετερότητα, ως φιλοξενία κ.ά., π.χ. «Ο αγέρας µύριζε τσίπουρο από τα ρακοκάζανα.[…] » (σ. 43), « -Αν υπάρχει κίντυνος, δεν είναι ντροπή να φύγω; -Είναι, αποκρίθηκε ο Ζορµπάς. -Θα ΄φευγες εσύ; -Όχι. […] µη φύγεις· µείνε.» (αξίες, π.χ. κίνδυνος και γενναιότητα vs ντροπή, δειλία, φυγή, σελ. 138). • Η σηµειωτική της ευχής για συχώρεση από τη µελλοθάνατη (ο γερο-Αναγνώστης ζητάει συχώρεση από τη µελλοθάνατη) «[…]µπήκε ακροπάτητα […] έσκυψε, έκαµε µετάνοια: -Συχώρεσέ µε, µαντάµα, της είπε, συχώρεσέ µε κι ο Θεός να σε συχωρέσει. Αν καµιά φορά ξεστόµισα κι ένα βαρύ λόγο, άνθρωποι είµαστε, συχώρεσέ µε!» (σελ. 307-8)
  • 14. • Συνήθειες γυναικών, ενδυµασία κρητικών, π.χ. «Σα δαφνόλαδο που αλείφουν τα µαλλιά τους οι γυναίκες στην Κρήτη»(σελ. 283), • «[…]σφιχτοδεµένοι έφηβοι µε τη φουφούλα βράκα, µε τη λιγνή µέση, και τα κρόσσια του κεφαλοµάντηλου κρέµουνταν στο κούτελό τους και στα µηλίγγια, σαν κατσαρά· κι οι κοπελιές, µε φλουριά στο λαιµό, µε τις άσπρες κεντητές µπόλιες, χαµοβλεπούσες, τους κρυφοτηρούσαν και λαχτάριζαν […] » (σελ. 285, 286).
  • 15. • Τα παιδιά ως µεταφορείς και η αντίληψη-στερεότυπο για τους παλιοελλαδίτες ως τεµπέληδες, που ανατρέπεται στο λόγο, π.χ. «∆υο ξυπόλυτα χωριατάκια, ηλιοκαµένα σα φελαχόπουλα, έτρεξαν και φορτώθηκαν τις βαλίτσες. Ένας τελωνοφύλακας γαλανοµάτης, παχύς, κάπνιζε ναργιλέ […] – Παλιοελλαδίτης! Έκαµε περιπαιχτικά· βαριέται! -∆ε βαριούνται τάχατε κι οι Κρητικοί; είπα. -Βαριούνται… βαριούνται… αποκρίθηκε το Κρητικόπουλο» (σελ.41-42). • Η υποδοχή στο χωριό των δύο ξένων, η φιλοξενία, η περιέργεια των γυναικών, οι αντιδράσεις των παιδιών και η σηµειωτική της επιγραφής του καφενείου, π.χ. «Τα σκυλιά του χωριού χίµηξαν απάνω µας, οι γυναίκες αποκρεµάστηκαν στα δώµατα, τα παιδιά µας πήραν γιουχαϊζοντας ξοπίσω […] κι άλλα µας κοίταζαν µε µεγάλα εκστατικά µάτια. […] Φτάσαµε […] το καφενείον […] επιγραφή: "Καφεκρεοπωλείον η Αιδώς" […] - Καλώς τα κουµπαράκια! φώναξαν. Κοπιάστε να πάρετε µια ρακή […]» (αφιλόξενα σκυλιά και παιδιά vs φιλόξενοι άνθρωποι, η ντροπή και ο σεβασµός αποδίδονται µε την αρχαία ελληνική λέξη αιδώς σελ.44).
  • 16. • Η φιλοξενία ως χρέος και ντόπια ηθική, π.χ. «-Είναι µεγάλη ντροπή, είπε, να µένετε στο χάνι, σα να µην είχε ανθρώπους το χωριό […] Αρνηθήκαµε· πειράχτηκε, µα δεν επέµενε. -Έκαµα το χρέος µου, είπε κι έφυγε. Σε λίγο µας έστειλε δυο κεφάλια τυρί, ένα κοφίνι ρόδια, ένα κιουπάκι σταφίδες και ξερά σύκα και µιαν νταµιζάνα ρακή […] λίγο πράµα, λέει, και πολλή αγάπη!» (σελ. 54), • «Ο παππούς µου, από τη γενιά της µητέρας µου, σ΄ ένα χωριό της Κρήτης,[…] γύριζε µια βόλτα το χωριό να δει µπας κι ήρθε κανένας ξένος. Τον κουβαλούσε στο σπίτι […] έτρωε κι έπινε[…] και του ΄λεγε προσταχτικά: "Λέγε! [...] –Τι είσαι, ποιος είσαι, από πού έρχεσαι, τι χώρες και χωριά είδαν τα µάτια σου"» (συνοµιλία µε οµηρικό κόσµο, σελ. 71,), κ.ά.
  • 17. • Οι µοιρολογήστρες, αλλά και η αρπαγή των αγαθών της µαντάµ Ορτάνς (σκηνές πρωτόγονες, ύβρις στη νεκρή, αλλά και διαχρονικά έθιµα σχετικά µε την ταφή, χαρµολύπη), π.χ. «[…] -Τους είδες, θεια-Λενιώ µου, τους είδες; Βιάζουνται οι λιµασµένοι, θα σφάξουν τώρα τις όρνιθες, να τις ξεκοκαλίσουν. […]», • «–Το γεροξεκουτιάρη! έγρουξε η κυρα-Μαλαµατένια […], ο ξενοµπασιάρης! […] –Ντεν τέλω να πετάνω…Ντεν τέλω…[…] οι µοιρολοήτρες […] έµπηξαν το µονόφωνο, κουνούσαν το απανωκόρµι µπροστά και πίσω, έσφιγγαν τις γροθιές και χτυπούσαν τα στήθια τους […] –∆ε σου ΄πρεπε, δε σου ΄µοιαζε στη γης κρεβατοστρώση… […] Την έπλυναν µε κρασί […] της έχυσε κι ένα µποτιλάκι κολόνια που βρήκε […] Η θεια το Λενιό χύθηκε, άρπαξε τον καφέ και τα λουκούµια η γριά Μαλαµατένια τη ζάχαρη και τα κουταλάκια […] Απόξω
  • 18. στην αυλή οι νέοι είχαν κιόλα στελιώσει χορό· ήρθε ο καλός λυράρης, ο Φανούριος […] άρχισαν να χορεύουν.[…] ντροπή ΄ναι. Ο νεκρός ακούει· ακούει, µωρέ κοπέλια!». Ο λόγος έχει έντονες αντιθέσεις, π.χ. πέθανε vs ντεν τέλω να πετάνω (η γλώσσα δηλώνει ότι είναι ξένη), προβάλλονται το ηθικό vs ανήθικο, ο µη σεβασµός στην ετοιµοθάνατη ως ύβρις ως πρωτογονισµός και αγριότητα, vs σεβασµός ως πολιτισµός, ο ντόπιος vs ο ξένος. Επίσης, τα έθιµα της ταφής συγκροτούν κώδικες πολιτισµικούς και συνοµιλούν µε τα οµηρικά έπη- Ιλιάδα-, την τραγωδία και τα διαχρονικά σχετικά έθιµα ως σήµερα, βλέπε και αγγείο µε την εκφορά του νεκρού, σελ. 306,309, 311,313,314 )
  • 19. • 4. Τα µοτίβα των ηλικιωµένων ανθρώπων (του παππού, του γέρου µε τη σοφία του, της γριάς) και το µοτίβο του ραβδιού (συνοµιλία µε την οµηρική παράδοση), π.χ. «Οι γυναίκες κάθουνταν στα κατώφλια τους και ψιλοκουβέντιαζαν, οι γέροι ακουµπούσαν στα ραβδιά τους και σώπαιναν […] » (σελ. 53), • «Ένας µπαµπόγερος ενενήντα χρονώ φύτευε µια µυγδαλιά. "Ε παππούλη, του κάνω, µυγδαλιά φυτεύεις; " Κι αυτός […] στράφηκε και µου είπε: "Εγώ, παιδί µου, ενεργώ σα να ήµουν αθάνατος! -Και εγώ, του αποκρίθηκα, ενεργώ σα να ΄ταν να πεθάνω την πάσα στιγµή" Ποιος από τους δυο µας είχε δίκιο, αφεντικό;» (ζωή vs θάνατος, ό.π., σελ. 53),
  • 20. • «-Πώς πέθανε ο παππούς σου εσένα; µε ρώτησαν οι συµµαθητές µου µια µέρα, στην πρώτη του ∆ηµοτικού. Κι εγώ µεµιάς έπλασα ένα µύθο, µιλούσα και τον έπλαθα, κι όσο τον έπλαθα τον πίστευα:[…] όσες φορές πήγαινα στη µικρούλα εκκλησιά του Αγίου Μηνά κι έβλεπα χαµηλά στο τέµπλο την Ανάληψη του Χριστού, άπλωνα το χέρι κι έλεγα στους συµµαθητές µου: -Να ο παππούς µου µε τα λαστιχένια παπούτσια! […] » (η δύναµη του µύθου, σπόρος για τη συγγραφή της Αναφοράς στον Γκρέκο, σελ. 94-95), • «[…] ∆εν είχε ξεπορτίσει ποτέ ο παππούς µου από το χωριό του […]. "Τι να πάω; έλεγε· από δω περνούν Ρεθεµνιώτες και Καστρινοί, […]. Τι ανάγκη έχω να πάω εγώ;" Συνεχίζω τώρα κι εγώ, εδώ στο κρητικό ακρογιάλι, το µεράκι του παππού µου. Βρήκα κι εγώ, […] έναν µουσαφίρη, δεν τον αφήνω να φύγει […] δε χορταίνω να τον ακούω […]» (εννοεί τον Ζορµπά, σελ. 71-72).
