Unlocking the Power of ChatGPT and AI in Testing - A Real-World Look, present...
Doubito issuu
1. Στη σημερινή κοινωνία, το μείζον κοινωνικό πρόβλημα της ισότητας των δυο φύλων έχει αντιμετωπισθεί σε έναν αρκετά μεγάλο βαθμό, καθώς η ισότητα αυτή έχει κατοχυρωθεί νομικά (Σύνταγμα 1975, άρθρο 4,
Θέατρο σύνθεσης και κυκλοφορί
παράγραφος 2, Νέο Οικογενειακό Δίκαιο 1983). Επομένως, η κατάσταση για τις γυναίκες είναι σαφώς και εμφανώς καλύτερη, συγκρινόμενη με αυτήν που επικρατούσε πριν 30 χρόνια. Φυσικά, γίνεται λόγος για τις
κοινωνίες των αναπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών και όχι για εκείνες, στις οποίες η γυναίκα δεν θεωρείται άνθρωπος, τόσο λόγω θρησκείας, όσο και λόγω νόμων που θεσπίζονται βάσει της θρησκείας και
αφαιρούν από τη γυναίκα κάθε στοιχειώδες ανθρώπινο δικαίωμα.
Ωστόσο, ακόμη κι αν το Σύνταγμα και το Οικογενειακό Δίκαιο στις αναπτυγμένες και αναπτυσσόμενες έχει οριστικά θεσμοθετήσει την ισότητα μεταξύ των δυο φύλων, διάφορα περιστατικά της καθημερινής ζωής
Θέατρο σύνθεσης και κυκλοφορίας ιδεών Θέατρο σύνθεσης και κυκλοφορίας ιδεών αποδεικνύουν ότι η ισότητα αυτή είναι νομική, όχι όμως και
Ο πρώτος χώρος, στον οποίο εντοπίζεται η ανισότητα σε βάρος των γυναικών είναι ο εργασιακός. Συχνά, οι γυναίκες δεν αμείβονται το ίδιο με τους άντρες, παρά το γεγονός ότι προσφέρουν ισότιμη εργασία. Επίσης,
πολλοί εργοδότες πιέζουν τις γυναίκες που εργάζονται στην επιχείρησή τους να τους διαβεβαιώσουν –ή ακόμη και να δεσμευτούν, υπογράφοντας!- πως δεν πρόκειται να βρεθούν σε κατάσταση εγκυμοσύνης τα προσεχή
έμπρακτη.
χρόνια. Αντίστοιχα, σε περίπτωση που μια γυναίκα εργαζόμενη στον ιδιωτικό τομέα μείνει έγκυος, δεν της δίνεται παρά περιθώριο –στην καλύτερη των περιπτώσεων- μιας μόνο εβδομάδος, για να γεννήσει στο νοσοκομείο.
Τους προηγούμενους μήνες της εγκυμοσύνης, καθώς και αμέσως μετά τη γέννα, υποχρεούται να επιστρέψει στη δουλειά της, γιατί αλλιώς κινδυνεύει να την χάσει από κάποιον άλλον. Μ’ αυτόν τον τρόπο, όπως γίνεται
εύκολα αντιληπτό, δεν της δίνεται το περιθώριο να θηλάσει το παιδί της.
Σ’ αυτό το σημείο, πολλοί θα υποστηρίξουν πως η γυναίκα θα πρέπει να εγκαταλείψει την οποιαδήποτε επαγγελματική της ενασχόληση και ν’ ασχοληθεί αποκλειστικά με το παιδί της, καθώς «πολλά τα επαγγέλματα της
γυναίκας, αλλά μια μόνον η κλίση της, η μητρότητα. Έτσι, λοιπόν, η γυναίκα αναγκάζεται να μπει στο δίλημμα «καριέρα ή οικογένεια». Φυσικά, ποιος μπορεί ν’ αμφισβητήσει ότι είναι επιταγή της φύσης η γυναίκα να έχει ως
κλίση της τη μητρότητα, εφόσον στα σπλάχνα της δημιουργείται και αναπτύσσεται ένας νέος οργανισμός; Από την άλλη πλευρά, η μητρότητα είναι μια κλίση της γυναίκας, ίσως όμως όχι και η μοναδική. Άλλωστε, η
κοινωνία πολλές φορές επικαλείται τους φυσικούς νόμους και τους ανάγει σε κοινωνικά πρότυπα, προκειμένου να πετύχει τους εκάστοτε σκοπούς της: εν προκειμένω, το κλείσιμο της γυναίκας στο σπίτι για μια ολόκληρη
Θέατρο σύνθεσης και κυκλοφορίας ιδεών ζωή, εφόσον γεννήσει παιδιά και την αποκλειστική ενασχόλησή της με τις δουλειές του σπιτιού. Ο άντρας, βέβαια, σύμφωνα με τις επιταγές αυτού του διαδεδομένου κοινωνικού προτύπου, δεν υποχρεούται να αναλάβει
κάποιες από τις οικιακές εργασίες, με τη δικαιολογία ότι εργάζεται όλη την ημέρα, καθώς ο άντρας είναι φυσιολογικό να εργάζεται όλη την ημέρα και η γυναίκα να είναι κλεισμένη στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού.
Το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: γιατί οι γυναίκες να πρέπει να μπαίνουν στο δίλημμα της επιλογής ανάμεσα στην εργασία ή στην οικογένεια; Η απάντηση είναι ότι αυτό αποτελεί ένα κοινωνικό πρότυπο, με το οποίο
έχουν ανατραφεί γενιές και γενιές, και καθώς είναι βαθιά καλλιεργημένο στο μυαλό του ανθρώπου, αυτός θεωρεί πως αυτό είναι το σωστό. Το ζήτημα είναι πως αυτό το πρότυπο καλλιεργείται και στο μυαλό των γυναικών.
Έτσι, οι γυναίκες αφήνουν όλα αυτά τα –εναντίον τους- κοινωνικά πρότυπα να καθορίζουν τη ζωή τους, χωρίς οι ίδιες να αντιδρούν δυναμικά σε αυτό και να διεκδικούν αυτό που πραγματικά επιθυμούν για τη ζωή τους,
εμπλεκόμενες στα γρανάζια ενός διαιωνιζόμενου πατριαρχικού συστήματος. Για παράδειγμα, θα πρέπει να παρέχονται γονικές άδειες και στους δυο γονείς, ώστε το μεγάλωμα των παιδιών να γίνεται με κοινή ευθύνη, όπως
θα πρέπει και το ζευγάρι να μοιράζεται τις δουλειές του σπιτιού, από τη στιγμή που και οι δύο είναι εργαζόμενοι. Δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ο ιδιαίτερος ρόλος της μητέρας, επειδή εκείνη φέρνει στον κόσμο τα παιδιά.
