1. ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ
- Η κοπέλα καθόταν στο παγκάκι και χάζευε την πανσέληνο
που καθρεφτιζόταν στη λίμνη. Ένιωσε το νερό να περικυκλώνει
τα πόδια της. Δεν έβλεπε τίποτα. Φοβήθηκε.
-Και μετά τι έγινε παππού;
«Όλο το βράδυ δεν κοιμήθηκε ,σκέψεις βασάνιζαν το μυαλό του.
Σηκώθηκε και πήγε στην κουζίνα να πιεί λίγο νερό! Το παράθυρο
ανοιγόκλεινε ... Ξαφνικά άκουσε φωνές από τη λίμνη. Έβαλε το
παλτό του και κατευθύνθηκε προς εκεί.
Ένας χρυσαφένιος δρόμος ανοίχθηκε μπροστά του .Ένα γλυκό
φως τον καλούσε. Άρχισε να περπατάει πάνω στο μονοπάτι.
Μπήκε μέσα σε μια πύλη. Έπεσε απότομα σε ένα σκοτεινό
δωμάτιο. Και τότε τις είδε, νεράιδες άρρωστες να ξαπλώνουν
χωρίς δύναμη. Βγήκε από εκείνο το δωμάτιο. Μπροστά του
κάποιες νεράιδες πετούσαν πάνω σε φλαμίγκος. Κάποιες άλλες
καθόταν έξω από μανιταρόσπιτα. Γύρω γύρω ήταν όλα
στολισμένα με χρυσόσκονη.
Πετάχτηκε μέσα από την μπουρμπουλήθρα που κάλυπτε όλη την
νεραιδοχώρα. Τα νερά ήταν μαύρα. Κάτω υπήρχαν πολλά
πτώματα. Ένα δάκρυ κύλησε... ''Είναι δυνατόν να χάνονται τέτοια
πλάσματα;'' Καθώς κοιτούσε είδε ότι ένα από τα ξωτικά που
χάθηκαν κρατούσε κάτι. Έσκυψε και το πήρε. Ήταν ένας
πάπυρος που έγραφε -βδος είναι η αιτία. Προβληματίστηκε και
νόμιζε πως ήτανε μια μαγική λέξη. Πήρε τον πάπυρο και
προχώρησε σε ένα μακρύ δρόμο, μη ξέροντας που πηγαίνει!
Ύστερα από πολύ περπάτημα μια λάμψη φάνηκε στον ορίζοντα.
Θαμπωμένος ακολούθησε το φως. Και τότε την είδε. Μια νεράιδα!
- Μόλυ, του είπε. Είμαι η βασίλισσα της χώρας… Η Μόλυ
του πρότεινε να μείνει στο χωριουδάκι κι εκείνος έσφιξε
στην παλάμη του τον πάπυρο και έγνεψε καταφατικά .
2. Τον οδήγησε σε ένα σπιτάκι το οποίο ήταν χτισμένο ανάμεσα σε
χρυσαφένιες παπαρούνες, κόκκινα τριαντάφυλλα και γαλάζιους
κρίνους. Κοιμήθηκε ήσυχα σχεδόν όλη τη νύχτα, αλλά ξύπνησε
από ανθρώπινες στριγκλιές. Άνοιξε τα μάτια του και βγήκε έξω.
Συνάντησε την Μόλυ.
- Θα το συνηθίσεις. Νεράιδες πεθαίνουν καθημερινά. Το
μόνο άγνωστο για εμάς είναι να βρούμε το γιατί, του είπε.
- Μην ανησυχείς, Μόλυ, θα λύσουμε το μυστήριο.
Την αποχαιρέτησε και πήγε για ύπνο…
Την επόμενη μέρα έκανε μια μικρή εξερεύνηση . Σε μια
στιγμή άφησε το χάρτη που κρατούσε στο χέρι, διότι είχε φτάσει
στην κεντρική πλατεία και ήξερε τον δρόμο. Ψαχούλεψε στην
τσάντα του ταξιδιού του κι έβγαλε τον πάπυρο. Την ώρα που
προχωρούσε μονολογούσε μέσα του: «-βδος είναι η αιτία». Ο
κόσμος γέμισε την πλατεία και ζητούσε την Μόλυ. Η Μόλυ είχε
φύγει.