  • 21. • Η αφήγηση του Ζορµπά για τον παππού του και η αντίληψή του για το πώς έπλασε ο θεός τις γυναίκες (ιδεολογικό στίγµα), π.χ. «η Γυναίκα […] Αυτή έκλεψε και τα µήλα της Παράδεισος […] Έφαες από τα µήλα αυτά; χάθηκες· δεν έφαες; Χάθηκες πάλι. Τι να σε συβουλέψω, µωρέ παιδί µου; Κάνε ό,τι θες!; " Αυτά µου ΄λεγε ο συχωρεµένος ο παππούς µου, µα εγώ πού να βάλω γνώση! Πήρα κι εγώ τον εδικό του δρόµο, πήγα κατά διαόλου! […]» (σελ. 164), µοτίβο παππού, η αντίληψη για τη γυναίκα, σελ. 263-4)
  • 22. 5. Πολιτισµικοί ιδεολογικοί, κοινωνικοί και ιστορικοί κώδικες µέσα από τον λόγο του Ζορµπά, του Καζαντζάκη και άλλων κειµενικών ηρώων. 5.1. Ο λόγος και ο στοχασµός του Νίκου Καζαντζάκη και το ιδεολογικό του στίγµα • Οι δάσκαλοί του και ο Ζορµπάς, π.χ. «Πολλές φορές πεθύµησα να γράψω το βίο και την πολιτεία του Αλέξη Ζορµπά, ενός γέρου εργάτη που πολύ αγάπησα […] ίσως να ξεχώριζα τρεις τέσσερις: τον Όµηρο, τον Μπέρξονα, το Νίτσε και τον Ζορµπά […] σκάβοντας για να βρούµε τάχα λιγνίτη […] εµείς βιαζόµεστε […] να στρωθούµε οι δυο µας στην αµµουδιά, να φάµε το χωριάτικο νόστιµο φαϊ µας, να πιούµε το µπρούσκο κρητικό κρασί µας και ν΄ αρχίσουµε την κουβέντα […]. Ο Ζορµπάς
  • 23. […] η πιο πλατιά ψυχή, το πιο σίγουρο σώµα, η πιο λεύτερη κραυγή που γνώρισα στη ζωή µου » ( ονόµατα-σύµβολα µε πολιτισµική φόρτιση και η µυθοποίηση του Ζορµπά, σελ. 7, 9, 11, 13). • Τα δυαδικά µοτίβα Παράδεισος vs Κόλαση (∆άντης), ελευθερία vs σκλαβιά, η δύναµη της ποίησης, ενότητα ζωής-θανάτου, π.χ. «Ανεβοκατέβαινα το φοβερό τρίπατο οικοδόµηµα της Μοίρας, κυκλοφορούσα άνετα στην Κόλαση, στο Καθαρτήρι, στον Παράδεισο, σα να ΄ταν το οικοδόµηµα ετούτο το σπίτι µου.[…] Όµοια τραγουδούσαν χρόνια πολλά, αιώνες, στην πατρίδα τους κι οι στίχοι του Ντάντε […] όµοια προετοίµαζαν κι οι φλογεροί φλωρεντίνικοι στίχοι τους Ιταλούς έφηβους για τον εθνικόν αγώνα και τη λύτρωση […] µετουσίωναν τη σκλαβιά σ΄ ελευθερία» (σελ.51),
  • 24. • «Όποιος δε νιώθει πως η ζωή ετούτη κι η άλλη είναι ένα, αλίµονό του!» (ο λόγος ενός ασκητή του Θιβέτ, σελ. 221), • «[…] Κρατούσα το µικροσκοπικό µου Ντάντε, χαίρουµουν τη λευτεριά µου […] ένας γέρος, εξηνταπεντάρης, πανύψηλος, ξερακιανός, µε γουρλωµένα τα µάτια […] –Με παίρνεις µαζί σου; […] Φαίνουνταν πολυταξιδεµένος, πολυζωισµένος Σεβάχ Θαλασσινός· µου άρεσε. […]. Έκλεισα τον Ντάντε» (γνωριµία µε Ζορµπά, σελ. 21, 22, 23, 66). • Ο Καζαντζάκης θαυµάζει το Ζορµπά ως άνθρωπο του σύµπαντος, ως ενότητα ύλης και πνεύµατος, π.χ. «Κοίταζα στο φεγγαρόφωτο το Ζορµπά και καµάρωνα µε τι παλικαριά κι απλότητα σοφίλιαζε µε τον κόσµο, πώς σώµα και ψυχή ήταν ένα, κι όλα, γυναίκες, ψωµί, µυαλό, ύπνος, αρµόδεναν µε τη σάρκα του άµεσα, χαρούµενα, και γίνουνταν Ζορµπάς. Ποτέ δεν είχα δει µια τόσο φιλική ανταπόκριση ανθρώπου και σύµπαντου» (σελ. 166),
  • 25. «Θεός […] µεταµορφώνει την ύλη σε πνέµα κάθε άνθρωπος έχει µέσα του ένα κοµµάτι από το θεϊκόν αυτό στρόβιλο, και γι΄αυτό κατορθώνει να µετουσιώνει το ψωµί και το νερό και το κρέας και να το κάνει στοχασµό και πράξη. Έχει δίκιο ο Ζορµπάς […]» (σελ. 144). Ο ∆αρβίνος, ο Ζορµπάς και ο Καζαντζάκης, π.χ. «Ο αγράµµατος αυτός εργάτης […] σαν τους πρώτους ανθρώπους που ξέφυγαν από τους πιθήκους […] όλο ξαφνιάζεται και ρωτάει, κι όλα του φαίνουνται θάµα,[…] Τι ΄ναι το θάµα ετούτο; φωνάζει. Τι θα πει δέντρο, θάλασσα, πέτρα, πουλί;» (σελ. 187).
  • 26. • Η έννοια της ράτσας δίνεται πετυχηµένα µε αναφορές στο φίλο Σταυριδάκη και διεύρυνση του χώρου και του χρόνου, π.χ. «Έλα µαζί µου εκεί πέρα, στον Καύκασο, χιλιάδες από τη ράτσα µας κιντυνεύουν·έλα να τους σώσουµε» (σελ 17). • Η σηµειωτική των αντίθετων δυαδικών σχέσεων µέσα από τις εγκιβωτισµένες επιστολές των δύο φίλων σχετικά µε τη ράτσα και τους Έλληνες, όπως: • α). Επιστολή του συµµαθητή από την Αφρική, π.χ. «[…] τ’ άτιµα τα κοµµατικά· αυτά τρώνε το Ρωµιό […] ήρθα εδώ· έφερα εδώ τη µοίρα µου - δε µ΄έφερε η µοίρα µου-, ο άνθρωπος κάνει ό,τι θέλει! […] δεν είµαι δούλος του παρά [….] Εγώ είµαι η τιµή µου! ∆ούλος της δουλειάς.[…]. Το φιλότιµο, βλέπεις· ίδιο µε το δικό σας, ω Ρωµιοί! […]. Πότε θα ΄ρθεις ν΄ανέβουµε µαζί τ΄αµόλευτα βουνά ετούτα;» (ιδεολογικοί κώδικες σε σχέση µε την πατρίδα, φυλή, τη δύναµη του ανθρώπου, Έλληνες = άγριοι, ζωικοί - ίδιοι µε τους µαύρους της Αφρικής-, το φιλότιµο, τα πολιτικά, σελ. 173).
  • 27. • β). Επιστολή Σταυριδάκη και πόνος για τη φυλή (ελληνικότητα, ιστορικό στίγµα, η ράτσα), π.χ. «Μισό εκατοµµύριο Έλληνες κιντυνεύουν στη Νότια Ρουσία και στον Αντικαύκασο. Πολλοί από αυτούς µιλούν µονάχα τούρκικα ή ρούσικα, η καρδιά τους όµως µιλάει µε φανατισµό ρωµαίικα. Είναι αίµα δικό µας […] είναι βέροι απόγονοι του αγαπηµένου σου Οδυσσέα. […] Στριµώχτηκαν από παντού σε µερικές πολιτείες της Γεωργίας κι Αρµενίας, πρόσφυγες. […] να τους σώσουµε και να τους µεταφυτέψουµε στα λεύτερα χώµατά µας, [...]. Είναι ανάγκη.[…] η πράξη, η πράξη, άλλη λύτρωση δεν υπάρχει […] Έχουµε όλοι τον ίδιο αρχηγό· εσύ τον λες Οδυσσέα, άλλοι Κωνσταντίνο Παλαιολόγο […] Εγώ […] τον λέω Ακρίτα.[…] Κι αν πεις ∆ιγενής, ακόµα πιο βαθιά στοράς τη ράτσα µας, την εξαίσια σύνθεση Ανατολής και ∆ύσης.[…] » (δείκτες τα ονόµατα-σύµβολα, σελ. 174- 176).
  • 28. • Η σηµειωτική της φιλίας µε τις µεταµορφώσεις της και οι µεταφυσικές δυνάµεις, που συνδέουν τους φίλους (επιβεβαίωση αυτής της αντίληψης), π.χ. «Αν ένας από τους δυο µας βρεθεί σε κίντυνο θανάτου, να στοχαστεί τον άλλον µε τόση ένταση που να τον ειδοποιήσει, όπου κι αν βρίσκεται …Σύµφωνοι; - Σύµφωνοι, είπα.[…] –∆εν πιστεύω βέβαια σε τέτοιες εναέριες ψυχικές συγκοινωνίες…» (σελ. 20). • Η ανάµνηση από τη συνάντηση στο Βερολίνο µε τον φίλο, η σουσουράδα, οι προλήψεις και τα σηµαινόµενα µέσα από το δηµοτικό νεκρικό τραγούδι της Αρετής και του Κωνσταντή, που διαπλέκουν το χτες µε το σήµερα, τη ζωή µε τον θάνατο, π.χ. «Ήταν µεσηµέρι, βγαίναµε από ένα µουσείο του Βερολίνου […] είχε πάει ν΄ αποχαιρετήσει τον αγαπηµένο του "Πολεµιστή" του Ρέµπραντ […] µια σουσουράδα […] σφύριξε δυο τρεις φορές περιγελαστικά, κι έφυγε. Ανατρίχιασα· κοίταξα το φίλο µου: "Άκουσες το πουλί; ρώτησα· σαν κάτι να µας είπε κι έφυγε. –«Πουλάκι ΄ναι κι ας κελαηδεί, πουλάκι ΄ναι κι ας λέει! " αποκρίθηκε ο φίλος µου και χαµογέλασε» (δηµοτικό, σελ. 64,65, 116).