Αυτό που προκύπτει ως συμπέρασμα είναι ότι η ίδια η γυναίκα θα πρέπει ν’ αποδεσμευτεί απ’ όλες τις αναχρονιστικές αντιλήψεις, τις προκαταλήψεις, τα ταμπού που την ακολουθούν και μέσα από τη συμπεριφορά της ως
μητέρα και ως σύζυγος ν’ αποκτήσει τη θέση που δικαιωματικά της ανήκει μέσα στην κοινωνία. Εδώ θα πρέπει να γίνει μια σημαντική παρατήρηση: η διεκδίκηση των δικαιωμάτων της γυναίκας δεν συνεπάγεται την
κατάργηση του ανδρικού φύλου, γιατί έτσι θα παραμείνει η κατάσταση ίδια, αλλά από την αντίθετη πλευρά. Δηλαδή, αντί για πατριαρχική, η κοινωνία θα είναι μητριαρχική. Όσο λάθος είναι ο μισογυνισμός, άλλο τόσο
λάθος είναι και η μισανδρία και άλλο τόσο λάθος είναι και η πλήρης εξίσωση και εξομοίωση των δυο φύλων.
Η πλήρης εξομοίωση των δυο φύλων συνεπάγεται ότι και στον εργασιακό χώρο η γυναίκα και πάλι δεν θα έχει το περιθώριο του να μείνει έγκυος κι έπειτα να θηλάσει για όσους μήνες χρειαστεί το παιδί της, γεγονός που
παραπέμπει στην ίδια κατάσταση που επικρατεί σήμερα. Στο όνομα, λοιπόν, της ισότητας η γυναίκα αναγκάζεται να κριθεί με τα ανδρικά-πατριαρχικά πρότυπα, αδυνατώντας να διεκδικήσει για την ίδια την αξιολόγησή της
με διαφορετικά κριτήρια. Η γυναικεία χειραφέτηση δεν επιτυγχάνεται με την αποδοχή του ανδρικού προτύπου ζωής και με την προσπάθεια ανταπόκρισης σ’ αυτό ο πρότυπο.
Ο φεμινισμός δεν επιτυγχάνεται, όταν η γυναίκα εξαλείφει όλα τα στοιχεία που τη διαφοροποιούν από τον άνδρα, με σκοπό να αναμετρηθεί μαζί του στο δικό του επίπεδο, με τα δικά του κριτήρια, αλλά όταν η γυναίκα
αμφισβητεί τις πατριαρχικές δομές της κοινωνίας και αρνείται να κριθεί με τα ίδια μέτρα που κρίνεται ένας άνδρας: απαιτεί να κριθεί ως γυναίκα. Σ’ αυτήν την περίπτωση, διεκδικεί τη γυναικεία της φύση, την υπερασπίζεται και
την προτάσσει (χωρίς να την εξομοιώνει απόλυτα με την ανδρική). Μ’ αυτόν τον τρόπο, αρνείται να υποταχτεί σ’ ένα σύστημα που περιλαμβάνει προκαθορισμένους κοινωνικούς ρόλους, σ’ ένα σύστημα που τη θεωρεί
καταξιωμένη μόνο στο πλευρό ενός άνδρα, που την προβάλλει μέσω της λειτουργίας της διαφήμισης ως ένα καταναλωτικό ον, ματαιόδοξο και ανόητο, που το μόνο που σκέφτεται είναι πώς θα προκαλέσει και θα
γοητεύσει τον άνδρα.
Το ζήτημα, λοιπόν, είναι ότι η πραγματική απελευθέρωση της γυναίκας θα επιτευχθεί όταν γίνει συνείδηση πως η χειραφέτηση και η ελευθερία της γυναίκας σημαίνει χειραφέτηση και ελευθερία του άνδρα. Μόνον τότε θα’ χει
αρχίσει να γκρεμίζεται το επί χρόνια άριστα χτισμένο και συντηρημένο κοινωνικό πρότυπο κατά του «ασθενούς φύλου», που ως μοναδικό του προορισμό έχει τη σεξουαλική ικανοποίηση του άνδρα και τη γέννηση των
παιδιών. Μόνον τότε θα’ χει αρχίσει μια ουσιαστική προσπάθεια διαμόρφωσης άλλων όρων κοινωνικής ζωής, άλλου είδους κοινωνίας, που θα σέβεται τις διαφορές μεταξύ των δυο φύλων, αλλά δεν θα τις χρησιμοποιεί
ως πρόσχημα για την υποταγή της γυναίκας στον άνδρα και για την κατάργηση αυτής ως ανθρώπινης ύπαρξης με επιθυμίες, όνειρα και δικαιώματα.
Τα δυο φύλα είναι εκ φύσεως διαφορετικά, έχουν το καθένα τις δικές του ιδιομορφίες και ιδιαιτερότητες. Οι διαφορές που έχει το κάθε φύλο αλληλοσυμπληρώνονται και είναι απαραίτητες για την ανάπτυξη σχέσεων μεταξύ
άνδρα και γυναίκας. Η διαφορά όμως αυτή δεν σημαίνει πως τα δυο φύλα δεν είναι ίσα. Είναι ίσα, αλλά διαφορετικά, καθώς η ισότητα δε σημαίνει ομοιότητα. Σημαίνει το σεβασμό και τη γνώση της διαφορετικότητας,
καθώς η κατάργησή της σημαίνει και την κατάργηση της ζωής, την κατάργηση της ομορφιάς και του ενδιαφέροντος στις ανθρώπινες σχέσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών. Από το σεβασμό των διαφορών των δυο
φύλων εξαρτάται η αρμονική τους συνύπαρξη, καθώς στη ζωή οι άνδρες και οι γυναίκες είναι συνοδοιπόροι και συναγωνιστές και όχι ανταγωνιστές. Στη σημερινή κοινωνία, το μείζον κοινωνικό πρόβλημα της ισότητας
των δυο φύλων έχει αντιμετωπισθεί σε έναν αρκετά μεγάλο βαθμό, καθώς η ισότητα αυτή έχει κατοχυρωθεί νομικά (Σύνταγμα 1975, άρθρο 4, παράγραφος 2, Νέο Οικογενειακό Δίκαιο 1983). Επομένως, η κατάσταση για τις
γυναίκες είναι σαφώς και εμφανώς καλύτερη, συγκρινόμενη με αυτήν που επικρατούσε πριν 30 χρόνια. Φυσικά, γίνεται λόγος για τις κοινωνίες των αναπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών και όχι για εκείνες, στις
οποίες η γυναίκα δεν θεωρείται άνθρωπος, τόσο λόγω θρησκείας, όσο και λόγω νόμων που θεσπίζονται βάσει της θρησκείας και αφαιρούν από τη γυναίκα κάθε στοιχειώδες ανθρώπινο δικαίωμα.
Ωστόσο, ακόμη κι αν το Σύνταγμα και το Οικογενειακό Δίκαιο στις αναπτυγμένες και αναπτυσσόμενες έχει οριστικά θεσμοθετήσει την ισότητα μεταξύ των δυο φύλων, διάφορα περιστατικά της καθημερινής ζωής
αποδεικνύουν ότι η ισότητα αυτή είναι νομική, όχι όμως και έμπρακτη.
