4. Πρόλογος στίχοι 39-50
Στου Πρίαμου το γιό δε δίνει εμένα,
παρά το ειδωλό μου, φτιαχνοντάς το
σαν πλάσμα ζωντανό από αιθέρα
κι αυτός θαρρεί πως μ' έχει -κούφια ιδέα-
ενώδεν μ' έχει καν. Έπειτα οι γνώμες
του Δία στα πάθη αυτά σωριάσαν κι άλλα
γιατί σήκωσε πόλεμο ανάμεσο
στην χώρα τον Ελλήνων και τους δόλιους
τους Τρώτες, για να ξαλαφρώσει τη μάνα
γη απ' το πλήθος των ανθρώπων κι ο πιο
μεγάλος άντρας της Ελλάδας να γίνει ξακουστός.
5. Α' επεισόδιο στίχοι 443-449
Τον Αγαμέμνονα κι εμένα το Μενέλαο,
ζευγάρι ξακουσμένο γιατί θαρρώ
-και καυχισιά δεν είναι- πως με
καράβια οδήγησα στην Τροία
στράτευμα πλήθος κι όχι με τη βία
σαν τύραννος αλλά μ' ακολούθησαν
θέλοντας οι λεβέντες της Ελλάδας.
6. Β' επεισόδιο στίχοι 764-766
Ω! Πάρη, που μου ρήμαξες το σπίτι
αυτά και σένα αφάνισαν και μύριους
Έλληνες χαλκαρματωμένους.
7. Β' επεισόδιο στίχοι 779-781
Δεν είναι αυτή, οι θεοί μας ξεγέλασαν
κρατούσαμε μια ολέθρια Νεφέλη.
Τι λές;
Τόσος μόχθος κι αγώνας για ένα ίσκιο;
8. Β' επεισόδιο στίχοι 1047- 1052
Τα έργα μου στην Τροία
θα ντρόπιαζα δειλιάζοντας, κι ας λένε
πως κλαίνε κι οι γενναίοι όταν τους βρίσκουν
οι συμφορές. Ωραίο ετούτο, αν είναι
ωραίο όμως εγώ θα προτιμήσω τ' αντρικειο θάρρος.
9. Β' επεισόδιο στίχοι 1270-1285
Ανέμυαλοι όσοι αποζητούν τη δόξα με λόγχες και με δυνατά
στον πόλεμο κοντάρια,λογιάζοντας αστόχαστα πως έτσι θα πάψουν των
θνητών τις συμφορές˙
γιατί, αν το δίκιο σου ζητάς με το αίμα, η αμάχη δε θα λείψει από τον
κόσμο˙
γι’ αυτήν οι Πριαμίδες πήγανκάτω στη γης, ενώ μπορούσαν
μονάχα με τα λόγια, Ελένη, τέλος να δώσουνε στην έχθρα.
Τώρα στον Άδη ’ναι βαθιά χωμένοι, τα κάστρα τους φωτιά τα ’χει
σαρώσει
σαν κεραυνός του Δία κι εσύ πέρασες βάσανα και βάσανα που
αβάσταχτους σηκώσαν θρήνους.