  • 29. • Η διαίσθηση του Καζαντζάκη για το γράµµα του φίλου, η ψυχή ως ποµπός και δέκτης, το µοτίβο του κορακιού ως συνώνυµο µε τον θάνατο (Πόου και Σεφέρη), η νέκυια µε τον ίσκιο του πεθαµένου φίλου, ο ύπνος και η είδηση του θανάτου ως επιβεβαίωση του προαισθήµατος και της δύναµης της ψυχής, που έστειλε το µήνυµα στον φίλο σύµφωνα µε την υπόσχεσή του. Επίσης, σηµασιακό δείκτη συγκροτεί η επιγραφή του καφενείου της Οµόνοιας, που παραπέµπει σε θάνατο, π.χ. «Η βρύση της Παράδεισος» (σελ. 349). • Ο αποχωρισµός των φίλων γίνεται άλλοτε µε τον θάνατο, π.χ. Σταυριδάκης και άλλοτε απότοµα, π.χ. Ζορµπάς. Ο Καζαντζάκης ανακοινώνει στον Ζορµπά ότι θα φύγει για ταξίδι και υπόσχεται ότι θα ξανασµίξουν να φτιάξουν το δικό τους µοναστήρι, χωρίς θεό και διάβολο, µε τον Ζορµπά ως Άγιο Πέτρο. Ο Ζορµπάς στεναχωριέται πολύ και φεύγει µέσα στη νύχτα. Η συναισθηµατική του φόρτιση δίνεται µε τη σηµειωτική του τούρκικου τραγουδιού (σελ. 356) και µε το παράδειγµα του πατέρα, που έκοψε το τσιγάρο µε το σπαθί (θυµίζει Κολοκοτρώνη). Έτσι και ο Ζορµπάς έφυγε µέσα στη νύχτα και δε γύρισε πάλι πίσω να δει τον Καζαντζάκη, έκοψε τη φιλία µε το σπαθί κατά τη λαϊκή έκφραση (συνοµιλία µε το κόψιµο του Γόρδιου δεσµού από τον Μέγα Αλέξανδρο, σελ. 352, 357).
  • 30. • Η συνέχεια της φιλίας, το τηλεγράφηµα: «Εύρον πρασίνην πέτραν ωραιοτάτην. ελθέ αµέσως. Ζορµπάς» (σελ. 360). • Με επιτάχυνση του χρόνου της αφήγησης δίνεται και ο θάνατος του Ζορµπά µε τη σηµειωτική του αποφθέγµατος ως προοικονοµία ότι «η αγάπη νικάει το θάνατο» (σελ. 362, 363). Αυτή η αγάπη έκαµε τον Καζαντζάκη να γράψει το Συναξάρι του Ζορµπά, π.χ. «Σε λίγες βδοµάδες το Συναξάρι τέλειωσε» (σελ. 365). • Η εγκιβωτισµένη επιστολή του δασκάλου του χωριού για τον υπερήφανο θάνατο του Ζορµπά (ο θάνατος βρήκε όρθιο τον Ζορµπά) και την αγάπη του για τον Καζαντζάκη, που του αφήνει ως κληρονοµιά το σαντούρι (σελ. 366) αναδεικνύει µια φιλία θεµελιωµένη στον σεβασµό του διαφορετικού, του ανθρώπου της πράξης, µια φιλία που έγινε βιβλίο και ταξιδεύει σε όλον τον κόσµο επιβεβαιώνοντας ότι «η αγάπη νίκησε το θάνατο» (φιλία vs έχθρα, αποχωρισµός-ταξίδι vs µεγάλος αποχωρισµός, ταξίδι στον άλλο κόσµο, η αγάπη vs θάνατος, πολιτισµικοί και ιδεολογικοί κώδικες).
  • 31. • Η σηµειωτική της δυαδικής αντίθεσης (θεωρία vs πράξη ) µε τα παρατσούκλια των δύο κύριων ηρώων. Ο Καζαντζάκης -άνθρωπος των βιβλίων- σε αντίστιξη µε τους φίλους του Σταυριδάκη και Ζορµπά. • Ο Σταυριδάκης τον χαρακτήρισε ως «χαρτοπόντικα», στοιχείο που γίνεται κίνητρο στον Καζαντζάκη για πράξη -επιχείρηση λιγνίτη στην Κρήτη-, π.χ. «[…] να ριχτώ στην πράξη […] νοίκιασα σ΄ ένα κρητικό ακρογιάλι, προς το Λυβικό πέλαγο, ένα παρατηµένο ορυχείο λιγνίτη και κατέβαινα τώρα στην Κρήτη, να ζήσω µε απλούς ανθρώπους, εργάτες, χωριάτες, µακριά από τη συνοµοταξία των χαρτοπόντικων» (σ. 21), • «[…] µάχουµουν να πάρω καινούργιο δρόµο, να ενδιαφερθώ για τις πραχτικές δουλειές […] να µην έχω να κάνω πια µε λέξες παρά µε ζωντανούς ανθρώπους. Κι έκανα ροµαντικά σχέδια […] να οργανώσουµε ένα είδος κοµούνας, όπου όλοι να δουλεύουµε, όλα να ΄ναι κοινά, να τρώµε µαζί όλοι το ίδιο φαϊ, να ντυνόµαστε τα ίδια ρούχα, σαν αδέρφια. Μια καινούρια κοινωνία έπλαθα στο νου µου,[…] – Ε αφεντικό, σε παρακαλώ, µην ανακατεύεσαι.[…] Σοσιαλισµός και κοροφέξαλα! Ιεροκήρυκας είσαι µαθές ή κεφαλαιούχος; Πρέπει να διαλέξεις.» (ροµαντισµός και κοµµουνισµός vs ρεαλισµός Ζορµπά, σελ.73, 74),
  • 32. • «Ο άνθρωπος αυτός, συλλογίστηκα, δεν πήγε στο σχολειό και το µυαλό του δε χάλασε.[…] Όλα τα πολύπλοκα, άλυτα για µας προβλήµατα, τα λύνει αυτός µε µια σπαθιά, σαν τον συµπατριώτη του το Μέγα Αλέξαντρο […] ακουµπά αλάκερος […] στο χώµα. […] Εµείς οι γραµµατιζούµενοι είµαστε τα σερσέµικα πουλιά του αγέρα.» (ύλη vs πνεύµα, πολιτισµικός δείκτης ως πρότυπο προγόνου σε απόγονο ο Μέγας Αλέξανδρος, σελ. 85-86), • «Εδώ χρειάζεται τρέλα· τρέλα, το ακούς; Όλα για όλα! Μα εσύ έχεις µυαλό, κι αυτό θα σε φάει» ( λογική vs τρέλα, σελ. 354).
  • 33. • Ο Ζορµπάς και τα µεταφυσικά του ερωτήµατα, ο Ζορµπάς ως ένα σύµβολο ενότητας ύλης και πνεύµατος, µέσα από τον λόγο του Καζαντζάκη, π.χ. «συλλογιέµαι τι είναι ο άνθρωπος και γιατί ήρθε στον κόσµο και τι χρησιµεύει…Εγώ νοµίζω σε τίποτα […] µονάχα αν είµαι ζωντανός ή πεθαµένος έχει διαφορά […] Τι να κάµω αφεντικό; ς πότε θα παλεύουν οι δυο Ζορµπάδες; […] Ο βίος κάθε ανθρώπου είναι µια γραµµή µε ανήφορο και κατήφορο, και πορεύεται κάθε γνωστικός µε φρένο· µα εγώ […] έχω πετάξει από πολύν καιρό το φρένο µου […]· µα η µεγαλύτερη τρέλα είναι, θαρρώ, να µην έχεις τρέλα.» (ζωή vs θάνατος, ανήφορος vs κατήφορος, τρέλα vs λογική, σελ. 179-182), • «Ποιος τα ΄καµε; Γιατί τα ΄καµε; […] Γιατί να πεθαίνουµε; -∆εν ξέρω Ζορµπά! Αποκρίθηκα, και ντράπηκα […] –Τότε τι ΄ναι αυτά τα παλιόχαρτα που διαβάζεις; Γιατί τα διαβάζεις; Άµα δε λένε αυτό, τι λένε; […] –Εγώ θέλω να µου πεις από πού ερχόµαστε και πού πάµε. Του λόγου σου τόσα χρόνια µαράζωσες απάνω στις Σολοµωνικές.[…] τι ζουµί έβγαλες;» (ιδεολογικοί κώδικες, συνοµιλία µε Ασκητική, σελ. 319).
  • 34. • Ο Ζορµπάς από µαθητής γίνεται δάσκαλος µέσα από τη γλώσσα του χορού (ο χορός ως πολιτισµικός κώδικας), π.χ. «-Έλα, Ζορµπά, φώναξα, µάθε µε να χορεύω! […] –Θα σε µάθω πρώτα πρώτα το ζεϊµπέκικο. άγριος, παλικαρίσιος. Αυτόν χορεύαµε οι κοµιτατζήδες πριν από τη µάχη.[…] - Γεια σου ξεφτέρι µου! Φώναξε ο Ζορµπάς […] Στο διάολο τα χαρτιά και τα καλαµάρια! Στο διάολο τα καλά και τα συµφέροντα. Ε µωρέ! Τώρα που χορεύεις και του λόγου σου και µαθαίνεις τη γλώσσα µου, τι έχουµε να πούµε! […] –Αφεντικό […] έχω πολλά να σου πω, µα δεν τα πάει η γλώσσα µου… Θα τα χορέψω το λοιπόν! […]» (η γλώσσα του χορού ως επικοινωνία, απόπειρα σύνθεσης αντιθέτων, σελ. 342-43).