Ο πρώτος χώρος, στον οποίο εντοπίζεται η ανισότητα σε βάρος των γυναικών είναι ο εργασιακός. Συχνά, οι γυναίκες δεν αμείβονται το ίδιο με τους άντρες, παρά το γεγονός ότι προσφέρουν ισότιμη εργασία. Επίσης,
πολλοί εργοδότες πιέζουν τις γυναίκες που εργάζονται στην επιχείρησή τους να τους διαβεβαιώσουν –ή ακόμη και να δεσμευτούν, υπογράφοντας!- πως δεν πρόκειται να βρεθούν σε κατάσταση εγκυμοσύνης τα προσεχή
χρόνια. Αντίστοιχα, σε περίπτωση που μια γυναίκα εργαζόμενη στον ιδιωτικό τομέα μείνει έγκυος, δεν της δίνεται παρά περιθώριο –στην καλύτερη των περιπτώσεων- μιας μόνο εβδομάδος, για να γεννήσει στο νοσοκομείο.
Τους προηγούμενους μήνες της εγκυμοσύνης, καθώς και αμέσως μετά τη γέννα, υποχρεούται να επιστρέψει στη δουλειά της, γιατί αλλιώς κινδυνεύει να την χάσει από κάποιον άλλον. Μ’ αυτόν τον τρόπο, όπως γίνεται
εύκολα αντιληπτό, δεν της δίνεται το περιθώριο να θηλάσει το παιδί της.
Σ’ αυτό το σημείο, πολλοί θα υποστηρίξουν πως η γυναίκα θα πρέπει να εγκαταλείψει την οποιαδήποτε επαγγελματική της ενασχόληση και ν’ ασχοληθεί αποκλειστικά με το παιδί της, καθώς «πολλά τα επαγγέλματα της
γυναίκας, αλλά μια μόνον η κλίση της, η μητρότητα. Έτσι, λοιπόν, η γυναίκα αναγκάζεται να μπει στο δίλημμα «καριέρα ή οικογένεια». Φυσικά, ποιος μπορεί ν’ αμφισβητήσει ότι είναι επιταγή της φύσης η γυναίκα να έχει ως
κλίση της τη μητρότητα, εφόσον στα σπλάχνα της δημιουργείται και αναπτύσσεται ένας νέος οργανισμός; Από την άλλη πλευρά, η μητρότητα είναι μια κλίση της γυναίκας, ίσως όμως όχι και η μοναδική. Άλλωστε, η
κοινωνία πολλές φορές επικαλείται τους φυσικούς νόμους και τους ανάγει σε κοινωνικά πρότυπα, προκειμένου να πετύχει τους εκάστοτε σκοπούς της: εν προκειμένω, το κλείσιμο της γυναίκας στο σπίτι για μια ολόκληρη
ζωή, εφόσον γεννήσει παιδιά και την αποκλειστική ενασχόλησή της με τις δουλειές του σπιτιού. Ο άντρας, βέβαια, σύμφωνα με τις επιταγές αυτού του διαδεδομένου κοινωνικού προτύπου, δεν υποχρεούται να αναλάβει
κάποιες από τις οικιακές εργασίες, με τη δικαιολογία ότι εργάζεται όλη την ημέρα, καθώς ο άντρας είναι φυσιολογικό να εργάζεται όλη την ημέρα και η γυναίκα να είναι κλεισμένη στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού.
Το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: γιατί οι γυναίκες να πρέπει να μπαίνουν στο δίλημμα της επιλογής ανάμεσα στην εργασία ή στην οικογένεια; Η απάντηση είναι ότι αυτό αποτελεί ένα κοινωνικό πρότυπο, με το οποίο
τεύχος 1
έχουν ανατραφεί γενιές και γενιές, και καθώς είναι βαθιά καλλιεργημένο στο μυαλό του ανθρώπου, αυτός θεωρεί πως αυτό είναι το σωστό. Το ζήτημα είναι πως αυτό το πρότυπο καλλιεργείται και στο μυαλό των γυναικών.
Έτσι, οι γυναίκες αφήνουν όλα αυτά τα –εναντίον τους- κοινωνικά πρότυπα να καθορίζουν τη ζωή τους, χωρίς οι ίδιες να αντιδρούν δυναμικά σε αυτό και να διεκδικούν αυτό που πραγματικά επιθυμούν για τη ζωή τους,
εμπλεκόμενες στα γρανάζια ενός διαιωνιζόμενου πατριαρχικού συστήματος. Για παράδειγμα, θα πρέπει να παρέχονται γονικές άδειες και στους δυο γονείς, ώστε το μεγάλωμα των παιδιών να γίνεται με κοινή ευθύνη, όπως
θα πρέπει και το ζευγάρι να μοιράζεται τις δουλειές του σπιτιού, από τη στιγμή που και οι δύο είναι εργαζόμενοι. Δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ο ιδιαίτερος ρόλος της μητέρας, επειδή εκείνη φέρνει στον κόσμο τα παιδιά.
Αυτό που προκύπτει ως συμπέρασμα είναι ότι η ίδια η γυναίκα θα πρέπει ν’ αποδεσμευτεί απ’ όλες τις αναχρονιστικές αντιλήψεις, τις προκαταλήψεις, τα ταμπού που την ακολουθούν και μέσα από τη συμπεριφορά της ως
μητέρα και ως σύζυγος ν’ αποκτήσει τη θέση που δικαιωματικά της ανήκει μέσα στην κοινωνία. Εδώ θα πρέπει να γίνει μια σημαντική παρατήρηση: η διεκδίκηση των δικαιωμάτων της γυναίκας δεν συνεπάγεται την
κατάργηση του ανδρικού φύλου, γιατί έτσι θα παραμείνει η κατάσταση ίδια, αλλά από την αντίθετη πλευρά. Δηλαδή, αντί για πατριαρχική, η κοινωνία θα είναι μητριαρχική. Όσο λάθος είναι ο μισογυνισμός, άλλο τόσο
λάθος είναι και η μισανδρία και άλλο τόσο λάθος είναι και η πλήρης εξίσωση και εξομοίωση των δυο φύλων.
Η πλήρης εξομοίωση των δυο φύλων συνεπάγεται ότι και στον εργασιακό χώρο η γυναίκα και πάλι δεν θα έχει το περιθώριο του να μείνει έγκυος κι έπειτα να θηλάσει για όσους μήνες χρειαστεί το παιδί της, γεγονός που
παραπέμπει στην ίδια κατάσταση που επικρατεί σήμερα. Στο όνομα, λοιπόν, της ισότητας η γυναίκα αναγκάζεται να κριθεί με τα ανδρικά-πατριαρχικά πρότυπα, αδυνατώντας να διεκδικήσει για την ίδια την αξιολόγησή της
για την αυτονομία
με διαφορετικά κριτήρια. Η γυναικεία χειραφέτηση δεν επιτυγχάνεται με την αποδοχή του ανδρικού προτύπου ζωής και με την προσπάθεια ανταπόκρισης σ’ αυτό ο πρότυπο.
