Πασχαλινές Λαμπάδες από ΣΤ τάξη του σχολείου μας.pptx
Θέματα για μελέτη στην Κοινωνιολογία
1. [1]
Κοινωνιολογία (Θέματα για μελέτη)
Η «κοινωνιολογική φαντασία» είναι ένας όρος που χρησιμοποιήθηκε
από τον Αμερικανό κοινωνιολόγο Τ. Ρ. Μιλς και σημαίνει την ικανότητα
των ατόμων να συνδέουν αυτό που συμβαίνει στην προσωπική τους ζωή
με τα ιστορικά και κοινωνικά γεγονότα.
Ο Μαρξ θεωρούσε ότι ο εκάστοτε τρόπος παραγωγής (η οικονομική
βάση) καθορίζει τις κοινωνικές, πολιτικές και πνευματικές διαδικασίες της
κοινωνίας (εποικοδόμημα). Για παράδειγμα, στον καπιταλιστικό τρόπο
παραγωγής η οικονομική (ή υλική) βάση εκφράζεται από τις παραγωγικές
σχέσεις των καπιταλιστών και των εργατών, ενώ το κράτος αποτελεί
όργανο των καπιταλιστών.
Ντυρκέμ - αυτοκτονίες
1. Την εγωιστική αυτοκτονία, που παρατηρείται ότι αυξάνεται όταν τα
άτομα δεν έχουν αναπτύξει αρκετούς κοινωνικούς δεσμούς. Για
παράδειγμα, οι ανύπαντροι ενήλικες αυτοκτονούν συχνότερα από ό,τι οι
παντρεμένοι.
2. Την αλτρουιστική αυτοκτονία, που παρατηρείται όταν οι κοινωνικοί
δεσμοί είναι πολύ δυνατοί. 0ι μαζικές αυτοκτονίες μελών διάφορων
θρησκευτικών οργανώσεων ή ατόμων που εκπαιδεύονται στο να δίνουν τη
ζωή τους για την πατρίδα (π.χ. «καμικάζι») αποτελούν παραδείγματα
αυτού του τύπου αυτοκτονίας.
3. Την ανομική αυτοκτονία, που εμφανίζεται σε περιόδους κατά τις οποίες
παρατηρείται κοινωνική αποδιοργάνωση. Για παράδειγμα, οι ανομικές
αυτοκτονίες αυξάνονται σε περιόδους οικονομικής κρίσης, αλλά και σε
περιόδους ευημερίας, γιατί οι άνθρωποι χάνουν τους κοινωνικούς
δεσμούς τους.
Ο Βέμπερ διέκρινε την κοινωνική δράση του ατόμου:
1. σε ορθολογική, που είναι η δράση σε σχέση με ένα σκοπό (π.χ. τη
δράση ενός επιχειρηματία που προσπαθεί να μεγιστοποιήσει τα κέρδη
του.
2. σε σχέση με μια αξία (π.χ. ο στρατιώτης που προτιμά να πεθάνει παρά
να εγκαταλείψει τη σημαία στο πεδίο της μάχης),
3. σε συγκινησιακή δράση (π.χ. ο άνθρωπος που κλέβει γιατί τον
έκλεψαν), 4. σε παραδοσιακή δράση (π.χ. η Ελληνίδα χήρα που φοράει
μαύρα, για να δείξει το πένθος της).