  • 35. • Ιδεολογική µετατόπιση του Καζαντζάκη από τον εθνικισµό στον πατριωτισµό και ανθρωπισµό, π.χ., «Οι έννοιες "πατρίδα" και "φυλή" που αγαπάς, οι έννοιες "υπερπατρίδα" κι "ανθρωπότητα" που µ΄ έχουν σαγηνέψει, αποχτούν την ίδια αξία στον παντοδύναµο αγέρα της φθοράς […] Κι οι πιο µεγάλες ιδέες ακόµα […] βλέπεις πως είναι κούκλες κι αυτές, παραγεµισµένες µε πίτουρα […] » (σελ. 118). • ∆ιάλογος Καζαντζάκη-Ζορµπά για πολιτεύµατα (ιδεολογικοί κώδικες), π.χ. « […] άκουγε τους επιβάτες να πιάνουνται ο ένας για το βασιλιά, ο άλλος για το Βενιζέλο.[…]- Παλαιά πολιτέµατα! Μουρµούριζε µε καταφρόνια. δεν ντρέπονται! –Τι θα πει: παλαιά πολιτέµατα, Ζορµπά; -Να όλα ετούτα: βασιλιάδες, δηµοκρατίες, βουλευτές, µασκαριλίκια! […] Πολύ πιο γρήγορα από τον κόσµο προχωρούσε η ψυχή του» ( συµπέρασµα-σχόλιο του Καζαντζάκη, σελ. 31).
  • 36. • ∆ιακείµενα µε ιδεολογικό στίγµα, όπως ο ∆ιάλογος Βούδα και Βοσκού για ελευθερία και απαλλαγή από υλικές εξαρτήσεις (σελ. 36), ο εγκιβωτισµός του βουδικού τραγουδιού, π.χ. «Πότε λοιπόν, επιτέλους, θα τραβηχτώ στην ερηµία -µονάχος, δίχως σύντροφο […] –Πότε […] θα τραβηχτώ στο δάσο; -Πότε; πότε; πότε;» (νιρβάνα, σελ. 41). • 5.2. Αλέξης Ζορµπάς ως ετερότητα νοοτροπίας και στάσης ζωής, ως εκπρόσωπος του ζωικού πρωτόγονου κόσµου (µπερξονικός και διονυσιακός τύπος), π.χ. «Ο Ζορµπάς,[…] ο µαλλιαρός θεός, ο τροµερός Γορίλας […] Θεριό είναι ο άνθρωπος, τα θεριά δε διαβάζουν! […]», « Ο Ζορµπάς, άµα έφαε κι ήπιε καλά, στύλωσε τη µαλλιαρή του αυτούκλα» (∆αρβίνος, αµόρφωτος άνθρωπος θεριό vs µορφωµένοι, άνθρωποι ήρεµοι, πολιτισµένοι, σελ. 188, 278), • «-Φασκόµηλο; Έκαµε περιφρονητικά. Έλα εδώ, καφετζή· ένα ρούµι!» (φασκόµηλο για αδύναµους vs ούζο για δυνατούς, σελ. 24),
  • 37. • «-Όταν µε σφίξουν οι φτώχειες, γυρίζω τους καφενέδες και παίζω σαντούρι. Τραγουδώ κιόλα κάτι παλιούς κλέφτικους σκοπούς, µακεδονίτικους» (η µουσική ως πολιτισµικός κώδικας, κλέφτικοι σκοποί - ιστορικό στίγµα), • «Τι θες, µωρέ ρωµιόπουλο; […] Εγώ θέλω να µάθω σαντούρι! - Ε, και γιατί µαθές πέφτεις στα πόδια µου; -Γιατί δεν έχω παράδες να σε πληρώσω! -Έχεις µεράκι για σαντούρι; -Έχω. –Ε, κάτσε, µωρέ, κι εγώ δε θέλω πλερωµή!», • «Να σου δουλεύω όσο θες· σκλάβος σου! Μα το σαντούρι είναι άλλο πράµα. Είναι θεριό, θέλει λευτεριά. Αν έχω κέφι, θα παίζω· θα τραγουδώ κιόλα. Και θα χορεύω το ζεϊµπέκικο, το χασάπικο, τον πεντοζάλη […] αν µε ζορίσεις, µ΄ έχασες. Σ΄αυτά τα πράµατα, πρέπει να ξέρεις, είµαι άνθρωπος. – Άνθρωπος; Τι θες να πεις; –Να, λεύτερος» (ιστορικό στίγµα- Θεσσαλονίκη πριν το 1913- διαπολιτισµικό, φτώχεια vs πλούτος, λευτεριά = σαντούρι vs σκλαβιά, µε εντολή τραγούδι και σαντούρι δε γίνεται, σελ.26).
  • 38. • Τα παρατσούκλια του Ζορµπά ως προοικονοµία µε τα σηµαινόµενά τους, π.χ. «Τσακατσούκα, Περονόσπορος», οι ευχές του σε αντίστιξη µε του Καζαντζάκη, π.χ. «-Πάµε, είπα· στ΄όνοµα του Θεού! –Και του διαβόλου! Συµπλήρωσε ήσυχα ο Ζορµπάς.» (σ.29), • «Σε άλλες, πρωτόγονες δηµιουργικές εποχές, ο Ζορµπάς θα ΄ταν αρχηγός ράτσας […] θ΄ άνοιγε µε το τσεκούρι δρόµο […]» (θεός vs διάβολος, πρωτόγονες εποχές vs αχάριστη εποχή η δική µας, κοινωνικό και ιδεολογικό στίγµα, σελ. 99), • Η ζωή συνοµιλεί µε τη µυθολογία, ζωή- µυθολογία vs λογική, -ο ∆ίας και οι έρωτές του, ο Ζορµπάς και οι έρωτές του, η φάµπρικα του Ζορµπά ως «Πραχτορείον Γάµων, ο ∆ίας!» (σελ. 261). • Ο Ζορµπάς, η γενιά του, το µοτίβο του παππού και το τίµιο ξύλο (σκωπτικό στοιχείο, πίστη vs απιστία, ιδέα vs ύλη, ξύλο ↔ Τίµιο ξύλο), π.χ. « -Όλα είναι ιδέα, είπε. Πιστεύεις; µια σκλήθρα παλιόπορτα γίνεται τίµιο ξύλο· δεν πιστεύεις; Αλάκερος ο Τίµιος Σταυρός γίνεται παλιόπορτα.» (σελ. 264).
  • 39. Η πατρίδα, ο πόλεµος και οι συνακόλουθοι πολιτισµικοί κώδικες, η ανδρεία, η ηρωική ηθική, η ωµοπλατοσκοπία, η συνέχεια της γενιάς, το δηµοτικό ηρωικό τραγούδι και η πολιτισµική του φόρτιση, π.χ. «-Πήγες ποτέ σου στον πόλεµο, Ζορµπά; […] εγώ είχα κεντήσει µε τα µαλλιά µου την Αγιά-Σοφιά […] Γύριζα µε τον Παύλο Μελά, εγώ που µε βλέπεις, στα µακεδονίτικα κατσάβραχα […] – Βλέπεις, από πίσω µήτε λαβωµατιά…[…] Μπήκα στα αντάρτικα, κοµιτατζής.[…] - Γλίτωσα από την πατρίδα, γλίτωσα από τους παπάδες, γλίτωσα από τα λεφτά, ξεκοσκινίζω […] αλαφρώνω […] Λευτερώνουµαι, γίνουµαι άνθρωπος.» (όχι πισώπλατη λαβωµατιά, ηθική ηρωική),
  • 40. • «[…] ο καπετάν Ρούβας […] καλό µολύβι! […] οι ρεµατιές αντιλάλησαν: Εγέρασα µωρέ παιδιά, σαράντα χρόνους κλέφτης…[…] Για µελέτα, µωρέ Αλέξη, την πλάτη… τι λέει; […] –∆ε βλέπω µηνύµατα, καπετάνιο·δε βλέπω θάνατο […] –Ο λόγος σου και στου Θεού το αυτί, είπε το πρωτοπαλίκαρο, που ήταν νιόπαντρος· να προφτάσω να κάµω ένα γιο, κι ύστερα ό,τι θέλει ας γίνει!» (απανθρωπιά vs ελευθερία, ανθρωπιά, η συνέχεια της γενιάς, σελ. 264- 68) και σελ. 340-41)
  • 41. • Ατοµική ηθική ως στάση ζωής- επεισόδιο και πάλη µε Μανόλακα-, ο θάνατος της χήρας, τα επίθετα και η πολιτισµική τους φόρτιση. Επίσης η δυαδική αντίστιξη, π.χ. ντόπιος vs ξένος, σεβασµός στον ξένο, φιλία vs έχθρα, ο όρκος και το τυπικό του ως αξία διαχρονική, ο µορφωµένος vs ο αµόρφωτος και η ηθική του, π.χ. «Φέρε, παλιοµακεδόνα, το µαχαίρι, να µετρηθούµε! -Ρίξε το µαχαίρι σου κι εγώ τη µαγκούρα, να µετρηθούµε! Αντιφώναξε ο Ζορµπάς […] Οµπρός, παλιοκρητίκαρε! […] –∆ώστε τα χέρια· καλά παλικάρια είστε κι οι δυο σας, φιλιώστε! […] ο Ζορµπάς είναι ξένος Μακεδόνας, κι είναι µεγάλη ντροπή, εµείς οι Κρητικοί, να σηκώνουµε χέρι σ΄ ένα ξενοµερίτη που’ ρθε στον τόπο µας…Έλα δώστε το χέρι […] πάµε στην παράγκα να πιούµε ένα κρασί, […] να στεριώσει, καπετάν Μανόλακα, ο φιλιωµός! […] ο Μανόλακας έχυσε λίγες στάλες κρασί χάµω: - Έτσι να χυθεί το αίµα µου, είπε µ΄ επίσηµο τόνο, έτσι να χυθεί το αίµα µου, αν θα σηκώσω πια χέρι απάνω σου, Ζορµπά! - Έτσι να χυθεί και µένα το αίµα µου, είπε κι ο Ζορµπάς […]» (σελ. 299-301).