Ο φεμινισμός δεν επιτυγχάνεται, όταν η γυναίκα εξαλείφει όλα τα στοιχεία που τη διαφοροποιούν από τον άνδρα, με σκοπό να αναμετρηθεί μαζί του στο δικό του επίπεδο, με τα δικά του κριτήρια, αλλά όταν η γυναίκα
αμφισβητεί τις πατριαρχικές δομές της κοινωνίας και αρνείται να κριθεί με τα ίδια μέτρα που κρίνεται ένας άνδρας: απαιτεί να κριθεί ως γυναίκα. Σ’ αυτήν την περίπτωση, διεκδικεί τη γυναικεία της φύση, την υπερασπίζεται και
Θέατρο σύνθεσης και κυκλοφορίας ιδεών
την προτάσσει (χωρίς να την εξομοιώνει απόλυτα με την ανδρική). Μ’ αυτόν τον τρόπο, αρνείται να υποταχτεί σ’ ένα σύστημα που περιλαμβάνει προκαθορισμένους κοινωνικούς ρόλους, σ’ ένα σύστημα που τη θεωρεί
καταξιωμένη μόνο στο πλευρό ενός άνδρα, που την προβάλλει μέσω της λειτουργίας της διαφήμισης ως ένα καταναλωτικό ον, ματαιόδοξο και ανόητο, που το μόνο που σκέφτεται είναι πώς θα προκαλέσει και θα
γοητεύσει τον άνδρα.
Το ζήτημα, λοιπόν, είναι ότι η πραγματική απελευθέρωση της γυναίκας θα επιτευχθεί όταν γίνει συνείδηση πως η χειραφέτηση και η ελευθερία της γυναίκας σημαίνει χειραφέτηση και ελευθερία του άνδρα. Μόνον τότε θα’ χει
για τη δημιουργία
αρχίσει να γκρεμίζεται το επί χρόνια άριστα χτισμένο και συντηρημένο κοινωνικό πρότυπο κατά του «ασθενούς φύλου», που ως μοναδικό του προορισμό έχει τη σεξουαλική ικανοποίηση του άνδρα και τη γέννηση των
παιδιών. Μόνον τότε θα’ χει αρχίσει μια ουσιαστική προσπάθεια διαμόρφωσης άλλων όρων κοινωνικής ζωής, άλλου είδους κοινωνίας, που θα σέβεται τις διαφορές μεταξύ των δυο φύλων, αλλά δεν θα τις χρησιμοποιεί
ως πρόσχημα για την υποταγή της γυναίκας στον άνδρα και για την κατάργηση αυτής ως ανθρώπινης ύπαρξης με επιθυμίες, όνειρα και δικαιώματα.
Τα δυο φύλα είναι εκ φύσεως διαφορετικά, έχουν το καθένα τις δικές του ιδιομορφίες και ιδιαιτερότητες. Οι διαφορές που έχει το κάθε φύλο αλληλοσυμπληρώνονται και είναι απαραίτητες για την ανάπτυξη σχέσεων μεταξύ
άνδρα και γυναίκας. Η διαφορά όμως αυτή δεν σημαίνει πως τα δυο φύλα δεν είναι ίσα. Είναι ίσα, αλλά διαφορετικά, καθώς η ισότητα δε σημαίνει ομοιότητα. Σημαίνει το σεβασμό και τη γνώση της διαφορετικότητας,
καθώς η κατάργησή της σημαίνει και την κατάργηση της ζωής, την κατάργηση της ομορφιάς και του ενδιαφέροντος στις ανθρώπινες σχέσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών. Από το σεβασμό των διαφορών των δυο
για την έκφραση
φύλων εξαρτάται η αρμονική τους συνύπαρξη, καθώς στη ζωή οι άνδρες και οι γυναίκες είναι συνοδοιπόροι και συναγωνιστές και όχι ανταγωνιστές. Στη σημερινή κοινωνία, το μείζον κοινωνικό πρόβλημα της ισότητας
των δυο φύλων έχει αντιμετωπισθεί σε έναν αρκετά μεγάλο βαθμό, καθώς η ισότητα αυτή έχει κατοχυρωθεί νομικά (Σύνταγμα 1975, άρθρο 4, παράγραφος 2, Νέο Οικογενειακό Δίκαιο 1983). Επομένως, η κατάσταση για τις
γυναίκες είναι σαφώς και εμφανώς καλύτερη, συγκρινόμενη με αυτήν που επικρατούσε πριν 30 χρόνια. Φυσικά, γίνεται λόγος για τις κοινωνίες των αναπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών και όχι για εκείνες, στις
οποίες η γυναίκα δεν θεωρείται άνθρωπος, τόσο λόγω θρησκείας, όσο και λόγω νόμων που θεσπίζονται βάσει της θρησκείας και αφαιρούν από τη γυναίκα κάθε στοιχειώδες ανθρώπινο δικαίωμα.
Ωστόσο, ακόμη κι αν το Σύνταγμα και το Οικογενειακό Δίκαιο στις αναπτυγμένες και αναπτυσσόμενες έχει οριστικά θεσμοθετήσει την ισότητα μεταξύ των δυο φύλων, διάφορα περιστατικά της καθημερινής ζωής
αποδεικνύουν ότι η ισότητα αυτή είναι νομική, όχι όμως και έμπρακτη.
Ο πρώτος χώρος, στον οποίο εντοπίζεται η ανισότητα σε βάρος των γυναικών είναι ο εργασιακός. Συχνά, οι γυναίκες δεν αμείβονται το ίδιο με τους άντρες, παρά το γεγονός ότι προσφέρουν ισότιμη εργασία. Επίσης,
πολλοί εργοδότες πιέζουν τις γυναίκες που εργάζονται στην επιχείρησή τους να τους διαβεβαιώσουν –ή ακόμη και να δεσμευτούν, υπογράφοντας!- πως δεν πρόκειται να βρεθούν σε κατάσταση εγκυμοσύνης τα προσεχή
για την αμφισβήτηση
χρόνια. Αντίστοιχα, σε περίπτωση που μια γυναίκα εργαζόμενη στον ιδιωτικό τομέα μείνει έγκυος, δεν της δίνεται παρά περιθώριο –στην καλύτερη των περιπτώσεων- μιας μόνο εβδομάδος, για να γεννήσει στο νοσοκομείο.
Τους προηγούμενους μήνες της εγκυμοσύνης, καθώς και αμέσως μετά τη γέννα, υποχρεούται να επιστρέψει στη δουλειά της, γιατί αλλιώς κινδυνεύει να την χάσει από κάποιον άλλον. Μ’ αυτόν τον τρόπο, όπως γίνεται
εύκολα αντιληπτό, δεν της δίνεται το περιθώριο να θηλάσει το παιδί της.
