4. Μια φορά κι ζνα καιρό ιταν τρία
αγαπθμζνα αδζρφια. Λάτρευαν τα γλυκά
νερά, τα χιόνια και τισ πθγζσ και γι’ αυτό
αποφάςιςαν να κατοικιςουν πάνω ςτα
ψθλά βουνά.
5. Για εκείνουσ θ οροςειρά τθσ Πίνδου
ιταν το ιδανικό μζροσ. H τροφι , τα
παιχνίδια , ο φπνοσ ,θ μζρα και θ νφχτα τουσ
ιταν το νερό.
6. Ο μεγάλοσ αδελφόσ ονομαηόταν Άςπροσ ι Αχελϊοσ . Ήταν
μεγαλόςωμοσ ,ζπινε και δεν χόρταινε ποτζ. Ήκελε όλο
το νερό για τον εαυτό του. «Οι πεδιάδεσ και οι κάμποι
ζχουν ηζςτθ, ιπιο κλίμα και τθ κάλαςςα κοντά
τουσ», βροντοφϊναηε ςτουσ άλλουσ αδελφοφσ του και
ςυμπλιρωνε, «δεν ζχουν ανάγκθ από τα χιόνια
και τισ βροχζσ των βουνϊν μασ».
7. Τα άλλα δφο αδζρφια του, ο ςοβαρόσ και
ιρεμοσ Άρτοσ(Άραχκοσ) και θ πανζμορφθ
Σαλαπριά (Πθνειόσ) , διαφωνοφςαν μα δεν
τολμοφςαν να φζρουν αντίρρθςθ. Εκείνοι
πίςτευαν ότι ζπρεπε κάποτε να φφγουν για τθ
κάλαςςα ποτίηοντασ τουσ διψαςμζνουσ
κάμπουσ.
8.
9. Ο Αχελϊοσ κακόσ δεν ιταν , ικελε όμωσ
να γίνεται πάντα το δικό του . Έτςι μια
μόνο λφςθ υπιρχε για να ξεφφγουν από
αυτόν οι άλλοι δφο … να τον μεκφςουν!
Αυτό ςκζφκθκε θ πανζξυπνθ Σαλαπριά .
Αφοφ το ζκρυψε και από τον Άραχκο, ζνα
βράδυ ζβαλε ςε εφαρμογι το ςχζδιό τθσ!
10.
11.
12.
13.
14.
15.
16.
17.
18.
19.
20.
21.
22.
23.
24.
25.
26.
27.
28.
29.
30.
31.
32.
33.
34.
35.
36.
37.
38.
39. Ο Αγραφιϊτθσ άρχιςε να διαςχίηει τα Άγραφα όρθ, δυτικά . Ο Tαυρωπόσ τράβθξε
ανατολικά με κατεφκυνςθ το Καρπενιςι. Υποςχζκθκαν ο ζνασ ςτον άλλο να
ςυναντθκοφν λίγο πριν τθ κάλαςςα ενϊνοντασ τα νερά τουσ. Άφθςαν και ζνα
μινυμα ςτο μεγάλο τουσ αδερφό. Ανζφεραν ότι του είχαν μεγάλο ςεβαςμό και γι’
αυτό το λόγο άφθςαν ς’ εκείνο ,αν ικελε , τα βουνά ςτθν κεντρικι Πίνδο να τα
διαςχίςει και να ξαναςυναντθκοφν κάποτε.
40. Ο Αχελώοσ κατάλαβε το λάκοσ του. Αυτι τθ φορά δεν ςκζφτθκε
εγωιςτικά . Αποφάςιςε να κάνει ό,τι του πρότειναν τα αδζρφια του
και βάηοντασ όλθ του τθ δφναμθ ακολοφκθςε το δφςκολο δρόμο
προσ το νότο ελπίηοντασ να τουσ βρει … και τουσ βρικε!