  • 42. • Ο Ζορµπάς και η λαϊκή θυµοσοφία του, π.χ. «-Οµπρός, να δούµε κι εµείς την πλάτη του αρνιού τι µολογάει, είπα. Έλα, βίρα τις προφητείες, Ζορµπά! […] -Όλα καλά, είπε· χίλια χρόνια θα ζήσουµε, αφεντικό· καρδιά βουνό […] –Ταξίδι βλέπω, είπε· ένα µεγάλο ταξίδι· και στην άκρα του ταξιδιού ένα µεγάλο σπίτι µε πολλές πόρτες.[…] –Βάλε να πιούµε, Ζορµπά, κι άσε τις προφητείες […] είναι η γης µε τα µνήµατα· αυτή ΄ναι η άκρα του ταξιδιού· στην υγειά σου, θεοµπαίχτη!» (ωµοπλατοσκοπία, η αµφισηµία του ταξιδιού, ζωή vs θάνατος, σελ. 341).
  • 43. • Οι προλήψεις για το πρωινό συναπάντηµα µε παπά ως κακό σηµάδι, το µάτιασµα του µουλαριού ως λαϊκή θυµοσοφία, το τραγούδι και η πολιτισµική του φόρτιση, η αντιστροφή ρόλων δάσκαλου-µαθητή, π.χ. «τη στιγµή που ετοιµάζουνταν να κατεβεί στη γαλαρία, ο παπάς του χωριού, ο παπα-Στέφανος […]. Ο Ζορµπάς, µόλις τον είδε, πρόλαβε ευτυχώς, πριν του µιλήσει, να φτύσει τρεις φορές στον κόρφο του. -Καληµέρα, γέροντα! Αποκρίθηκε […] Και σε λίγο, χαµηλόφωνα: -Πίσω µου σ΄ έχω, Σατανά!» (παπάς = σατανάς, φαίνεσθαι vs είναι, σελ. 137), • «Ο Ζορµπάς γούρλωσε τα στρογγυλά του µάτια και κοίταξε το µουλάρι […] –Για όνοµα του Θεού, κουµπάρε, µη µου το µατιάσεις! […] κι άρχισε το τραγούδι. […] –Ας είναι καλά ο Ζορµπάς, ψιθύρισα, αυτός έδωκε σώµα αγαπηµένο και θερµό στις αφηρηµένες έννοιες µέσα µου που τουρτούριζαν.» (αφηρηµένες έννοιες, θεωρία vs σώµα, πράξη, θεριό-πρωτογονισµός vs γράµµατα, σελ. 189-190).
  • 44. • 6. Η θέση της γυναίκας ως λόγος και ιδεοληψία ατοµική και συλλογική. Ένα πολύ σηµαντικό πολιτισµικό στοιχείο είναι ο λόγος που αρθρώνεται από άντρες και γυναίκες για τη θέση και το ρόλο της στην κρητική κοινωνία. • Η γυναίκα παρουσιάζεται ως κατώτερη από τον άντρα, ως σκεύος ηδονής, ως προκλητική χήρα, ως γεροντοκόρη, ως υπάκουη καλή σύζυγος χωρίς δική της προσωπικότητα, ως αρσενικογεννούσα και γενικά, ως προκλητικός δαίµονας, αλλά και αδύναµο πλάσµα. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ο γυναικείος λόγος, ως ένας λόγος που αντανακλά τη στάση της κοινωνίας στο άλλο φύλο και που συχνά εκφράζεται κοινωνιογλωσσικά (επίθετα που συνοδεύουν τις γυναίκες, γνωστές µε το ανδρωνυµικό τους, π.χ. «η κυρά-Αναγνώσταινα θα σας ψήσει, λέει, τ΄αµολόητα […] η γυναίκα µου βγήκε καλή, υπάκουη κι αρσενικογεννούσα· δε σήκωνε ποτέ µάτια να µε δει καταπρόσωπα […]» (υπάκουη, χαµηλοβλεπούσα vs ανυπάκουη, ασερνικογεννούσα vs θηλυκογεννούσα, ντόπιος ηθικός κώδικας, σελ. 78, 200).
  • 45. • Η ισοδύναµη σχέση του θηλυκού παιδιού µε τους ανάπηρους: καµπούρη, στραβό, νεραϊδιάρη vs αρσενικό, αδύναµο vs δυνατό, π.χ. «[…] µπορούσε να µε κάµει στραβό ή νεραϊδάρη, ή καµπούρη ή […] θηλυκό[…]» (αν δε βοηθούσε η Παναγία να γεννηθεί σώος, σελ. 79, 81). • Η µαντάµ Ορτάνς µέσα από τον λόγο των χωρικών και του συγγραφέα ( ως Σάρα Μπερνάρ, ο Σαίξπηρ, η κωµωδία ως µορφωτικοί κώδικες), η φιλοξενία ως καθήκον, οι µειωτικοί χαρακτηρισµοί της Ορτάνς ως ξένης και τετράκις χήρας, π.χ. «-Να πάτε στης µαντάµ Ορτάνς, φώναξε κάποιος. - Φραντζέζα; έκαµα ξαφνιασµένος. –Από του διαόλου τη µάνα. Βίος και πολιτεία. Πήδηξε πολλά παλούκια […] –Κι αλευρώνεται και µπογιατίζεται! φώναξε ένα άλλο […] έχει κι ένα παπαγάλο…-Χήρα; ρώτησε ο Ζορµπάς· χήρα; […] Πρόβαλε πάλι ο καφετζής µ΄ ένα δίσκο καινούργια τραταρίσµατα: κρίθινη κουλούρα, αθότυρο, αχλάδια.[…] έµοιαζε µε τη γριά Σάρα Μπερνάρ, όταν έπαιζε τον "Αετιδέα" […] Η ζωή […] σαν παραµύθι, σα µια κωµωδία του Σαιξπήρου, η "Τρικυµία" να πούµε» (οι ντόπιο vs οι ξένοι ως στάση ζωής σε σχέση µε την Ορτάνς, σελ.44-45).
  • 46. • Η Χήρα Σουρµελίνα και ο µύθος της, η σηµειωτική των επιθέτων, η χήρα ως πρόκληση και ηθική αυτουργός, ντόπια ηθική vs ηθική των δύο ξένων, η ερωτική φόρτιση της µαντινάδας, οι αντίθετες αντιδράσεις, η δύναµη της οµορφιάς ως θετικής δύναµης (όµορφα παιδιά) vs αρνητικής, που ξεθεµελιώνει κάστρα, άντρες, σπιτικά, ο νεραϊδιάρης και η θέση του στην κοινωνία vs ο λογικός), π.χ. «τη στιγµή εκείνη περνούσε τρεχάτη, µε ανασηκωµένο το µαύρο της φουστάνι ως τα γόνατα, µε τα µαλλιά χυµένα στους ώµους, µια γυναίκα. (ηθικό-κοινωνικό στίγµα). Στρουµπουλή, κουνιστή, τα ρούχα της κολνούσαν απάνω της και φανέρωναν προκλητικό, τραγανό, σαν ψάρι σπαρταριστό, το κορµί της […] Σαν τίγρισσα µου φάνηκε, ανθρωποφάγα […] –Παναγιά µου! Μουρµούρισε ένας χνουδοµάγουλος νιος […] –Ανάθεµά σε, πυρωµένη! Βρουχήθηκε ο Μανόλακας ο αγροφύλακας […] Της χήρας το προσκέφαλο µυρίζει σαν κυδώνι, / και το µυρίστηκα κι εγώ, κι ο νους µου δε µερώνει! – Σκασµός! Φώναξε ο Μαυραντώνης [..] ο νιος λούφαξε […]
  • 47. • –Ε γερο-Αντρουλιό, έκαµε ο Μανόλακας, θαρρώ πιάστηκες από το φουστάνι της χήρας […] Είδες τα µωρά του χωριού µας που γεννιούνται τον τελευταίο καιρό; ∆εν είναι αυτά παιδιά, είναι αγγέλοι. Και γιατί, θαρρείς; Ας είναι καλά η χήρα! […] σβήνεις το λυχνάρι και θαρρείς δεν αγκαλιάζεις τη γυναίκα σου, παρά τη χήρα […] • –Χωριανοί, φώναξε ο Μιµηθός µε την τσευδή γυναικίστικη φωνή του· χωριανοί, η χήρα η Σουρµελίνα έχασε την προβατίνα της· όποιος τη βρει, πέντε οκάδες κρασί βρετίκια! -Έβγα όξω, νεραϊράρη! ακούστηκε πάλι η φωνή του Μαυραντώνη· όξω! […] – Ποια ΄ναι αυτή η χήρα; (ρώτησε ο Ζορµπάς)[…] –Μια φοράδα, αποκρίθηκε ο Κοντοµανολιός […] Ο Θεοδιάολος σου στέλνει αυτόν τον µεζέ […] Έχω δει πολλές γυναίκες στη ζωή µου· µα ετούτη η χήρα ξεθεµελιώνει κάστρα, ανάθεµά τη! […] » (σελ. 124,125, 129, 130).
  • 48. • Έρωτας-θάνατος, πνιγµός του ερωτοχτυπηµένου Παυλή του Μαυραντώνη, κατατρεγµός της χήρας και ο λόγος της γυναίκας ως συλλογικό υποσυνείδητο που ωθεί στην πράξη της σφαγής (άντρας-γυναίκα vs χήρα, οι ντόπιοι vs ο αφηγητής, µοτίβο ραβδιού), π.χ. « Ο γέρο- Μαυραντώνης […] ακουµπούσε στο ραβδί του κι έσκυβε· µε το ζερβό του φούχτωνε τα ψαρά, στριφτά γένια του. -Ανάθεµά σε, χήρα! Ακούστηκε ξάφνου µια στριγγιά φωνή.[…] Μια γυναίκα […] στράφηκε στους άντρες: - ∆ε βρίσκεται, µωρέ, στο χωριό µας ένας άντρας, να τη σφάξει στα γόνατά του απάνω σαν αρνί; Φτου σας! […] κι έχει καλούς άντρες το χωριό µας και θα το δεις! ∆ε βάσταξα: -Ντροπή, παιδιά! Φώναξα· τι φταίει η γυναίκα;[…]» (σελ.200).