Ο Κούλεϋ συνέβαλε στη θεωρία της κοινωνικής αλληλεπίδρασης με τον
«κοινωνικό καθρεφτισμό του εαυτού μας» (κατοπτρικός εαυτός). Το παιδί
διαμορφώνει την αυτοεικόνα και τη συμπεριφορά του ανάλογα με το πώς
φαντάζεται ότι το βλέπουν οι άλλοι. Αν φαντάζεται ότι οι άλλοι έχουν θετική
εικόνα γι' αυτό, ότι οι άλλοι επιδοκιμάζουν τις ενδεχόμενες πράξεις του, θα
αισθανθεί περηφάνια, ενώ αντίθετα αν φαντάζεται ότι οι άλλοι έχουν
αρνητική εικόνα γι' αυτό και αποδοκιμάζουν τις ενδεχόμενες πράξεις του,
θα αισθανθεί ντροπή και ταπείνωση. Επομένως η διαμόρφωση της
αυτοεικόνας μας εξαρτάται από την ταυτότητα των άλλων. Οι θεμελιωτές
της σχολής της συμβολικής αλληλεπίδρασης ονόμασαν «σημαντικούς
2. [2]
άλλους» όλα τα άτομα που επηρεάζουν περισσότερο την αυτοεικόνα και
τη συμπεριφορά μας και τα οποία είναι συγκεκριμένα πρόσωπα του
περιβάλλοντός μας.
Οι χώρες του λεγόμενου Πρώτου Κόσμου χαρακτηρίζονται από την
ελεύθερη οικονομία, την εκβιομηχάνιση, αλλά και το μικρό ποσοστό
απασχολούμενων στη γεωργία. Πρόκειται για τα κράτη της Δ. Ευρώπης,
για τις Η.Π.Α., την Ιαπωνία κ.ά. Ως χώρες του λεγόμενου Δεύτερου
Κόσμου προσδιορίζονταν μέχρι πρόσφατα οι πρώην σοσιαλιστικές χώρες
(όπως π.χ. η Ε.Σ.Σ.Δ.) που είχαν κεντρικά σχεδιασμένη και κρατικά
ελεγχόμενη οικονομία. Οι χώρες του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου είναι
αυτές στις οποίες η πλειονότητα του πληθυσμού ασχολείται με την
καλλιέργεια της γης, ενώ η οικονομία τους είναι είτε κεντρικά σχεδιασμένη
είτε ελεύθερη.
Οι θεμελιωτές της άποψης αυτής, που έγινε γνωστή ως θεωρία της
εξάρτησης, υποστηρίζουν ότι η ανάπτυξη του καπιταλιστικού δυτικού
κόσμου και η υπανάπτυξη του Τρίτου Κόσμου πρέπει να εξετάζονται από
κοινού. Με άλλα λόγια, οι χώρες του Τρίτου Κόσμου δεν μπόρεσαν να
αναπτυχθούν αυτόνομα, επειδή προσδέθηκαν στο άρμα του καπιταλισμού
με σχέση εξάρτησης. Έτσι, οι δυτικές χώρες εξελίχθηκαν σε καπιταλιστικές
δυνάμεις όχι μόνο μέσα από την ιδιοποίηση της υπεραξίας των δικών τους
εργατών, αλλά και μέσα από την ιδιοποίηση και εκμετάλλευση των
πλουτοπαραγωγικών πηγών και των φθηνών εργατικών χεριών των
χωρών του Τρίτου Κόσμου. Με αυτό τον τρόπο έχει δημιουργηθεί ένα
σύστημα στο οποίο οι αναπτυγμένες χώρες (Η.ΠΑ, Ιαπωνία) λειτουργούν
ως μια παγκόσμια καπιταλιστική τάξη (η οποία αναφέρεται ως
«μητρόπολη», «κέντρο» ή «πυρήνας»), ενώ οι λιγότερο αναπτυγμένες
χώρες (οι οποίες αναφέρονται ως «περιφέρεια») παίζουν το ρόλο της
εργατικής τάξης που υφίσταται την εκμετάλλευση σε διεθνές επίπεδο.
Tο φαινόμενο της αποβιομηχάνισης, αφού κάποιες από τις ελληνικές
βιομηχανικές μονάδες επιλέγουν τη μετεγκατάστασή τους σε χώρες με
φθηνότερα εργατικά χέρια, με ευνοϊκότερη φορολογία και με ελαστικότερη
νομοθεσία για την προστασία του περιβάλλοντος. Το μεγαλύτερο
πρόβλημα παρατηρείται στον κλάδο της κλωστοϋφαντουργίας και τις
βιομηχανικές μονάδες που είναι κυρίως εγκαταστημένες στη Βόρεια
Ελλάδα.