Σ’ αυτό το σημείο, πολλοί θα υποστηρίξουν πως η γυναίκα θα πρέπει να εγκαταλείψει την οποιαδήποτε επαγγελματική της ενασχόληση και ν’ ασχοληθεί αποκλειστικά με το παιδί της, καθώς «πολλά τα επαγγέλματα της
γυναίκας, αλλά μια μόνον η κλίση της, η μητρότητα. Έτσι, λοιπόν, η γυναίκα αναγκάζεται να μπει στο δίλημμα «καριέρα ή οικογένεια». Φυσικά, ποιος μπορεί ν’ αμφισβητήσει ότι είναι επιταγή της φύσης η γυναίκα να έχει ως
κλίση της τη μητρότητα, εφόσον στα σπλάχνα της δημιουργείται και αναπτύσσεται ένας νέος οργανισμός; Από την άλλη πλευρά, η μητρότητα είναι μια κλίση της γυναίκας, ίσως όμως όχι και η μοναδική. Άλλωστε, η
κοινωνία πολλές φορές επικαλείται τους φυσικούς νόμους και τους ανάγει σε κοινωνικά πρότυπα, προκειμένου να πετύχει τους εκάστοτε σκοπούς της: εν προκειμένω, το κλείσιμο της γυναίκας στο σπίτι για μια ολόκληρη
ζωή, εφόσον γεννήσει παιδιά και την αποκλειστική ενασχόλησή της με τις δουλειές του σπιτιού. Ο άντρας, βέβαια, σύμφωνα με τις επιταγές αυτού του διαδεδομένου κοινωνικού προτύπου, δεν υποχρεούται να αναλάβει
κάποιες από τις οικιακές εργασίες, με τη δικαιολογία ότι εργάζεται όλη την ημέρα, καθώς ο άντρας είναι φυσιολογικό να εργάζεται όλη την ημέρα και η γυναίκα να είναι κλεισμένη στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού.
Το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: γιατί οι γυναίκες να πρέπει να μπαίνουν στο δίλημμα της επιλογής ανάμεσα στην εργασία ή στην οικογένεια; Η απάντηση είναι ότι αυτό αποτελεί ένα κοινωνικό πρότυπο, με το οποίο
για όσα ορίζουμε εμείς οι ίδιοι
έχουν ανατραφεί γενιές και γενιές, και καθώς είναι βαθιά καλλιεργημένο στο μυαλό του ανθρώπου, αυτός θεωρεί πως αυτό είναι το σωστό. Το ζήτημα είναι πως αυτό το πρότυπο καλλιεργείται και στο μυαλό των γυναικών.
Έτσι, οι γυναίκες αφήνουν όλα αυτά τα –εναντίον τους- κοινωνικά πρότυπα να καθορίζουν τη ζωή τους, χωρίς οι ίδιες να αντιδρούν δυναμικά σε αυτό και να διεκδικούν αυτό που πραγματικά επιθυμούν για τη ζωή τους,
εμπλεκόμενες στα γρανάζια ενός διαιωνιζόμενου πατριαρχικού συστήματος. Για παράδειγμα, θα πρέπει να παρέχονται γονικές άδειες και στους δυο γονείς, ώστε το μεγάλωμα των παιδιών να γίνεται με κοινή ευθύνη, όπως
θα πρέπει και το ζευγάρι να μοιράζεται τις δουλειές του σπιτιού, από τη στιγμή που και οι δύο είναι εργαζόμενοι. Δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ο ιδιαίτερος ρόλος της μητέρας, επειδή εκείνη φέρνει στον κόσμο τα παιδιά.
Αυτό που προκύπτει ως συμπέρασμα είναι ότι η ίδια η γυναίκα θα πρέπει ν’ αποδεσμευτεί απ’ όλες τις αναχρονιστικές αντιλήψεις, τις προκαταλήψεις, τα ταμπού που την ακολουθούν και μέσα από τη συμπεριφορά της ως
μητέρα και ως σύζυγος ν’ αποκτήσει τη θέση που δικαιωματικά της ανήκει μέσα στην κοινωνία. Εδώ θα πρέπει να γίνει μια σημαντική παρατήρηση: η διεκδίκηση των δικαιωμάτων της γυναίκας δεν συνεπάγεται την
κατάργηση του ανδρικού φύλου, γιατί έτσι θα παραμείνει η κατάσταση ίδια, αλλά από την αντίθετη πλευρά. Δηλαδή, αντί για πατριαρχική, η κοινωνία θα είναι μητριαρχική. Όσο λάθος είναι ο μισογυνισμός, άλλο τόσο
λάθος είναι και η μισανδρία και άλλο τόσο λάθος είναι και η πλήρης εξίσωση και εξομοίωση των δυο φύλων.
Η πλήρης εξομοίωση των δυο φύλων συνεπάγεται ότι και στον εργασιακό χώρο η γυναίκα και πάλι δεν θα έχει το περιθώριο του να μείνει έγκυος κι έπειτα να θηλάσει για όσους μήνες χρειαστεί το παιδί της, γεγονός που
παραπέμπει στην ίδια κατάσταση που επικρατεί σήμερα. Στο όνομα, λοιπόν, της ισότητας η γυναίκα αναγκάζεται να κριθεί με τα ανδρικά-πατριαρχικά πρότυπα, αδυνατώντας να διεκδικήσει για την ίδια την αξιολόγησή της
με διαφορετικά κριτήρια. Η γυναικεία χειραφέτηση δεν επιτυγχάνεται με την αποδοχή του ανδρικού προτύπου ζωής και με την προσπάθεια ανταπόκρισης σ’ αυτό ο πρότυπο.
Ο φεμινισμός δεν επιτυγχάνεται, όταν η γυναίκα εξαλείφει όλα τα στοιχεία που τη διαφοροποιούν από τον άνδρα, με σκοπό να αναμετρηθεί μαζί του στο δικό του επίπεδο, με τα δικά του κριτήρια, αλλά όταν η γυναίκα
αμφισβητεί τις πατριαρχικές δομές της κοινωνίας και αρνείται να κριθεί με τα ίδια μέτρα που κρίνεται ένας άνδρας: απαιτεί να κριθεί ως γυναίκα. Σ’ αυτήν την περίπτωση, διεκδικεί τη γυναικεία της φύση, την υπερασπίζεται και
Τ ι μ αθ η τ ή
την προτάσσει (χωρίς να την εξομοιώνει απόλυτα με την ανδρική). Μ’ αυτόν τον τρόπο, αρνείται να υποταχτεί σ’ ένα σύστημα που περιλαμβάνει προκαθορισμένους κοινωνικούς ρόλους, σ’ ένα σύστημα που τη θεωρεί
καταξιωμένη μόνο στο πλευρό ενός άνδρα, που την προβάλλει μέσω της λειτουργίας της διαφήμισης ως ένα καταναλωτικό ον, ματαιόδοξο και ανόητο, που το μόνο που σκέφτεται είναι πώς θα προκαλέσει και θα
γοητεύσει τον άνδρα.