  • 49. • Η εκδίκηση, η πρωτόγονη αγριότητα στο όνοµα του θεού, η πάλη του Ζορµπά να σώσει τη χήρα, η αποτυχία του, ο λιθοβολισµός και ο αποκεφαλισµός της χήρας (επίθετα µε αρνητική φόρτιση, η ύβρις, ο θυµός, η πράξη του φονικού, ο ρόλος της γριάς ως φύλακα ηθικής, οι γυναίκες λυπούνται vs οι άντρες σκοτώνουν, ο βουνάνθρωπος= σκληρός vs ο άνθρωπος της πόλης, χαρά vs λύπη, µία vs πολλοί), π.χ. • «΄Αξαφνα ο χορός κόπηκε απότοµα […] –Η χήρα! –Η χήρα! –Η χήρα! Φώναξε ξεγλωσσισµένος […] -Στην εκκλησιά· να τώρα µπήκε, η θεοκαταραµένη, και κρατούσε µιαν αγκαλιά λεµονανθούς. -Απάνω της, παιδιά! Φώναξε ο αγροφύλακας και χίµηξε πρώτος […] –Την άτιµη! Την ξεσκισµένη! Τη φόνισσα! Ακούστηκαν φωνές στο χοροστάσι […] Απάνω της, µωρέ, και ντρόπιασε το χωριό µας! […] µια πέτρα τη χτύπησε στον ώµο […] –Για τ΄όνοµα του Χριστού! –Για τ΄ όνοµα του Χριστού! Βογκούσε η χήρα κι αγκάλιαζε σφιχτά το κυπαρίσσι. […] οι γριές, […] σκλήριζαν -Σκοτώστε τη, µωρέ, σκοτώστε τη! […] –Σταθείτε, φώναξε ο Μανόλακας, είναι δική µου!
  • 50. • […] –Μανόλακα, είπε µε βαριά φωνή, το αίµα του εξαδέρφου σου βουά· ανάπαψέ το! […] –Τι γυρεύεις του λόγου σου εδωνά, λιµοκοντόρε; µου κάνει. Φεύγα! -∆εν τη λυπάσαι, µπρέ Σήφακα, λυπήσου τη! Ο βουνάνθρωπος γέλασε: -Γυναίκα είµαι, είπε, να λυπούµαι; Άντρας είµαι! […] Ο Μανόλακας έκαµε το σταυρό του, προχώρησε ένα βήµα, σήκωσε το µαχαίρι […] η χήρα αναντράνισε, […] µούγκρισε σα δαµάλα […] –Στ΄ όνοµα του Θεού! Έκραξε ο γερο- Μαυραντώνης κι έκαµε κι αυτός το σταυρό του.[…] ο Ζορµπάς […] φώναζε: -Μωρέ, δεν ντρέπεστε; Τι παλικάρια είστε εσείς; Ένα χωριό να σκοτώσει µια γυναίκα! […] Σαν αστραπή ο γερο-Μαυραντώνης είχε πέσει απάνω της, την αναποδογύρισε, έστριψε τρεις γύρες στο µπράτσο του τα µαλλιά της και µε µια µαχαιριά της πήρε το κεφάλι.» (κοινωνικοί και ατοµικοί κώδικες τιµής και εκδίκησης, η χήρα ως δαµάλα-Ιφιγένεια-, σελ. 289-293).
  • 51. • Η µαντάµ Ορτάνς ως αιώνιο θηλυκό, τρυφερό, παραπονεµένο, ερωτιάρικο (σύµβολοποίηση), επίθετα και πολιτισµική φόρτιση, «γοργόνα, σειρήνα, Μπουµπουλίνα, Συνταξιδιώτισσα, Μπερνάρ, γριά σαντέζα, χιλιαντρούσα» κ.ά. • Ο λόγος του αφηγητή διαπλεκόµενος µε εκείνον του Ζορµπά για τη µαντάµ Ορτάνς (ο λαϊκός λόγος, το µοτίβο του στήθους, η ετερότητα µέσα από το γλωσσικό κώδικα, η ονοµατοποίηση και η ιστορική φόρτιση, το σκωπτικό στοιχείο, το τραγούδι της Ορτάνς µε τη λόγια σηµειωτική του ως φενάκη, γυναίκα=αδύναµο πλάσµα vs άντρες, ο γάµος και η τιµή της γυναίκας ), π.χ. • «[…] –Η γρια κότα έχει το ζουµί […] -Πήραν φωτιά τα µπατζάκια της, µου κάνει σιγά ο Ζορµπάς […] Η γριά σαντέζα […] κατάφτανε, σεινάµενη κουνάµενη· µε την πιο καλή της τουαλέτα: ένα παλιό πράσινο βελούδο καταξεφτισµένο […] το στήθος έµενε φιλόξενα ανοιχτό […] ο κόσµος οµόρφαινε, κι η γυναίκα δίπλα µας όλο και γίνουνταν πιο νέα […] Μιλούσε τα ρωµαίικα τσάτρα πάτρα […] Αγάπησα ένα "ναβράκο". Η Κρήτη είχε πάλι "ανάσταση"[…] δεν τον άφηνα να κάµει µπουµ! Μπουµ! […] Κι ο Ζορµπάς […] φώναξε: Μπουµπουλίνα
  • 52. • µου, […] η Κρήτη λευτερώθηκε, οι στόλοι πήραν διαταγή να φύγουν". Τι θ΄απογίνω εγώ - ξεφώνιζα"[…] τέσσερις φορές χήρα "νάβρακοί µου". Κι αυτοί γελούσαν […] πίσω από κάθε γυναίκα ορθώνουνταν αυστηρό, ιερό, γεµάτο µυστήριο, το πρόσωπο της Αφροδίτης. […] "Εις το ρεύµα της ζωής µου/ διατί να σε απαντήσω…". -Κακά φερθήκαµε, µουρµούρισε […] Γέλασες, γέλασα κι εγώ, και µας είδε η κακοµοίρα! […] Γυναίκα είναι, µαθές, αδύναµο πλάσµα, παραπονιάρικο» ( σελ.54-62,66), «-Γιατί µε αφήνεις τόσο καιρό αστεφάνωτη; γουργούρισε η γριά Σειρήνα […] Έχασα την τιµή µου! Έχασα την τιµή µου! Θα σκοτωθώ!» ( σελ. 252).
  • 53. • Η µαντάµ Ορτάνς ως καράβι και ως γοργόνα (σκωπτικό στοιχείο) µέσα από τον λόγο του Ζορµπά, π.χ. « […] Κυρά-καπετάνισσα, απόψε που σε βλέπω στο ακρογιάλι ετούτο […] µου φαίνεσαι σα µια φιγούρα µεγάλου καραβιού […] γοργόνα µου […]» ( σελ. 149). • Ο λόγος του Ζορµπά για τις γυναίκες, ακόµη και της γιαγιάς του ως αιώνιας γυναίκας (η καντάδα, η παρανόηση της γιαγιάς, η αποκάλυψη, η κατάρα και ο θάνατος), π.χ. «Εγώ είχα µια γιαγιά, θα ΄ταν ογδόντα χρονών. […] Περίµενε την καντάδα.[…] Εµείς την Κρυστάλλω θέµε· εσύ µυρίζεις λιβάνι! […] ∆υο πύρινα δάκρυα πετάχτηκαν από τα µάτια της γιαγιάς µου.[…] Μαράζωσε, κι ύστερα από δυο µήνες έπεσε του θανατά […] Την κατάρα µου να ΄χεις, κι ό,τι έπαθα να το πάθεις! […]» ( σελ.68).
  • 54. • Ο λόγος του χότζα για τη γυναίκα µε αφορµή την Τουρκάλα που ερωτεύτηκε τον Ζορµπά από τη φωνή του (ο Ζορµπάς συνήθως µιλάει θετικά για τους Τούρκους vs ευρύτερη αντίληψη των Ελλήνων ) π.χ. «Ο χότζας ήρθε και µε βρήκε: "Μια χανούµη, µωρέ ρωµιόπουλο, σαν τα κρύα νερά, σε περιµένει στον οντά της, έλα!" […] "Όχι δεν έρχουµαι! Του κάνω. -Και δε φοβάσαι το Θεό, γκιαούρη; […] όποιος µπορεί να σµίξει µε µια γυναίκα και δε σµίγει, κάνει µεγάλο κρίµα" […]» (σελ. 131-132). • Ο λόγος του Ζορµπά για τη Λόλα και την ελευθερία (γυναίκα, σκλαβιά, όχι άνθρωπος vs ελευθερία, άνθρωπος- άντρας), π.χ. «∆εν είσαι λεύτερος άνθρωπος; -Όχι, δεν είµαι. –∆ε θες να ΄σαι λεύτερη; -∆ε θέλω! […] –Όχι, δε θέλω! ∆ε θέλω! ∆ε θέλω! […] άνθρωπος είναι αυτός που θέλει να ΄ναι λεύτερος· η γυναίκα δε θέλει να ΄ναι λεύτερη· είναι λοιπόν η γυναίκα άνθρωπος;» (συλλογισµός, σελ. 187).
  • 55. • Η τιµή της κόρης και αδελφής, π.χ. «"Αδερφέ Αλέξη, µού ΄γραφε, η θυγατέρα σου η Φρόσω πήρε τον κακό δρόµο, ντρόπιασε το τίµιο όνοµά µας· έχει αγαπητικό, έκαµε µαζί του και παιδί, πάει η τιµή µας! Θα πεταχτώ στο χωριό να τη σφάξω. " […] "µπορείς τώρα να σηκώσεις το κούτελό σου αψηλά, ο λεγάµενος στεφανώθηκε τη Φρόσω"» (ο γάµος και η ηθική του, κακός δρόµος vs καλός µέσω του γάµου, σελ. 92). • Απόφθεγµα Ζορµπά για τη γυναίκα ως πηγή χαράς, σύγκριση Σλάβας και Ρωµιάς στον έρωτα - η Σλάβα τα δίνει όλα µπόλικα στον έρωτα, είναι συγγενής µε τα ζώα και µε τη γη, ενώ η Ρωµιά τσιγκουνεύεται- (σελ. 110), π.χ. «Η αληθινή γυναίκα, να ξέρεις, περισσότερο χαίρεται για τη χαρά που δίνει παρά για τη χαρά που παίρνει από τον άντρα» (σελ. 323), • «Η γυναίκα είναι µια πηγή δροσερή, σκύβεις, θωράς το πρόσωπό σου, και πίνεις, πίνεις, και τα κόκαλά σου τρίζουν.[…] Κι ύστερα ένας άλλος…Αυτό θα πει πηγή. αυτό θα πει γυναίκα.» (σελ. 109), • «ατελείωτη υπόθεση είναι η γυναίκα» (σελ. 112).