Η δεύτερη διάσταση αφορά την ψυχική οργάνωση της προσωπικότητας
και σχετίζεται περισσότερο με την ανάπτυξη του κοινωνικού εαυτού.
Σύμφωνα με τον Φρόυντ, η προσωπικότητα του ατόμου αποτελείται από
τρία μέρη:
• Το «εκείνο» (id), το οποίο περιλαμβάνει τα βιολογικά ένστικτα και τις
ροπές και λειτουργεί με βάση την άμεση ικανοποίηση των αναγκών (το
ασυνείδητο).
• Το «υπερεγώ» (superego), το οποίο αποτελεί το σύνολο των κανόνων
συμπεριφοράς που η κοινωνία επιβάλλει στα μέλη της.
• Το «εγώ» (ego), που αποτελεί τη συνειδητή πλευρά της
3. [3]
προσωπικότητας, τις ψυχικές λειτουργίες με τις οποίες το άτομο ενεργεί.
Το «εγώ» έχει ως βάση την πραγματικότητα. Αυτό σημαίνει ότι ρυθμίζεται
από τις εσωτερικές παρορμήσεις του «εκείνο», αλλά και από τους
περιορισμούς και τις απαγορεύσεις που επιβάλλει η κοινωνία.
Από το «εκείνο», δηλαδή το ασυνείδητο, αναδύονται οι παρορμήσεις, τα
ένστικτα και οι βιολογικές ορμές, οι οποίες συχνά συγκρούονται με το
«υπερεγώ», δηλαδή την κοινωνία και τον πολιτισμό. Για να μπορέσει το
άτομο να αντιμετωπίσει καταστάσεις που του προκαλούν ένταση και
άγχος, καταφεύγει συχνά σε μηχανισμούς άμυνας. (από την σελίδα 56
δεν θα ζητήσω «ανάπτυξη» αλλά μπορεί να βάλω ή ΣΛ ή
αντιστοίχιση).
Ο τυπικός κοινωνικός έλεγχος είναι ο θεσμοθετημένος έλεγχος που
ασκείται από το κράτος και τα εντεταλμένα όργανά του (π.χ. αστυνομία,
δικαστήρια) και ταυτίζεται με την καταστολή και την τιμωρία. Οι ποινές
προσδιορίζονται με ακρίβεια από τη νομοθεσία για κάθε περίπτωση
παραβίασης κανόνων. Ο τυπικός κοινωνικός έλεγχος εφαρμόζεται σε
περιπτώσεις παραβίασης θεμελιωδών αξιών και κανόνων της κοινωνικής
ζωής (π.χ. αφαίρεση ανθρώπινης ζωής, κλοπή, στέρηση της ελευθερίας
κτλ.).
Ο άτυπος κοινωνικός έλεγχος είναι ο μη θεσμοθετημένος έλεγχος που
ασκείται όταν κάποιος αποκλίνει από τα πρότυπα συμπεριφοράς της
ομάδας. Τα σχόλια των συγγενών, η κριτική των συμμαθητών, οι
μορφασμοί και οι χειρονομίες αποτελούν μερικά παραδείγματα άτυπου
κοινωνικού ελέγχου, αφού εκφράζουν την επιδοκιμασία ή την
αποδοκιμασία μιας πράξης. Ο άτυπος κοινωνικός έλεγχος εφαρμόζεται
κυρίως στις περιπτώσεις παραβίασης λιγότερο θεμελιωδών κανόνων
συμπεριφοράς.
Στις μορφές κοινωνικού ελέγχου εντάσσεται και ο αυτοέλεγχος, ο
εσωτερικός έλεγχος του ατόμου. Πρόκειται για την εσωτερίκευση των
αξιών και των κανόνων συμπεριφοράς που επιτυγχάνεται από την
περίοδο της πρώιμης κοινωνικοποίησης του ατόμου. Κάθε άτομο
αξιολογεί πριν από κάθε ενέργεια τις πιθανές συνέπειες της πράξης του.