ς, τ ι στ ρ α
Το ζήτημα, λοιπόν, είναι ότι η πραγματική απελευθέρωση της γυναίκας θα επιτευχθεί όταν γίνει συνείδηση πως η χειραφέτηση και η ελευθερία της γυναίκας σημαίνει χειραφέτηση και ελευθερία του άνδρα. Μόνον τότε θα’ χει
αρχίσει να γκρεμίζεται το επί χρόνια άριστα χτισμένο και συντηρημένο κοινωνικό πρότυπο κατά του «ασθενούς φύλου», που ως μοναδικό του προορισμό έχει τη σεξουαλική ικανοποίηση του άνδρα και τη γέννηση των
τιώτης
παιδιών. Μόνον τότε θα’ χει αρχίσει μια ουσιαστική προσπάθεια διαμόρφωσης άλλων όρων κοινωνικής ζωής, άλλου είδους κοινωνίας, που θα σέβεται τις διαφορές μεταξύ των δυο φύλων, αλλά δεν θα τις χρησιμοποιεί
ως πρόσχημα για την υποταγή της γυναίκας στον άνδρα και για την κατάργηση αυτής ως ανθρώπινης ύπαρξης με επιθυμίες, όνειρα και δικαιώματα.
Τα δυο φύλα είναι εκ φύσεως διαφορετικά, έχουν το καθένα τις δικές του ιδιομορφίες και ιδιαιτερότητες. Οι διαφορές που έχει το κάθε φύλο αλληλοσυμπληρώνονται και είναι απαραίτητες για την ανάπτυξη σχέσεων μεταξύ
άνδρα και γυναίκας. Η διαφορά όμως αυτή δεν σημαίνει πως τα δυο φύλα δεν είναι ίσα. Είναι ίσα, αλλά διαφορετικά, καθώς η ισότητα δε σημαίνει ομοιότητα. Σημαίνει το σεβασμό και τη γνώση της διαφορετικότητας,
καθώς η κατάργησή της σημαίνει και την κατάργηση της ζωής, την κατάργηση της ομορφιάς και του ενδιαφέροντος στις ανθρώπινες σχέσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών. Από το σεβασμό των διαφορών των δυο
φύλων εξαρτάται η αρμονική τους συνύπαρξη, καθώς στη ζωή οι άνδρες και οι γυναίκες είναι συνοδοιπόροι και συναγωνιστές και όχι ανταγωνιστές. Στη σημερινή κοινωνία, το μείζον κοινωνικό πρόβλημα της ισότητας
των δυο φύλων έχει αντιμετωπισθεί σε έναν αρκετά μεγάλο βαθμό, καθώς η ισότητα αυτή έχει κατοχυρωθεί νομικά (Σύνταγμα 1975, άρθρο 4, παράγραφος 2, Νέο Οικογενειακό Δίκαιο 1983). Επομένως, η κατάσταση για τις
γυναίκες είναι σαφώς και εμφανώς καλύτερη, συγκρινόμενη με αυτήν που επικρατούσε πριν 30 χρόνια. Φυσικά, γίνεται λόγος για τις κοινωνίες των αναπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών και όχι για εκείνες, στις
οποίες η γυναίκα δεν θεωρείται άνθρωπος, τόσο λόγω θρησκείας, όσο και λόγω νόμων που θεσπίζονται βάσει της θρησκείας και αφαιρούν από τη γυναίκα κάθε στοιχειώδες ανθρώπινο δικαίωμα.
ο ρ άς
Ωστόσο, ακόμη κι αν το Σύνταγμα και το Οικογενειακό Δίκαιο στις αναπτυγμένες και αναπτυσσόμενες έχει οριστικά θεσμοθετήσει την ισότητα μεταξύ των δυο φύλων, διάφορα περιστατικά της καθημερινής ζωής
Η ισότητα της διαφ
αποδεικνύουν ότι η ισότητα αυτή είναι νομική, όχι όμως και έμπρακτη.
Ο πρώτος χώρος, στον οποίο εντοπίζεται η ανισότητα σε βάρος των γυναικών είναι ο εργασιακός. Συχνά, οι γυναίκες δεν αμείβονται το ίδιο με τους άντρες, παρά το γεγονός ότι προσφέρουν ισότιμη εργασία. Επίσης,
πολλοί εργοδότες πιέζουν τις γυναίκες που εργάζονται στην επιχείρησή τους να τους διαβεβαιώσουν –ή ακόμη και να δεσμευτούν, υπογράφοντας!- πως δεν πρόκειται να βρεθούν σε κατάσταση εγκυμοσύνης τα προσεχή
χρόνια. Αντίστοιχα, σε περίπτωση που μια γυναίκα εργαζόμενη στον ιδιωτικό τομέα μείνει έγκυος, δεν της δίνεται παρά περιθώριο –στην καλύτερη των περιπτώσεων- μιας μόνο εβδομάδος, για να γεννήσει στο νοσοκομείο.
Τους προηγούμενους μήνες της εγκυμοσύνης, καθώς και αμέσως μετά τη γέννα, υποχρεούται να επιστρέψει στη δουλειά της, γιατί αλλιώς κινδυνεύει να την χάσει από κάποιον άλλον. Μ’ αυτόν τον τρόπο, όπως γίνεται
εύκολα αντιληπτό, δεν της δίνεται το περιθώριο να θηλάσει το παιδί της.
Σ’ αυτό το σημείο, πολλοί θα υποστηρίξουν πως η γυναίκα θα πρέπει να εγκαταλείψει την οποιαδήποτε επαγγελματική της ενασχόληση και ν’ ασχοληθεί αποκλειστικά με το παιδί της, καθώς «πολλά τα επαγγέλματα της
γυναίκας, αλλά μια μόνον η κλίση της, η μητρότητα. Έτσι, λοιπόν, η γυναίκα αναγκάζεται να μπει στο δίλημμα «καριέρα ή οικογένεια». Φυσικά, ποιος μπορεί ν’ αμφισβητήσει ότι είναι επιταγή της φύσης η γυναίκα να έχει ως
Η απομυθοποίη
κλίση της τη μητρότητα, εφόσον στα σπλάχνα της δημιουργείται και αναπτύσσεται ένας νέος οργανισμός; Από την άλλη πλευρά, η μητρότητα είναι μια κλίση της γυναίκας, ίσως όμως όχι και η μοναδική. Άλλωστε, η
κοινωνία πολλές φορές επικαλείται τους φυσικούς νόμους και τους ανάγει σε κοινωνικά πρότυπα, προκειμένου να πετύχει τους εκάστοτε σκοπούς της: εν προκειμένω, το κλείσιμο της γυναίκας στο σπίτι για μια ολόκληρη
ση της ουτοπίας
ζωή, εφόσον γεννήσει παιδιά και την αποκλειστική ενασχόλησή της με τις δουλειές του σπιτιού. Ο άντρας, βέβαια, σύμφωνα με τις επιταγές αυτού του διαδεδομένου κοινωνικού προτύπου, δεν υποχρεούται να αναλάβει
κάποιες από τις οικιακές εργασίες, με τη δικαιολογία ότι εργάζεται όλη την ημέρα, καθώς ο άντρας είναι φυσιολογικό να εργάζεται όλη την ημέρα και η γυναίκα να είναι κλεισμένη στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού.