  • 56. • Ο λόγος του Καζαντζάκη για τη µαντάµ Ορτάνς-Ζορµπά, σύνδεση µε τη γρια ∆ιαµάντω, το στερεότυπο της γεροντοκόρης, π.χ. «-Λέγε µαντάµ Ζορµπά· στις διαταγές σου. […] Μπαίνεις κουµπάρος; Τινάχτηκα· είχαµε κάποτε στο πατρικό σπίτι µιαν υπηρέτρια, τη γριά ∆ιαµάντω, απάνω από εξήντα χρονών, γεροντοκόρη. Μισοπαλαβωµένη από την παρθενιά, νευρικιά, σταφιδιασµένη, χωρίς στήθος, µουστακαλίνα. Αγάπησε το Μήτσο, το µπακαλόπουλο της γειτονιάς, ένα […] αµούστακο χωριατόπουλο. -Πότε θα µε πάρεις; τον ρωτούσε κάθε Κυριακή. […] η γριά ∆ιαµάντω έκανε υποµονή. Τα νεύρα της κάλµαραν, οι κεφαλόπονοι λιγόστεψαν, το πικραµένο αφίλητο χείλι της γέλασε.[…] Μπαίνεις κουµπάρος, αφεντάκι; µε ρώτησε κρυφά ένα βράδυ.- Μπαίνω, ∆ιαµάντω, της αποκρίθηκα κι ο λαιµός µου πιάστηκε από την πίκρα.[…]» ( σελ. 196).
  • 57. • Ο λόγος του Καζαντζάκη-αφηγητή για τη χήρα ως πνεύµα του κακού, ως πειρασµός κατά τον Βούδα µε γυναικείο πρόσωπο, η ζωή ως αστραπή, π.χ. «η χήρα τινάχτηκε µέσα στο αίµα µου, µε φώναζε σαν αγκρισµένο θεριό […]"Έλα, έλα, φώναζε· η ζωή ΄ναι µια αστραπή, έλα γρήγορα, έλα, έλα να προλάβεις!" Ήξερα πως ήταν ο Μαρά, το πνέµα του πονηρού, µε γυναίκειο ορθοκάπουλο κορµί […] Αν µε ρωτήσεις ποιος είναι ο δρόµος του Θεού, θα σού ΄λεγα ο δρόµος που πάει στη Μαρία. Μαρία είναι η χήρα. […] από το δρόµο του χωριού κουνιστή, ξαναµµένη, µε το µαύρο τσεµπέρι, λαµπαδόχυτη, πρόβαλε η χήρα […] Έδιωχνα το κούνηµα, το χαµόγελο, τα µάτια, τα στήθια της χήρας, µα αυτά όλο και ξανάρχουνταν- κι έτρεχα, σα να µε κυνηγούσαν […] –Την είδα από κοντά αφεντικό· έχει µιαν ελιά στο µάγουλο, που σου παίρνει το νου.» (σελ. 143, 145, 154, 155, 157).
  • 58. • Συνάντηση Καζαντζάκη και χήρας, µοτίβο σπηλιάς (γη, µήτρα, ζωή-θάνατος), π.χ. «Κοίταξα το περιβόλι της χήρας.[…] Πιάστηκε η αναπνοή µου.[…] –Το αφεντικό; είπε κι η φωνή της είχε γλυκάνει […] –Ναι. – Έλα!», « […] είδα µια µαύρη πόρτα σα σπηλιά· και µια βαριά φωνή ακούστηκε: –Έµπα! Και µπήκα.[…] »(σελ. 282). • Ο λόγος του συγγραφέα-αφηγητή για τις κοπέλες (συνοµιλία µε Οµηρική Ναυσικά και τις φίλες της, ιστορικό στίγµα -αρπαγές γυναικών και παιδιών από τους κουρσάρους στην Κρήτη-), π.χ. «Κακαριστές κοπέλες […] µε τις χιονάτες µπολίδες τους, µε τα κίτρινα στιβάνια, µε ανασηκωµένες τις φούστες, και πήγαιναν πέρα, στο ακρογιαλίσιο µοναστήρι, να λειτουργηθούν. […] το γέλιο τους κόπηκε […] ως είδαν ξένον άντρα […] χιµούσαν οι κουρσάροι, άρπαζαν πρόβατα, γυναίκες, παιδιά […] να τα πουλήσουν στο Αλγέρι, στην Αλεξάνδρεια, στο Μπερούτι.[…] » (σελ. 50).
  • 59. • Η γυναίκα µε τους πολλούς ρόλους ως µάνα, αδερφή και ως τρυφερή γυναίκα ( πληθωρικότητα συµβόλου), π.χ. «τη ζεστασιά και τη νοικοκυροσύνη της γυναίκας […] σα να µου φάνηκε πως δεν ήµουν παντέρηµος τη µεγάλη ετούτη βραδιά, στην άκρα εδώ της θάλασσας, µα έτρεξε να µε γνοιαστεί ένα θηλυκό πλάσµα, που αντιπροσώπευε, µε τόση αφοσίωση, τρυφερότητα και καρτερία, τη µάνα, την αδερφή, τη γυναίκα. […] χαίρε, γυναικείο φύλο!» (σελ. 148). • Εικόνα γυναικών µετά τη φουρτούνα στο καράβι µε το λόγο του αφηγητή ως ψεύτικη, φτιασιδωµένη, π.χ. «οι γυναίκες […] έπεσαν τα ξένα φτερά-κορδελίτσες, ψεύτικα φρύδια, ψεύτικες ελιές, […] ένιωθες αηδία και µεγάλη συµπόνια» (φενάκη vs πραγµατικότητα, σελ. 31).
  • 60. • 7. Πολιτισµικοί κώδικες ως βιωµένη ιστορία, ατοµική και συλλογική. Ο Ζορµπάς, η Κρητική επανάσταση του 1896, ο στοχασµός για τον Θεό και την ελευθερία, ο διεθνισµός, ο πατριωτισµός, π.χ. • «Το ’96 εγώ ήµουν άντρας ξετελεµένος […] Έκανα τότε τον πραµατευτή […] στη Μακεδονία […] κι εκείνη την εποχή σηκώθηκε πάλι η Κρήτη.[…] Παράτησα τις κουβαρίστρες και τις χήρες, πήρα ένα τουφέκι, έσµιξα µε τους άλλους ρέµπελους και τραβήξαµε για την Κρήτη.[…] να σου αραδιάσω πόσα τούρκικα κεφάλια έκοψα και πόσα τούρκικα αυτιά έβαλα στο σπίρτο -καθώς το συνηθούνε στην Κρήτη… […] βαριέµαι, ντρέπουµαι, […] τώρα που έβαλα γνώση […] θεριό είναι ο άνθρωπος στα νιάτα του, θεριό ανήµερο, και τρώει ανθρώπους! […] έφεραν τον πρίγκιπα Γεώργιο στην Κρήτη· τη λευτεριά! […]" Θεέ µου, να ΄ναι η Παράδεισό µου µια Κρήτη γεµάτη µερτιές και σηµαίες· και να βαστά αιώνια η στιγµή που πατάει ο πρίγκιπας Γεώργιος το πόδι του στην Κρήτη… Τίποτα άλλο δε θέλω!"» (τότε vs τώρα, έθιµο κοπής αυτιών του εχθρού, σ. 36-39),
  • 61. • Ο µακεδονικός αγώνας, π.χ. «Γύριζα µε τον Παύλο Μελά, εγώ που µε βλέπεις, […] κι έτσι που περπατούσα σήκωνα αχό σα να περνούσε καβαλαρία […] κρύφτηκα […] Μέσα στο ίδιο το σπίτι του Βούλγαρου του παπά, άγριου αιµοβόρου κοµιτατζή. Έβγαζε τη νύχτα τα ράσα, φορούσε τσοπάνικα, έπιανε τ΄ άρµατα και τραβούσε κατά τα ελληνικά χωριά· το πρωί γύριζε πίσω, ξηµερώµατα, πλένουνταν από τις λάσπες και τα αίµατα κι έµπαινε στη λειτουργιά […]» (στερεότυπο βουλγάρων, σελ.265-66 ), «-Οι Βούλγαροι, λοιπόν, που λες, µας είχαν µπλοκάρει. Είχε νυχτώσει […] Θα ΄ταν µια τριακοσαριά· εµείς εικοσιοχτώ, κι ο καπετάν Ρούβας […] ο αρχηγός µας. – Στην υγειά σου, καπετάνιο· καλό µολύβι! […]» (πολλοί vs λίγοι, άνιση µάχη και γενναιότητα, σελ. 340).
  • 62. • Η επιστολή του φίλου, η οµογένεια στη Ρωσία και στις χώρες του Καυκάσου, ο επαναπατρισµός, η διεύρυνση του χώρου (ιδεολογικός κώδικας: αίµα µας, δικοί µας, ), π.χ. «Μισό εκατοµµύριο Έλληνες κιντυνεύουν στη Νότια Ρουσία και στον Αντικαύκασο […] οι Πόντιοι κι οι Καυκάσιοι, οι χωριάτες του Καρς κι οι έµποροι κι εµποράκοι της Τυφλίδας, του Βατούµ, του Νοβορωσίσκ, του Ροστόβ, της Οντέσας, της Κριµαίας, είναι δικοί µας, είναι αίµα µας […] Πατριαρχική µετανάστεψη λαού […] Γη της Απαγγελίας, όπως τη λες την Ελλάδα.[…]» (σελ. 174-177), • «[…] Σε λίγες µέρες, οι κυνηγηµένες ετούτες ετοιµοθάνατες ρωµαίικες ψυχές θα βρίσκουνται στο Μπατούµ […] θα µεταφυτευτούν γρήγορα στη Μακεδονία και τη Θράκη» (σελ. 346)
  • 63. • 8. Ιδεολογικοί, κοινωνικοί κώδικες, προλήψεις κ.ά. • Ο καπετάν Λεµονής, τα τελώνια, η θεοσέβειά του και ο ρεαλισµός του για τη ζωή, π.χ. «µιλούσε για τα τελώνια που είχαν πιάσει κι άγλειφαν, µέσα στη φουρτούνα, τα κατάρτια του καραβιού του» ( λαϊκή θυµοσοφία, σελ. 22), • «Ο Θεός ξέρει τι λαµπάδες έταξες στον Άι-Νικόλα!» (θεοσέβεια), • «Μήτε Παναγιά συλλογίστηκα µήτε Άι-Νικόλα! Γύρισα κατά την Κούλουρη, θυµήθηκα τη γυναίκα µου και φώναξα: "Έ µωρή Κατερίνα και να µουνα στο κρεβάτι σου!"» (ζωή, έρωτας vs θάνατος, σελ. 28).