Οι συνέπειες αυτές το ενθαρρύνουν ή το αποτρέπουν να ενεργήσει,
ανάλογα με το βαθμό εσωτερίκευσης των κοινωνικών αξιών.
Εγκλήματα του λευκού κολάρου είναι τα εγκλήματα που διαπράττονται από
άτομα μέσης ή ανώτερης κοινωνικής θέσης και αφορούν κυρίως οικονομικές
συναλλαγές ( υπαιξαιρέσεις, πλαστές επιταγές κτλ).
Η φυλακή αποτελεί μια μικροκοινωνία με μια ιδιότυπη κοινωνική
οργάνωση. Οι κανόνες που ρυθμίζουν αυτή τη μικροκοινωνία είναι είτε
τυπικοί είτε άτυποι. Οι τυπικοί κανόνες αφορούν το επίσημο νομικό
καθεστώς που διέπει τη φυλακή (σωφρονιστικός κώδικας, εσωτερικός
κανονισμός λειτουργίας), ενώ οι άτυποι αφορούν τους κώδικες
επικοινωνίας που αναπτύσσονται μεταξύ των δύο αντιτιθέμενων
υποπολιτισμών της φυλακής, δηλαδή μεταξύ των ίδιων των κρατουμένων
και μεταξύ των φυλάκων και των κρατουμένων. Ο σωφρονισμός των
κρατουμένων επιτυγχάνεται μέσα από λειτουργίες που διαμορφώνονται
4. [4]
υπό την επίδραση αυτής της κοινωνικής οργάνωσης. Τέτοιες λειτουργίες
είναι η απομόνωση, η εργασία, η εκπαίδευση και βέβαια η διαβίωση μέσα
σε συνθήκες υγιεινής και ασφάλειας. Ομως συχνά αυτές οι λειτουργίες δεν
επιτυγχάνουν τον αρχικό σκοπό του εγκλεισμού του παραβάτη, που είναι
ο σωφρονισμός και η επανένταξη. Αυτό συμβαίνει γιατί οι λειτουργίες που
προαναφέραμε έχουν άλλα αποτελέσματα σε καθεστώς ελεύθερης
διαβίωσης και άλλα στο ιδιότυπο καθεστώς της φυλακής. Γι' αυτό το λόγο
αρκετοί επιστήμονες επισημαίνουν αφενός την αναποτελεσματικότητα του
θεσμού της φυλακής ως προς τον επιθυμητό σωφρονισμό των
παραβατών και αφετέρου την καταπίεση των ανθρώπινων δικαιωμάτων
των κρατουμένων ως προς τις συνθήκες διαβίωσής τους.
Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα που προκύπτει από τη φυλάκιση ενός
εγκληματία σε κλειστό ίδρυμα είναι το φαινόμενο της ιδρυματοποίησης.
Με αυτό εννοούμε ότι ένας πρώην κρατούμενος, από τη στιγμή που θα
ανακτήσει την ελευθερία του, δεν έχει τη δυνατότητα να ενταχθεί πλήρως
στο κοινωνικό σύνολο, αν δε στηριχθεί από κοινωνικές οργανώσεις στη
νέα του ζωή. Συχνά λοιπόν η ανυπαρξία κοινωνικών δικτύων τον οδηγούν
στο να αναπολεί τη ζωή του στο κλειστό ίδρυμα, η οποία, αν μη τι άλλο,
ήταν απολύτως προγραμματισμένη, με καθημερινές ασχολίες, φιλικές
σχέσεις, συνεργασίες. Έτσι, η ιδρυματοποίηση αποβαίνει μεγάλο εμπόδιο
για την κοινωνική επανένταξη του παραβάτη. Για να επακοινωνικοποιηθεί
ομαλά ο αποφυλακισμένος, χρειάζεται να μειωθούν οι συνέπειες του
στιγματισμού της φυλακής, τόσο στο επίπεδο των κοινωνικών σχέσεων
του αποφυλακισμένου όσο και στις επίσημες σχέσεις του με το κράτος.