Το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: γιατί οι γυναίκες να πρέπει να μπαίνουν στο δίλημμα της επιλογής ανάμεσα στην εργασία ή στην οικογένεια; Η απάντηση είναι ότι αυτό αποτελεί ένα κοινωνικό πρότυπο, με το οποίο
έχουν ανατραφεί γενιές και γενιές, και καθώς είναι βαθιά καλλιεργημένο στο μυαλό του ανθρώπου, αυτός θεωρεί πως αυτό είναι το σωστό. Το ζήτημα είναι πως αυτό το πρότυπο καλλιεργείται και στο μυαλό των γυναικών.
Έτσι, οι γυναίκες αφήνουν όλα αυτά τα –εναντίον τους- κοινωνικά πρότυπα να καθορίζουν τη ζωή τους, χωρίς οι ίδιες να αντιδρούν δυναμικά σε αυτό και να διεκδικούν αυτό που πραγματικά επιθυμούν για τη ζωή τους,
εμπλεκόμενες στα γρανάζια ενός διαιωνιζόμενου πατριαρχικού συστήματος. Για παράδειγμα, θα πρέπει να παρέχονται γονικές άδειες και στους δυο γονείς, ώστε το μεγάλωμα των παιδιών να γίνεται με κοινή ευθύνη, όπως
θα πρέπει και το ζευγάρι να μοιράζεται τις δουλειές του σπιτιού, από τη στιγμή που και οι δύο είναι εργαζόμενοι. Δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ο ιδιαίτερος ρόλος της μητέρας, επειδή εκείνη φέρνει στον κόσμο τα παιδιά.
Αυτό που προκύπτει ως συμπέρασμα είναι ότι η ίδια η γυναίκα θα πρέπει ν’ αποδεσμευτεί απ’ όλες τις αναχρονιστικές αντιλήψεις, τις προκαταλήψεις, τα ταμπού που την ακολουθούν και μέσα από τη συμπεριφορά της ως
μητέρα και ως σύζυγος ν’ αποκτήσει τη θέση που δικαιωματικά της ανήκει μέσα στην κοινωνία. Εδώ θα πρέπει να γίνει μια σημαντική παρατήρηση: η διεκδίκηση των δικαιωμάτων της γυναίκας δεν συνεπάγεται την
κατάργηση του ανδρικού φύλου, γιατί έτσι θα παραμείνει η κατάσταση ίδια, αλλά από την αντίθετη πλευρά. Δηλαδή, αντί για πατριαρχική, η κοινωνία θα είναι μητριαρχική. Όσο λάθος είναι ο μισογυνισμός, άλλο τόσο
Τρεις φωνές...
λάθος είναι και η μισανδρία και άλλο τόσο λάθος είναι και η πλήρης εξίσωση και εξομοίωση των δυο φύλων.
Η πλήρης εξομοίωση των δυο φύλων συνεπάγεται ότι και στον εργασιακό χώρο η γυναίκα και πάλι δεν θα έχει το περιθώριο του να μείνει έγκυος κι έπειτα να θηλάσει για όσους μήνες χρειαστεί το παιδί της, γεγονός που
παραπέμπει στην ίδια κατάσταση που επικρατεί σήμερα. Στο όνομα, λοιπόν, της ισότητας η γυναίκα αναγκάζεται να κριθεί με τα ανδρικά-πατριαρχικά πρότυπα, αδυνατώντας να διεκδικήσει για την ίδια την αξιολόγησή της
με διαφορετικά κριτήρια. Η γυναικεία χειραφέτηση δεν επιτυγχάνεται με την αποδοχή του ανδρικού προτύπου ζωής και με την προσπάθεια ανταπόκρισης σ’ αυτό ο πρότυπο.
Ο φεμινισμός δεν επιτυγχάνεται, όταν η γυναίκα εξαλείφει όλα τα στοιχεία που τη διαφοροποιούν από τον άνδρα, με σκοπό να αναμετρηθεί μαζί του στο δικό του επίπεδο, με τα δικά του κριτήρια, αλλά όταν η γυναίκα
αμφισβητεί τις πατριαρχικές δομές της κοινωνίας και αρνείται να κριθεί με τα ίδια μέτρα που κρίνεται ένας άνδρας: απαιτεί να κριθεί ως γυναίκα. Σ’ αυτήν την περίπτωση, διεκδικεί τη γυναικεία της φύση, την υπερασπίζεται και
την προτάσσει (χωρίς να την εξομοιώνει απόλυτα με την ανδρική). Μ’ αυτόν τον τρόπο, αρνείται να υποταχτεί σ’ ένα σύστημα που περιλαμβάνει προκαθορισμένους κοινωνικούς ρόλους, σ’ ένα σύστημα που τη θεωρεί
καταξιωμένη μόνο στο πλευρό ενός άνδρα, που την προβάλλει μέσω της λειτουργίας της διαφήμισης ως ένα καταναλωτικό ον, ματαιόδοξο και ανόητο, που το μόνο που σκέφτεται είναι πώς θα προκαλέσει και θα
γοητεύσει τον άνδρα.
Το ζήτημα, λοιπόν, είναι ότι η πραγματική απελευθέρωση της γυναίκας θα επιτευχθεί όταν γίνει συνείδηση πως η χειραφέτηση και η ελευθερία της γυναίκας σημαίνει χειραφέτηση και ελευθερία του άνδρα. Μόνον τότε θα’ χει
αρχίσει να γκρεμίζεται το επί χρόνια άριστα χτισμένο και συντηρημένο κοινωνικό πρότυπο κατά του «ασθενούς φύλου», που ως μοναδικό του προορισμό έχει τη σεξουαλική ικανοποίηση του άνδρα και τη γέννηση των
παιδιών. Μόνον τότε θα’ χει αρχίσει μια ουσιαστική προσπάθεια διαμόρφωσης άλλων όρων κοινωνικής ζωής, άλλου είδους κοινωνίας, που θα σέβεται τις διαφορές μεταξύ των δυο φύλων, αλλά δεν θα τις χρησιμοποιεί
ως πρόσχημα για την υποταγή της γυναίκας στον άνδρα και για την κατάργηση αυτής ως ανθρώπινης ύπαρξης με επιθυμίες, όνειρα και δικαιώματα.