  • 64. • 8. Ο λαϊκός λόγος ως γνωµικός λόγος, ως ποιητικός, ως λαϊκή έκφραση µε τη δική της πολιτισµική φόρτιση. Τα έργα του Ν. Καζαντζάκη µεταφέρουν φορτίο λαϊκής σοφίας, άλλοτε επιβεβαιωτικά και άλλοτε σκωπτικά. • Για τη ζωή, π.χ. «Η ζωή είναι ισόβια, είπε κάποιος µουστακαλής, που είχε κάµει τις φιλοσοφικές του σπουδές στον Καραγκιόζη. ισόβια, ανάθεµά τη!» (σ. 16). • Για τη θάλασσα ως αντρογυνοχωρίστρα, π.χ. «Κοίταξε µε άγριο µάτι πέρα τη θάλασσα. – Φτου σου, αντρογυνοχωρίστρα! Έγρουξε και δάγκασε το ψαρό µουστάκι του» (θάλασσα vs στεριά, σελ.16,), • «δάσκαλε που δίδασκες…» (θεωρία vs πράξη, σ.17) κ.ά.
  • 65. • Ο λόγος Ζορµπά: «Κουκιά έφαγα, κουκιά µολογώ. Ζορµπάς είµαι, ζορµπάδικα µιλώ» (σελ. 76), • το ρόδι του Ζορµπά στο αφεντικό την πρωτοχρονιά (µοτίβο διαχρονικό γονιµότητας, υγείας, ευτυχίας, σελ. 152) • Ο µύθος, το παραµύθι, η παράδοση µε την πολιτισµική τους φόρτιση εντοπίζονται και σε αυτό το έργο του Καζαντζάκη, όπως η εγκιβωτισµένη παράδοση για τη συκιά της Αρχοντοπούλας- έρωτας-θάνατος αρχοντοπούλας-βοσκού, πλούσια vs φτωχός, συνοµιλία µε ερωτικά µυθιστορήµατα (Ρωµαίος και Ιουλιέτα, Τάσος και Γκόλφως, Βέρθερος και Χρυσάντζα κ.ά.) • Το µοτίβο του παππού ως συνώνυµο µε το παρελθόν και την θυµοσοφία του, π.χ. «-Στον καιρό του παππού µου µια αρχοντοπούλα αγάπησε ένα µικρό βοσκόπουλο […] τους βρήκαν κάτω από τη συκιά τούτη σαπηµένους κι αγκαλιασµένους […]» (σελ. 42).
  • 66. • Ο Καζαντζάκης-αφηγητής για τη σχέση προγόνων-απογόνων, παραµύθι και νους αληθείας, νεκροί- ζωντανοί-νεκροί (η γενιά και ο κύκλος της), π.χ. «Ένιωσα πάλι πόσο σωστό το πανάρχαιο παραµύθι, πως η καρδιά του ανθρώπου είναι ένας λάκκος αίµα και πέφτουν απάνω του µπρούµουτα οι αγαπηµένοι νεκροί και πίνουν το αίµα µας να ζωντανέψουν· κι όσο πιο αγαπηµένοι είναι, τόσο και περισσότερο αίµα σου πίνουν» (σελ. 150). • Η αφήγηση για την πεταλούδα ως ψυχή- λαϊκή αντίληψη- (κάµπια- πεταλούδα-ζωή-ψυχή-θάνατος, σελ. 153) κ.ά.
  • 67. • 9. ∆ιακείµενα, φράσεις και εγκιβωτισµένα τραγούδια µε την ιστορική, κοινωνική και γενικά την πολιτισµική τους φόρτιση. Το κλέφτικο τραγούδι του Ζορµπά µε την παραλλαγή του, π.χ. «Βγήκαν κλέφτες στα βουνά/ για να κλεψουν άλογα!/ Κι άλογα δε βρήκανε/ Και τη Νούσα πήρανε!» (σελ. 112), • «Το κάστανο θέλει κρασί και το καρύδι µέλι/ και το κοπέλι κοπελιά κι η κοπελιά κοπέλι!» (µαντινάδα ερωτική, σ.130), • «Ο Κοµφούκιος λέει: " Πολλοί ζητούν την ευτυχία υψηλότερα από τον άνθρωπο. άλλοι χαµηλότερα. µα η ευτυχία είναι στο µπόι του ανθρώπου." Σωστά. Υπάρχουν τόσες ευτυχίες όσα κι ανθρώπινα µπόγια.» (σελ. 117), • «Ήλιε µου, και πως βιάστηκες να πας να βασιλέψεις…» (µοιρολόγι, σελ. 317), • «Να πέφτουν τ΄άνθη απάνω σου, τα µήλα στην ποδιά σου…/ - Τα κρεµεζογαρούφαλα τριγύρα στο λαιµό σου…» (µοιρολόγι, σελ. 312,313), • «Εγέρασα, µωρέ παιδιά, σαράντα χρόνους κλέφτης…» (Η Ελληνική Επανάσταση και το ηρωικό στοιχείο, σελ. 340) και άλλα τραγούδια (σελ. 345, 356),
  • 68. • ∆ιαλογικότητα µε Σολωµό, π.χ. «Θάλασσα; Θάλασσα; Γης; Ποιος µερακλής τα ΄καµε! [...] – Μη γελάς! Μα δε βλέπεις; Εδώ µας κάνουν µάγια, αφεντικό!» (φύση-µάγια- οµορφιά, σελ. 271). • 10. ∆ιαπολιτισµικοί κώδικες. Εθνοτική και θρησκευτική ετερότητα, θετικά φορτισµένος λόγος, το σαντούρι, π.χ. «Έδωκα ό,τι είχα και δεν είχα, κι αγόρασα ένα σαντούρι.[…] πήγα στη Σαλονίκη, βρήκα ένα µερακλή Τούρκο, τον Ρετσέπ- εφέντη, το δάσκαλο του σαντουριού […] Έχεις µεράκι για σαντούρι; -Έχω. -Ε, κάτσε, µωρέ, κι εγώ δε θέλω πλερωµή! […] Αν ο Θεός βάζει στην Παράδεισο και σκύλους, ας βάλει και τον Ρετσέπ-εφέντη […]» (σ. 25, 26). • Ο λόγος του Χουσεϊν –αγά για το θεό που χωράει µόνο στην καρδιά του ανθρώπου και γι΄αυτό δεν πρέπει κανείς να πληγώνει την καρδιά του ανθρώπου (σελ. 329-330).
  • 69. • Η θρησκευτική ετερότητα, π.χ. «-Ποιον παπά, µωρέ σερσέµη; έκαµε ο Κοντοµανολιός αγριεµένος. Αυτή, µωρέ, ήταν φράγκισσα […] η αφορεσµένη! Αντέστε, να την παραχώσουµε στον άµµο, να µη βρωµίσει και µαγαρίσει το χωριό! […]» (σελ. 315), ο Ζορµπάς ως ξενοµερίτης «παλιοµακεδόνα […] παλικρητίκαρε», «-Το γεροξεκουτιάρη […] Πού διάολο µας έλαχε κι αυτός εδώ πέρα, ο ξενοµπασιάρης!» (ντόπιος vs ξένος, σελ. 299,309 ) και ο τεµπέλης παλιοελλαδίτης (σελ. 41-42) κ.ά. • Τα ελληνικά της µαντάµ Ορτάνς ως κώδικας ετερότητας, π.χ. «-Κορέο ντεν έκει! ντεν έκει» (σελ. 46), «-Ντεν τέλω να πετάνω…Ντεν τέλω…» (309), όπως και ο ιδιωµατικός λόγος των ντόπιων (κειµενική πολυγλωσσία)
  • 70. • 11. Θρησκευτικοί κώδικες. Αναζήτηση του θεού σε ανθρώπινα µέτρα, π.χ. «Ή δεν υπάρχει αυτό που λέµε Θεός, ή ο Θεός αγαπάει τα φονικά και τις ατιµίες […] Κι αν υπάρχει Θεός, ε, τότε πια, µούντζωτα! Θα µε σεριανάει από τον ουρανό και θα σκάει στα γέλια» (σελ. 38,39), • χριστιανή vs τουρκάλα ως θρησκευτική ετερότητα (επεισόδιο κατά τον τοκετό γυναικών και επίκληση της Παναγίας µε τον ελληνικό γλωσσικό κώδικα. Η Τζαφέρ- χανούµ επικαλείται την Παναγία των Ρωµιών, αρχικά ως Μεϊρέ- µάνα, αλλά δεν εισακούεται, εισακούστηκε µόνον όταν «έσυρε φωνή µεγάλη: "Παναγιά µου! " και µονοµιάς γλίστρηξε το παιδί από την κοιλιά, σα χέλι.» (οµόγλωσσος vs ξενόγλωσσος και η θρησκευτική δυναµική της, σελ. 80), • «Εγώ συχνά ξεχνώ, περιγελώ, παραστρατίζω, η πίστη µου είναι µωσαϊκό καµωµένο από απιστίες […] Μα εσύ κρατάς στέρεα το τιµόνι» (σύγκριση Καζαντζάκη µε Σταυριδάκη, σελ. 119), • « -Εγώ, µη γελάσεις, αφεντικό, φαντάζουµαι το Θεό απαράλλαχτο σαν και µένα.» (σελ. 134).