1. Ο Μένιος ο Αγκαθένιος
και η Ηλιοφώτιστη
ΛΙΝΑ
ΡΟΚΑ
2. Μια φορά και ένα καιρό,
σε ένα όμορφο λιβάδι ζούσε ο Μένιος ο
Αγκαθένιος.
Δεν ήταν πολύ ευτυχισμένος γιατί ήταν μόνος.
Προσπαθούσε να γνωριστεί και να κάνει παρέα με
τα άλλα ζώα του λιβαδιού, αλλά πότε το ένα, πότε
το άλλο η μοναξιά του μεγάλωνε.
Τι ήταν το ένα και το άλλο;
Για να δούμε…
1
3. Μια μέρα ο Μένιος ζήτησε να παίξει με τα
πολύχρωμα μπαλόνια της αλεπουδίτσας
της Μαριώς, αλλά το μόνο που κατάφερε
ήταν να τα σπάσει με τα αγκάθια του και
η Μαριώ άρχισε να κλαίει με μαύρο
δάκρυ.
Μια άλλη φορά, πρότεινε στο λαγό τον
Αριστείδη να παίξουν κυνηγητό.
Ο λαγός όμως τον κορόιδεψε για το
πόσο αργός είναι και με δύο πηδήματα
εξαφανίστηκε στο κοντινό δάσος,
γελώντας. 2 3
4. Το μήλο που κουβαλούσε ο Τάκης,το ποντίκι,
έγινε μπάλα. Κλωτσιά ο ένας , κλωτσιά ο άλλος,
όλα πήγαιναν μια χαρά.Κάποια στιγμή όμως ο
Μένιος έριξε μια κεφαλιά … και φαντάζεστε τι
έγινε. Ο Αριστείδης έμεινε χωρίς φαγητό και ο
Μένιος χωρίς φίλο.
Οι μέρες κυλούσαν μοναχικές για τον
Μένιο,που έβλεπε το μυρμήγκι να κουβαλάει
ασταμάτητα
τροφή, τη πεταλούδα να προσπαθεί να
γνωρίσει όλα τα λουλούδια του λιβαδιού και το
τζίτζικα να μη λέει να σταματήσει το
καλοκαιρινό τραγούδι.
4 5
5. Μα κάποια μέρα η ζωή του άλλαξε.Γνώρισε
κάτι όμορφο και λαμπερό. Την Ηλιοφώτιστη.
Ήταν ψηλή, λιγνή και όμορφη. Τόσο
διαφορετική από τους άλλους. Μια φιλία
ξεκίνησε μεταξύ τους.
Μια φιλία καλοκαιρινή, δυνατή, όμορφη.
Τη μέρα έπαιζαν κρυφτό, μιλούσαν και
γελούσαν. Ο Μένιος της έφερνε φύλλα ,νερό και
τις έφτιαχνε καρδούλες που ανέμιζαν στο
απαλό άγγιγμα του ανέμου. Εκείνη του χάριζε
τον βλαστό της για να ξεκουραστεί και του έλεγε
όμορφες ιστορίες από τη ζωή στο λιβάδι, όπως
τις έβλεπε και τις άκουγε από εκεί ψηλά.
6 7
6. Το βράδυ γέμιζαν τη νύχτα με τραγούδια ,
με το καληνύχτα της φιλίας και τη
προσμονή της επόμενης μέρας.
Έτσι ευτυχισμένα πέρασε το
καλοκαίρι και το φθινοπωράκι.
8 9
7. Κάποια μέρα η Ηλιοφώτιστη ζήτησε από τον
Μένιο να φυσήξει με δύναμη τα πέταλα της,
γιατί έπρεπε να φύγει για ένα μακρινό ταξίδι.
Ο Μένιος μέσα από τα συνεχόμενα "όχι"του,
άκουσε τη φίλη του να του λέει:
-Αν δε το κάνεις εσύ Μένιο θα το κάνει ο
αέρας. Σου υπόσχομαι όμως ότι όταν θα
ξυπνήσεις από τον ύπνο του χειμώνα θα είμαι
πάλι εδώ να σε δω.
Ο Μένιος με βαριά καρδιά έκανε τη τελευταία
χάρη της φίλης του και τα πέταλα
σκορπίστηκαν όπως όλες οι στιγμές που
πέρασαν μαζί.
10 11
8. Τα δάκρυα του Μένιου έγιναν νιφάδες
και τα μάτια του βασίλεψαν στη φωλιά
του, γιατί είχε φτάσει πια ο χειμώνας.
Πέρασαν οι μέρες, οι μήνες και ήρθε η άνοιξη.
Η χειμερία νάρκη τελείωσε και τα μάτια του
Μένιου αντίκρισαν κάτι μοναδικό.
Το λιβάδι ήταν γεμάτο από την Ηλιοφώτιστη.
Και δεν ήταν μόνο εκείνη αλλά και πολλές ακόμα
που λούζονταν με τα χρώματα του ουράνιου
τόξου. Είχε δίκιο όταν του είπε:
«Θα είμαι εδώ όταν ξυπνήσεις, στο υπόσχομαι».
Κατάλαβε ότι η υπόσχεση είναι υπόσχεση.12 13
9. Πηγαίνοντας όμως από το καλό στο καλύτερο,
ανάμεσα από τις Ηλιοφώτιστες, ξεπρόβαλε
η Μίνα η σκαντζοχοιρίνα που ήθελε να τον δει.
Τον γνώρισε μέσα από τα μάτια της φίλης του
και ήθελε να του χαρίσει κάτι.
Το ΜΟ... το άφησε το χέρι της φιλίας,
το ΝΑ... το χέρι της υπόσχεσης και
το ΞΙΑ... το χέρι της αγάπης.
Αντίο!
14
15
15