Τα δυο φύλα είναι εκ φύσεως διαφορετικά, έχουν το καθένα τις δικές του ιδιομορφίες και ιδιαιτερότητες. Οι διαφορές που έχει το κάθε φύλο αλληλοσυμπληρώνονται και είναι απαραίτητες για την ανάπτυξη σχέσεων μεταξύ
άνδρα και γυναίκας. Η διαφορά όμως αυτή δεν σημαίνει πως τα δυο φύλα δεν είναι ίσα. Είναι ίσα, αλλά διαφορετικά, καθώς η ισότητα δε σημαίνει ομοιότητα. Σημαίνει το σεβασμό και τη γνώση της διαφορετικότητας,
καθώς η κατάργησή της σημαίνει και την κατάργηση της ζωής, την κατάργηση της ομορφιάς και του ενδιαφέροντος στις ανθρώπινες σχέσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών. Από το σεβασμό των διαφορών των δυο
φύλων εξαρτάται η αρμονική τους συνύπαρξη, καθώς στη ζωή οι άνδρες και οι γυναίκες είναι συνοδοιπόροι και συναγωνιστές και όχι ανταγωνιστές. Στη σημερινή κοινωνία, το μείζον κοινωνικό πρόβλημα της ισότητας
2.
3. Θέατρο σύνθεσης και κυκλοφορίας ιδεών
Editorial
Ας μην το κρύβουμε.
Διψάμε για ουρανό.
(Μ.Σαχτούρης-«Το ψωμί»)
Θα θέλαμε το συγκεκριμένο έντυπο να επικεντρωθεί σε μεγάλο
βαθμό στους μαθητές και στα προβλήματα και την πίεση που
αυτοί βιώνουν μέσω του εκπαιδευτικού συστήματος. Οι μαθητές
είναι αναγκασμένοι να υποστούν το υπάρχον εκπαιδευτικό
σύστημα και τους εξοντωτικούς και ανταγωνιστικούς τρόπους
εξέτασης που αυτό περιλαμβάνει. Έτσι, τους είναι πολύ δύσκολο
να εξασφαλίσουν ελεύθερο χρόνο για τον εαυτό τους- ιδίως στις
δύο τελευταίες τάξεις του λυκείου- και ακόμη πιο δύσκολο τους
είναι να βρουν βήματα έκφρασης, μέσα από τα οποία θα
μπορέσουν να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους και μία
περισσότερο ανθρώπινη μαθητική ζωή. Φυσικά, η διεκδίκηση
οποιουδήποτε δικαιώματος συνεπάγεται προηγουμένως την
ανάληψη ευθυνών και τη συνέπεια σε αυτές.
Ωστόσο, το έντυπο αυτό απευθύνεται και στους φοιτητές, καθώς
όσο περισσότερα βήματα έκφρασης διαθέτει το φοιτητικό κίνημα,
τόσο ευρύτερος θα είναι και ο διάλογος που θα ανοίγεται, τόσο
περισσότερες θα είναι και οι ζυμώσεις που θα γίνονται και οι
γνώμες που θα ακούγονται, συνεπώς τόσο μεγαλύτερες και οι
πιθανότητες για την εύρεση λύσεων σε διάφορα προβλήματα,
μικρά και μεγάλα.
Ανάγοντας τους μαθητές και τους φοιτητές σε ένα αρκετά μεγάλο
-και υπολογίσιμο- κομμάτι της κοινωνίας, θα λέγαμε ότι αυτή
βρίσκεται σε φάση αποδόμησης. Η φάση αυτή αποτελεί την
κατάλληλη στιγμή για ν’αποδομήσουμε τον ίδιο τον εαυτό μας,
ανακαλύπτοντας έτσι επιπολαιότητες, εγωισμούς, κενά,
μικροαστισμούς, ανούσιες συμβάσεις που εξυπηρετούν το
lifestyle και τον καταναλωτισμό, ανακαλύπτοντας την υποταγή
στους φόβους μας και στις προσταγές του κοινωνικού συνόλου
4. Θέατρο σύνθεσης και κυκλοφορίας ιδεών
και του καθωσπρεπισμού. Ανακαλύπτοντας όλα αυτά, θα
καταφέρουμε να φτάσουμε σε ένα επίπεδο αυτογνωσίας, να
διερευνήσουμε τα όριά μας και να προσπαθήσουμε να
ξεπεράσουμε το ίδιο μας το «εγώ» -γιατί μόνον έτσι θα
καταφέρουμε να φτάσουμε και στο «εμείς», στη συλλογικότητα,
στην αλληλεγγύη. Μόνον αν ξεπεράσουμε τον εαυτό μας, θα
μπορέσουμε ν’ απαλλαγούμε απ’ τον ατομικισμό και την
επιφανειακή λάμψη των ψεύτικων σχέσεων και θ’ αποκτήσουμε
σχέσεις αληθινής αλληλεγγύης και εμπιστοσύνης με τους
ανθρώπους.
Ο ατομικισμός, οι ατομικές λύσεις, οι μικροεγωισμοί, οι
αναγκαστικοί συμβιβασμοί μπορούν να οδηγήσουν σε
καταστάσεις, οι οποίες αργότερα πολλές φορές θεωρούνται
καταδικαστέες από τους ίδιους τους δημιουργούς τους. Οι
τελευταίοι αρκετά συχνά αρνούνται να δεχτούν ότι συνέβαλλαν κι
αυτοί στην εμφάνιση αυτών των καταστάσεων, αποποιούνται
δηλαδή τις ίδιες τις ευθύνες τους. Βέβαια, τα ερεθίσματα που
διαχέονται επιτηδευμένα (κυρίως από τα ΜΜΕ) παραπλανούν και
οδηγούν σε λανθασμένες επιλογές και στη διαμόρφωση
καταστάσεων που πρέπει, τώρα πια, ν’ απαρνηθούμε και να
αναδιαμορφώσουμε.
Παρ’ όλα αυτά, είναι απαραίτητο η αμφισβήτηση της εκάστοτε
κατάστασης να είναι δημιουργική, ώστε μετά το γκρέμισμα να
υπάρξει το χτίσιμο μιας πραγματικότητας ποιοτικά καλύτερης από
την προηγούμενη και όχι μιας ίδιας, στην οποία η μοναδική
αλλαγή θα είναι τα πρόσωπα που εκπροσωπούν τους θεσμούς.
Πιστεύουμε πως η συμμετοχή μας σε συλλογικές διαδικασίες είναι
το κλειδί για να μας ανοίξει την πόρτα στη σκέψη, την
αμφισβήτηση, τη δημιουργική κριτική όσων ακούμε και όσων
διαβάζουμε και τελικά τη δημιουργία. Έτσι, η ιδέα αυτού του
εντύπου στηρίζεται πάνω στη συμμετοχή όλων μας, όχι μονάχα
στον εμπλουτισμό της ύλης, αλλά και στη αναδιαμόρφωση και
συνδιαμόρφωση του ίδιου του εντύπου -στους στόχους του, στη
λειτουργία του, στη δομή του. Αποτελεί έτσι ουσιαστικά ένα