Αυτό σημαίνει ότι τόσο οι φορείς της κρατικής ή της τοπικής εξουσίας όσο
και οι συνάνθρωποί του θα πρέπει να δουν τον αποφυλακισμένο όχι ως
έναν εγκληματία, αλλά ως έναν άνθρωπο που προσπαθεί να κάνει μια νέα
αρχή στη ζωή του, και συνεπώς να τον στηρίξουν στην προσπάθειά του
να ενσωματωθεί στις κοινωνικές διεργασίες. Επομένως η δημιουργία μιας
βάσης στήριξης αυτού του ανθρώπου, με τους απαραίτητους υλικούς και
ηθικούς όρους ζωής (εργασία, οικογένεια, πολιτική συμμετοχή κ.ά.), είναι
εντελώς απαραίτητη. Αν δεν υπάρχει αυτό το «δίχτυ ασφάλειας», τότε η
κοινωνική επανένταξη του αποφυλακισμένου δεν πρόκειται να επιτευχθεί
και το πιθανότερο είναι να παρουσιαστεί υποτροπή, δηλαδή επανάληψη
της εγκληματικής συμπεριφοράς.
Υποπολιτισμός ή υποκουλτούρα είναι τμήμα του κυρίαρχου πολιτισμού
μιας κοινωνίας, το οποίο διαφοροποιείται ως προς ορισμένες αξίες,
κανόνες, πρότυπα συμπεριφοράς ή σύμβολα που χρησιμοποιεί. Για την
κοινωνιολογία ο όρος «υποπολιτισμός» προσδιορίζει διαφορετικά
κοινωνικά φαινόμενα και δεν έχει αξιολογική σημασία- το «υπο» του όρου
δε σημαίνει υποτίμηση ή κατωτερότητα, αλλά την ύπαρξη μιας υποομάδας
εντός της κοινωνίας με διαφορετικές κοινωνικές αξίες, διαφορετικό τρόπο
ζωής και διαφορετική γλώσσα (π.χ. οι Τσιγγάνοι στην Ελλάδα, ομάδες
νέων με διαφορετική αμφίεση και διαφορετικό γλωσσικό κώδικα κτλ.).
5. [5]
Σήμερα ο όρος «πρόσφυγας», σύμφωνα με τη Σύμβαση του Ο.Η.Ε.
(1951), όπως αυτή τροποποιήθηκε το 1969, «εφαρμόζεται σε όλους όσοι,
εξαιτίας εξωτερικών επιθέσεων, κατοχής, ξένης κυριαρχίας ή γεγονότων
που διαταράσσουν τη δημόσια τάξη σε οποιοδήποτε μέρος ή σε ολόκληρη
τη χώρα προέλευσης είναι αναγκασμένοι να εγκαταλείψουν το συνήθη
τόπο διαμονής τους, για να βρουν καταφύγιο σε μια άλλη χώρα, εκτός από
αυτήν της προέλευσης ή ιθαγένειάς τους».
Στερεότυπα. Τα στερεότυπα είναι υπεραπλου-στευμένες και (αυθαίρετα
συχνά) γενικευμένες (θετικές ή αρνητικές) αντιλήψεις των ατόμων οι
οποίες δημιουργούνται στην προσπάθειά τους να κατανοήσουν την
πραγματικότητα. Όταν αναφερόμαστε στα στερεότυπα εννοούμε τις ιδέες
που είναι βασισμένες σε διαστρεβλώσεις, υπερβολές και
υπεραπλουστεύσεις της πολύπλοκης κοινωνικής πραγματικότητας π.χ.
«οι πολιτικοί είναι διεφθαρμένοι».