Άρχισε ξανά και ξανά να μονολογεί τις λέξεις που έβλεπε
μπροστά του και πριν προλάβει να το πει δεύτερη φορά κάποιος
φωνάζει από το πλήθος ‘Μόλυ’ και σε χρόνο ένα
νεραιδοδευτερόλεπτο είπε ‘-βδος’ είναι η αιτία’ . Έκανε δομική με
τις λέξεις που άκουσε και φώναξε κατά λάθος λίγο πιο δυνατά :
‘ΜΟΛΥ-ΒΔΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΑΙΤΙΑ’. Η Μόλυ γύρισε το κεφάλι της και
έτρεξε κοντά του. ‘Είσαι καλά;’ τον ρώτησε . ‘Μια χαρά είμαι’
απάντησε.
Την επόμενη μέρα τα βήματα του τον έφεραν στο κοντινό
δάσος. Σαν να άκουσε ομιλίες και κρύφτηκε πίσω από κάτι
μεγάλες φυλλωσιές. Κάποιος ψιθύριζε.
-Αφεντικό, κατάλαβαν την αιτία που αυτό το μέρος είναι
ετοιμοθάνατο . Αφεντικό, θα σε φωνάζω άνθρωπο γιατί και εσύ
με φωνάζεις νεράιδα. Απλώς το μόνο θέμα που έχω είναι ότι σιγά
σιγά θα ανακαλύψουν πως εγώ σκοτώνω με κύβους μολύβδου
3. τις νεράιδες κάθε βράδυ.
-Μην ανησυχείς νεράιδα. Σιγά σιγά θα εξαφανιστεί αυτό
το χωριό και εσύ θα ξαναγίνεις άνθρωπος.
-Και που λέτε, παιδιά, μόλις άκουσε αυτά τα λόγια
ξαναγυρίζει στον κόσμο των ανθρώπων για να ζητήσει βοήθεια.
Έρχονται μαζί του 20 άτομα. Έπειτα προειδοποιούν τους
κατοίκους και φεύγουν όλοι από εκείνο το μέρος. Μένει μόνο η
Μόλυ.
-Ξέρουμε ότι και εσύ ήσουν άνθρωπος και προσπαθείς
να ξαναβρείς την ελευθερία σου δουλεύοντας για μερικούς
ανθρώπους που θέλουν να επωφεληθούν από τη λίμνη
διώχνοντας σας σταδιακά. Η Μόλυ κοιτούσε με το στόμα
ανοιχτό.
-Μα… ε, δηλαδή, θέλω να πω πως το ξέρεις;
-Mόλυ δεν χρειάζεται να κρύβεσαι πια… μπορείς να
αποκτήσεις και πιο εύκολα την ελευθερία σου. Μόνο που τώρα
πρέπει να βιαστούμε. Δεν πρέπει να αφήσουμε τους ανθρώπους
που θέλουν να καταστρέψουν το φυσικό πλούτο προς δικό τους
όφελος να πετύχουν το στόχο τους.
Έτσι λοιπόν όλοι καθάρισαν την λίμνη, φύτεψαν πολλά
δέντρα και διοργάνωσαν μια συναυλία. Σκέφτηκαν πως όλοι μαζί
μπορούν να πετύχουν πολλά. Έτσι και έγινε….
Ύστερα την κοίταξε και της είπε:
-Ξέρεις, Μόλυ, εσύ πρέπει να ήσουν αυτή που με
ξύπνησε εκείνο το βραδύ. Αυτό σημαίνει ότι εσύ μας έσωσες. Η
Μόλυ κοκκίνισε».
Τα παιδιά κοιτούσαν με απορία τον παππού
- Μα, παππού, πώς ονομαζόταν εκείνος ο άνθρωπος
4. που έλυσε το μυστήριο;
- Βενιαμίν, παιδιά μου.
- Πώς; Άρα η νεράιδα είχε το ίδιο όνομα με τη γιαγιά και ο
Βενιαμίν με εσένα.
– Κοιτάξτε, παιδιά ,αυτά τα παραμύθια που σας λέω δεν
είναι πάντα ψέματα. Αυτά τα πλάσματα εμφανίζονται κυρίως στα
παιδιά γιατί τα παιδιά έχουν φαντασία και πίστη. Όσο
μεγαλώνετε χάνονται, εξαφανίζονται, φεύγουν .Όπως έγινε και με
την γιαγιά σας , τη νεράιδα Μόλυ!
Παραμύθια κι ιστορίες στα πλαίσια προγράμματος
περιβαλλοντικού για τη λίμνη Πολυφύτου
ΝΙΚΟΛΕΤΑ ΚΟΚΟΛΥΒΑ
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
ΕΜΜΑΝΟΥΕΛΑ ΤΡΟΜΠΟΥΚΗ
ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΡΟΥΣΟΠΟΥΛΟΥ
ΔΗΜΗΤΡΑ ΣΚΟΥΤΕΛΑ
Υπεύθυνη καθηγήτρια Κωνσταντινίδου Σεβαστή