Ο σοβινισμός είναι όρος συγγενικός με αυτόν του πατριωτισμού,
εντούτοις οι δύο όροι δεν ταυτίζονται. Ο πατριωτισμός αποτελεί την
ανιδιοτελή αγάπη κάποιου προς την πατρίδα, η οποία μπορεί να είναι
τόσο μεγάλη, ώστε να τον οδηγήσει ως την υπέρτατη θυσία, δηλαδή τη
θυσία της ζωής του γι' αυτήν. Από την άλλη πλευρά, ο σοβινισμός έχει την
έννοια της φανατικής φιλοπατρίας. Ο φανατισμός είναι αυτός που
διαφοροποιεί ποιοτικά τις δύο έννοιες. Ο σοβινιστής, λόγω του
φανατισμού του, αισθάνεται περιφρόνηση για τα πολιτισμικά
χαρακτηριστικά άλλων λαών. Ο εθνικισμός ορίζεται ως η φανατική
εξύμνηση κάθε όψης της εθνικής ζωής, καθώς και η υποτίμηση και
καταπολέμηση κάθε ξένου στοιχείου. Έτσι, αναγορεύει την αφοσίωση στο
οικείο έθνος σε υπέρτατη ηθική υποχρέωση. Στο όνομά του μπορεί ένας
άνθρωπος να σκοτώσει ακόμη και τους συγγενείς του, τους φίλους ή τους
γείτονές του, όπως δείχνουν οι περιπτώσεις πρόσφατων εμφύλιων
συγκρούσεων (π.χ. Γιουγκοσλαβία).
Ο κατακτητικός πόλεμος αποσκοπεί στην κατάκτηση εδαφών και των
πλουτοπαραγωγικών πηγών τους και αποτελεί την πλειονότητα των
πολέμων μεταξύ κρατών στην ιστορία της ανθρωπότητας (Α' και Β'
Παγκόσμιος Πόλεμος). Ο εθνικοαπελευθερωτικός πόλεμος έχει ως
σκοπό την ανεξαρτησία του έθνους-κράτους που βρίσκεται υπό ξένη
κατοχή. Αφετηρία του είναι η εθνική αφύπνιση του λαού, ο οποίος
οδηγείται σε βίαιη αντιπαράθεση με τον κατακτητή για την
ανεξαρτητοποίησή του (Ελλάδα 1821,Παλαιστίνη αγώνας που διαρκεί από
το 1920 μέχρι σήμερα). Ο θρησκευτικός πόλεμος είναι ένας τύπος
πολέμου που στηρίζεται στο φανατισμό των ομάδων με διαφορετικές
θρησκευτικές πεποιθήσεις, πίσω όμως από τις οποίες υποκρύπτονται
συχνά οικονομικά και πολιτικά κίνητρα (οι σταυροφορίες το Μεσαίωνα, η
πρόσφατη περίπτωση της Β. Ιρλανδίας). Επανάσταση σημαίνει ρήξη με
την κρατούσα κοινωνικοοικονομική τάξη πραγμάτων. Η Οκτωβριανή
Επανάσταση στη Ρωσία (1917) και η Κινεζική Επανάσταση (1949). Ο
εμφύλιος πόλεμος διεξάγεται μεταξύ αντιπάλων που συνυπάρχουν στον
6. [6]
ίδιο γεωγραφικό χώρο (ομοεθνών), με στόχο την κατάκτηση της πολιτικής
εξουσίας. Παραδείγματα εμφύλιων πολέμων έχουμε τόσο στην Ελλάδα
(1945-1949), Ισπανία (1936-1939).
Η απειλή χρήσης ή η χρήση βίας μπορεί να απευθύνεται κατά της ζωής
των ανθρώπων ή της περιουσίας τους συμπεριλαμβάνει ενέργειες όπως
απαγωγές και καταστάσεις ομηρίας, βπμβιστικές επιθέσεις σε εγκαταστάσεις
και μέσα μεταφοράς, πειρατείες σε μέσα μεταφοράς, δολοφονίες και
τραυματισμούς ανθρώπων, καταστροφές ηλεκτρονικών βάσεων δεδομένων,
χρήση συμβατικών όπλων και όπλων μαζικής καταστροφής (πυρηνικών,
χημικών ή βιολογικών), χρήση ανθρώπων ως κομάντος αυτοκτονίας.
Καλή Επιτυχία!